Πρώτη Ηλεκτρονική Ιστορία της Κύπρου

image

Δωρεάν προσφορά σε ερευνητές, μελετητές, φοιτητές, μαθητές και δημοσιογράφους.

Από την Κύπρο στην αρχαιότητα, μέχρι την Κύπρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αγγλοκρατία, η ΕΟΚΑ, το πραξικόπημα, το σχέδιο Ανάν, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αρχείο Παναγιώτη Παπαδημήτρη

papademetris-pΜοναδικό αρχείο στο οποίο μπορείτε να προστρέξετε και να αναζητήσετε εύκολα και γρήγορα αυτό που θέλετε για μια περίοδο 8.000 ετών για την Ιστορία της Κύπρου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

15.8.1974: Οι τούρκοι περικυκλώνουν την Κυθρέα (ή Κυθραία) και στη συνέχεια εισβάλλουν μέσα στο χωριό πυροβολώντας αδιάκριτα και σκοτώνοντας όποιον τους αρνηθεί αυτό που ζητούν.

S-2211

15.8.1974: ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ ΠΕΡΙΚΥΚΛΩΝΟΥΝ ΤΗΝ ΚΥΘΡΕΑ (ή ΚΥΘΡΑΙΑ) ΚΑΙ ΣΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΙΣΒΑΛΛΟΥΝ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΠΥΡΟΒΟΛΩΝΤΑΣ ΑΔΙΑΚΡΙΤΑ ΚΑΙ ΣΚΟΤΩΝΟΝΤΑΣ ΟΠΟΙΟΝ ΤΟΥΣ ΑΡΝΗΘΕΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΖΗΤΟΥΝ

Η Κυθρέα (ή Κυθραία) ήταν ένα μεγάλο κεφαλοχώρι. Απείχε γύρω στα δέκα χιλιόμετρα ανατολικά της Λευκωσίας. Βρισκόταν στο δυτικό άκρο της Μεσαορίας και στη βάση του Πενταδακτύλου. Από την Κυθραία ένας δρόμος, ο οποίος είχε ολοκληρωθεί μερικούς μήνες πριν, σκαρφάλλωνε στον Πενταδάκτυλο, στο σημείο με τα "πέντε δάκτυλα" και στην άλλη πλευρά κατέληγε στον Παχύαμμο στη θαλάσσια περιοχή της Κερύνειας.

Η Κυθρέα ήταν ένα πλούσιο χωριό στο οποίο ξεχώριζαν οι ελαιώνες και πλούσια βλάστηση που ποτίζονταν από τον Κεφαλόβρυσο που έτρεχε για αιώνες.

Οι Τούρκοι έφθασαν στην Κυθρέα στις 15 Αυγούστου, επομένη της έναρξης της δεύτερης φάσης της τουρκικής εισβολής. Νωρίτερα είχαν περικυκλώσει και απομονώσει το χωριό κι' έτσι ήταν δύσκολη η έξοδος οποιωνδήποτε εγκλωβισμένων -πολιτών και στρατιωτών- στο χωριό.

Μέσα στην Κυθρέα είχαν απομείνει αρκετές εκατοντάδες κάτοικοι, από παιδιά μέχρι γέροντες, ενώ δεκάδες άλλοι στρατιώτες που είχαν υποχωρήσει με την κατάρρευση της γραμμής στη Μια Μηλιά, κατέφυγαν στο χωριό και αφού εξασφάλισαν πολιτικά ρούχα αναμίχθηκαν με τους άλλους εγκλωβισμένους ελπίζοντας ότι οι τούρκοι θα τους θεωρούσαν ως πολίτες και δεν θα τους έβλαπταν.

Μεταξύ των στρατιωτών είναι και ο Γεώργιος Πανταζής, από την Κυθρέα που ανήκε στο 305 Τ.Ε. που είχε διοικητή του τον Τάγματάρχη Τάσο Μάρκου.

Με την προσέλευση των τούρκων, ο Πανταζής καταφεύγει στο χωριό του βαλλόμενος από το τουρκικά αεροπλάνα και τους όλμους μαζί με τον Γεώργιο Σεργίου από το Δάλι.

