Πρώτη Ηλεκτρονική Ιστορία της Κύπρου

image

Δωρεάν προσφορά σε ερευνητές, μελετητές, φοιτητές, μαθητές και δημοσιογράφους.

Από την Κύπρο στην αρχαιότητα, μέχρι την Κύπρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αγγλοκρατία, η ΕΟΚΑ, το πραξικόπημα, το σχέδιο Ανάν, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αρχείο Παναγιώτη Παπαδημήτρη

papademetris-pΜοναδικό αρχείο στο οποίο μπορείτε να προστρέξετε και να αναζητήσετε εύκολα και γρήγορα αυτό που θέλετε για μια περίοδο 8.000 ετών για την Ιστορία της Κύπρου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

15.8.1974: Εκτέλεση ενός δεκαοκτάχρονου από την Αφάνεια μπροστά στα μάτια του πατέρα του, κοντά στον ποταμό Γιαλιά από ομάδα τούρκων στρατιωτιών, που έχουν θέσει υπό τον έλεγχο τους, το χωριό του.

S-2224

15.8.1974: ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΕΝΟΣ ΔΕΚΑΟΚΤΑΧΡΟΝΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΦΑΝΕΙΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΤΟΥ, ΚΟΝΤΑ ΣΤΟΝ ΠΟΤΑΜΟ ΓΙΑΛΙΑ ΑΠΟ ΟΜΑΔΑ ΤΟΥΡΚΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΩΝ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΘΕΣΕΙ ΥΠΟ ΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ ΤΟΥΣ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΤΟΥ

Νοτιότερα του νέου δρόμου Λευκωσίας Αμμοχώστου, στον παλαιό δρόμο Λευκωσίας- Αμμοχώστου σε απόσταση 15 χιλιομέτρων βρίσκεται το μικτό χωριό Αφάνεια.

Με την κατάρρευση του μετώπου της Λευκωσίας τα τουρκικά άρματα μπορούν να κινηθούν άνετα, τόσο στον κάμπο της Μεσαορίας όσο και στην παλαιό δρόμο και σε λίγο βρίσκονται στο τουρκοκυπριακό χωριό Μόρα, λίγο πριν από την Αφάνεια όπου συνενώνοην τις δυνάμεις τους και προελαύνουν προς την Αφάνεια.

Στα φυλάκια έξω από το χωριό που είχαν στήσει οι Ελληνες κάτοικοι απέναντι από το τουρκοκυπριακό χωριό Μόρα με την προοπτική να ανακόψουν οποιαδήποτε επίθεση, βρίσκεται στις 14 Αυγούστου ο Απόστολος Αποστόλου, ο οποίος βλέπει στο βάθος του ορίζοντα προς τη Λευκωσία ένα σύννεφο σκόνης να τον πλησιάζει όλο και περισσότερο.

Στην αρχή αυτός και οι σύντροφοι του αρχίζουν να πανηγυρίζουν γιατί πιστεύουν ότι έρχονται, επιτέλους, ενισχύσεις από τη Λευκωσία.

Τα αντίθετα συναισθήματα καταλαμβάνουν τους τουρκοκύπριους του χωριού που συγκεντρώνονται κυρίως στη νότια πλευρά του χωριού, το οποιο μοιράζει σχεδόν στη μέση ο δρόμος Λευκωσίας- Αμμοχώστου.

Ομως τα συναισθήματα αλλάζουν μεταξύ των "εμπολέμων" όταν ξεκαθαρίζει ότι τα άρματα που πλησιάζουν όλο και περισσότερο είναι τούρκικα. Ετσι οι τουρκοκύπριοι αρχίζουν τους πανηγυρισμούς ενώ ο Αποστόλου ρίχνει μερικούς προειδοποιητικούς πυροβολισμούς για προειδοποίηση προς τους άλλους Ελληνες συγχωριανούς του να προετοιμασθούν γιατί τα άρματα κινούνται με μεγάλη ταχύτητα και δεν υπάρχει άλλη δύναμη για να ανακόψει την πορεία τους.

