Πρώτη Ηλεκτρονική Ιστορία της Κύπρου

image

Δωρεάν προσφορά σε ερευνητές, μελετητές, φοιτητές, μαθητές και δημοσιογράφους.

Από την Κύπρο στην αρχαιότητα, μέχρι την Κύπρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αγγλοκρατία, η ΕΟΚΑ, το πραξικόπημα, το σχέδιο Ανάν, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αρχείο Παναγιώτη Παπαδημήτρη

papademetris-pΜοναδικό αρχείο στο οποίο μπορείτε να προστρέξετε και να αναζητήσετε εύκολα και γρήγορα αυτό που θέλετε για μια περίοδο 8.000 ετών για την Ιστορία της Κύπρου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ενώ τα αεροπλάνα βομβαρδίζουν και σκορπούν το θάνατο αρχίζει η επιστράτευση και οι στρατιώτες κατευθύνονται στην Κερύνεια μέσα σε κόλαση πυρός. (Το Ημερολόγιο του Εφεδρου Ανθυπολοχαγού των ΛΟΚ, δασκάλου Σάββα Παυλίδη από το Λάρνακα της Λαπήθου- Μέρος 1)

S-2294

20.7.1974: ΕΝΩ ΤΑ ΑΕΡΟΠΛΑΝΑ ΒΟΜΒΑΡΔΙΖΟΥΝ ΚΑΙ ΣΚΟΡΠΟΥΝ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΑΡΧΙΖΕΙ Η ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΚΕΡΥΝΕΙΑ ΜΕΣΑ ΣΕ ΚΟΛΑΣΗ ΠΥΡΟΣ (ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΕΦΕΔΡΟΥ ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΟΥ ΤΩΝ ΛΟΚ, ΔΑΣΚΑΛΟΥ ΣΑΒΒΑ ΠΑΥΛΙΔΗ ΑΠΟ ΤΟ ΛΑΡΝΑΚΑ ΤΗΣ ΛΑΠΗΘΟΥ- Μέρος 1)

Στις 17 Μαρτίου 1977 η εφημερίδα Ο ΑΓΩΝ της Λευκωσίας άρχισε τη δημοσίευση σε συνέχειες του ημερολογίου του λόκατζη- δασκάλου Σάββα Παυλιδη, από το Λάρνακα της Λαπήθου, ο οποίος περιγράφει όλα τα γεγονότα, λεπτό προς λεπτό, που έζησε στην περιοχή της Κερύνειας κατά τη διάρκεια της τουρκικης εισβολής.

Στο πρώτο μέρος περιγράφει την έναρξη της επιστράτευσης στην Κύπρο στις 20 Ιουλίου 1974, την αγωνία ομάδων εθνοφρουρών να μεταβούν στην Κερύνεια για κατάσταξη και τη συνέχεια των μαχών που ακολούθησαν.

Αναφέρει ο Σάββας Παυλίδης:

"Εκείνο το βράδυ της 19ης του Ιούλη του 1974, ξάπλωσα να κοιμηθώ με χίλες δυο σκέψεις για το αύριο. Με είχαν κι' όλας απειλήσει οι εθνοσωτήρες φίλοι μας με σύλληψη στην αρχή και με εκτέλεση αργότερα, αφού πρώτα με χαρακτήρισαν "προδότη" μια και δεν έσπευσα να καταταγώ στις τάξεις της Εθνοφρουράς, στο κάλεσα των εφέδρων αξιωματικών από τον Οκταήμερον πρόεδρο της νέας "δημοκρατικής τάξης".

Υστερα ήταν κι' όλες εκείνες οι φοβερές φήμες και οι ειδήσεις που μετάδιδαν οι ξένοι ραδιοσταθμοί ότι παρατηρήθηκαν κινήσεις του τουρκικού πολεμικού στόλου και ότι ήταν ενδεχόμενη μια τουρκική εισβολή στην Κύπρο.

Καθώς άρχισε να ροδίζει η αυγή άκουσα παράξενους θορύβους. Γρήγορα συνειδητοποίησα πως επρόκειτο για αεροπλάνα. Πετάκτηκα σαν ελατήριο από το στρώμα και βγήκα στη βεράντα του διώροφου σπιτιού μου.

Το θέαμα ήταν φοβερό. Μια ομάδα τουρκικών αεροπλάνων, βομβάρδιζε τη δυτικώτερη κορφή του Πενταδακτύλου, τον Κόρνο, που ορθωνόταν περήφανος ακριβώς πάνω από το χωριό μου, τον Λάρνακα της Λαπήθου.

Πολλές κι' όλας πυρκαγιές είχαν προκληθεί από τους βομβαρδισμούς και έβλεπα σε αρκετά σημεία μικρές ή μεγαλύτερες φλόγες να τυλίγουν τα πελώρια δένδρα του βουνού.