Εχουν ακολουθήσει μια "ποταμοσιά" και όπως γνωρίζει καλά την περιοχή ο Πανταζής, δεν δυσκολεύεται καθόλου για να βρει ασφαλή διέξοδο.

Στο δρόμο συναντούν δεκάδες στρατιώτες, όπως και όπλα πεταγμένα στην άκρη του δρόμου ή κάτω από τα δένδρα. Για τους στρατιώτες τα όπλα δεν σήμαιναν πια τίποτε άλλο, παρά κίνδυνο να εκτελεσθούν, αν οι τούρκοι τα έβρισκαν στα χέρια τους.

Στο χωριό επικρατεί αναστάτωση. Οι πληροφορίες είναι συγκεχυμένες. Το Ραδιόφωνο, η μόνη πηγή πληροφοριών που ελέγχεται από τους στρατιωτικούς, συγχύζει περισσότερο τα πράγματα.

Στην προσπάθεια του να ενθαρύνει ίσως τους στρτιώτες, δεν μιλά για τις πραγματικές θέσεις της Εθνικής Φρουράς και την κατάσταση που επικρατεί. Το βρεττανικό ραδιόφωνο Μπι Μπι Σι μεταδίδει ότι οι Τούρκοι έχουν φθάσει στο Βαρώσι (και αυτό συνέβη). Η σύγχυση εντείνεται ακόμα περισσότερο.

Ο Πανταζής χωρίζει από τους συντρόφους του και κατευθύνεται στο σπίτι του πεθερού του Χριστάγγελου Χατζημοιραίου. Στο δρόμο βλέπει ομάδες από στρατιώτες να κινούνται κατευθυνόμενοι προς τον κεφαλόβρυσο, με την ελπίδα ότι θα βρουν κάποιο μεταφορκό μέσο για να τους απομακρύνει από την περιοχή.

Αλλοι στρατιώτες εγκαταλείπουν το χωριό για να μεταβούν στα άλλα χωριά δίπλα, όπως το Παλαίκυθρο ή προσπαθούν να διαφύγουν από τον κλοιό των τούρκων.

Ενας άλλος στρατιώτης που καταφεύγει στην Κυθρέα είναι ο Παντελής Κόκκκαλος από τη Σιά. Βρισκόταν κι' αυτός στον Κουτσοβέντη και η μόνη ασφαλής διέξοδος από την επικίνδυνη ζώνη μετά την προέλαση των τούρκων είναι γι' αυτόν και τους 20 συντρόφους του, από το Δάλι, η Κυθρέα.

Στην Κυθρέα ακόμα φθάνουν γύρω στο μεσημέρι και χωρίς να χάσουν χρόνο προχωρούν προς το Κεφαλόβρυσο που βρίσκεται στο πάνω μέρος του χωριού προς τον Πενταδάκτυλο. Από εκεί με ένα φορτηγό φθάνουν στον παλαιό δρόμο Βαρωσιού μέσω Λευκονοίκου και στη σωτηρία.

Ενας άλλος είναι ο υποδιοικητής του 1ου Λόχου του τάγματος του Τάσσου Μάρκου, Ανδρέας Αντωνιάδης από τη Νήσου. Βρισκόταν κι' αυτός σε ένα ύψωμα στην περιοχή παρά τις Χαμίτ Μάνδρες όταν αναγκάστηκε να αναδιπλωθεί προς την Κυθρέα.

Δύο σύντροφοι του, ο Σάββας Παναγιώτου από τη Λευκωσία και ο Μιχαλάκης Σολωμού από τον Μαθιάτη, είχαν τραυματισθεί από έκρηξη. Και όταν φούντωσε η τουρκική επίθεση και οι τούρκοι πλησίασαν το φυλάκιο τους σε απόσταση μέτρων, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν.

Στην Κυθρέα συναντά και άλλους στρατιώτες. Ανεβαίνουν σε ένα φορτηγό και προχωρούν προς τη Χαλεύκα. Εκατοντάδες στρατιώτες που κατευθύνονται προς το ύψωμα. Τελικά τα καταφέρνουν και αυτοί να βγουν προς τη σωτηρία μέσω Λευκονοίκου.

