Πρώτη Ηλεκτρονική Ιστορία της Κύπρου

image

Δωρεάν προσφορά σε ερευνητές, μελετητές, φοιτητές, μαθητές και δημοσιογράφους.

Από την Κύπρο στην αρχαιότητα, μέχρι την Κύπρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αγγλοκρατία, η ΕΟΚΑ, το πραξικόπημα, το σχέδιο Ανάν, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αρχείο Παναγιώτη Παπαδημήτρη

papademetris-pΜοναδικό αρχείο στο οποίο μπορείτε να προστρέξετε και να αναζητήσετε εύκολα και γρήγορα αυτό που θέλετε για μια περίοδο 8.000 ετών για την Ιστορία της Κύπρου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

23.7.1974: (Οι μάχες του Αεροδρομίου και της ΕΛΔΥΚ- Μέρος 7). Ελληνες διερχόμενοι από το δρόμο Λευκωσίας- Μόρφου, παρά το Αεροδρόμιο Λευκωσίας διεξάγουν μικρές "μάχες" με τους εισβολείς καθώς συνεχίζουν να πέφτουν μέσα στην παγίδα τους.

S-2280

23.7.1974: (ΟΙ ΜΑΧΕΣ ΤΟΥ ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΛΔΥΚ- Μέρος 7). ΕΛΛΗΝΕΣ ΔΙΕΡΧΟΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΠΑΡΑ ΤΟ ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ- ΜΟΡΦΟΥ ΔΙΕΞΑΓΟΥΝ ΜΙΚΡΕΣ "ΜΑΧΕΣ" ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΙΣΒΟΛΕΙΣ ΚΑΘΩΣ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΠΕΦΤΟΥΝ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΑΓΙΔΑ ΤΟΥΣ

Στις 23 Ιουλιου 1974 οι τούρκοι ελέγχουν το δρόμο Λευκωσίας-Μόρφου παρά το αεροδρόμιο Λευκωσίας (κέντρο "Αρκάδι" και Λούνα Παρκ "Τίβολι") κοντά στα στρατόπεδα των Οηέδων και του 11ου Τακτικού Συγκροτήματος της Εθνικής Φρουράς.

Εχουν εγκατασταθεί στην περιοχή με δυο άρματα τουλάχιστον στα οποία έχουν τοποθετήσει και ελληνικές σημαίες για παραπλάνηση κι' αυτό δίνει στους διερχόμενους έλληνες την εντύπωση ότι δεν πρόκειται για τούρκους αλλά για έλληνες.

Η παγίδα είναι καλοστημένη και πολλοί συνεχίζουν να πέφτουν μέσα σ' αυτήν.

Πραγματικά αυτό συμβαίνει σε λίγο. Οι δεσμοφύλακες Κυριάκος Στυλιανού και Κώστας Καουρμάς από το Αργάκι και Χαράλαμπος Αργυρού και Θρασύβουλος Λιασίδης από την Κατωκοπιά ξεκινούν από τις Κεντρικές Φυλακές της Λευκωσίας για τα χωριά τους για να επισκεφθούν τους συγγενείς τους και να φέρουν και τρόφιμα στους συναδέλφους τους που βρίσκονται στις φυλακές για μέρες και αντιμετωπίζουν τις επιθέσεις των τούρκων που επιδιώκουν την κατάληψη του συγκροτήματος.

Κοντά στο στρατόπεδο του 11ου Τ.Σ. ένας στρατιώτης της ΕΛΔΥΚ που τον είχαν παραλάβει λίγο προηγουμένως, τους παρακαλεί να τον αφήσουν εκεί. Αυτοί προχωρούν και σε λίγο βλέπουν ένα αυτοκίνητο της ΕΛΔΥΚ σταματημένο στην άκρη του δρόμου. Πιο κάτω μερικοί στρατιώτες περιφέρονται μέσα στο δρόμο. Υπολογίζουν ότι θα πρέπει να είναι στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ και αυτοί και προχωρούν χωρίς να υποψιάζονται τίποτα.

Ενώ πλησιάζουν στους στρατιώτες που φαίνονται να κινούνται άσκοπα μέσα στο δρόμο, ένας τους κάνει νόημα να σταματήσουν. Οι κινήσεις του είναι φυσιολογικές και δεν προκαλεί υποψίες. Ο οδηγός ετοιμάζεται να σταματήσει όταν από αριστερά τους ακούν μια ριπή και βλέπουν τον στρατιώτη της ΕΛΔΥΚ που είχαν αφήσει λίγο προηγουμένως πιο κάτω, να πέφτει μέσα στα χόρτα δίπλα από το συρματόπλεγμα του στρατοπέδου των Ηνωμένων Εθνών.

