Πρώτη Ηλεκτρονική Ιστορία της Κύπρου

image

Δωρεάν προσφορά σε ερευνητές, μελετητές, φοιτητές, μαθητές και δημοσιογράφους.

Από την Κύπρο στην αρχαιότητα, μέχρι την Κύπρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αγγλοκρατία, η ΕΟΚΑ, το πραξικόπημα, το σχέδιο Ανάν, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αρχείο Παναγιώτη Παπαδημήτρη

papademetris-pΜοναδικό αρχείο στο οποίο μπορείτε να προστρέξετε και να αναζητήσετε εύκολα και γρήγορα αυτό που θέλετε για μια περίοδο 8.000 ετών για την Ιστορία της Κύπρου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

2.8.1974: Τα χωριά Τριμίθι και Κάρμι εκκενώνονται από τους τούρκους με τη μεταφορά των ανδρών στις τουρκικές φυλακές και των γυναικοπαιδών στις ελεύθερες περιοχές.

S-2189

2.8.1974: ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΡΙΜΙΘΙ ΚΑΙ ΚΑΡΜΙ ΕΚΚΕΝΩΝΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ ΜΕ ΤΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΤΩΝ ΑΝΔΡΩΝ ΣΤΙΣ ΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΟΠΑΙΔΩΝ ΣΤΙΣ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΥΣΤΕΡΑ ΑΠΟ ΜΑΚΕΛΕΙΟ ΣΤΟ ΤΡΙΜΙΘΙ ΣΤΟ ΟΠΟΙΟ ΔΟΛΟΦΟΝΗΘΗΚΑΝ ΠΕΝΤΕ ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΟΠΟΙΟΥΣ Ο ΕΝΑΣ ΜΑΧΑΙΡΩΘΗΚΕ ΜΕ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΛΟΓΧΗ ΜΕΧΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ

Οι τούρκοι δεν σταματούν στην εκκένωση των χωριών Ελιά και Φτέρυχα που βρίσκονται μέσα στο μικρό θύλακα που έχουν δημιουργήσει γύρω από το "Πέντε Μίλι", όπου συνεχίζουν να αποβιβάζουν δυνάμεις στο νησί.

Το σχέδιο των τούρκων για εκκαθάριση όλης της περιοχής πρέπει να εφαρμοσθεί. Και στις 24 Ιουλίου, επομένης της κατάπαυσης του πυρός, κινούνται και πάλι προς δυο κατευθύνσεις. Δυτικά προς την περιοχή του Καραβά και νοτιανατολικά προς την περιοχή των χωριών Τριμίθι και Κάρμι.

Η επιχείρηση των τούρκων προς την περιοχή Καραβά και του υψώματος "Αετοφωλιά" είναι αιματηρή. Προσπάθεια των τούρκων είναι να απωθήσουν τους εθνοφρουρούς που βρίσκονται σε ένα ύψωμα που δεσπόζει της περιοχής για να διευρύνουν το προγεφύρωμα τους και παράλληλα να ελέγχουν από ψηλά κάθε κίνηση.

Στην επίθεση εναντίον της "Αετοφωλιάς ψηλά στον Πενταδάκτυλο μετέχουν 100 περίπου τούρκοι στρατιώτες. Το φυλάκιο παρ' όλον ότι είναι στην πρώτη γραμμή διαθέτει μόνο ένα μπρεν και 12 τυφέκια.

Η επίθεση είναι τρομερή. Οι τούρκοι βάλλουν εναντίον του υψώματος με όλα τα μέσα που διαθέτουν. Οι λίγοι εθνοφρουροί που βρίσκονται εδώ, μεταξύ των οποίων και ο Παναγιώτης Πέτσας από τη Λύση, έχουν το πλεονέκτημα ότι η περιοχή είναι γυμνή από τις πυρκαγιές και μπορούν να εντοπίσουν κάθε κίνηση των τούρκων καθώς πλησιάζουν προς το φυλάκιο.

Οι Εθνοφρουροί τους αφήνουν να πλησιάσουν και τους ρίχνουν ομαδικά. Οι τούρκοι αναγκάζονται να υποχωρήσουν. Η "Αετοφωλιά" τιμά το όνομά της. Μένει πραγματικά φωλιά των αετών. Κανένας δεν μπορεί να την πλησιάσει.

Πιο κάτω από τον πενταδάκτυλο, στην περιοχή της θάλασσας μια ομάδα λοκατζήδων πιέζεται ασφυκτικά και ο υπεύθυνος αντισυνταγματάρχης της περιοχής κ. Μπούφας διατάζει να αποσταλεί μια διμοιρία από το 366 Τ.Ε προς ενίσχυση.