Την ίδια ώρα ένα άλλο σμήνος τουρκικών αεροπλάνων χυμούσε εναντίον μιας στρατιωτικής πομπής λίγο ανατολικώτερα του Κοντεμένου που βρίσκεται στα νότια του χωριού μου.

Οι εκρήξεις είναι εκκωφαντικές. Τα αεροπλάνα ξερνούσαν λυσσασμένα φωτιά και σίδερο κατά μήκος του δρόμου Σκυλλούρας- Μύρτου που ωδηγούσε στην Κερύνεια, μέσω Πανάγρων.

Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα υπολόγισα το μέγεθος της καταστροφής. Ηταν ένα επακόλουθο του πραξικοπήματος, που πάντοτε φοβόμουν πως θα συνέβαινε.

Χωρίς να διστάσω καθόλου μπήκα στο δωμάτιο μου και άρχισα να ντύνομαι βιαστικά. Είπα στη γυναίκα μου να ξυπνήσει το μωρό μας και να μετακινηθεί πιο πάνω στο πατρικό μου σπίτι, όπου θα είχαν συμπαραστάτη τους τον πατέρα μου. της έδωσα στα γρήγορα η συμβουλή να προτιμήσουν να μείνουν στο ισόγειο για να έχουν κάποια προφύλαξη από την αεροπορία.

Στα κλάματα της απάντησα:

- Οτι και να μας συνέβη τις τελευταίες πέντε μέρες, πρέπει να ξεχάσουμε. Τώρα ήλθαν οι τούρκοι και δεν επιτρέπεται να τους αφήσουμε να πάρουν τα σπίτια μας.

Κατέβηκα τρεχάτος στη σκάλα και μπήκα στο αυτοκίνητο μου, ενώ η τουρκική αεροπορία συνέχιζε να βομβαρδίζει ανελέητα. Στη βιασύνη μου απάνω, ούτε σκέφτηκα να φωνάξω τον γαμβρό μου που βρισκόταν στο διπλανό σπίτι, ότε και να συνεννοηθώ με τον πατέρα μου που έμενε κάπου 400 μέτρα πιο πάνω.

Κατευθύνθηκα στο Σωματείο του χωριού, όπου συνάντησα κάποιον "υπεύθυνο". Του είπα στα γρήγορα ότι κάτι πρέπει να κάνουμε γιατί η τουρκική εισβολή ήταν κι' όλας γεγονός. Ανοίξαμε το ραδιόφωνο, αλλά ακόμα δεν είχε τίποτε άλλο να ανακοινώση εκτός από το ότι "η ημέρα σήμερα είναι Σάββατο και η εκκλησία μας εορτάζει..."

Φώναξα αμέσως μια ομάδα εφέδρων καταδρομέων που βρισκόταν στο σωματείο και τους είπα ότι θα έπρεπε να ετοιμαστούν αμέσως για να αναχωρήσουμε για το Μπέλλα Παϊς, όπου εδρεύει η 33η Μοίρα Καταδρομων κι' οπου είχαμε καθήκον να παρουσιαστούμε σε περίπτωση επιστράτευσεως.

Τους προειδοποίησα ότι όπου νάναι θα κηρυχθεί επιστράτευση.

Πράγματι ύστερα από αρκετή ώρα εδέησε να αναφέρει το ΡΙΚ ότι η εισβολή ήταν πια γεγονός και να καλέσει τους εφέδρους να παρουσιασθούν στις μονάδες τους. Μόλις ετοιμάστηκε η ομάδα των Εφέδρων καταδρομέων κατεθυνθήκαμε προς το αυτοκίνητο του με πρόθεση να ξεκινήσουμε για το Μπέλλα Παϊς. Δεν είχε όμως την ίδια γνώμη και ο "υπεύθυνος". Αφού επενέβη μου φώναξε προτάσσοντας το αυτόματο όπλο που κρατούσε:

- Και ποιος σου είπε ρε Δάσκαλε πως θα κάμνεις εσύ ό,τι θέλεις εδώ;

Στο μεταξύ μαζεύτηκαν αρκετοί συγχωριανοί στο σωματείο του χωριού. Μου δόθηκε η ευκαιρία να κουβεντιάσω με αρκετούς. Σε όλους έλεγα ότι θα πρέπει να ξεχάσουμε το τι συνεβη μεταξύ μας τις τελευταίες μέρες και να έχουν πάντοτε στο μυαλό ότι "τώρα έχουμε να κάμουμε με τους τούρκους".

Σε λίγο χωριστήκαμε σε κείνους που θα πήγαιναν για κατάταξη στην Κερύνεια και στους άλλους που θα πήγαιναν στη Λευκωσία.

Σε λίγο όσοι θα πηγαίναμε στην Κερύνεια περάσαμε μέσα σ' ένα επιβατηγό αυτοκίνητο και οι άλλοι σε ένα φορτηγό.