Από τη στιγμή αυτή όλα γίνονται μέσα σε ταχύτητα κινηματογραφικής ταινίας. Κάποιος τους προειδοποιεί ότι είναι τούρκοι οι στρατιώτες που βρίσκονται μέσα στο δρόμο.

Οι Στυλιανού και Λιασίδης πηδούν αμέσως κάτω στο έδαφος και αρχίζουν να βάλλουν εναντίον των στρατιωτών με τα αυτόματά τους. Οι άλλοι δυο, οι Καουρμάς και Αργυρού κινούνται προς άλλη κατεύθυνση και βρίσκουν καλύτερη κάλυψη.

Ακολουθεί σφοδρή ανταλλαγή πυρός που συνεχίζεται για μερικά λεπτά. Στο διάστημα αυτό από την περιοχή της Μόρφου πέντε αλλοι έλληνες, οι Σαββάκης Κωνσταντίνου αστυνομικός, Λοϊζος Ανδρέα Σιωνής από το Αργάκι, έφεδρος Ανθυπολοχαγός, Κώστουλος Μεσίτης, Παναγιώτης Μασώνος και Ανδρέας Κοντός, όλοι από την Αυλώνα επιβαίνοντες σε ένα αυτοκίνητο "Ντατσούν" που ανήκει στον Κοντό, φθάνουν στην περιοχή καθ' οδόν προς τη Λευκωσία για να παραλάβουν προμήθειες για μερικούς πρόσφυγες που έχουν καταφύγει στο χωριό τους.

Ετσι φθάνοντας στην περιοχή που βρίσκεται στο στρατόπεδο των Οηέδων λίγο πριν απο το "Τίβολι" ακούουν τους πυροβολισμούς. Σε λίγη απόσταση πιο κάτω βλέπουν μερικούς ξαπλωμένους στο έδαφος να βάλλουν συνέχεια προς την περιοχή του "Τίβολι".

Ενας τους φωνάζει:

- Κατεβάτε αμέσως κάτω από το αυτοκίνητο γιατί κινδυνεύετε.

Οι Κωνσταντίνου, Μασώνος και Κοντός ξαπλώνουν στο έδαφος κοντά στο στρατόπεδο των Οηέδων. Οι Μεσίτης και Σιωνής κατευθύνονται προς ένα κενό χώρο λίγο πιο κάτω.

Η ανταλλαγή του πυρός συνεχίζεται για αρκετή ώρα με τους τούρκους να ρίχνουν όλο το βάρος των πυρών τους προς την πλευρά που βρίσκονται οι δεσμοφύλακες Στυλιανού και Λιασίδης, οι οποίοι ενισχύονται όμως στη συνέχεια από ενα αστυνομικό που φορά ρούχα αγγαρίας και έχει φθάσει στην περιοχή με το αυτοκίνητο του, ενώ παράλληλα ο στρατιώτης της ΕΛΔΥΚ που βρίσκεται λίγο πιο κάτω και έχει δεχθεί λίγο προηγουμένως μια ριπή, αρχίζει και αυτός να βάλλει τώρα με το όπλο του.

Κοντά στον Κοντό ένας φωνάζει ότι έχει τραυματισθεί και ενώ οι άλλοι τον καλύπτουν, ο Κοντός ανεβαίνει στο αυτοκίνητο του και παραλαμβάνει τον τραυματία και τον μεταφέρει στο Νοσοκομείο.

Φεύγοντας ο Κοντός ακούει τον Σαββάκη Κωνσταντίνου να του φωνάζει:

- Οταν θα πας φρόντισε να μας στείλεις ενισχύσεις.

Πιο κάτω σε απόσταση μερικών εκατοντάδων μέτρων, ο Κωνσταντίνου βλέπει τους στρατιώτες του 11ου Τ.Σ. να κυκλοφορούν ακόμα μέσα στο δρόμο σαν να μη συμβαίνει τίποτε. Του φαίνεται κάπως παράξενο. Μήπως δεν ακούν τους πυροβολισμούς; Αδύνατο. Βρίσκονται τόσο κοντά.