Από την περιοχή διαφεύγει ο Ανθυπολοχαγός Ακης Φυτικίδης από τη Λευκωσία που βρισκόταν στον Κουτσοβέντη.

Μερικοί άλλοι που φεύγουν είναι και οι Νίκος Καρεκλάς, από τη Βατυλή, Δημήτριος Ζουβανής από το Φρέναρος, Ανδρέας Κωνσταντίνου από το Βαρώσι, Θεόκλειτος Θεοκλείτου από την Αλαμινό και Σ. Κόγιας από το Τρίκωμο.

Βρίσκονταν όλοι στην Καντάρα και αργά το βράδυ της 14ης ξεχασμένοι ανεβαίνουν σε ένα αυτοκίνητο και κατευθύνονται προς τη σωτηρία. Γλυτώνουν επίσης οι άνδρες της 32ας Μοίρας καταδρομών, ενώ άλλοι περιπλανώνται στην περιοχή για μέρες.

Το βράδυ της 14ης προς την 15η Αυγούστου κανένας δεν κοιμάται στην Κυθρέα. Τα όσα έχουν συμβεί αυτή τη μέρα είναι αρκετά ώστε σε κανενός τα μάτια να μη έρχεται ύπνος. Πολλοί στρατιώτες διανυκτερεύουν στο ύπαιθρο μια και είναι καλοκαίρι. Σε όλους τα πρόσωπα είναι ζωγραφισμένη η ανησυχία για το τι θα φέρει η επομένη ημέρα μια και είναι πλέον εγκλωβισμένοι στα χέρια των τούρκων. Γιατί όπως έχουν δει, τα τουρκικά άρματα έχουν προελάσει προς το Βαρώσι και έχουνν αποκλείσει τις γραμμές εξόδου.

Εξάλλου, όσο και αν θέλουν να μη πιστέψουν σ' αυτά που μεταδίδει το Μπι Μπι Σι κάτι μέσα τους, τους λέγει ότι έτσι πρέπει να έχουν τα πράγματα και ας μη το παραδέχεται ακόμη το Κυπριακό ραδιόφωνο που μιλά μόνο για "κανονική αναδίπλωση των δυνάμεων της Εθνικής Φρουράς".

Η 15η Αυγούστου ξημερώνει πολύ πρωί αυτή την ημέρα. Από τα χαράματα οι στρατιώτες και οι πολίτες κινούνται ίσως μάθουν περισσότερα νέα για τα διαδραματιζόμενα.

Ομως γύρω στο μεσημέρι αυτό που φοβούνται αρχίζει να γίνεται πραγματικότητα. Οι τούρκοι που βρίσκονται κοντά τους εισβάλλουν στο χωριό πυροβολώντας στον αέρα.

Στον κύριο δρόμο που οδηγεί στο χωριό συναντούν μια ομάδα παό 60 στρατιώτες και αρκετούς πολίτες. Οι στρατιώτες παραδίδονται.

Τους συλλαμβάνουν αμέσως και τους μεταφέρουν στην εκκλησία του Νέου Χωριού και αφού τους ληστεύουν και τους αφαιρούν ό,τι πολύτιμο κρατούν όπως ρολόγια, χρυσούς σταυρούς και χρήματα, τους μεταφέρουν στην αιχμαλωσία. Ενας από αυτούς είναι ο Θεωρής Ξυδιάς από το Φρέναρος.

Ενώ οι τούρκοι στρατιώτες αναγκάζουν τους εθνοφρουρούς να ανεβούν στα λεωφορεία, ένα γεγονός που συμβαίνει μπροστά στα μάτια τους, τους τρομοκρατεί. Μια γυναίκα η Χρυστάλλα Ττοφή, 65 χρόνων, που έχει δεχθεί τυχαία μια σφαίρα στο γόνατο, προχωρεί μέσα το δρόμο. Δυο τούρκοι στρατιώτες την πλησιάζουν και τους δείχνει το τραύμα της, ενώ τους παρακαλεί στα ελληνικά:

- Γιατρό, γιατρό...

