Πρώτη Ηλεκτρονική Ιστορία της Κύπρου

image

Δωρεάν προσφορά σε ερευνητές, μελετητές, φοιτητές, μαθητές και δημοσιογράφους.

Από την Κύπρο στην αρχαιότητα, μέχρι την Κύπρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αγγλοκρατία, η ΕΟΚΑ, το πραξικόπημα, το σχέδιο Ανάν, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αρχείο Παναγιώτη Παπαδημήτρη

papademetris-pΜοναδικό αρχείο στο οποίο μπορείτε να προστρέξετε και να αναζητήσετε εύκολα και γρήγορα αυτό που θέλετε για μια περίοδο 8.000 ετών για την Ιστορία της Κύπρου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

19.7.1974: Ο Λοχαγός Ανδρέας Φωτιάδης αναφέρει ότι ελλαδίτης αξιωματικός φώναζε από την προηγουμένη της εισβολής στο Τρίτο Τακτικό Συγκρότημα ότι η Τουρκία θα εισβάλει στην Κύπρο και αυτή θα διχοτομηθεί.

S-2312

19.7.1974: Ο ΛΟΧΑΓΟΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ ΑΝΑΦΕΡΕΙ ΟΤΙ ΕΝΑΣ ΕΛΛΑΔΙΤΗΣ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ ΦΩΝΑΖΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΤΗΣ ΕΙΣΒΟΛΗΣ ΣΤΟ ΤΡΙΤΟ ΤΑΚΤΙΚΟ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ ΟΤΙ Η ΤΟΥΡΚΙΑ ΘΑ ΕΙΣΒΑΛΕΙ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΚΑΙ ΑΥΤΗ ΘΑ ΔΙΧΟΤΟΜΗΘΕΙ. ΑΡΓΑ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ ΜΕΡΑΣ ΦΘΑΝΕΙ ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΟΤΙ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΕΙΣΒΟΛΗ ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΚΑΙ ΑΡΧΙΖΕΙ ΜΕΡΙΚΗ ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗ. ΩΣΤΟΣΟ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ΝΕΟΤΕΡΟ ΣΗΜΑ ΑΝΑΦΕΡΕΙ ΟΤΙ Η ΕΙΣΒΟΛΗ ΔΕΝ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΑΛΛΑ ΚΑΝΕΝΑΣ ΔΕΝ ΠΕΙΘΕΤΑΙ. ΟΜΩΣ Ο ΙΔΙΟΣ ΔΙΑΤΑΖΕΤΑΙ ΚΑΙ ΑΡΧΙΖΕΙ ΤΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΟΥ 306 ΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΚΣΤΡΑΤEΥΕΙ ΤΕΛΙΚΑ ΣΤΗΝ ΚΕΡΥΝΕΙΑ (Πρώτο Μέρος)

Με το Τάγμα του ο λοχαγός Ανδρέας Φωτιάδης στάληκε στην Κερύνεια "στο στόμα του λύκου" όπως αφηγήθηκε αργότερα για να αντιμετωπίσει τους εισβολείς χωρίς να γνωρίζει πού πήγαινε, πού ήσαν τα φίλια και τα εχθρικά τμήματα και με άνδρες σχεδόν άοπλους και με μερικά καπνογόνα βλήματα του ΠΑΟ, για να βάλουν εναντίον των αρμάτων.

Τελικα αναγκάστηκαν όλοι να υποχωρήσουν μπροστά στην ορμή του εχθρού και συνελήφθησαν αιχμάλωτοι και μεταφέρθηκαν, όσοι επέζησαν, στις φυλακές της Τουρκίας όπου έμειναν αιχμάλωτοι για τρεις περίπου μήνες μέχρι την ανταλλαγή τους, υποφέροντας τα πάνδεινα.

Μαζί του μίλησε τον Ιούλιο του 1974 η συνεργάτιδα της εφημερίδας Ο ΑΓΩΝ Λιάνα Κοντού η οποία δημοσίευσε τις αναμνήσεις του καθώς τις είχε νωπές στη μνήμη μου, σε επτά συνέχειες αρχής γενομένης στις 23 Ιουλίου 1975.