Στην Αφάνεια οι λίγοι κάτοικοι που έχουν απομείνει είναι τρομοκρατημένοι καθ' ον χρόνο τα άρματα δεν μένουν για πολύ εδώ, αλλά περνούν μέσα από το χωριό και προχωρούν προς το επόμενο Ελληνικό χωριό, την Ασσια.

Η Ασσια απέχει μόλις ένα χιλιόμετρο από την Αφάνεια. Το 1958 ήταν μικτό χωριό αλλά οι τούρκοι κάτοικοι το είχαν εγκαταλείψει φοβούμενοι για τη ζωή τους στη διάρκεια των πιο σκληρών διακοινοτικών συγκρούσεων που σημειώθηκαν στην Κϋπρο με δεκάδες νεκρούς.

Οπως και στην Αφάνεια ο δρόμος περνά από το κέντρο του χωριού.

Εξω από την Αφάνεια περνά ο ποταμός Γιαλιάς στις όχθες του οποίου βρίσκονται ο βοσκός Δημήτρης Γεωργίου μαζί με τη σύζυγο του και τις δυο του κόρες Δεσπούλα Παναγιώτου με τα δυο της παιδιά και τη Χρυστάλλα Γιαννάκη, τον Γιώργο 18 χρόνων, τον Μιχαλάκη 16, το Αρτεμάκη 14, το Σπυράκη 13, τη Χαμπούλα και την Κατίνα.

Ο Γεωργίου κατευθύνεται προς την Ασσια με την ελπίδα ότι εκεί δεν θα αντιμετωπίσουν προβλήματα μια και είναι καθαρά ελληνοκυπριακό χωριό.

Ωστόσο καθώς βλέπουν τα άρματα να κινούνται και ανήξεροι για το τι γίνεται στο χωριό τους, αντί να προχωρήσουν προς την Ασσια, προτιμούν τελικά να παραμείνουν για λίγο στη κοίτη του ποταμού Γιαλιά, τον οποίο προσπαθούν να διασταυρώσουν.

Κάπου βρίσκουν μια μικρή σκιά δίπλα από το γεφύρι και κάθονται για να πάρουν μια ανάσα. Εδώ τους βρίσκει ο συγγενής τους Γιακουμής Παναγή που προχωρά και αυτός προς την Ασσια.

Οταν ο Γεωργίου τον ρωτά τι συμβαίνει και τι είναι οι πυροολισμοί που ακούνε αυτός του απαντά ότι "φαίνεται ότι επιαστήκαν οι Ελληνες με τοης Τούρκους της Αφάνειας".

Οι σφαίρες πέφτουν τόσο κοντά τους και ο Δημήτρης Γεωργίου αντί να προχωρήσει προτιμά να παραμείνει λίγο ακόμα στη θέση που βρίσκεται, ενώ στέλλει τις δυο του κόρες, τη Δεσπούλα και τη Χαμπούλα να μεταβούν στην Ασσια για να φέρουν τρόφιμα για τα μικρά παιδιά, μια και όπως έχουν φύγει ξαφνικά από το χωριό τους, δεν έχουν πάρει καμιά προμήθεια μαζί τους. Ούτε νερό δεν έχουν και τα χείλη τους, έχουν στεγνώσει από τη δίψα.

Οι ώρες κυλούν και αυτοί μένουν στο χώρο που βρίσκονται μέχρι τις 6 το απόγευμα. Οι πυροβολισμοί έχουν ενταθεί και φοβούνται μήπως γίνουν στόχος. Ετσι αποφασίζουν τελικά να προχωρήσουν γιατί το βράδυ ίσως να είναι ακόμα πιο επικίνδυνα εδώ που βρίσκονται.