Η επόμενη σκέψη του αφήνει πολλά ερωτήματα και τον κάνει να ανησυχήσει περισσότερο. Μήπως αυτοί με τους οποίους ανταλλάσσουν πυρά δεν είναι τούρκοι, αλλά έλληνες εθνοφρουροοί;

Και το χειρότερο μέσα σ' αυτό το χάος, όσο και αν φαίνεται απίστευτο, πολίτες, κατά ένα παράξενο τρόπο περνούν από τον δρόμο, λες και δεν συμβαίνει τίποτα.

Οι απορίες του Κωνσταντίνου και των άλλων ελλήνων αρχίζουν όμως να διαλύονται, όταν από την περιοχή του κέντρου "Αρκάδι" βλέπουν ένα άρμα να μπαίνει στο χορό.

Το άρμα, όπως διαπιστώνουν όλοι, φέρει στην πίσω πλευρά του ελληνική σημαία και τον αριθμό 126987.

Ενας στρατιώτης που βρίσκεται πάνω στο άρμα κρατά ελληνική σημαία και την έχει αναπεπταμένη στον αέρα.

Οι μαχόμενοι ξεθαρρεύουν. Αν είναι έλληνας οι άλλοι θα σταματήσουν τώρα ασφαλώς να βάλλουν εναντίον του άρματος. Αν είναι τούρκος τώρα με την άφιξη του άρματος θα είναι ζήτημα λεπτών να τους ξεκάνουν. Και το άρμα προχωρά, ενώ ο Στυλιανού ακούγεται να φωνάζει ενθουσιασμένος:

- Να το άρμα. Τώρα θα τους φάμε.

Το άρμα κινείται αμέριμνα χωρίς να βάλλει. Και ξαφνικά στρέφει το πολυβόλο του κι' αρχίζει να πυροβολεί εναντίον των Σαββάκη Κωνσταντίνου και Παναγιώτη Μασώνου. Αυτοί είναι καλά καλυμμένοι και οι σφαίρες περνούν από πάνω τους.

Δεν πιστεύουν ακόμα στα μάτια τους. Υπολογίζουν ότι αυτοί που βρίσκονται στο άρμα τους θεωρούν ίσως για... τούρκους.

Το άρμα όμως προχωρεί κατ' ευθείαν προς τους δυο έλληνες που κινδυνεύουν να βρεθούν κάτω από τις ερπύστριες του. Καθώς όμως παίρνει τη στροφή περνά από δίπλα τους. Ο Κωνσταντίνου αγανακτισμένος φωνάζει σ' αυτόν που κρατά τη σημαία:

- Βρε... που πάεις...Οι τούρκοι είναι από την άλλη πλευρά...

Αυτή τη στιγμή, μέσα στη σύγχυση που επικρατεί, ένας πληγωμένος εγκαταλείπει τη θεση του και κατευθύνεται προς το άρμα που νομίζει ότι είναι ελληνικό. Ο πολυβολητής όμως πιέζει τη σκανδάλη και ο τραυματίας πέφτει στο έδαφος. Το μόνο που προλαμβάνει να πει είναι μερικές άναρθρες κραυγές διαμαρτυρίας:

- Οχι....Ο...

Παράλληλα πηδούν από το άρμα αρκετοί στρατιώτες και προτάσσουν τα όπλα τους εναντίον των ελλήνων τους οποίους καλούν να παραδοθούν. Δεν έχουν άλλη εκλογή. Αφήνουν τα όπλα τους στο έδαφος και παραδίδονται. Ενας, ένας, εγκαταλείπουν τις θέσεις τους.

Εκεί που βρίσκονται μένουν όμως οι Λοϊζος Ανδρέα Σιωνής και Κώστας Κώστουλος Μεσίτης. Ο Σαββάκης Κωνσταντίνου κοιτάζει προς την πλευρά που βρίσκονται οι δυο φίλοι του. Σκέφτεται προς στιγμή να τους φωνάξει να σηκωθούν, αλλά υπολογίζει ότι δυνατόν να έχουν κρυφθεί και δεν θέλουν να παραδοθούν. Και αν τους φωνάξει ίσως προδώσει τη θέση τους. Ετσι ακολουθεί τους δεσμοφύλακες και τους άλλους που οι τούρκοι τους οδηγούν στην πίστα του Λούνα Παρκ " Τίβολι", όπου βρίσκονται και οι άλλοι αιχμάλωτοι.