Εγραφε η Λιάνα Κοντού παραθέτοντας ίσως τη συγλονιστικότερη μαρτυρία της εισβολής:

Συνάντησα τον λοχαγό Ανδρέα Φωιάδη για πρώτη φορά μετά την αιχμαλωσία, το ίδιο βράδυ που είχεν επιστρέψει από τις φυλακές της Τουρκίας. Ενοιωσα αισθήματα πόνου, απέραντης λύπης και αγανακτήσεως, όταν τον είδα. Ο Λοχαγός Φωτιάδης που τον γνώριζα προηγουμένως σαν ένα άνδρα όλο ζωή, γεμάτο ενεργητικότητα και ευγενικές διαθέσεις, στεκόταν τώρα εκεί, μπροστά μου, αγνώριστος, καταβεβλημένος, ψυχικόν και σωματικόν ράκος.

Πίκρα και ατέρμονη στενοχώρια, ζωγραφιζόταν στο σκελετωμένο σχεδόν πρόσωπο του. Σαν αλαφισμένος μου φανόταν και τα είχε παντελώς χαμένα.

Τα δεινά και οι κακουχίες που λίγες μόνο ώρες προηγομένως τις ζούσε κάθε λεπτό, κάθε κλάσμα του δευτερολέπτου, είχαν αποτυπωθεί και συνθλίψει την οντότητα του.

Εκτός από δυο λέξεις, δεν είπαμε τότε άλλο εκείνο το βράδυ.

- Καλωσόρισες Ανδρέα.

- Ευχαριστώ.

Συγκινημένος με βουρκωμένα μάτια ευχριστούσε τους φίλους και τους συγγενείς που πήγαν να τον καλωσορίσουν. Και ήσαν τόσοι πολλοί.

Και βλέπω εκεί μια μάνα πονεμένη. Και μια σύζυγο που με τίποτα δεν ξεχνά. Και κλαίει από συγκίνηση που ξανάβλέπει τον αγαπημένο της. Και μια φωνή σχίζει τον αέρα. Μια παιδική φωνή σε ένα ανέλπιστο κλάμα. "Δεν είναι ο μπαμπάς μου".

Αλλοίμονο ποια δύναμη να αντέξει, ποιος να το δεχθεί. Μα πως μπορεί κανείς να εξηγήσει σε ένα κοριτσάκι 2,5 χρόνων ότι αυτός ο άνθρωπος, ο καταρρακωμένος και αγνώριστος ήταν ο πατέρας του. Καί κλαίει το μωράκι και φωνάζει: " Θέλω το μπαμπά μου, δεν είναι αυτός ο μπαμπάς μου".

Αλλος άνθρωπος που την αγκάλιαζε 2,5 χρόνια τώρα. Αλλο το χαμόγελο και η φωνή. Πράγματι γι' αυτό το μικρό πλάσμα άλλος ήταν ο πατέρας. Και προσπαθεί η μάνα να το πείσει και να το κάνει να πιστέψει. Μα το μικρό αποκοιμιέται μεσ' το κλάμα του και μάλλουν να περάσουν μέρες για να αναγνωρίσει σ' αυτόν τον νεοφεμένο τον πατέρα του. Ακόμα δυο παιδάκια έχει ο Λοχαγός Φωτιάδης, ένα αγοράκι 12 χρόνων και ακόμα ένα κοριτσάκι 9 χρόνων. Δέχθηκαν την πραγματικότητα και υποδέχθηκαν με συγκίνηση τον ανέλπιστο ερχομό του πατέρα. Μα οι συγγενείς εκείνοι εκεί και οι φίλοι, η μάνα, οι αδελφοί και ο πατέρας. Για τον θεό πήτε μου. Πού είναι ο πατέρας;

Κράτα παιδί μου να σου πω. Μα δεν χρειάζεται. Ποτέ δεν θα έλειπε ο πατέρας από μια τέτοια στιγμή. Αλλοίμονο. Δεν είναι πια. Εμεινε εκεί. Στο σπίτι του. Στο χωριό του, στο Παλαίκυθρο. Εμεινε γιατί δεν άντεχε τον ξερριζωμό. Μα τώρα δεν υπάρχει πια. Τον σκότωσαν; Πέθανε; Ποιός ξέρει;

Λίγες μέρες αργότερα συνάντησα τον κ. Φωτιάδη και μετά από προσωπικές παρακλήσεις μου έκαμε μια σχετικά λεπτομερή αφήγηση των όσων είχε ζήσει από το πραξικόπημα, έως την εισβολή. Μα όσα κι' αν γραφούν δεν θα μπορέσουν ποτέ να δώσουν μία ακριβή εικόνα της καταστάσεως. Την αφήγηση αυτή του λοχαγού δεν έδωσα ποτέ στη δημοσιότητα εδώ και ένα χρόνο και τη δημοσιεύω σήμερα επ' ευκαιρία της πρώτης μαύρης επετείου.