Ενώ προχωρούν όμως, σε απόσταση 300 μέτρων περίπου βλέπουν μια ομάδα από στρατιώτες. Δεν ξέρουν αν είναι Ελληνες ή τούρκοι, αλλά όταν αρχίζουν να βάλλουν εναντίον τους με καταιγιστικά πυρά, δεν έχουν πια καμιά αμφιβολία ότι πρόκειται για Τούρκους.

Ο Δημήτρης Γεωργίου φωνάζει στα παιδιά του να πέσουν κάτω στο έδαφος. Ολοι προσπαθούν να βρουν κάλυψη. Ο γιος του Γιώργος κρατά στην αγκαλιά του την αδελφούλα του Κατίνα και κρύβεται δίπλα στην όχθη του ποταμού.

Οι Τούρκοι συνεχίζουν να βάλλουν εναντίον τους για αρκετή ώρα χωρίς να ακούουν τις φωνές του Δημήτρη που προσπαθεί να σώσει την οικογένειά του.

"Είμαστε Ελληνες, παραδιδόμαστε..." τους φωνάζει.

Ο Δημήτρης Γεωργίου επαναλαμβάνει τη φράση αυτή και στα τούρκικα. Μια σφαίρα όμως τραυματίζει τον γιο του Γιώργο που από μακρυά του φωνάζει πως τραυματίστηκε στο πόδι.

Η ανησυχία του Δημήτρη Γεωργίου μεγαλώνει και προσπαθεί τώρα, όσο δυνατά μπορεί, να πείσει τους τούρκους στρατιώτες να σταματήσουν τους πυροβολισμούς, γιατί είναι έτοιμοι να παραδοθούν.

Κάποτε συμβαίνει κι' αυτό και τους πλησιάζει ένας τουρκοκύπριος με πολιτικά ρούχα. Απευθύνθηκε προς τον Γεωργίου αναφέροντας του ότι "πρέπει να παραδοθούν και να μη φοβούνται".

"Μα έχει τόση ώρα που σας φωνάζουμε ότι παραδιδόμαστε. Εξ άλλου δεν έχουμε μαζί μας όπλα. Οπως θα δείτε είμαι εγώ, η γυναίκα μου και τα παιδιά μου" του απαντά.

Στη συνέχεια ο Δημήτρης Γεωργίου συμβουλεύει τα παιδιά του να μη σηκωθούν από το μέρος που βρίσκονται, ενώ ο ίδιος αποφασιζει να κινηθεί με την ελπίδα ότι θα στρέψει την προσοχή των τούρκων προς αυτόν. Υψώνει τα χέρια του και βγαίνοντας από τον κρυψώνα του προχωρεί προς τους τούρκους στρατιώτες.

Οταν οι τούρκοι τον βλέπουν να προχωρεί προς αυτούς τον διατάζουν να καλέσει και τους άλλους να σηκωθούν από τις θέσεις τους και να μη φοβούνται.

Ο Δημήτρης στρέφεται προς τη σύζυγο του και τα παιδιά του και τους φωνάζει να σηκωθούν προσεκτικά και να υψώσουν τα χέρια και να μη φοβούνται.

Ολοι κάνουν αυτό που τους είπε ο πατέρας. Ο μόνος που δυσκολεύεται να σηκωθεί είναι ο γιος του Γιώργος που είχε τραυματισθεί στο πόδι από σφαίρα προηγουμένως.

Οταν οι Τούρκοι τους βλέπουν να εγκαταλείπουν τις θέσεις τους τους πλησιάζουν, αλλά ένας συνεχίζει να πυροβολεί και ρίχνει μια ριπή εναντίον του Γιώργου. Πιο κάτω μια σφαίρα που περνά πολύ κοντά από την αδελφή του Χρυστάλλα, την τρομοκρατεί και της πέφτει η τσάντα που κρατά στα χέρια της.