Ο τούρκος στρατιώτης την κοιτάζει και γελά με το πρόβλημα της γυναίκας. Την παίρνει από το χέρι και τη σύρει στην άκρη του δρόμου και την σπρώχνει. Ενώ αυτή πέφτει, αυτός πατά τη σκανδάλη του αυτομάτου του.

Αλλοι τούρκοι στρατιώτες προχωρούν πυροβολώντας μέσα στο χωριό. Ο Ανδρέας Πανταζής, 67 χρόνων, βγαίνει στη βεράντα του σπιτιού ανύποπτος.

Ενας τούρκος τον βάζει στο σημάδι και αυτός πέφτει νεκρός.

Σε μια άλλη γειτονιά βρίσκεται ο Ανδρέας Σιούρουπος με τη σύζυγό του. Ενας τούρκος μπαίνεισ το σπίτι τους και τους πυροβολεί εξ επαφής.

Σε ένα άλλο σπίτι οι τούρκοι στρατιώτες πυροβολούν και τον Ανδρέα Ορφανίδη, τη σύζυγο του Χρυστάλλα και την κόρη τους Μηλίτσα, 25 χρόνων.

Ενώ όμως το μακελειό συνεχίζεται, άλλοι τούρκοι προσπαθούν να δείξουν καλή συμπεριφορά και προτρέπουν τους Ελληνες να παραμείνουν στα σπίτια τους διαβεβαιώνοντας τους ότι δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα. Μια τέτοια διαβεβαίωση παίρνει και ο Γεώργιος Ζορμπάς που έχει μάλιστα αγγλικό διαβατήριο.

Ο Ζορμπάς είναι εγκατεστημένος στην Κυθρέα εδώ και λίγα χρόνια. Ενας αξιωματικός που τον επισκέπτεται τον διαβεβαιώνει ότι δεν έχει να φοβηθεί τίποτα. Οταν όμως ο αξιωματικός φεύγει δυο άλλοι στρατιώτες που ξεσχίζουν το διαβατήριο χωρίς να νοιάζονται για την υπηκοότητα του.

Το βράδυ οι τούρκοι σπεύδουν να ικανοποιήσουν τις κτηνώδεις ορέξεις τους. Επισκέπτονται τα σπίτια όπου έχουν μείνει νεαρές κοπέλλες και αρχίζουν τις ανήθικες προτάσεις και απαγωγές κατοίκων του χωριού.

Ο γέροντας Νικόλας Κανικλείδης που δέχεται μια επίσκεψη από ένα τούρκο στρατιώτη που τον καλεί να του υποδείξει που μένουν κοπέλλες αρνείται να του δώσει οποιανδήποτε πληροφορία. Και ο στρατιώτης τον εκτελεί επί τόπου.

Αλλοι στρατιώτες επισκέπτοντα τα σπίτια των Παναγιώτη Μιχαήλ Αγλαντζιώτη, Ανδρέα Βύρα, Βάσου Βύρα, Ιακώβου Δημοσθένους και Κώστα Σοφοκλέους και τους συλλαμβάνουν. Συλλαμβάνουν επίσης τη Βαθούλα Σοφοκλέους. Από τότε τα ίχνη τους χάνονται.

Σε ένα σπίτι του χωριού έχουν εγκλωβισθεί η Μαρία Κυριάκου, 12 χρόνων μαζί με τους γονείς της και τις αδελφές της Μυρούλα 19 χρόνων και Γεωργία 15 χρόνων ως και τους αδελφούς τους Βασιλάκη 9, Παναγιώτη 7 και Σαββάκη 18.

Σε λίγο όμως ο αριθμός των ενοίκων του σπιτιού αυξάνεται γιατί καταφεύγουν για συντροφιά και η Ανδριανή Αχιλλέως Ρεβέκκα Ττοφαρή, Γιανάκης Αχιλλέως 11 χρόνων, Μαριάννα Αρναούτη, Παναγιώτη Ανδρέου, Καλομοίρα Ξενή και οι μικροί Γιαννάκης Αχιλλέως 11 και τα αδέλφια του Ελένη 9, Μαρία 7, Χριστάκης 6 και Αχιλλέας 4 χρόνων.