Πριν ξεκινήσουμε πλησίασα έναν έφηβο χωριανό μου και τούδωσα τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Του παράγγειλα να τα παραδώσει σε κάποιον που ήξερε να οδηγεί για να πάρει το αυτοκίνητο μου στον πατέρα μου, μια και δεν μου επετράπη να πάω επιστράτευση με το δικό μου αυτοκίνητο και μια και το σπίτι μου βρισκόταν απομονωμένο ένα σχεδόν μίλι έξω από το χωριό κοντά στο σπίτι του γαμβρού και του πατέρα μου.

Στο μεταξύ το λεωφορείο με τους Εφεδρους ξεκίνησε. Λίγο έξω από το χωριό σταματήσαμε για λίγο και το καμουφλάραμε πρόχειρα για να μη διακρίνεται εύκολα από την αεροπορία που συνέχιζε ασταμάτητα να εφορμά και να βομβαρδίζει διάφορους στόχους.

Εδώ μας πρόλαβε και το φορτηγό με άλλους χωριανούς μας εφέδρους που πήγαιναν κι' αυτοί για κατάταξη στην Κερύνεια.

Προχωρήσαμε μαζί από τον δρόμο του βουνού που ενώνει τον Λάρνακα της Λαπήθου, με την Βασίλεια.

Σαν φθάσαμε στη δισταύρωση του δρόμου που οδηγεί από το Κέντρο Πία Πέλλα στον Αγιο Ιλαρίωνα, ακολουθώντας την κορυφή σχεδόν του Λάρνακα της Λαπήθου, οροσειράς του Πενταδακτύλου, μας σταμάτησε ένας γνωστός μου, ο Χριστοδουλίδης, έφεδρος ανθυπολοχαγός κι' αυτός από την Κερύνεια, που πήγαινε από τον δρόμο της Βασίλειας προς το χωριό μας με το ιδιωτικό του αυτοκίνητο. Μόλις με είδε μου φώναξε και όταν τον πλησίασα μου είπε:

- Μα τρελλάθηκες κ. Παυλίδη; Πού τραβάς προς τα κάτω με τόσο κόσμο; Ξέρεις τι κόλαση επικρατεί εκεί κάτω; Προσωπικά για να ξεφύγω είδα κι' έπαθα. Το 3ο Τακτικό Συγκρότημα στην Κερύνεια έχει γίνει κι' όλας στάκτη από τους βομβαρδισμούς. Οι στρατιώτες σκόρπισαν. Καμμιά μονάδα και κανένας διοικητής δεν θα βρεθεί να σας παραλάβει και να σας εξοπλίσει. Το καλύτερο που έχετε να κάνετε είναι να γυρίσετε πίσω μέχρι να δούμε τι θα γίνει.

Και λέγοντας αυτά ξαναμπήκε στο αυτοκίνητο του και απεμακρύθη.

Η αλήθεια είναι ότι φαινόταν τρομοκρατημένος και αναστατωμένος. Καλωσύνη του, βέβαια, που σταμάτησε και μας πλροφόρησε για το τι γινόταν στην Κερύνεια, όπου κατευθυνόμαστε.

Κατάλαβα ότι ο κίνδυνος ήταν θανάσιμος. Ενοιωθα πολύ βαρειά την ευθύνη στους ώμους μου να κουβαλάω τόσους πολλούς ανθρώπους στο άγνωστο με κίνδυνο να χάσουν την ζωή τους.

Το πιο δυσάρεστο για μένα ήταν το γεγονός ότι όλοι περίμεναν από μένα να τους πω τι θα έπρεπε να κάνουν. Και ομολογώ πως απόρησα μ' αυτή τους τη στάση. Ανάμεσα τους οι πιο πολλοί είμαστε ντυμένοι με πολιτικά ρούχα, γιατί μέχρι το πρωί της 20ης Ιουλίου 1974 βρισκόμασταν στα σπίτια μας λόγω του πραξικοπήματος.

Είναι αλήθεια πολύ δυσάρεστη η θέση στην οποία βρίσκεται κανένας να βλέπει τόσους πολλούς ανθρώπους να περιμένουν από αυτόν την τελευταία λέξη για να αποφασίσουν τι να κάνουν. Πολύ περισσότερο στην περίπτωση αυτή γιατί από αυτό θα αποφάσιζα τελικά πιθανόν να εξηρτάτο και αυτή η ύπαρξη τους.

Αυτά σκέφτηκα για λίγο και ένοιωσα κάπως συγχυσμένος για μερικά λεπτά. Μέσα μου διερωτήθηκα γιατί να θεωρήσουν όλοι εμένα σαν το πιο κατάλληλο πρόσωπο για να τους πω μια γνώμη. Πολύ θα ήθελα να μην βρισκόμουν ποτέ σ' αυτή την δοκιμασία. Εδωσα όμως, μόνος μερικές πιθανές απαντήσεις στον εαυτό μου: Ισως γιατί ήμουν ο μόνος έφεδρος ανθυπολοχαγός (και μάλιστα των Καταδρομών) που βρισκόμουν ανάμεσα τους. Ισως γιατί ήμουν δάσκαλος και ένοιωθαν κάποια σιγουριά σ' αυτό που περίμενα να τους πω. Ισως...