Ο αριθμός των αιχμαλώτων αρχίζει τώρα να αυξάνεται. Εδώ ήδη βρίσκονται και δυο στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ που αναφέρουν στους αιχμαλώτους ότι, ενώ κατευθύνονταν στη Μόρφου, τους συνέλαβαν οι τούρκοι που φρόντισαν όμως να μη απομακρύνουν το αυτοκίνητο τους από τον κύριο δρόμο, πράγμα που προκαλεί περισσότερη σύγχυση στους διερχόμενους.

Ενώ οι τούρκοι έχουν ξεκαθαρίσει την κατάσταση με τους δεσμοφύλακες και τους αστυνομικούς, έπειτα από την επέμβαση του άρματος που έφερε ελληνική σημαία, μια άλλη μικρή εστία σύγκρουσης δημιουργείται και πάλι σε απόσταση 100 μέτρων ανατολικά αυτή τη φορά του "Τίβολι". Στη σύγκρουση μετέχουν ο Λοχίας της αστυνομίας Ανδρέας Μιχαήλ και ο Αχιλλέας Αργυρού.

Ο Λοχίας Μιχαήλ οδηγώντας το αυτοκίνητό του φθάνει στην περιοχή. Και σαν βλέπει τους τούρκους στρατιώτες πηδά με τον συνεπιβάτη του Αργυρού στο έδαφος και κρύβονται σε ένα χανδάκι. Μαζί τους έχουν και τα υπηρεσιακά τους όπλα. Ακολουθεί ανταλλαγή πυροβολισμών για αρκετή ώρα οπότε ξαφνικά κάμνουν την εμφάνιση τους δυο άρματα που κατευθύνονται ολοταχώς προς το μικρό χαράκωμα τους.

Τα άρματα βάλλουν εναντίον τους, αλλά οι σφαίρες περνούν πάνω από τα κεφάλια τους.

Οι δυο αστυνομικοί προσπαθούν να κρυφθούν μέσα στη γη. Αλλά τα άρματα κατευθύνονται ολοταχώς προς αυτούς. Ο Λοχίας Μιχαήλ σηκώνει για λίγο το κεφάλι του και δέχεται μια ριπή.

Κρύβεται και πάλι στο χαράκωμα του, αλλά στα λίγα δευτερόλεπτα που κοιτάζει το άρμα είναι αρκετά για να δει ότι στο ένα άρμα υπάρχει ελληνική σημαία. Προς στιγμή νομίζει ότι βάλλουν εναντίον τους στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ. Οταν όμως σε λίγο ακούει τον τούρκο στρατιώτη που βρίσκεται στο άρμα να τον καλεί στα τούρκικα να παραδοθεί αντιλαμβάνεται, αλλά κάπως αργά, την παγίδα των τούρκων.

Ο Αχιλλέας Αργυρού υψώνει πρώτα το ένα του χέρι για να παραδοθεί. Περιμένει για λίγο και υψώνει και το δεύτερο. Οι τούρκοι δεν βάλλουν εναντίον του. Ξεθαρρεύει και βγαίνει από το μικρό όρυγμα. Ο Μιχαήλ περιμένει για λίγο ακόμα με κομμένη την ανάσα. Ο Αργυρού κατευθύνεται προς το άρμα. Δεν ακούει τίποτε το ύποπτο. Ξεθαρρεύει και αυτός και αποφασίζει να παραδοθεί. Υψώνει τα χέρια και εγκαταλείπει τη θέση του.

Ενας τούρκος ορμά εναντίον του. Φαίνεται εξαγριωμένος. Βγάζει το πιστόλι του και αναγκάζει τον Λοχία Μιχαήλ να γονατίσει στην καυτή άσφαλτο. Ο τούρκος τον κτυπά με το πιστόλι του στον κρόταφο και φωνάζει δυνατά στα τούρκικα. Ο Λοχίας δεν αντιλαμβάνεται τι θέλει να πει ο τούρκος αλλά με το πιστόλι στον κρόταφο του και τις εξαγριωμένες φωνές του δεν χρειάζεται να γνωρίζει τούρκικα για να αντιληφθεί τι τον περιμένει.

Για καλή του τύχη όμως κάμνει την εμφάνιση του ένας αξιωματικός που ορμά πάνω στον κατότερο του και του δίνει μια τόσο δυνατή κλωτσιά που τον αναγκάζει με πέσει μέσα στο χαντάκι του δρόμου. Ο Λοχίας Μιχαήλ γλυτώνει και οι τούρκοι τον μεταφέρουν μαζί με τον Αργυρού στο "Τίβολι" και τους αφήνουν μαζί με τους άλλους.