Οι πληροφορίες για βιασμούς στο χωριό απλώνονται γρήγορα και οι τέσσερις νέες φεύγουν από το σπίτι για να προστατεύσουν την τιμή τους. Φεύγουν οι αδελφές Μυρούλα και Γεωργία και η Στέλλα Αχιλλέως και Ρεβέκκα Ττοφαρή.

Ευτυχώς που έφυγαν γιατί σε λίγο τούρκοι στρατιώτες κτυπούν την πόρτα τους. Ενας στρατιώτης έχοντας το μαχαίρι του προτεταμένο απειλεί τους ενοίκους να του δώσουν χρήματα και χρυσαφικά "άλλως" τους προειδοποιεί " θα σας σφάξω σαν σκυλιά".

Η μικρή Μαρία Κυριάκου τρομοκρατείται. Την επομένη φεύγει μαζί με την Καλομοίρα Ξενή για να συναντήσει τις άλλες κοπέλλες που εν τω μεταξύ έχουν καταφύγει σε κάποιο σπήλαιο έξω από το χωριό.

Μαζί με τις νέες είναι δυο στρατιώτες, ενώ το άλλο βράδυ έρχονται άλλοι τέσσερις. Οι τέσσερις από τους στρατιώτες κατάγονται από τα Λύμπια και οι άλλοι από την Παλλουριώτισσα. Τους αναφέρουν και τα μικρά τους ονόματα: Παναγιώτης, Σωτήρης, Ανδρέας, Δημήτρης, Χρίστος και Αγαθοκλής.

Στον κρυψώνα τους οι νέες μένουν για δυο ημέρες. Την επομένη η μητέρα τους που αρχίζει να ανησυχεί επικοινωνεί με τον Ερυθρό Σταυρό και σπεύδει να τις συναντήσει γιατί εν τω μεταξύ θα πήγαιναν στη Βώνη μαζί με άλλες συγχωριανές και τους συγχωριανούς τους.

Ενας από τους συλληφθέντες Εθνοφρουρούς στην Κυθραία ήταν και ο Γεώργιος Κουσπής, ο οποίος μεταφέρθηκε στις τουρκικές φυλακές αιχμάλωτος. Με την απόλυση του ανέφερε στην εφημερίδα ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ (26.9.1974):

"Μας συνέλαβαν την 15ην Αυγούστου. Από εκεί περπατητούς μας πήραν στο Τζιάος (τουρκικό χωριό αρκετά χιλιόμετρα ανατολικά). Μας έβαλαν γραμμή καμιά σαρανταριά και οι στρατιώτες μας επήραν τα ρολόγια τους σταυρούς τα χρήματα και μας απειλούσαν συνεχώς ότι θα μας έφαζαν.

Από τα τουρκικα χωριά που περνούσαμε οι τουρκάλλες εφώναζαν "σφάξτε τους...".

Στο Τζιάος μας έδεσαν τα χέρια και τα πόδια. Το πρωί μας πήραν στο Μπογάζι. Καθ' οδόν προς το Μπογάζι οι τούρκοι στρατιώτες μας κτυπούσαν συνέχεια. Ενας γέρος 70 χρόνων, κτυπήθηκε στο κεφάλι και έτρεχε αίμα. Εκλαιε συνεχώς και ελιποθύμησε. Δεν ξέρω το όνομά του αλλά είναι από την Κυθραίαν. Από το Μπογάζι μας πήραν στο γκαράζ Παυλίδη. Εκοιμώμασταν χάμω χωρίς κουβέρτα στο κουγκρί μέσα σε μια κάμαρη 700 άτομα. Εκεί μείναμε δέκα ημέρες. Μετά μας πήραν στη Κερύνεια. Πολλά σπίτια είναι καμένα γεμάτα σφαίρες τα δε δάση έγιναν στάκτη. Μόλις τα λεωφορεία σταμάτησαν οι τούρκοι στρατιώτες ώρμησαν μέσα και μας κτυπούσαν. Μας έκαναν ράκη. Εβαλαν μέσα στο πλοίο 350 άτομα και τους άλλους μας ξανάφεραν στου Παυλίδη. Στις 11 Εεπτεμβρίου με πήραν στα Αδανα με άλλους 400. Οταν μπήκαμε στα Αδανα έβαλαν στρατιώτες μέσα στον διάδρομο και μας κτυπούσαν συνεχώς".