Στο τέλος αποφάσισα να τους μιλήσω ανοικτά. Κουβέντιασα πρώτα ιδιαίτερα με τον Κ. Δικωμίτη, έφεδρο Λοχία των Καταδρομών και ύστερα τους είπα καθαρά όσα μου είχε πει νωρίτερα ο κ. Χριστοδουλίδης.

Πρόσθεσα ότι κατά τη γνώμην μου είχαμε καθήκον να προσπαθήσουμε να παρουσιασθούμε στις μοναδες μας, αφού μας καλούσε η πατρίδα. Δεν παράλειψα όμως να αναφέρω και τους κινδύνους. Τέλειωσα λέγοντας πως ο καθένας ήταν ελεύθερος να αποφασίσει μόνος τι θα έκανε.

Ετσι μερικοί, που νόμισαν ασφαλέστερο να προσπαθήσουν να φθάσουν στις μονάδες τους από άλλο δρόμο, μπήκαν στο φορτηγό αυτοκίνητο με οδηγό τον Κώστα Χρυσάνθου, πήραν τον δρόμο του βουνού μέσω Συσκλήπου- Γομαρίστρας.

Οι υπόλοιποι, που θεώρησαν προτιμότερο να ακολουθήσουν τον δρόμο προς την Κερύνεια, μέσω Βασίλειας-Λαπήθου μπήκαν στο λεωφορείο μας.

Ετσι έχοντας οδηγόν τον Πάμπο Χρυσάνθου (αδελφό του οδηγού του φορτηγού και συμπέθθερο μου) τραβήξαμε προς την Βασίλεια.

Ολοι είχαμε έντονη την συναίσθηση πως πήραμε μια μεγάλη απόφαση και πως από στιγμή σε στιγμή, μπορούσε να μας τύχει οτιδήποτε μπορεί να χαρακτηρισθεί σαν πραγματικός όλεθρος.

Και προχρούσαμε...Προχωρούσαμε στο άγνωστο, καθώς η αεροπορία βομβάριζε ανελέητα και ακούσαμε καθαρά τους κτύπους της καρδιάς που κόντευε να σπάσει, καθώς συναισθανόταν πως από στιγμή σε στιγμή ήταν δυνατό να πέσουμε στην παγίδα.

Οι φόβοι μας πολλαπλασιάστηκαν καθώς αντικρύσαμε την θάλασσα. Βλέπαμε καθαρά πια αμέτρητα πολεμικά πλοία κοντά στα παράλια και άλλα τόσα να χάνονται στο βάθος της θάλασσας. Στην αρχή παγώσαμε. Υστερα βαλθήκαμε να δικαιολογούμε με ψευδαισθήσεις το θέμα.

- Σίγουρα θα είναι αμερικανικά πλοία του 6ου στόλου που θα εμποδίσουν τους τούρκους να κάμουν απόβαση έλεγαν μερικοί.

- Δεν αποκλείεται να είναι ελληνικά πλοία που παρατάκτηκαν έτσι για να προστατέψουν την Κύπρο, έλεγαν άλλοι.

- Και τουρκικά να είναι τα πλοία πιθανόν να ήλθαν απλώς και μόνο για φοβέρα, πρόσθεταν άλλοι.

Βλέπαμε με τα μάτια μας την οχιά και θέλαμε να πιστέψουμε πως επρόκειτο απλώς για το σημάδι που αφήνει καθώς σέρνεται στο χώμα.

Για να διώξω όλες αυτές τις τρομερές σκέψεις από το μυαλό μου και από τα κεφάλια των άλλων, άρχισα να τραγουδώ δυνατά ένα πατριωτικό τραγούδι. Λες και όλοι το θεώρησαν σαν ιδανική διέξοδο για λυτρωμό από τις κακές σκέψεις, με ακολούθησαν αμέσως.

Το πρώτο αυτό τραγούδι το ακολούθησε δεύτερο, τρίτο, τέταρτο... Δεν θυμούμαι ποια τραγούδια ήταν αυτά που τραγουδούσαμε. Θυμούμαι όμως καλά πως ήταν η πρώτη φορά που ταγουδούσαν μαζί τόσοι πολλοί άνθρωποι (είμασταν 40-45 άτομα) και ένοιωθαν το τραγούδι να τους ενώνει τόσο πολύ, να τους ανακουφίζει όλους συγχρόνως και να τους δίδει κουράγιο.

Και ήταν η πρώτη φορά που τραγουδώντας ένοιωθα το σώμα μου να το κυριεύει κάποια αλλόκοτη ανατριχίλα, καθώς κοίταζα με τα βουρκωμένα μάτια μου, τα ανέκφραστα μάτια και το παράξενο φωτισμένο πρόσωπο των άλλων.