Πίσω στο δρόμο όμως πέντε άλλοι στρατιώτες πέφτουν γύρω στις 8.30 το πρωί της 23ης Ιουλίου 1974 στην παγίδα των τούρκων. Υπεύθυνος των εθνοφρουροών, που έχουν ξεκινήσει από τη διοίκηση του Πυροβολικού στη Λευκωσία για να μεταφέρουν κάποιο σήμα στα Πάναγρα, είναι ο ανθυπολοχαγός Μιχαήλ Γιάφας, από την Κλήρου. Οι άλλοι είναι οι Λεόντιος Λεοντίου από τη Γιαλούσα, Σταύρος Ιωάννου από τον Καραβά, Ανδρέας Αυλωνίτης από τον Στροβολο και Δημήτριος Κωνσταντή από τη Λευκωσία.

Είναι βιαστικοί γιατί το σήμα που μεταφέρουν είναι επείγον. Παρά το "Αρκαδι" βλέπουν ένα τεθωρακισμένο "Μπι- Τι- Αρ". Πάνω στο θωρακισμένο υπάρχει μια ελληνική σημαία. Σ' αυτό κάθεται ένας στρατιώτης που τους σημαδεύει με το οπλοπολυβόλο του. Σαν πλησιάζουν ο στρατιώτης που βρίσκεται στο άρμα τους κάνει νόημα να σταματήσουν.

Ο ανθυπολοαγός Γιάφας κατεβαίνει από το λάντ-ροβερ και πλησιάζει στους στρατιώτες του άρματος. Τον ακολουθεί ο στρατιώτης Λεοντίου που ακούει τον Ανθυπολοχαγό να φωνάζει ότι βιάζεται.

Ο στρατιώτης που του απαντά βγάζει μερικές άναρθρες κραυγές. Ετσι τουλάχιστον φθάνουν οι φωνές του στ' αυτιά του Λεοντίου.

Στη συνέχεια και άλλοι στρατιώτες κατεβαίνουν από το άρμα και παίρνουν θέσεις γύρω από το λαντ-ρόβερ. Ενας πλησιάζει τον Λεοντίου αμίλητος. Απλώνει το χέρι του και προσπαθεί να πάρει το όπλο του. Ο Λεοντίου αντιδρά.

Θα μας αφοπλίζουν τώρα και οι στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ σκέφτεται.

Ομως ο άγνωστος στρατιώτης επιμένει. Και ξαφνικά ακούει τον ανθυπολοχαγό Γιάφα να του φωνάζει.:

- Δώστου το όπλο σου γιατί εν τούρτζιοι.

Ετσι οι στρατιώτες ακολουθούν τους τούρκους στο χώρο που κροτούνται και οι άλλοι αιχμάλωτοι.

Λίγα λεπτά αργότερα γύρω στις 9 το πρωί ο διευθυντής του Λούνα Παρλ Τίβολι Περικλής Χριστοφίδης φθάνει στο χώρο του Λούνα Παρκ για να δει μήπως έχει πάθε οποιεσδήποτε ζημιές από τους βομβαρδισμούς.

Κοντά στο στρατόπεδο τον Οηέδων βλέπει ένα αξιωματικό να στέκεται δίπλα στο συρματόπλεγμα που του φωνάζει:

- Υπάρχουν δυο έλληνες εκεί μπροστά σου. Κοίταξε μήπως ζει κανένας.

Πλησιάζει. Δεν κινούνται. Είναι και οι δυο αιματωμένοι. Και τα τραύματα τους φαίνονται πρόσφατα. Ανήσυχος ο Χριστοφίδης στρέφει το βλέμμα του γύρω και βλέπει κινήσεις στρατιωτών στην περιοχή του Λούνα Παρκ του.

Με τους δυο νεκρούς δίπλα του και τους στρατιώτες να κινούνται γύρω ο Χριστοφίδης αρχίζει να ανησυχεί. Μπαίνει στο αυτοκίνητο του και προσεκτικά τώρα συνεχίζει το δρόμο προς τους στρατιώτες για να τους αναφέρει το γεγονός. Μαζί του στο αυτοκίνητο είναι και το εγγονάκι του, ο Γιώργος.