Ο Ερυθρός Σταυρός έφθασε σε κάποιο στάδιο στο χωριό και στις 23 Αυγούστου 1974 δινόταν στη δημοσιότητα κατάλογος 50 προσώπων τα οποία κρατούνταν στην Κυθραία.

Στην Κυθρέα οι Τούρκοι προχώρησαν σε όργιο βιασμών. Αυτόπτης μάρτυρας η Ιφιγένεια Γαβριήλ, 50 χρόνων, από το Λάρνακα της Λαπήθου, κάτοικος Κυθρέας, η οποία συνελήφθη από τους τούρκους λίγο μετά την προέλαση τους μετά την δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής και αφέθηκε ελεύθερη στις 18 Αυγούστου και κατέληξε στη Λευκωσία.

Ανέφερε:

" Ο πόλεμος μας ξάφνιασε. Γνωρίζαμε ότι έπρεπε κάτι να κάμουμε, να φύγουμε, αλλά πως... Εξω λίγο μακρυά από τα σπίτια μας γίνονταν μάχες. Οι σφαίρες σφύριζαν πάνω από την Κυθραία. Τα αεροπλάνα τριγυρνούσαν και τάραζαν τα σπίτια συνθέμελα. Ετσι μείναμε κρυμμένοι στα σπίτια μας, εμείς και πολλοί γέροντες μας μέχρι τις 2 μετά το μεσημέρι.

Την ώραν αυτήν μάθαμε από μερικούς στρατιώτες ότι οι τούρκοι είχαν σπάσει τις γραμμές μας και οι δικοί μας υποχώρησαν.

Καταλάβαμε ότι έπρεπε πάση θυσία να φύγουμε με οποιοδήποτε μέσο. Βρήκαμε τέσσερα ταξί, όλα κι' όλα τα εγεμίσαμε και ξεκινήσαμε για να κατεβούμε στον κύριο δρόμο Λευκωσίας- Αμμοχώστου. Για το ένα ταξί παρ' ολίγο να μη βρίσκαμε οδηγό. Στό τέλος βρήκαμε ένα νεαρό 15-16 χρόνων, ο οποίος "κουτσά -στραβά" ξεκίνησε το αυτοκίνητο και μας ακολούθησε. Το δικό μας το αυτοκίνητο το οδηγούσε ένας έφεδρος στρατιώτης.

Ευτυχώς για μας ο κύριος δρόμος ήταν ελεύθερος. Δεν υπήρχαν κοντά εκεί τούρκοι. Διασταυρώσαμε το δρόμο και πήραμε τον χωματόδρομο που οδηγεί πίσω από το Καϊμαλί, ανατολικά κοντά στο εξωκκλήσι του Αγίου Δημητρίου, ενώ πηγαίναμε στο βάθος ακούαμε ακόμα πυροβολισμούς. Ξαφνικά ενώ βρισκόμαστε 300 περίπου μέτρα από το ξωκκλήσι ο στρατιώτης οδηγός μας σταμάτησε και έστρεψε το αυτοκίνντο προς τα πίσω λέγοντας: "Εχει τούρκους μρποστά...".

Δεν προχωρήσαμε πολύ. Ούτε καν στρέψαμε. Οι τούρκοι άρχισαν να τρέχουν προς το μέρος μας φωνάζοντας και πυροβολώντας. Οι σφαίρες σφύριζαν γύρω μας. Ηταν τρομερό.

Ο στρατιώτης που οδηγούσε θεώρησε καλό να σταματήσει και να παραδοθούμε. "Αν δεν σταματήσουμε θα μας σκοτώσουν" είπε.

