Πρώτη Ηλεκτρονική Ιστορία της Κύπρου

image

Δωρεάν προσφορά σε ερευνητές, μελετητές, φοιτητές, μαθητές και δημοσιογράφους.

Από την Κύπρο στην αρχαιότητα, μέχρι την Κύπρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αγγλοκρατία, η ΕΟΚΑ, το πραξικόπημα, το σχέδιο Ανάν, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αρχείο Παναγιώτη Παπαδημήτρη

papademetris-pΜοναδικό αρχείο στο οποίο μπορείτε να προστρέξετε και να αναζητήσετε εύκολα και γρήγορα αυτό που θέλετε για μια περίοδο 8.000 ετών για την Ιστορία της Κύπρου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

14.8.1974: Δολοφονίες εγκλωβισμένων και κλοπές κοπαδιών στο Μαραθόβουνο και τον κάμπο της Μεσαορίας, ο οποίος μετατρέπεται σε πεδιάδα του αίματος.

S-2220

14.8.1974: ΔΟΛΟΦΟΝΙΕΣ ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΚΛΟΠΕΣ ΚΟΠΑΔΙΩΝ ΣΤΟ ΜΑΡΑΘΟΒΟΥΝΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΑΜΠΟ ΤΗΣ ΜΕΣΑΟΡΙΑΣ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΜΕΤΑΤΡΕΠΕΤΑΙ ΣΕ ΠΕΔΙΑΔΑ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ

Στα βόρεια του νέου δρόμου Λευκωσίας- Αμμοχώστου και στα μισά περίπου του δρόμου, σε απόσταση 20 χιλιομέτρων βρίσκεται το χωριό Μαραθόβουνος, ένα καθαρά Ελληνικό χωριό το οποίο δέχεται την εισβολή των τουρκικών δυνάμεων, σχεδόν ταυτόχρονα με την έναρξη της δεύτερης φάσης της τουρκικής εισβολής στις 14 Αυγούστου 1974.

Κοντά στο Μαραθόβουνο, ο οποίος θεωρείται το δεύτερο κεφαλοχώρι μετά την Κυθρέα, στην καρδιά της Μεσαορίας, βρίσκονται τουλάχιστον δυο καθαρά τουρκικά χωριά- το Τζιάος και το Κουρού Μοναστήρι και μακρύτερα τα Κνώδαρα.

Ενώ βάλλεται η Μια Μηλιά κοντά στη Λευκωσία και η γραμμή καταρρέει, οι τούρκοι του χωριού Τζιάους βάλλουν εναντίον του Μαραθόβουνου κι έτσι πολλοί κάτοικοι του αναγκάζονται να το εγκαταλείψουν καλού-κακού, όπως έκαμαν και πολλοί κάτοικοι από τα διπλανά χωριά.

Οι περισσότεροι κατευθύνθηκαν προς την Αμμόχωστο, την πλησιέστερη πόλη με το χωριό τους, που συνορεύει με τις βρετανικές βάσεις που αποτελούν καλό καταφύγιο.

Αλλοι γύρω στους 150 κατοίκους μένουν στο χωριό, ενώ μερικοί κυρίως βοσκοί, κατευθύνονται προς το ελληνικό χωριό Μουσουλίτα ανατολικότερα προς την Αμμόχωστο, για περισσότερη ασφάλεια, όπως ελπίζουν, μακρυά από τον τουρκοκυπριακό θύλακα του Τζιάους.

Ενας τούρκος στρατιώτης από αυτούς εισβάλλουν στο Μαραθόβουνο στις 15 Αυγούστου 1974 τοποθετεί την τουρκική σημαία στην πλατεία του χωριού ως ένδειξη ότι αυτό είναι πλέον κατειλημμένο.

Οι εγκλωβισμένοι στο χωριό κλείονται στα σπίτια τους και τρομοκρατημένοι περιμένουν με αγωνία την κάθε εξέλιξη. Οι τουρκοκύπριοι από τα γύρω τουρκικά χωριά γνωρίζουν κάθε γωνιά του χωριού και αναζητούν εκδίκηση μια και υπήρξαν στόχος λίγες μέρες προηγουμένως από τους Ελληνες της περιοχής λίγο μετά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου.