Ενας Λόχος από το τάγμα βρίσκεται στη διάβαση Βασίλειας-Λάρνακας Λαπήθου. Οι 45 περίπου άνδρες είναι άοπλοι. Τελικά η διμοιρία εξοπλίζεται και οι θέσεις της Εθνικής Φρουράς ενισχύονται.

Την ίδια μέρα (24 Ιουλίου 1974) οι τούρκοι κινούνται από κάθε κατεύθυνση, ώστε να αποφευχθεί περίπτωση διαφυγής των τρομοκρατημένων ελλήνων. Ετσι κυκλώνουν τα χωριά από τέσσερα σημεία: Βόρεια βρίσκεται ήδη το προγεφύρωμα του "Πέντε Μιλιού", νότια βρίσκεται ο Αγιος Ιλαρίωνας, δυτικά τα κατειλημμένα ήδη χωριά Φτέρυχα και Ελιά και ανατολικά το τουροκυπριακό χωριό Τέμπλος, στο οποίο έχουν αποσταλεί δυνάμεις και ενισχύθηκε η φρουρά του.

Στο Τριμίθι, το πρώτο χωριό, βρίσκονται και αρκετοί ξένοι που έχουν καταφύγει από την πρώτη μέρα της έναρξης της τουρκικής εισβολής από τη παραλία για να ζητήσουν προστασία από τα τουρκικά αεροπλάνα. Οι στιγμές που περνούν είναι δραματικές. Και περιμένουν ανίκανοι να κάμουν διαφορετικά, μια και όλες οι διέξοδοι προς τις ελεύθερες περιοχές είναι αποκλεισμένες.

Μερικοί από τους κατοίκους, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι γεωργοκτηνοτρόφοι κυρίως, επισκέπτονται με φόβο τις μάντρες και τα περιβόλια τους για να περιποιηθούν τα ζώα τους, μέχρι να περάσει το κακό. Ετσι ελπίζουν τουλάχιστον.

Ενας από αυτούς είναι και ο Ευριπίδης Τσιττής που εχει μετακιμηθεί στη μάντρα του με την γυναίκα του Πολύμνια για να περιποιηθούν τα πρόβατα τους. Ξαφνικά τους πλησιάζουν τούρκοι στρατιώτες και με φωνές και αλαλαγμούς τους αναγκάζουν να ψηλώσουν τα χέρια τους. Τους κτυπούν, τους απειλούν, τους βρίζουν. Οι τούρκοι τους οδηγούν στη συνέχεια σε μια μικρή εκκλησία.

Εδώ βρίσκονται και ο Παναγής Σιεγκαρής και ο γαμβρός του Λάκης Σολωμού, 23 χρόνων. Ενας αφαιρά από τις τσέπες τους ό,τι κρατούν. Ο Τσιττής κρατά γύρω στις 200 λίρες. Είχε πωλήσει μερικά ζώα και δεν πρόλαβε να τα καταθέσει στη συνεργατική του χωριού μια και αυτές τις μέρες είναι κλειστή.

Ο Σιεγκαρής διαμαρτύρεται, αλλά ένας άλλος τούρκος τον κτυπά συνεχώς με το υποκόπανο του όπλου του. Το ίδιο κάνουν και στον Τσιττή και τον Σολωμού. Οι τρεις άνδρες αναγκάζονται να σιωπήσουν και ας υποφέρουν.

Οι τούρκοι τους αφήνουν να σφαδάζουν μέσα στους πόνους και προχωρούν στην εκκλησία όπου αρχίζουν να πυροβολούν εναντίον των αγίων εικόνων. Τα καντήλια που κρέμονται μπροστά τους γίνονται θρύψαλα. Η μανία της καταστροφής και της βεβήλωσης διαρκεί για αρκετή ώρα.

Οταν πια δεν μένει τίποτε όρθιο μέσα στην εκκλησία οι τούρκοι στρατιώτες βγαίνουν στο προαύλιο και επιτίθενται εναντίον των τριών ελλήνων. Η γριά Πολύμνια έχει πλησιάσει τον άνδρα της και προσπαθεί να του απαλύνει τον πόνο σφογγίζοντας τις πληγές του.

Ενας τούρκος της φωνάζει να απομακρυνθεί. Αυτή επιμένει να μένει κοντά στον σύζυγο της. Και ο τούρκος στρατιώτης την κτυπά στα πόδια. Η γερόντισα πέφτει στο έδαφος σφαδάζοντας από τους πόνους.