Κάθε τόσο, καθώς προχωρούσε το αυτοκίνητο, ένας έφεδρος που έμενε ξαπλωμένος στην καμπίνα του αυτοκινήτου, κτυπούσε δυνατά για να μας προειδοποιήσει ότι κατευθυνόταν προς το μέρος μας εχθρικό αεροπλάνο.

Κι' αμέσως ο οδηγός σταματούσε, προσπαθώντας να κρύψει το αυτοκίνητο μέσα στα δένδρα, κι' όλοι χωνόμαστε κάτω και ξαπλώναμε δεξιά κι' αριστερά από τον δρόμο. Σαν περνούσε το αεροπλάνο κάποτε μουγκρίζοντας απλώς και κατευθυνόμενο σε άλλους στόχους, αλλά και αρκετά συχνά, ξερνώντας καυτό μολύβι από τα μυδράλλια του, ξαναμπαίναμε στο αυτοκίνητο, κοιταζόμαστε για λίγο αν είμαστε όλοι παρόντες...

Αυτή η σκηνή θα επαναλήφθηκε γύρω στις οκτώ με δέκα φορές σε όλη τη διαδρομή. Ηταν κάτι ιδιαίτερα τρομερό...

Τέλος φθάσαμε κοντά στη Βασίλεια. Ευτυχώς ο οδηγός ήξερε ένα αγροτικό δρόμο, τον οποίο ακολουθήσαμε. Ετσι αποφύγαμε για αρκετή απόσταση τον κύριο δρόμο Μύρτου-Κερύνειας που είχε γίνει ένας βασικός και συνεχής στόχος της τουρκικής αεροπορίας.

Προχωρώντας με προφυφλάξεις και έχοντας την ψυχή στο στόμα φτάσαμε στη Λάπηθο, μπροστά στον αστυνομικό σταθμό. Ελπίζαμε πως θα βρίσκαμε εδώ κάποια καθοδήγηση. Δυστυχώς στο σταθμό δεν υπήρχε κανένας αρμόδιος στρατιωτικός να μας δώσει οποιαδήποτε οδηγία. Ο κόσμος πανικόβλητος έβγαινε από τα σπίτια και έτρεχε στους δρόμους γυρεύοντας βοήθεια ή ψάχνοντας για κάποιο μεταφορικό μέσο. Το θέαμα ήταν αποκαρδιωτικό. Ακουε κανένας γοερά κλάματα παιδιών, ανακατεμένα με κραυγές πόνου και φωνές υστερίας, καθώς και κραυγές ανάκατες με κατάρες, κι' έβλεπες ένα κοπάδι ανθρώπους να ζητούν απεγνωσμένα κάποια βοήθεια και δεν βρισκόταν κανένας να μπορεί να βοηθήσει. Τελικά συναντήσαμε κάποιο σωματώδη κύριο, ντυμένο με στολή αστυνομικού, γνωστό μου από τον καιρό που έκανα την θητεία μου στον στρατό. Προσπαθούσε να δώσει κάποια βοήθεια.

Τον ρωτήσαμε τι γίνεται κι' αυτός μας έγνεψε να προχωρήσουμε. Εκεί κοντά βρέθηκε κι' άλλο ένα αυτοκίνητο με εφέδρους που προορίζονταν κι' αυτοί για την Κερύνεια. Ετσι καθώς ξεκίνησε το πρώτο αυτοκίνητο, το ακολουθήσαμε κρατώντας λίγη απόσταση πιο πίσω.

Διασχίσαμε την Λάπηθο και τον Καραβά ακολουθώντας την ίδια συγκινητική σκηνή. Ο κόσμος κυριεύτηκε από πανικό καθώς βαλλόταν από τον αέρα και τη θάλασσα και δινόταν η εικόνα μιας επικείμενης βιβλικής καταστροφής.

Με κομμένη την ανάσα και παγωμένη την καρδιά, προχωρήσαμε εμείς προς την Κερύνεια, καθώς τα πλοία έρριχναν από τη θάλασσα και καθώς τα αεροπλάνα σκόρπιζαν παντού τον τρόμο και τον θάνατο.

Η θάλασσα στα αριστερά μας πλημμύρισε από εχθρικά πολεμικά καράβια κι' ο Πενταδάκτυλος δεξιά μας παραδινόταν στις φλόγες.

Βλέπαμε τα σπίτια να εγκαταλείπονται και τις μάνες να τρέχουν τα παιδιά τους κάτω από τις λεμονιές. Ο ήλιος κρυβόταν κάθε τόσο καθώς οι ουρές των αεροπλάνων της τουρκικής αεροπορίας χυμούσαν μουγκρίζοντας και μυδραλλιοβολώντας.