Ο Κυριάκος Λούκα Κολάρη, 78 χρόνων, μαζί με τη σύζυγο του Ανδριανού, μόλις ακούν τους πυροβολισμούς που ρίχνουν οι τούρκοι στρατιώτες, οι οποίοι πανηγυρίζουν για την κατάληψη του χωριού, σπεύδουν να κρυφθούν μέσα στο πρόχειρο πρόχωμα που έχουν ανορύξει στην αυλή του σπιτιού τους.

Αυτοί που ρίχνουν τους πυροβολισμούς πλησιάζουν συνεχώς όλο και περισσότερο στο σπίτι τους και όπως είναι κρυμμένοι, δεν τολμούν να βγουν έξω από το πρόχωμα. Σε λίγο ακούν συνομιλίες μέσα στο σπίτι τους και τα ζωά τα τους να κλαίνε. Ο Βιολάρης αποφασίζει να κινηθεί και όπως προχωρεί βρίσκεται αντιμέτωπος με τουρκούπριους και τούρκους στρατιώτες που προσπαθούν να απομακρύνουν τα ζωά του που είναι δεμένα στην αυθλή του σπιτιοού.

Αρχίζει να φωνάζει και να διαματύρεται και ένας στρατιώτης πιέζει τη σκανδάλη του όπλου του. Ο Βιολάρης πέφτει στο έδαφος νεκρός μέσα σε λίμνη από αίμα. Η γριά του ακούει τους πυροβολισμούς, αλλά δεν τολμά να βγει από το χαράκωμα της.

Μένει για λίγο ακόμα κρυμμένη και όταν σταματούν οι ομιλίες αποφασίζει να δει τι απέγενε ο σύζυγός της και γιατί καθυστερεί να φανεί. Τον βρίσκει νεκρό ενω παράλληλα διαπιστώνει ότι λείπουν τα ζώα τους και το σπίτι τους έχει λεηλατηθεί.

Αλαφιασμένη τρέχει στη γειτόνισσα της, την Παρασκευή Πουμπουρή και της αφηγείται τα δυσάρεστα νέα. Μαζί τους είναι και ο Γεώργιος Πουμπουρής.

Ενώ αποφασίζουν να μεταβούν στο σπίτι του Βιολάρη άλλοι τούρκοι στρατιώτες κάνουν την εμφάνιση τους και συλλαμβάνουν τον Πουμπουρή.

Τις γυναίκες τις σπρώχνουν για να μεταβούν στην Εκκλησία του χωριού.

Οι τούρκοι είναι πια κυρίαρχοι και τριγυρίζουν στους δρόμους του Μαραθόβουνου και μαζεύουν τους κατοίκους που έχουν απομείνει και τους μεταφέρουν στην εκκλησία.

Αλλοι κάτοικοι, όπως ο Ανδρέας Παφίτης και η σύζυγος του Ξενού, ο Σάββας Σταυρινού και η σύζυγος και τα παιδιά του, ο Νίκος Λοϊζου, ο Γεώργιος Χρυσοστόμου, η Φωτεινή Χρυσάνθου και άλλοι μεταφέρονται στα καφενεία του χωριού και αργότερα στην εκκλησία του Αγίου Ηλία, η οποία μετατρέπεται σε κρατητήριο και ανακριτήριο.

Ακόμα δημιουργούν ένα πρόχειρο γραφείο μέσα στην εκκλησία και χρησιμοποιούν ως τραπέζι την εικόνα του Χριστού, βεβηλώνοντας τα θεία.

Τη σύλληψη διαφεύγει προς το παρόν ο Αγαθοκλής Λούκα που όταν βλέπει τους τούρκους στρατιώτες μετακινείται σε ένα ακατοίκητο σπίτι όπου παραμένει για 14 ολόκληρες ημέρες.

Αλλοι κάτοικοι του χωριού που διαφεύγουν τη σύλληψη τις πρώτες ημέρες είναι και οι Κυριάκος Κυπρή, Γιάνης Σάκης, Δημήτρης Κυριάκου Καλλλης, Κώστας Λουκάρης και οι οικογένειες των Μιχάλη Χρήστου και Αθανάση Κυριάκου.