Τρομοκρατημένη η Χρυστάλλα κοιτάζει τον αδελφό της που κατρακυλά στο έδαφος λαβωμένος από τις σφαίρες. Τρέχει κοντά του. Παράλληλα κοντά στο Γιωργο τρέχει κι' ένας τούρκος στραατιώτης που προτάσσει τη λόγχη του και την τοποθετεί στο λαιμό του Γιώργου απειλώντας τον να τον αποτελειώσει.

Ο Γιώργος χάνει αρηετό αίμα από τα τραύματά του και τρέμοντας φωνάζει στην αδελφή του να τον βοηθήσει γιατί πέθαινε...

Ο Τούρκος στρατιώτης επιμένει να έχει στραμμένο το όπλο του εναντίον του μικρού. Ενας δεύτερος πλησιάζει τη Χρυστάλλα και την κτυπά στη ράχη με το όπλο του και την απομακρύνει ενώ από την άλλη ο πατέρας του μικρού ορμά προς το παιδί του, γονατά στο έδαφος και τον ψηλαφά με αγωνία.

Ο μικρός του λέει ότι "αισθάνεται αναγούλες".

" Δεν είναι τίποτε, τώρα θα πάμε στη Ασσια και θα σου περάσει" του απαντά.

Ο ατυχος πατέρας προσπαθεί να καθησυχάσει το γιό του. Σκύβει για να τον σηκώσει στα χέια του, ενώ οι τούρκοι τους σπρώχνουν να απομακρυνθούν. Φοβάται ότι δεν θα μπορέσει να τον μεταφέρει μέχρι την Ασσια. Η απόσταση είναι κάπως μεγάλη για να μεταφέρει ένα άνδρα στα χέρια του. Ο τουρκοκύπριος που βρίσκεται δίπλα τοου τον διαβεβαιώνει:

"Ασε, θα τον μεταφέρουμε εμείς στο Νοσοκομείο".

Ο πατερας απομακρύνεται. Οι τούρκοι τοποθετούν τους υπόλοιπους στη γραμμή για να τους μεταφέρουν στην Ασσια. Ο Γιώργος μένει στο έδαφος. Ενώ τους απομακρύνουν ένας άλλος τούρκος στρατιώτης βάζει στο σημάδι τον Γιώργο. Η ριπή του αυτομάτου αποτελειώνει το νήμα της ζωής του νέου.

Μόλις ακούει τους πυροβολισμούς ο άτυχος πατέρας στρέφει το κεφάλι πίσω και βλέπει έναν τούρκο στρατιώτη να πλησιάζει τον Γιώργο και να παίρνει το νεκρό του σώμα και να το ρίχνει μέσα σον ποταμό...

Πίσω στην Αφάνεια οι τούρκοι έχουν καταλάβει το χωριό και έχουν συγκεντρώσει τους κατοίκους στο δημοτικό σχολείο Είναι όλοι γύρω στα 40 άτομα.

Παράλληλα στέλλουν περιπολίες έξω στους αγρούς και συγκεντρώνουν ένα, ένα τους κατοίκους που έχουν καταφύγει εκεί για να βρουν, όπως ελπίζουν, προστασία.

Ετσι ο αριθμός τους αυξάνεται συνεχώς.

Το βράδυ είναι δύσκολο μια και όλοι είναι υποχρεωμένοι να κινηθούν μέσα στις αίθουσες του δημοτικού σχολείου, χωρίς κρεβάτια νυστικοί και διαψασμένοι.

Γύρω στα μεσάνυκτα ο κοινοτάρχης Χριστοφής Παπασάββας, που έχει μεταφερθεί και αυτός στο σχολείο, ακούει κλάματα και φωνές που προέρχονται από το δωμάτιο όπου βρίσκονται οι γυναίκες. Προχωρά και ρωτά τους τουρκοκύπριους συγωριανούς του τι συμβαίνει.

Ενας τουρκοκύπριος του απαντά ότι "ήρτεν διαταγή να τους μεταφέρουν στην Ασσια".

" Τέθκιαν ώρα; Είναι κρίμα. Γιατί δεν περιμένετε να ξημερώσει", τους ρωτά.