Προχωρώντας αφήσαμε στον δρόμο μερικούς χωριανούς μας εφέδρους που επρόκειτο να παρουσιασθούν σε παράκτιες μονάδες της Λαπήθου.

Εμείς προχωρούσαμε. Στο δρόμο συναντούσαμε σειρές από πολιτικά άλλά και από στρατιωτικά αυτοκίνητα να κατευθύνονται γρήγορα προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Παραξενευτήκαμε. Πως ήταν δυνατό να προχωρούμε εμείς προς την Κερύνεια ενώ τα στρατιωτικά τζιπ και τα άλλα μεγαλύτερα οχήματα να έφευγαν προς την αντίθετη κατεύθυνση: Θελήσαμε να ζητήσουμε εξηγήσεις. Οι στρατιώτες όμως που βρισκόταν στα αυτοκίνητα μας έγνεψαν να προχωρήσουμε, κάνοντας μάλιστα και το σήμα της νίκης με τα δάκτυλα τους... Κι' εμείς προχωρούσαμε.

Κάποτε πλησιάσαμε το γεφύρι κοντά στο Πικρό Νερό. Ακούσαμε τότε ένα έντονο κτύπημα στην καμπίνα του αυτοκινήτου από τον Δικωμίτη που βρισκόταν ακόμη ξαπλωμένος εκεί. Συγχρόνως έφθασε στα αυτιά μας ο τρομακτικός θόρυβος κάποιου αεροπλάνου που μας ακολουθούσε, καθώς εμείς είχαμε πάρει την ευθεία του δρόμου.

Ο κίνδυνος μου φάνηκε θανάσιμος καθώς γύρισα πίσω και είδα το αεροπλάνα να εφορμά κατ' ευθείαν επάνω μας υπεριπτάμενο του δρόμου και χάνοντας ύψος συνέχεια καθώς μας πλησίαζε ολοένα και περισσότερο. Παγωσα. Φώναξα στον οδηγό:

- Πάμπο, σταμάτα. Κάνε κάτι, κινδυνεύουμε.

Κι' ο Θεός μας έστειλε την σωτηρία. Ακριβώς αριστερά μας, βρέθηκε μια παλιά πάροδος που ενώ όταν με τον παλιό δρόμο Λαπήθου.

Ο οδηγός έστριψε αστραπιαία το τιμόνι και το αυτοκίνητο βρέθηκε ξαφνικά μέσα στην πάροδο και προχώρησε κατ' ευθείαν προς την κατεύθυνση κάποιου σπιτιού που χρησιμοποιείτο παλαιότερα σαν κέντρο.

Προτού προλάβουμε να συνειδητοποιήσοημε αν αποφύγαμε τον κίνδυνο, κουφαθήκαμε από τον θόρυβο του αεροπλάνου που μας πλάκωσε κυριολεκτικά.

Παρακαλύσαμε ακούοντας τρομακτικό "κελάδημα" των μυδραλλίων και τις απανωτές εκρήξεις των βομβών. Νομίσαμε πως ανατινάκτηκε με το αυτοκίνητο.

Για μερικά δευτερόλεπτα δεν μίλησε κανένας. Υστερα, αφού συνήλθαμε και βεβαιωθήκαμε πως ζούμε, ξεχυθήκαμε από το αυτοκίνητο σαν χείμαρρος και ξαπλώσαμε τριγύρω. Ηταν φανερό πως παγιδευτήκαμε. Δεν μπορούσαμε πια να χρησιμοποιήσουμε το λεωφορείο ούτε για να προχωρήσουμε (αλήθεια προς τα πού;) αλλά ούτε και για να επιστρέψουμε.

Κοιτάξαμε προς τον δρόμο. Ηταν κυριολεκτικά γαζωμένος από τις βολές που άφησε πίσω του το αεροπλάνο που μόλις πέρασε. Λίγο παρακάτω είχε δημιουργηθεί ένας μεγάλος κρατήρας. Ισως από βόμβα. Μερικά δευτερόλεπτα αν παραμέναμε ακόμη με το λεωφορείο στο δρόμο, σίγουρα τώρα θα είχαμε γίνει μακαρίτες.

Καθώς σκεφτόμασταν αυτό που μας συνέβη και ευγνωμονούσαμε το θεό που μας έστειλε αυτή την πάροδο της σωτηρίας, άλλη συμφορά μας πλάκωνε. Πολύ κοντά μας άρχισαν να πέφτουν σφαίρες αυτομάτων όπλων, ίσως από τούρκους στρατιώτες που πιθανόν να είχαν αποβιβασθεί λίγα μέτρα πιο κάτω. Την ίδια στιγμή άρχισαν να βάλλουν τα πλοία από την θάλασα, ενώ τα αεροπλάνα συμπλήρωναν την εικόνα της κολάσεως μέσα στην οποία βρεθήκαμε... Για άλλη μια φορά μείμαμε άναυδοι.