Ο Κυριάκος Κυπρή μαζί με τον κουνιάδο του Γιαννή Σάκη προτιμούν να παραμείνουν μέσα στους κάμπους για να προστατεύσουν τα ζώα τους. Και όταν βραδυάζει στις 15 Αυγούστου, αντί στο χωριό τους μεταβαίνουν στη Μουσουλίτα πέντε χιλικόμετρα νοτιανατολικά του Μαραθόβουνου όπου διανυκτερεύουν.

Την επομένη όμως οι δυο άνδρες αποφασίζουν να κατευθυνθούν προς τον Μαραθόβουνο. Φθάνουν στο χωριό τους και για καλή τους τύχη, δεν συναντούν τούρκους στρατιώτες. Επιστρέφουν στο κοπάδι τους και στη συνέχεια παίρνουν το δρόμο και πάλι για τη Μουσουλίτα. Η τύχη όμως τους εγκαταλείπει πλέον γιατί στο δρόμο τους εντοπίζει ένα ελικόπτερο του τουρκικού στρατού και σε λίγο βλέπουν μερικούς στρατιώτες να τους ακολουθούν.

Ανταλλάσσουν μερικές σκέψεις μεταξύ τους. Κατά την άποψη του Κυπρή πρόκειται για τούρκους στρατιώτες. Ο Σάκης έχει την αντίθετη άποψη. Λέει ότι επιναι Ελληνες. Ετσι ο Κυπρής φεύγει και κρύβεται. Ο Σάκης περιμένει τους στρατιώτες. Ενώ βρίσκεται μακρυά και ασφαλής ο Κυπρής βλέπει τους στρατιώτες να περικυκλώνουν τον Σάκη. Από τότε δεν τον ξανάδε.

Την επομένη ο Κυπρής ξεθαρρεύει και όπως βλέπει το κοπάδι του να κινείται αδέσποτο στην περιοχή, το κατευθύνει προς τη Μουσουλίτα. Στο δρόμο όμως συλλαβάνεται και αυτός από τους τούρκους και μεταφέρεται στο Τζιάος και αργότερα στην εκκλησία του Μαραθόβουνου.

Την ίδια τύχη έχουν και όλοι συγχωριανοί του που έχουν προτιμήσει να μείνουν μέ τα ζώα τους έξω στον κάμπο.

Ενας από αυτούς είναι ο Αθανάσης Κυριάκου που συλλαμβάνεται στην περιοχή του τουρκικού χωριού Κουρού Μοναστήρι. Ο γέροντας έχει πλησιάσει σε ένα λάκκο και βγάζει νερό για να ποτίσει το κοπάδι του, όταν από μακρυά βλέπει μερικούς στρατιώτες να τον πλησιάζουν πυροβολώντας.

Ανήξερος ο γέροντας τους βλέπει να τον καλούν να ψηλώσει τα χέρια του. Υπακούει στις οδηγίες τους και σε λίγο ένας από τους στρατιώτες του επιτίθεται με το όπλο του και αρχίζει να τον κτυπά. Ο γέροντας πέφτει στο έδαφος, ενώ άλλοι τον ποδοπατούν.

Μέσα στους αφόρητους πόνους ο Κυριάκου τους παρακαλεί να τον αφήσουν.

Οταν κάποτε κουράζονται ο γέροντας δυσκολεύεται ακόμα και να περπατήσει. Τον αναγκάζουν να κατευθυνθεί προς το Τζιάος, ενώ μερικοί άλλοι έχουν παραλάβει το κοπάδι του και το οδηγούν σε άλλη κατεύθυνση. Δεν μπορεί ούτε να διαμαρτυρηθεί. Μόλις ανοίξει το στόμα του δέχεται και μια ξυλιά στην πλάτη ή το κεφάλι.

Μετά από αρκετές ταλαιπωρίες διανύουν μια απόσταση 1000 μέτρων περίπου όταν συναντούν ένα γέροντα ξαπλωμένο στο έδαφος και τη σύζυγό του γονατιστή να κλαίει και να πρακελεί τους τούρκους να μην την σκοτώσουν.