Κοντά στην κύρια είσοδο του Λούνα Παρκ ένας στρατιώτης του κάνει νόημα να ελλαττώσει ταχύτητα. Τον ρωτά ελληνικά κάπως επιτιμητικά:

- Συμβαίνει τίποτα; Είδετε τους δυο νεκρούς πιο κάτω;

Αντί απάντησης ο στρατιώτης του κάνει νόημα να μη μιλά και να συνεχίσει το δρόμο του.

Προχωρά. Συναντά ένα δεύτερο στρατιώτη. Και αυτός τα ίδια. Αντί να απαντήσει στην ερώτηση του τον καλεί να προχωρήσει σιγά, σιγά προς τον στρατιώτη που βρίσκεται πιο κάτω. Ψύλλοι μπαίνουν στον κόρφο του. Διερωτάται μήπως οι στρατιώτες είναι τούρκοι. Δεν θέλει προς στιγμή να το πιστέψει αλλά μη έχοντας άλλη εκλογή ακολουθεί τις οδηγίες τους.

Στον τρίτο στρατιώτη απευθύνει διαφορετική ερώτηση και μάλιστα στα τούρκικα.

- Μήπως είστε τούρκοι;

Πάλι δεν παίρνει απάντηση. Αντίθετα ο στρατιώτης αυτός του κάνει νόημα να στρίψει μέσα στο Λούνα Παρκ. Σταθμεύει το αυτοκίνητο του, ενώ ταυτόχρονα ακούει ένα αξιωματικό που μιλά τούρκικα.

Ο ίδιος γνωρίζει καλά την τουρκική. Και αρχίζει να συνομιλεί με τους στρατιώτες.

- Βγες έξω θα σε ερευνήσουμε, τον διατάζουν.

Από το αυτοκίνητο κατεβαίνει και ο μικρός Γιώργος που φοβισμένος τρέχει στην αγκαλιά του παπού του. Οι τούρκοι ερευνούν το αυτοκίνητο και ο Χριστοφίδης τους παρακολουθεί διερωτώμενος πως έχουν φθάσει εδώ χωρίς να το έχει πληροφορηθεί η Εθνική Φρουρά και να αποκλείσει το δρόμο.

Ο τούρκος αξιωματικός πλησιάζει τον Χριστοφίδη.

- Είσαι τούρκος;

- Οχι έλληνας, αλλά έλληνες και τούρκοι είμαστε φίλοι.

Ο Χριστοφίδης αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο που διατρέχει. Γιατί μακρυά μέσα στην πίστα του Λούνα Παρκ βλέπει μια ομάδα ανθρώπων που υπολογίζει ότι είναι έλληνες, να κάθονται έχοντας τα χέρια στο κεφάλι.

Ο αξιωματικός πλησιάζει τον μικρό Γιώργο. Κοιτάζει το παιδί με τρυφερότητα. Ο Χριστοφίδης τον βλέπει πως κοιτάζει το Γιώργο και του πετά:

- Καλά οι μεγάλοι, αλλά αυτό το μωρό τι φταίει;

Ο αξιωματικός σκύβει και χαϊδεύει το παιδί τρυφερά.

Τα μάτια του βουρκώνουν. Ισως αναλογίζεται τα παιδιά του. Συμπεριφέρεται τώρα σαν πατέρας παρά σαν αξιωματικός που βρίσκεται στον πόλεμο. Μετά στρέφεται στο Χριστοφίδη.

- Εσύ να μη φοβάσαι...

Στη συνέχεια τον διατάσσει να μπει στο αυτοκίνητο του και να απομακρυνθεί.

Ολο χαρά ο Χριστοφίδης φθάνει στη Λευκωσία και ειδοποιεί τις αρχές για το τι έχει συμβεί.

Στο μεταξύ όμως γύρω στις 10.30 το πρωί ο Λοϊζος Βαφειάδης που κατευθύνεται από τη Λευκωσία προς το Τρόοδος πέφτει κι' αυτός στην παγίδα των τούρκων. Σε μια σύγχυση που δημιουργείται όμως ένας αξιωματικός τον διατάζει να ανέβει στο αυτοκίνητο του και να απομακρυνθεί.

Την ίδια τύχη έχει και ο Αλεξανδρος Σολομωνίδης από τη Λευκωσία. Με τη διαφορά όμως ότι αυτός συλλαμβάνεται για μισή ωρα αιχμάλωτος και στη συνέχεια αφήνεται ελεύθερος.