Φώναξα γρήγορα 4 άτομα κοντά μου. Αφού σκεφτήκαμε στα γρήγορα τι έπρεπε να κάμουμε, αποφασίσαμε να χωριστούμε σε 5 μικρότερες ομάδες και ακολουθώντας πεζοί διαφορετικό δρομολόγιο να προσπαθήσουμε να φθάσουμε στον Κεφαλόβρυσο, όπου θα έπρεπε να συναντηθούμε. Ετσι και έγινε.

Προσωπικά ηγήθηκα μιας ομάδας από 10-12 άτομα. Αφού διασταυρώσαμε τον κύριο δρόμο βαλλόμενοι, ακολουθήσαμε αρχικά ένα αγροτικό χωματόδρομο που οδηγούσε προς τους πρόποδες του βουνού. Σαν πρώτο μας στόχο θέσαμε τη γρήγορη απομάκρυνση μας από τη θάλασσα, απ' όπου βαλλόμαστε από τα πλοία.

Πριν ακόμα προωχρήσουμε 200 μέτρα ακούσαμε πίσω μας γοερές κραυγές. Γυρίσαμε κι' είδαμε κάποιο στρατιώτη να κατευθύνεται τρεχάτος προς το μέρος μας. Φαινόταν σαν να τα είχε ολότελα χαμένα κι' ήταν εκτός εαυτού. Το πρόσωπο του ήταν κατάχλωμο, ενώ κρύος ιδρώτας τον έλουζε ολόκληρο.

Σαν μας πλησίασε λαχανιασμένος πέταξε το όπλο του και μας φώναξε:

- Πάρτε το, δεν το θέλω. Κατάρα ο πόλεμος. Να, τώρα ήμουνα μαζί με τον ανθυπολοχαγό και την ομάδα μου λίγο πιο πέρα από την στροφή. Και τώρα έμεινα ολομόναχος. Οι άλλοι πάνε, χάθηκαν. Τους θέρισαν τα τουρκικά βόλια.

Και συνέχισε να αφηγείται με ένα ύφος παράξενο και με ένα ιδιαίτερο τόνο φωνής, δίνοντας την εντύπωση πως υπέφερε...

Τον πήραμε μαζί μας στην ομάδα. Με την κουβέντα μας άρχισε σιγά, σιγά να συνέρχεται. Μάθαμε πως καταγόταν από τον Καραβά και πως ήταν γιος του κρεοπώλη κ. Σπαθιά.

Στο μεταξύ η ώρα περνούσε, ο ήλιος όλο και ανέβαινε καυτός κι' εμείς μόλις είχαμε αρχίσει την κουραστική μας πορεία. Πάνω από τα κεφάλια μας σφύριζαν αδιάκοπα τα εχθρικά βόλια και στον ουρανό συνεχιζόταν το ανελέητο μουγκριτό της τουρκικής αεροπορίας.

Ο Πενταδάκτυλος μπροστά μας δεχόταν τις συνεχείς βολές των πολεμικών πλοίων από τη θάλασσα και ήταν σκεπασμένος με κατάμαυρα σύννεφα από καπνούς που δημιουργούσαν τόσο οι απανωτές εκρήξεις, όσο και οι πελώριες πυρκαγιές που τώρα είχαν πολλαπλασιασθεί.

Εμείς συνεχίζαμε την πορεία μας μέσα από τα ποτάμια και χαντάκια, μέσα από τα αγκάθια και τα απάτητα ακαλλιέργητα μέρη των αγρίων πλαγιών του Πενταδακτύλου. Αναγκαστήκαμε να εγκαταλείψουμε γρήγορα τον αγροτικό δρόμο που πήραμε στη αρχή, γιατί ήταν καθαρός στόχος της τουρκικής αεροπορίας.

Ετσι ύστερα από μια κουραστική πορεία, φτάσαμε σε μια ώρα στο χωριό Εληά. Κουρασμένοι και καταϊδρωμένοι, όπως είμαστε, με ξεσχισμένα τα πολιτικά μας ρούχα και τρύπια τα παπούτσια μας δεχτήκαμε με πολύ μεγάλη ικανοποίηση το δροσερό νερό που μας πρόσφεραν μερικές γυναίκες του χωριού, κρατώντας τις κανάτες στο χέρι. Κι' εκείνες σαν αντάλλαγμα ζητούσαν εδώ να μάθουν τι γίνεται.

Από τα χαράματα έβλεπαν το πλήθος των τουρκικών πλοίων να απλώνεται στα ήσυχα νερά της θάλασσας μας και δέχονταν τις συνεχείς ανεπιθύμητες επισκέψεις της τουρκικής αεροπορίας, χωρίς να είναι σε θέση να αποφασίσουν τι έπρεπε να κάμουν.

Τις κατατοπίσαμε στα γρήγορα και τις συμβουλέψαμε να μη βγαίνουν συνέχεια στους δρόμους και στις βεράντες για να παρακολουθούν πλοία και αεροπλάνα γιατί αυτό αποτελούσε θανάσιμο κίνδυνο. Τις ευχαριστήσαμε θερμά και προχωρήσαμε.