Ενας άλλος κτυπά τον Λάκη Σολωμού στο χέρι με το υποκόπανο του όπλου του, τόσο δυνατά που οι φωνές του ακούγονται από μεγάλη απόσταση καθώς οι τούρκοι έχουν θέσει τους τρεις άντρες στη γραμμή και τους μεταφέρουν στο μικρό ξεροπόταμο που περνά από κοντά τους.

Εδώ οι τρεις έλληνες δέχονται νέα επίθεση από τους τούρκους στρατιώτες που αρχίζουν και πάλι να τους κτυπούν με μανία με τα όπλα τους. Ο Σιγκαρής και ο Τσιττής σφαδάζοντας από τους πόνους σύρονται στην κουφάλα μιας ελιάς. Και οι τούρκοι τους βάζουν στο σημάδι από απόσταση μερικών μέτρων.

Την ίδια τύχη έχει σε λίγο και ο Σολωμού. Οι τρεις άνδρες ησυχάζουν για πάντα.

Λίγο πιο κάτω σε μια άλλη μάντρα παίζεται σχεδόν ταυτόχρονα ένα άλλο δράμα: Το δράμα του Οδυσσέα Μεϊτανή, 62 χρόνων, και του γαμβρού του Ανδρέα Ματεϊδη, της συζύγου του Ματεϊδη, Ελένης και της κουνιάδας του.

Οπως στην περίπτωση του Τσιττή οι τούρκοι συλλαμβάνουν τους δυο άνδες, τους ερευνούν και με πρόφαση ότι θα τους συνοδεύσουν μέχρι το χωριό τους διατάσσουν να προχωρήσουν.

Ενώ προχωρούν ο Μεϊντανής δέχεται την επίθεση των μαινόμενων τούρκων. Ακολουθεί η σειρά του γαμβρού του. Οι δυο κοπέλλες κλαίνε γοερά και να παρακαλούν τους τούρκους να μη τους κάνουν κακό.

Ενας τούρκος ενώ κτυπά τον Μεϊτανή φωνάζει στα ελληνικά:

- Δεν έχει γυναίκαν τούτος;

Οι διαθέσεις των τούρκων είναι άγριες. Κανένας δεν γνωρίζει μέχρι που θα φθάσουν.

Η Ελένη Ματεϊδη, σύζυγος του Ανδρέα, μόλις ακούει τον τούρκο τρέχει κοντά στον άνδρα της, τον αγκαλιάζει και παρακαλεί γονατιστή τους τούρκους:

- Να χαρείτε, μη μου σκοτώσετε τον άνδρα μου, έχουμε παιδιά.

- Μέν φοάσαι, τη διαβεβαιώνει ένας παό αυτούς.

Η διαβεβαίωση του της δίνει κουράγιο μια και δεν υπάρχει συνέχεια. Ολοι ξεκινούν για το χωριό. Πλησιάζουν στον ξεροπόταμο, που πριν από λίγο η άλλη ομάδα των τούρκων είχε σκοτώσει τους τρεις άλλους κατοίκους του Τριμιθιού.

Ενας τούρκος διατάζει τον Ανδρέα Ματεϊδη να δώσει το παιδί του που κρατά στην αγκαλιά του, στη σύζυγο του, ενώ παράλληλα του φωνάζει:

- Προχώρα μπροστά μαζί με τον γέρο.

Η Ελένη Ματεϊδη παίρνει το παιδί στην αγκαλιά της, το σφίγγει, το φιλά και το χαϊδεύει, ενώ από την άλλη αισθάνεται αδύναμη να προσφέρει οποιανδήποε βοήθεια στον άντρα της και τον πατέρα της που τους απομακρύνουν από κοντά της οι τούρκοι. Φωνάζει. Παρακαλά. Αλλά ποιος την ακούει. Κάνει μια απεγνωσμένη προσπάθεια να τους πλησιάσει. Να μπει εμπόδιο. Οι τούρκοι όμως την εμποδίζουν να προχωρήσει. Οι σπαρακτικές φωνές της όπως και οι φωνές της αδελφής της ραγίζουν και την πιο σκληρή καρδιά.

Μόνο οι τούρκοι δεν συγκινούνται. Αντίθετα με την απειλή του όπλου τους οδηγούν τους δυο άντρες προς τον ποταμό, όπου τους διατάζουν να αφαιρέσουν αρκετά από τα ρούχα τους. Οι αντρες παραξευεύονται. Αλλά τα προτεταμένα όπλα δεν αφήνουν περιθώριο εκλογής. Και ξαφνικά όλα σκοτεινιάζουν. Ενας τούρκος στρατιώτης πατά τη σκανδάλη του αυτομάτου του και ο Αντρέας Ματεϊδης πέφτει νεκρός στο έδαφος.

Ο Μεϊτανής ελπίζει ότι θα σεβασθούν αυτού τουλάχιστον τα χρόνια του. Καμιά ελπίδα.