- Εν πρώτοις κ. Φωτιάδη θα ήθελα να μας αναφέρεις τι συνέβη ακριβώς το πρωινό της αποφράδας εκείνης ημέρας της 15ης Ιουλίου 1974.

Ο Φωτιάδης αρχίζει την αφήγησή του.

Υπηρετούσα στο Τρίτο Τακτικό Συγκρότημα με τον βαθμό του Λοχαγού σαν Διευθυντής Στρατολογίας.

Την ησυχία και τη συνηθισμένη γαλήνη που επικρατούσε το πρωινό της αποφράδας 15ης Ιουλίου 1974, πρωινό της ενάρξεως μιας φαινομενικά ομαλής ρουτίνας και μιας νέας εβδομάδας, έσχιζαν οι πρώτοι πυροβολισμοί. Η ώρα ήταν 8.20 π.μ. όταν ήδη όλες οι ανθρώπινες ενέργειες είχαν μπει σε εφαρμογή και η ζωή είχε πάρει την κανονική της πορεία.

Οι πυροβολισμοί ερχόντουσαν αλλεπάλληλοι. Το πραξικόπημα ήταν πλέον γεγονός. Γεγονός ήταν επίσης η πρωτοφανής σύγχυση και ο θυμός του. Πρώτη μου διαταγή ήταν "παραμείνατε εντός". Δεν έδωσα άδεια εξόδου ή εισόδου σε κανέναν. Είχα από ημερών ορισθεί υπεύθυνος Λευκωσίας σε περίπτωση ταραχών επικουρικού σώματος, θέση την οποία κατείχε δυο μήνες πριν από το πραξικόπημα Ελληνας αξιωματικός. Ο τότε Διοικητής του Συγκροτήματος ήταν ο Ταξίαρχος Γεωργίτσης.

Λίγο αργότερα με ένα Λαντ ρόβερ βγήκα έξω. Ηθελα οπωσδήποτε να δω τι συνέβαινε. Στο στρατόπεδο δεν είχαμε ούτε ραδιόφωνο ούτε τίποτε άλλο που θα μπορούσε να μας δώσει ακριβή περιγραφή της καταστάσεως. Εκανα μιαν έρευνα της γύρω περιοχής με πραγματικό κίνδυνο της ζωής μου. Τρεις φορές κατόρθωσα να διαφύγω από σφαίρες που προορίζονταν για μένα, λόγω του ότι ήμουν εν στολή και οπλισμένος. Οταν επέστρεψα στο στρατόπεδο μάζεψα περίπου 50 έφεδρους και αφού σχημάτισα λόχο, ανέλαβα τη φρούρηση τραπεζών και Υπουργείων από κλοπές και δολιοφθορές.

Στο διάστημα αυτό που μεσολάβησε από τις επτά ακόμη το πρωί, ο Ταξίαρχος Γεωργίτσης και όλοι οι άλλοι ελλαδίτες αξιωματικοί είχαν εγαταλείψει το στρατόπεδο και ουδεις γνώριζε που ευρίσκοντο. Μετά από διήμερο ένας άλλος αξιωματικός είχεν έρθει προς αντικατάσταση του, ονόματι συνταγματάρχης Λιανάς. Αυτός συνεχώς ύβριζε τους πάντες και τα πάντα, και δεν έπαυε από του να μας λέει ότι η Τουρκία θα ερχόταν και η Κύπρος θα διχοτομείτο. Αυτό μάλιστα το έλεγε από το Σάββατο το βράδυ προ του πραξικοπήματος. Ο ίδιος δε μου είπε ότι είχε ανώνυμο τηλεφώνημα ότι εγώ και άλλοιο κύπριοι αξιωματικοί θα εσκοτωνόμαστε σε περίπτωση φασαριών.

Κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος εξαπελύσαμεν επικίνδυνες αποστολές, ακόμη ελάβαμε μέρος κατ' εντολή σε ενέδρες στην Ομορφίτα για άτομα που αντιστάθηκαν στο πραξικόπημα και τα οποία ονόμαζαν "Κουμμουνιστικά στοιχεία".

Συενχώς μας διέταζαν να λέμε ότι εμείς κάναμε το πραξικόπημα και καμμιά σχέση δεν έχει η τότε Κυβέρνηση της Ελλάδας ή ο ελληνικός στρατός. Ηθελαν πάση θυσία να γίνει πιστευτό ότι καμμιά ανάμειξη δεν έχουν οι ελλαδίτες στο πραξικόπημα.

Εστειλα μερικά τμήματα να παροσέχουν την Κεντρική Τράπεζα τα οποία τμήματα ειδοποιήθηκαν από τη φρουρά του κ. Κληρίδη, να πάω να τον δω. Φυσικά πήγα στο σπίτι του κ. Κληρίδη, και όταν τον συνάντησα, πράγματι πρόσεξα πόσο φανερά ταραγμένος και μελαγχολικός ήταν. Ημουν οπλισμένος και συνοδευόμουν από άλλους δυο υπασπιστές μου. Χαιρέτισα στρατιωτικά και σε απάντηση ο κ. Κληρίδης μου είπε: "Είμαστε στη διάθεση του στρατού". Ο λόγος που με ζήτησε ήταν για να παραδώσει τη φρουρά και τον οπλισμό της στο στρατό. Πρότεινα να τους πάρω όλους στο ΓΕΕΦ να παραδώσουν τα όπλα τους. Αυτοί ζήτησαν να περάσουν από τα σπίτια τους πρώτα, όπου είχαν και άλλον οπλισμό. Συγκαταθέσει δική μου τους πήρα άοπλους. Φεύγοντας από το σπίτι του κ. Κληρίδη ο ίδιος μου ζήτησε να πάω και πάλι την επομένη και να του πάρω τσιγάρα. Οταν πήγα τη δεύτερη ημέρα τον ρώτησα: "Τι πιστεύετε περί Μακαρίου;".Μου απάντησε ότι παρακολουθεί όλες τις κινήσεις του και ήξερε ότι είχε μιλήσει ήδη στο Λονδίνο παρουσία 5.000 ελληνοκυπρίων. Ακουγε και μάθαινε όλα τα νέα του Μακαριωτάτου μέσω του Μπι- Μπι- Σι. Εκείνη ήταν η τελευταία φορά που ήλθα σε επαφή με το κ. Κληριοδη".

Η συμπεριφορά των ελλήνων αξιωματικών απέναντι μας εξακολουθούσε να είναι αχαρακτήριστη. Δεν μας εμπιστεύονταν και ποτέ δεν παρακαθήσαμε σε απόρρητες συσκέψεις όπως έπρεπε να γινόταν και καθόλου δεν μαθαίναμε όσα έπρεπε να ξέρουμε. Αισθανόμαστε ακόμη να είμαστε υπό την καταπιεστική παρακολούθηση φαντάρων του Α2, οι οποίοι βεβαίως ήταν βαλτοί από τους ελλαδίτες αξιωματικούς. Ο Συνταγματάρχης Λιανός εξακολουθούσε να φωνάζει συνεχώς ότι θα επενέβαινε η Τουρκία και η Κύπρος θα διχοτομείτο. Αυτό πράγματι, το πίστευα και εγώ ακράδαντα, τους φόβους μου δε τους εμπιστεύθηκα στον κ. Αζίνα και τον φίλο μου Αντισυνταγματάχη Χρίστο Φώτη, ο οποίος διηύθυνε το Α και Δ Γραφείο του Συγκροτήματος και ο οποίος σκοτώθηκε την πρώτη μέρα της εσβολής στα Καζιβερά.