Σταματήσαμε όλοι και μας συνέλαβαν. Μας σπρώχναν φωνάζοντας και μας πήραν όλους κοντά στο εκλησσάκι. Θα ήταν η ώρα 2,30 μ.μ. περίπου της τετάρτης 14ης Αυγούστου.

Εκεί είδαμε ότι είχε και άλλους πολλούς αιχμαλώτους. Οι βοσκοί του Καϊμακλίου και άλλοι πολλοί χωριανοί, από το Παλαίκυθρο, το Νέο Χωρίο, τη Μια Μηλιά και αλλού περίπου 100.

Κατά το απόγευμα οι τούρκοι που μας φρουρούσαν μάζεψαν όλους τους άντρες μέχρι 40 χρόνων και με φορτηγά αυτοκίνητα, αφού προηγουμένως του έδεσαν τα μάτια και τα χέρια τους πήραν προς άγνωστη κατεύθυνση.

Τα γυναικόπαιδα και τους γέρους όλους μας κλείδωσαν σε μια αποθήκη μιας φάρμας (του Αλκή) μέσα στην οποία υπήρχε αποθηκευμένο κριθάρι.

Ακόμα δεν είχε νυχτώσει όταν οι τούρκοι στρατιώτες μπήκαν στην αποθήκη με άγριες σεξουαλικές ορέξεις.

Υπό την απειλήν του όπλου τους έδειξαν με το χέρι σε μερικές κοπέλλες 14 μέχρι 20 χρόνων και βγουν έξω μαζί τους.

Οι μανάδες των κοριτσιών κατάλαβαν αμέσως. Νωπές ήταν ακόμα στη μνήμη τους οι αφηγήσεις των γυναικών της περιοχής Κερύνειας. Ενα κλάμα που συνωδευόταν από κατάρες γέμισε την αποθήκη.

Μια γυναίκα, μια μάνα αντρειωμένη, τράβηξε την 14χρονη κόρη της πίσω και με φώναζε στους τούρκους στρατιώτες: "Σκοτώστε με, αλλά πάνω στη κόρη μου δεν θα αγγίσετε..."

Φάναζε ο τούρκος μπροστά της κρατώντας το όπλο, αλλά η πικραμμένη μάνα τότε δνε φοβόταν πια, προκειμένου να προστατεύσει την κόρη της

- Παίξετε με, φώναζε, παίξετε με.

- Να σε παίξω, είπεν ο τούρκος.

Και αμέσως μια ριπή έφυγε από το αυτόματο του πάνω από το κεφάλι της μάνας. Αυτή και πάλιν δεν φοβήθηκε. Και φωνάζοντας "παίξετε με, παίξετε με, ώρμησε εναντίον του τούρκου στρατιώτη και τον έσπρωξε δυνατά. Τότε ήρθαν εκεί και άλλοι τούρκοι και παίρνοντας τη γυναίκα πισθάγκωνα την έσυραν χάμω. Φυσιολογικά ήταν ψυχικά ράκος. Λιποθύμισε...

Στη συνέχεια οι τούρκοι πήραν την κόρη της μαζί με άλλες έξη κοπέλλες και τις έβγαλαν έξω. Κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς συνέβη έξω από την αποθήκη. Οι μητέρες των κοριτσιών και οι άλλοι αιχμάλωτοι άκουαν όμως τις σπαρακτικές στριγγλιές των κοριτσιών που πάλαιυαν απεγνωσμένα στα χέρια των τούρκων στρατιωτών.

Οι κοπέλλες επέστρεψαν κλαμένες μετά από μισή ώρα περίπου σωστά ράκη με ξεσχισμένα ρούχα και χαμηλωμένα μάτια. Αγκαλιάστηκαν μαζί με τους δικούς τους και έκλαιαν σπαρακτικά για ώρα πολλή.

Οι σκηνές αυτές επαναλαμβάνονταν δυο φορές την ημέρα. Οι τούρκοι φρουροί ήσαν 50".

Οι όμηροι έμειναν στην αποθήκη για τρεις μέρες και στη συνέχεια τους άφησαν ελεύθερους".