Αυτή τη στιγμή οι αιχμάλωτοι που βρίσκονται μέσα στην πίστα του Λούνα Παρκ ακούν μια μεγάλη έκρηξη και βλέπουν ένα αυτοκίνητο "βαν" με τα σήματα των Κυπριακών Αερογραμμών να αναποδογυρίζεται. Παράλληλα ακούν ριπές αυτομάτων να ρίχνονται εναντίον του αυτοκινήτου.

Τι είχε συμβεί;

Μέσα στο αυτοκίνητο βρίσκονται ο ανθυποσμηναγός Λ. Χριστοδουλίδης και ο έφεδρος στρατιώτης Αντρος Θεμιστοκλέους από τη Λευκωσία. Οι δυο νέοι επιστρέφουν στη μονάδα τους στο Αεροδρόμιο όταν οι τούρκοι τους κάνουν νόημα να σταματήσουν. Αυτοί αντιλαμβάνονται ότι πρόκειται για τούρκους στρατιώτες, οι οποίοι στη συνέχεια αρχίζουν να βάλλουν εναντίον τους.

Για να τους ανακόψουν ένας τούρκος στρατιώτης στρέφει εναντίον του αυτοκινήτου τους το ατομικό του αντιαρματικό και ρίχνει εναντίον του αυτοκινήτου ένα βλήμα. Ο αιχμάλωτος Ανδρέας Μιχαήλ βλέπει το αυτοκίνητο να αναποδογυρίζεται. Οι δυο νέοι ανταποδίδουν τα πυρά, αλλά βρίσκονται μέσα στα διασταυρούμενα πυρά των τούρκων και δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν. Κενώνουν εναντίον των τούρκων τις σφαιροθήκες τους πριν πέσουν και οι δυο νεκροί.

Πριν κοπάσει η θύελλα δυο άλλοι νέοι οι Σοφοκλής Ζαβαλλής και Ανδρέας Τιμοθέου από τη Λευκωσία φθάνουν με το αυτοκίνητο τους στην περιοχή και σαν ακούν τους πυροβολισμούς το εγκαταλείπουν και πέφτουν μέσα σε ένα χανδάκι στην άκρη του δρόμου.

Ενώ βρίσκονται στις θέσεις τους ένα άρμα μεταφοράς προσωπικού περνά δίπλα τους. Το άρμα κάνει σε λίγο στροφή και ο στρατιώτης που κάθεται στο πολυβόλο πιέζει τη σκανδάλη. Οι δυο νέοι τραυματίζονται σοβαρά. Ο Ζαβαλλής δέχεται τέσσερις σφαίρες και το αίμα αρχίζει να τρέχει από τις πληγές του.

Μια άλλη σφαίρα τραυματίζει τον Τιμοθέου στο χέρι. Αυτός τρομοκρατημένος προσπαθεί να απομακρυνθεί. Ενώ τρέχει όμως ο τούρκος στρατιώτης βάλλει εναντίον του και ο Τιμοθέου πέφτει στο χανδάκι σοβαρά τραυματισμένος.

Αιμόφυρτος ο Ζαβαλλής δίπλα του μένει στη θέση του χωρίς να γνωρίζει τι να κάνει. Μέσα στην παραζάλη του βλέπει το άρμα να τον πλησιάζει και δυο τούρκους να κατεβαίνουν από αυτό και να τον παίρνουν "χέρια-πόδια" και να ρίχνουν μέσα στο άρμα.

Ομως φαίνεται ότι ο Ζαβαλλής κρατά πολύ χώρο μέσα στο άρμα και οι τούρκοι δυσκολεύονται στις κινήσεις τους. Ετσι σε μια στιγμή κάποιος τον σπρώχνει με το πόδι του και τον ρίχνει κάτω στο έδαφος στην άκρη του δρόμου. Ο τούρκος πιστεύει ότι ο Ζαβαλλής είναι νεκρός μια και δεν κινείται, εναντλημένος όπως είναι, από την αιμορραγία.

Αιμορραγεί αλλά κανένας δεν μπορεί να του δώσει αυτή τη στιγμή βοήθεια. Ούτε και οι άνδρες του ΟΗΕ που βρίσκονται σε πολύ μικρή απόσταση από αυτόν. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Τιμοθέου.

Κάποτε η σύγκρουση τελειώνει και οι άνδρες του ΟΗΕ επεμβαίνουν και παραλαμβάνουν τους δυο τραυματίες.