-Τι έγινε τη Παρασκευή το βράδυ προ της εισβολής;

-Στις 6 το απόγευμα της Παρασκευής 19ης Ιουλίου μας κάλεσαν στο Γραφείο του Διοικητή και μας ανήγγειλαν ότι επίκειται τουρκική εισβολή. Αρχίσαμε όλοι να εφοδιαζόμαστε με τα στρατιωτικά μας αντικείμενα και ανελήφθη ο ορισμός καθηκόντων ενός εκάστου. Ηδη άρχισε μερική επιστράτευση και αρκετοί έφεδροι είχν καλεσθεί στο στρατόπεδο. Πλάνο μειδίαμα όμως της μοίρας το παιγνίδι. Ουδείς γνώριζε να τους πει τι ακριβώς θα έπρεπε να κάμουν. Ενα παραπλανητικό χάος επικρατούσε παντού. Σύγχυση και άγνοια. Στις 10.30 περίπου κτύπησε το τηλέφωνο στο γραφείο επιχειρήσεων. Ο διευθυντής του Γραφείου, κάποιος ελλαδίτης αξιωματικός πήγε να το πάρει. Πήγα και εγώ μαζί του και μετά το πέρας της συνομιλίας, αυτός μου είπε ότι ο κίνδυνος πολέμου δεν υφίστατο πλέον και ότι τα τουρκικά πλοία που θεάθηκαν στα εγχώρια ύδατα επέστρεφαν πίσω. Κανείς όμως και για τίποτα στον κόσμο δεν μπορούσε να με πείσει γι' αυτό. Γυρίζοντας στο δωμάτιο μου είπα μεγαλοφώνως σε άλλους κυπρίους συναδέλφους: "Παιδιά αύριο θα γίνει απόβαση και πολύ φοβούμαι ότι η Κύπρος θα δοχοτομηθεί".

Ημουν βέβαιος περί τούτου. Πήγα τελικώς για ύπνο στη 1.30 π.μ. Στις 4.30 πρωϊ πήραμε τηλεφώνημα από την πράσινη γραμμή του Τράχωνα ότι ένα από τα εκεί φυλάκια μας είχε υποστεί επίθεση από τους τούρκους και κτυπιόταν ανελέητα. Ο διοικητής τα είχε χαμένα. Στην πλήρη άγνοια μας περί αντιδράσεως, το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να ετοιμάσουμε το αρχείο μας για διασπορά. Μετά παρέλευση μισής ώρας, ο υποδιοικητής της μονάδας μου είπε ότι έπρεπε να έχω φάκελο Γ. Διευκρινίζω λέγοντας ότι ο φάκελος Γ αναγόταν μόνο σε περίπτωση πολέμου και παριλάμβανε οδηγίες και καθόριζε την αποστολή μου σε τέτοια περίπτωση. Ο Υποδιοικητής που μου ανέφερε το περί φακέλου Γ ήταν ο ελλαδίτης Νούσκας. Ζήτησα αμέσως να μου δοθεί ο φάκελος Γ, αλλά πεισμόνως μου αρνήθηκε. Μάλιστα ο επιτελής επιχειρήσεων μου συνέστησε να μη ενδιαφερθώ κτυπώντας με φιλικά στην πλάτη. Εξεμάνην και φωνάζοντας έψαξα και βρήκα μόνος μου τον φάκελο μου. Μόλις ανακάλυψα τον περίφημο φάκελο, ο υποδιοικητής προσπάθησε να με εμποδίσει να τον ανοίξω. Αρχισα τότε να υβρίζω τους πάντες και τα πάντα. Ανοιξα τον φάκελο και είδα ότι με διόριζαν υποδιοικητή του Τάγματος 306 της Εθνοφουράς και Διευθυντήν του 2ου και 3ου Γραφείου του ιδίου Τάγματος. Ρώτησα και έμαθα πού βρισκόταν ο Δικοικητής του Τάγματος. Επρόκειτο για τον μετά το πραξικόπημα Στρατιωτικό Διοικητή του υπουργείου Εσωτερικών Ζαρκάδα. Πήγα και τον βρήκα και αυτός τότε μου είπε ότι δεν θ'αρχόταν αυτός, αλλά στη θέση του θα ερχόταν κάποιος άλλος ονόματι Ταγματάρχης Ζαχαράς, ο οποίος ήταν διοικητής του τάγματος 286 τεθωρακισμένων.

Εν τω μεταξύ η τουρκική αεροπορία έβαλλε ανηλεώς και αμέτρητες φορές πέσαμε πρινηδόν στο χώμα για να σωθούμε.