Ομως οι σκοποί των τούρκων είναι άλλοι.

Τελικά ξεχωρίζουν τέσσερις γυναίκες, τις τοποθετούν σε ένα αυτοκίνητο και απομακρύνονται.

Μια τουρκάλλα τους φωνάζει:

- "Ουττανμάνσουνιζ πε;" (δεν ντρέπεστε)

Οι τούρκοι όμως δε ντρέπονται. Αισθάνονταν ότι όλα είναι πλέον δικά τους, ακόμα και οι γυναίκες. Κι' έτσι τις απομακρύνουν προς το άγνωστο...

Οι μέρες κυλούν και οι Τούρκοι σταθεροποιούν για καλά την κυριαρχια τους στο χωριό, το οποίο αποφασίζουν ότι πρέπει να ξεκληρίσουν .

Ετσι στις 21 Αυγούστου οι κάτοικοι ειδοποιούνται όταν ετοιμασθούν γιατί θα μεταφερθούν στις ελεύθερες περιοχές.

Ο Κοινοτάρχης Χριστοφής Παπασάββας διερωτάται: "Να ετοιμάσουμε όμως τι; Ολα μας τα υπάρχοντα είναι μερικές κουβέρτες. Τα παιδιά εναι νηστικά και διψασμένα και κλαίνε συνεχώς, ενώ οι περισσότεροι έχουν πάθει σοκ από το κακό που έχει βρει το χωριό".

Με δυσκολία, ένας, ένας οι κάτοικοι ανεβαίνουν τελικά στα αυτοκίνητα που θα τους μεταφέρουν όπως τους έχουν πει, στις ελεύθερες περιοχές.

Σαν ανεβαίνει και ο τελευταίος στο αυτοκίνητο ο Παπασάββας παρατηρεί ότι απουσιάζει ο συγγενής του Κυριάκος Καραντώκης. Ο γιός του Αρτέμης του απαντά ότι είχε δει ότι οι Τούρκοι άφησαν μερικούς πίσω και δεν τους επέτρεψαν να ανέβουν στο αυτοκίνητο.

Ο γέρο-μουχτάρης ανησχυεί γι' αυτό που ακούει. Και βλέποντας ένα τουρκοκύπριο λίγο πιο κάτω του τον ρωτα τι συμβαίνει. Αυτός που απαντά ότι δεν τους φορά το λεωφορείο και ότι θα τους μετέφεραν με άλλο.

"Μα εχει μέρος στο λεωφορείο, θα σπιλασθούμε".

" Αυτές είναι οι διαταγές μουκτάρη" του απαντά ο τουρκοκύπριος.

Το λεωφορείο ξεκινά, αλλά στο χωριό οιι τούρκοι κρατούν τους Κυριάκο Γ. Καραντώκη, Γαβριήλ Πάμπουλο, Ανδρέα Κώστα Ορφανού, Ακη Γιαννή Πίττα, Παναγιώτην Πέτρου Λαμπρή και Σάββα Ττοοουλή Κουτσουμπή. Και το χειρότερο οι τούρκοι δεν κρατούν τον λόγο τους. Τα ίχνη τους εξαφανίζονται.

Νηστικοί και διασμένοι οι κάτοικοι της Αφάνειας και με τα παιδιά να κλαίνε και να ζητούν φαγητό και γάλα μεταφέρονται μέσω Παλαικύθρου- Δικώμου στο Γκαράζ Παυλίδη.

Εδώ θα μείνουν για μερικές ώρες μέχρ που οι τούρκοι τους μεταφέρουν στην περιοχή του Λήδρα Πάλλας και στην ελευθερία. Ακόμα ένα χωριό εκκενώνεται.

Ομως πιο κάτω οι κάτοικοι της Ασσιας δεν βρίσκουν ησυχία. Και οι εγκλωβισμένοι περνούν πραγματικά δραματικές στιγμές ενώ οι ομαδικές εκτελέσεις ξεπερνού κάθε όριο....