Τους μεταφέρουν στο στρατόπεδό τους όπου τους περιθάλπει μαζί με τούρκους στρατιώτες, ο παιδίατρος Πέτρος Πρωτοπαπάς, που είχε συλληφθεί νωρίτερα ενώ μετέβαινε και αυτός με το αυτοκίνητό του στη Μόρφου.

Ο δρ Πρωτοπαπάς συστήνει άμεση μεταφορά των τραυματιών στο νοσοκομείο. Σε ένα ελικόπτερο της ΟΝΦΙΚΥΠ τοποθετείται ο Ζαβαλλής και ένας τούρκος στρατιώτης και μεταφέρονται στη Δεκέλεια. Ο Τιμοθέου που τα τραύματά του δεν φαίνονται να είναι πολύ σοβαρά μεταφέρεται με αυτοκίνητο στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας αργότερα.

Ο δρ Πρωτοπαπάς είναι και αυτός πλέον ελεύθερος.

Γύρω στο μεσημέρι ένα λάντ-ρόβερ της Εθνικής Φρουράς υπ' αριθμόν εγγραφής Ε.Φ.3419 στο οποίο επιβαίνουν ο ανθυπολοχαγός Χρ. Γεωργιάδης και οι έφεδροι Λουκάς Γεωργίου από το Σπαθαρικό Αμμοχώστου, Κυριάκος Νεοκλέους από τους Καπέδες, Ανδρέας Καλογήρου από το Ριζοκάρπασο, Χριστάκης Χρίστου από την Ακρόπολη και Χριστάκης Νεοκλέους πέφτουν στην παγίδα των τούρκων στο ίδιο μέρος παρά το "Αρκάδι".

Το Λάντ-ροβερ δέχεται τα πυρά των τούρκων στρατιωτών και οι στρατιώτες το εγκαταλείπουν και πηδούν στην άκρη του δρόμου. Ο στρατιώτης Λουκάς Γεωργίου τραυματισμένος ακούει τον ανθυπολοχαγό του να φωνάζει ότι έχει τραυματισθεί στο πόδι και τον καλεί να μη κινείται και να προσποιείται πως είναι νεκρός.

Ο Γεωργίου βλέπει σε λίγο μερικούς τούρκους στρατιώτες να τους πλησιάζουν. Βυθίζεται κυριολεκτικά στο χώμα για να ξυπνήσει αργότερα στο Νοσοκομείο. Τους συναδέλφους του όμως δεν τους ξαναβλέπει από τότε.

Ο αριθμός των αιχμαλώτων που συγκεντρώνονται τελικά στην πίστα του Λούνα Παρκ φθάνει στους 45. Και ενώ οι τούρκοι τους πλησιάζουν και αρχίζουν τις ανακρίσεις, από την πλευρά του αερροδρομίου αρχίζουν να ρίχνονται πυροβολισμοί. Οι τούρκοι ανταποδίδουν τα πυρά και ακολουθεί μικρή μάχη.

Στη μάχη μετέχουν οι λίγοι άνδρες που βρίσκονται το αεροδρόμιο ως φρουρά και δύναμη της 35ης Μοίρας Καταδρομών που έχει φθάσει από την Ελλάδα αεροπορικώς τη νύκτα της 21ης προς την 22α Ιουλίου ως και δύο άρματα μάχης που καλύπτουν το αεροδρόμιο.

Στο τέλος επεμβαίνουν οι Οηέδες και ζητούν κατάπαυση του πυρός γιατί κινδυνεύουν και αυτοί από τα διασταυρούμενα πυρά, όσο και οι έλληνες αιχμάλωτοι που βρίσκονται στο Λούνα Παρκ.

Ενώ οι Λοκατζήδες, που έχουν προελάσει προς την περιοχή που βρίσκονται οι Τούρκοι επιστρέφουν στις θέσεις τους, όπως και τα άρματα, μετά τις διευθετήσεις για κατάπαυση του πυρός, ένα βλήμα πέφτει στον πύργο του ενός με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ο Θανάσης Φωτόπουλος, από την Ελλάδα.

Πίσω στο Λούνα Παρκ όμως οι 45 αιχμάλωτοι περνούν δύσκολες στιγμές μέσα στην πίστα του Λούνα Παρκ "Τίβολι" με τα χέρια υψωμένα στο κεφάλι, μέσα στον καυτό Ιούλιο...