Μπαίνοντας πια για καλά μέσα στην καπνιά των πελώριων πυρκαγιών αναγκαστήκαμε προχωρώντας να σκαρφαλώσουμε σε πελώριους βράχους, να κατρακυλούμε από κατηφόρες γεμάτες πελώρια αγκάθια και θάμνους να πηδούμε χαντάκια. Ενας μάλιστα έφεδρος, ο Ιουστινιανός Κυριάκου στραμπούλισε σε ένα πήδημα το πόδι του κι' αναγκάστηκε να διανύσει την υπόλοιπη απόσταση σερνόμενος στο ένα πόδι.

Καθώς πλησιάζαμε τον Κεφαλόβρυσο των Μύλων, του Καραβά αντιληφθήκαμε πλήθος ανθρώπων να κινούνται μέσα στο δάσος. Ολος αυτός ο κόσμος πανικοβλημένος έτρεχε αλαφιασμένος να κρυφτεί μέσα στα δένδρα, εγκαταλείποντας τα σπίτια και τα υπάρχοντα του.

Η συγκινητική στιγμή του όλου δράματος ήταν τα μικρά παιδιά. Στη βιασύνη τους απάνω οι γονείς τους δεν σκέφτηκαν να πάρουν μαζί τους ψωμί και γάλα για τα παιδιά και τώρα είχαν να αντιμετωπίσουν επιπρόσθετα προς το θέμα της ασφάλειας τους την πείοαν και τη δίψα τους. Τα συρτά κλάματα των παιδιών, που ακούμε εδώ κι' εκεί καθώς προχωρούσαμε, μας ξέσχιζαν την καρδιά. Κι' ο νους μας στράφηκε για λίγο στις οικογένειες μας. Αλήθεια τι γίνονταν άραγε;

Σε λίγο καταλήξαμε στους Μύλους του Καραβά, όπου μας περιποιήθηκαν στα γρήγορα. Αφού τσιμπήσαμε κάτι, ενδιαφερθήκαμε να εξασφαλίσουμε οπλισμό και να συνδεθούμε με καμιά στρατιωτική μονάδα. Τελικά παραλάβαμε τυφέκια Αρ. 4 από ένα στρατιωτικό τζιπ που βρέθηκε εκεί καθώς και λίγες σφαίρες ο καθένας. Δεν βρισκόταν όμως καμιά στρατιωτική μονάδα εκεί κοντά να συνδεθούμε μαζί τους. Από την άλλη είχαμε πια ακινητοποιηθεί κυριολεκτικά κοντά στο κέντρο των Μύλων, γιατί στο μεταξύ η τουρκική αεροπορία πύκνωσε πολύ τις επιδρομές της στην περιοχή γύρω από το κέντρο βομβαρδίζοντας διαρκώς διάφορους στόχους. Ηταν αμέτρητες οι φορές που νοιώσαμε το αίμα μας να παγώνει και την ανάσα μας να κόβεται, καθώς βλέπαμε τα αεροπλάνα να κατευθύνωνται μουγκρίζοντας προς το μέρος μας καθώς ακούμε τον δαιμονισμένο κυριολεκτικά θόρυβο που άφηναν τα πολυβόλα τους και καθώς συγκλονιζόμαστε από τις εκκωφαντικές εκρήξεις των βομβών που σκάζανε δίπλα μας. Κάθε φορά που κάποιο αεροπλάνο ορμούσε προς το μέρος μας αισθανόμαστε πως κατεβαίναμε κι' όλας τα πρώτα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στον Αδη.

Εκείνο όμως που μας στενοχωρούσε ιδιαίτερα ήταν το γεγονός ότι δεν είχαν ακόμα φανεί δυο από τις πέντε ομάδες μας, όπως είχαμε χωρισθεί στην περιοχή του Πικρού Νερού.

Αγωνιούσαμε για την τύχη τους και φοβόμαστε μήπως πέσαν με καμιά ενέδρα τούρκων στρατιωτών. Ρωτούσαμε ρωτούσαμε και απάντηση δεν παίρναμε. Κάποτε βρέθηκε κάποιος που μας πληροφόρησε πως τους είδε να προχωορύν προς τον Κεφαλόβρυσο της Λαπήθου. Μερικοί μάλιστα προτίμησαν να δρασκελίσουν την κορυφή του βουνού και να γυρίσουν στο χωριό τους στις νότιες παρυφές του Πεντακτύλου.

Η πληροφορία που πήραμε μας καθησύχασε.

Ομως οι άνδρες της ομάδας δεν ήθελαν να παραμείνουν αδρανείς. Ετσι προχώρησαν προς την περιοχή που Πενταδακτύλου που οδηγούσε στο κέντρο Πία Πέλλα...