Πρόκεται για τον Χρήστο Τσιάρτα και τη σύζυγό του από το Νέο Χωρίο Κυθρέας που όπως εξηγούν στον Κυριάκου τους είχαν συλλάβει οι τούρκοι στρατιώτες, σαν περπατούσαν μόνο μέσα στα χωριάφια για να απομακρυνθούν.

Ομως οι τούρκοι τους είχαν μεταφέρει στον αστυνομικό σταθμό του Τζιάους που μετατράπηκε σε κρατητήριο. Εδω είχαν μεταφερθεί πολλοί Ελληνοκύπριοι αιχμάλωτοι μεταξύ των οποίων και αρκετοί Εθνοφρουροί που είχαν συλληφθεί περιπλανώμενοι στην περιοχή.

Μεταξύ αυτών είναι και οι Γιάννης Οκκάς, ο Παπα Φούλιας και ο Σωτήρης Πίττας από τα Γέναγρα και ο Λούκας Ζαβρός από το Λευκόνοικο. Στο Τζιάος οι γέροντες περνούν τη νύκτα και την επομένη με ένα λεωφορείο τους μεταφέρουν στην εκκλησία του Μαραθόβουνου.

Ο αριθμός των εγκλωβισμένων στο Μαραθόβουνο συνεχίζει να αυξάνεται και φθάνει σε λίγες ημέρες στους 600. Οι συνθήκες διαβίωσης γίνονται ακόμα πιο ανυπόφορες, ενώ εγκλωβσιμένοι συλλαμβάνονται και εξαφανίζονται. Ενας από αυτούς είναι ο μαθητής Ανδρέας Κυριάκου.

Στις 3 Σεπτεμβρίου η Ξενού Παφίτη, ενώ βρίσκεται στη βρύση του χωριού για να πάρει νερό βλέπει μερικούς τούρκους να συνοδεύουν το συγχωριανό της Χρυσόστομο Κυπριανού 40 χρόνων. Τα χέρια του είναι δεμένα και οι τούρκοι τον κτυπούν συνεχώς με τα όπλα τους.

Η Αγγελού Σάββα που βρίσκεται δίπλα και βλέπει τον Κυπριανού να στρέφει το κεφάλι προς αυτήν λυπημένα. Κάτι θέλει να της πει αλλά δεν προλαβαίνει, γιατί ο τούρκος στρατιώτης τον κτυπά με το υπόκοπανο του όπλου του ενώ από τη μέση του κρέμμεται μια μεγάλη κουνιά. Αυτή είναι και η τελευταία φορά που τον βλέπει.

Στο Μαραθόβουνο οι εγκλωβισμένοι θα παραμείνουν για ένα και πλέον μήνα.

Ενας εγκλωβισμένος γράφει στο σημειωματάριο του για τη ζωή στο Μαραθόβουνο:

"Μας τοποθέτησαν στην εκκλησία του χωριού. Παρατήρησα ότι η εικόνα του προφήτη Ηλία εχρησιμοποιείτο ως κάθισμα από τους Τούρκους. Επίσης παρατήρησα ότι το δάπεδο της εκκλησίας είχε εκταφεί από πυροβολισμούς και υπήρχαν τρύπες. Μείναμε εκεί για τρεις ώρες και μετά αφού μας κατέγραψαν μας μετέφεραν σε σπίτια κατά ομάδες 12- έως 15 προσώπων. Μετά μετέφεραν και άλλα πρόσωπα και γίναμε στο σπίτι που μέναμε, 19.

Η Ηλικία μας ήταν μεταξύ ενός και 90 ετών. Μείναμε εκεί για 12 ημέρες και μετά όλοι οι 100 κάτοικοι που βρισκόταν τοποθετήθηκαν σε λεωφορεία και μεταφέρθηκαν στο Τζιάος, Κυθρέα, Δίκωμο, Μπογάζι και Λευκωσία.