Τελικά ούτε ο λεγόμενος ταγματάχης Ζαχαράς ήλθε και παίρνοντας διαταγή πήγα στο Νέο Χωρίο Κυθραίας μέχρι την άφιξη του διοικητή και άλλων αξιωματικών. Παρ'όλους τους κινδύνους που διατρέχαμε από την τουρκική αεροπορία προσπάθησα να συγκροτήσω τάγμα. Εδωσα εντολή να επιστρέψουν αυτοκίνητα στη Λευκωσία για να φέρουν στρατό.

Μέχρι το μεσημέρι του Σαββάτου (20 Ιουλίου 1974) κατορθώσαμε να συκροτήσουμε δυο λόχους. Ησαν όμως όλοι με πολιτική περιβολή, χωρίς στρατιωτικό εξοπλισμό, χωρίς ακόμη ούτε ένα κράνος. Το μόνο εφόδιο που είχα στα χέρια μου ήτο μόνο ένας ασύρματος που και αυτός δεν λειτουργούσε.

Διακατεχόμουν από αισθήματα αναβρασμού και ανησυχίας. Φώναζα, διερωτώμουν: Πού είναι οι χάρτες μου, που είναι τα σχέδια μου και τα απόρρητα μου. Ποια η αποστολη μου;;;;

Ολα αυτά στριφογύριζαν συνεχώς στο μιαλό μου χωρίς απάντηση. Επλεα σε ένα αμείωτο και ατελές χάος χωρίς ακτίδα φωτός, χωρίς μιαν όαση στην έρημο μου. Αγανακτισμένος, βλέποντας την ώρα να περνά και τον εχθρό να υπερίπταται πάνω από τα κεφάλια μας ξεκίνησαν για την Κυθραία. Μόλις έφθασα εκεί, συνάντησα τον διοικητή του εκεί συγκροτήματος και του ανέφερα τα συμβάντα. Τελικά διατάχθηκα να χτενίσω την περιοχή Μιας Μηλιάς- Τύμπου για τυχόν αλεξιπτωτιστές και στη συνέχεια να περικυκλώσω και καταλάβω το αμιγές τουρκικό χωριό Μόρα. Κατ' αρχήν αρνήθηκα καθ' όσον θα έπρεπε τέτοια αποστολή να μου δοθεί από το προϊστάμενο κλιμάκιο. Επειτα από σφοδρή λογογομαχία με φωνές και απειλες αποφάσισα να εκτελέσω τη διαταγή.

Αυτοκίνητα κουβαλούσαν συνεχώς οπλισμό και κατά τις 3 το απόγευμα βισκόμουν μεταξύ Παλαικύθρου- Τύμπου. Εκεί συάντησα τρία γνωστά σε μένα πρόσωπα πολίτες, οι οποίοι με διέταξαν να επιστρέψω πίσω για να μεταβώ στην Κερύνεια. Το διάταγμα προερχόταν από τον Ταγματάρχη Αυγουστή, ο οποίος είχε εκδιωχθεί από το Μακάριο. Απάντησα ότι δεν αναγνωρίζω αυτού του είδους τις διαταγές και ζήτησα τις βασικές οδηγίες για την αποστολή του τάγματος μου, καθ' όσον το τάγμα είχε πάρει ήδη διαφορετικές διαταγές, από άλλο Διοικητή.

Γύρω στις 5 το απόγευμα ήμουν στο Νέο Χωριό για να δω τις υπόλοιπες μονάδες. Με ξαναβρήκαν οι δυο καπεταναίοι, οι οποίοι αυτή τη φορά μου παρέδωσαν ενσφάγιστη διαταγή, η οποία έλεγε: "Αμα τη λήψει, μεταβείς εις Κυρήνειαν".

Αφησα στο Παλαίκυθρο μια διμοιρία άοπλους, μάζεψα το τάγμα και αυτοκίνητα και ξεκίνησα για την Κερύνεια.

Είχα προφορικές πληροφορίες ότι είχεν ορισθεί νέος Διοικητής και άλλοι τρεις αξιωματικοί για ενίσχυση.

Από εδώ και μπρος όμως αρχιζουν πραματικά τα δύσκολα και τα ανεξήγητα για το λοχαγό Φωτιάδη...