Οταν ξεκινήσαμε μας είπαν ότι θα μας αντάλλασσαν με άλλους αιχμαλώτους. Οταν φθάσαμε στη Λευκωσία όμως μας είπαν ότι είχαν έλθει τα Ηνωμένα Εθνη και έτσι μας μετέφεραν και πάλι στο Μαραθόβουνο. Το ταξίδι κράτησε όλο το βράδυ.

Στον Μαραθόβουνο μείναμε για ένα μήνα. Κατά τη διάρκεια της κράτησης μας είδαμε τους Τούρκους στρατιώτες να λεηλατούν τα σπίτια καθημερινά και να κλέβουν ζώα και ότι άλλο έβρισκαν. Ολα τα αντικείμενα που έπαιρναν τα τοποθετούσαν σε φορτηγά αυτοκίνητα.

Ολες οι νέες που βρίσκοναν μαζί μας συγκεντρώθηκαν σε ένα σπίτι χωρίς παράθυρα και πόρτες κοντά τσο αρχηγείο που έστησαν οι τούρκοι στο χωριό. Ακουσα ότι έγιναν προσπάθειες βιασμού των κοπέλλων, αλλά αυτό τελικά δεν έγινε.

Είδα τον ιερά του Λευκονοίκου και παρτήρησα ότι ήταν ξυρισμένος. Επίσης παρατήρησα ότι δεν φορούσε το ράσο του. Εμαθα αργότερα ότι οι τούρκοι του είχαν κόψει τα μαλλιά του και του έβγαλαν τα γένια με την τσιμπίδα.

Το νερό που είχαμε ήταν πολύ λίγο και η προμήθεια γινόταν με μικρά ντεπόζιτα. Αλλά όταν μας έστελλαν οι τούρκοι να φέρουμε νερό, μας κακομεταχειρίζονταν.

Κατά τη διάρκεια της κράτησης μας στο Μαραθόβουνο πληροφορήθηκα ότι τουλάχιστο 10-15 πρόσωπα πέθαναν και τάφηκαν εκεί.

Οι τούρκοι συνήθιζαν να μας δίδουν κάπου- κάπου μερικά πράγματα που έκλεβαν από τα σπίτια και τα καταστήματα. Οι κοπέλλες εξηναγκάζοντο να πηγαίνουν στο αρχηγείο των Τούρκων και να το καθαρίζουν.

Υπήρχαν πολλές ασθένειες όπως δυσεντερία και κρυλογήματα. Αλλά δεν μας δίδονταν κλινοσκεπάσματα ή κουβέρντες. Μερικοί μόνο κατόρθωναν να βρίσκουν μερικά μέσα στα εγκαταλελειμένα σπίτια.

Παρετήρησα ότι οι τούρκοι συγκέντρωναν τα έπιπλα άλλα πράγματα που εύρισκαν στα σπίτια και αργότερα τα τοποθετούσαν πάνω στη φωτιά και τα έκαιαν.

Συνήθιζαν να μας βρίζουν συνεχώς και όταν εύρισκαν άγιες εικόνες μας εξύβριζαν περισσότερο λέγοντας μας "γιατί δεν έρχονται να σας βοηθήσουν".

Ο αριθμός των εγκλωβισμένων στον Μαραθόβουνο ανήρχετο στους 600. Κανένας τούρκος δεν ήλθε να μας βοηθήσει αλλά αργότερα όταν μας εντόπισε ο Ερυθρός Σταυρός, γιατροί ήλθαν σε μερικές περιπτώσεις.

Σχεδόν κάθε νύκτα ακούαμε πυροβολισμούς..."

Κάποτε οι τούρκοι αποφασίζουν να εκκενώσουν και τον Μαραθόβουνο. Και ορισμένοι εγκλωβισμένοι, μεταφέρονται στη Λευκωσία και παραδίδονται στην ΟΥΝΦΙΚΥΠ για να τους μεταφέρει στις ελεύθερες περιοχές.

Αλλοι πάλι μεταφέρονται στο διπαλνό χωριό Βιτσάδα μερικά χιλιόμετρα βορειότερα και 25 περίπου χιλιόμετρα από τη Λευκωσία, η οποία έχει μετατραπεί σε ένα τεράστιο στρατόπεδο συγκέντρωσης...