Ενώ βλέπει δίπλα του τον γαμβρό του να κολυμπά μέσα το αίμα, ένας άλλος τούρκος του επιτίθεται και καρφώνει τη λόγχη του στην πλευρά του. Ο Μεϊτανής σφαδάζει από τους πόνους. Το αίμα τρέχει ποτάμι από την πλευρά του. Ομως ο τούρκος στρατιώτης δεν βιάζεται. Θέλει να κορέσει τα βάρβαρα ένστικτά του με τη ησυχία του. Η λόγχη ανεβοκατεβαίνει με δυναμη στην πλευρά του Μεϊτανή, μια δυο, τρεις φορές..

Μέσα σε φρικτούς πόνους ο Μεϊτανής παρακαλεί τους τούρκους να τον αποτελειώσουν και αυτόν με μια σφαίρα, να δώσουν ένα πιο γρήγορο τέλος στα βασανά του. Αυτοί όμως παίζουν με τον πόνο του με σαδισμό. Στο τέλος όταν πια εξαντλημένος ο Μετανής γέρνει στο έδαφος, ένας τούρκος στρατιώτης τον πλησιάζει και του κόβει το κεφάλι με τη λόγχη του όπλου του...

Οι δυο γυναίκες τρέχουν με όση δύναμη τους έχει απομείνει στο χωριό για να ειδοποιήσουν τους συγωριανούς τους και να τους προειδοποιήσουν για το τι συνέβη.

Ομως βρίσκονται μπροστά σε θλιβερές συνθήκες. Κανένας δεν μπορεί να τις βοηθήσει. Γιατί όλο το χωριό έχει συγκεντρωθεί στην πλατεία του χωριού. Γύρω τους βρίσκονται αρκετοί τούρκοι στρατιώτες που τους κτυπούν, τους βρίζουν και τους απειλούν.

Οι άντρες βρίσκονται σε ξεχωριστό σημείο από τις γυναίκες. Σε λίγο οι τούρκοι τους τοποθετούν πάνω σε ξεχωριστά λεωφορεία. Το ίδιο ακριβώς κάμνουν οι τούρκοι και στο διπλανό χωριό Κάρμι που βρίσκεται σε μικρή απόσταση από το Τριμίθι. Τα λεωφορεία με τους κατοίκους των δυο χωριών ξεκινούν προς την Κερύνεια και το άγνωστο.

Το σχέδιο των τούρκων είναι εξωφρενικό. Σκοπός τους είναι να μεταφέρουν ομαδικά στην Τουρκία, σαν αιχμαλώτους πολέμου, τους κατοίκους και των δυο χωριών για να διαπραγματευθούν αργότερα την απελευθέρωση τους με τη μεταφορά των τουρκοκυπρίων από τις νότιες περιοχές της Κύπρου. Το σχέδιο όμως μετααιώνεται χάρις στην αντίδραση των κατοίκων και την επέμβαση των ανδρών των Ηνωμένων Εθνών.

Τα λεωφορεία με τις εκατοντάδες των κατοίκων των δυο χωριών περνούν από την Κερύνεια και συνεχίζουν το δρόμο τους προς την Αγύρτα που βρίσκεται στον τουρκικό θύλακα Λευκωσίας- Αγύρτας - Αγίου Ιλαρίωνος.

Τα παιδιά κλαίνε. Οι γυναίκες τρομοκρατημένες σφίγγουν τα παιδιά τους στην αγκαλιά τους, ενώ οι άνδρες δεν ξέρουν τι να κάνουν. Νομίζουν ότι τους μεταφέρουν στη σφαγή. Αλλά προσπαθούν να δώσουν κουράγιο στις τρομοκρατημένες γυναίκες και τα παιδιά.

Σε ένα λεωφορείο βρίσκεται ο καθηγητής Ανδρέας Βλάχος από το Τριμίθι. Καθώς είναι σκοτάδι όλοι κοιτάζουν από τα παράθυρα των αυτοκινήτων, για να δουν που τους οδηγούν. Είναι γνώριμη γι' αυτούς η περιοχή.

Ενώ πλησιάζουν προς το στρατόπεδο των ανδρών των Ηνωμένων Εθνών λίγο μετά την τελευταία στροφή του παλιού δρόμου Κερύνειας-Λευκωσίας, μέσω Κιόνελι, συμφωνούν να αρχίσουν τις φωνές με την ελπίδα ότι θα τους ακούσουν οι ειρηνευτές και ίσως επέμβουν. Αλλως κανένας δεν θα γνωρίζει για την τύχη τους.

Ενώ ο οδηγός κάμνει μια στραβοτιμονιά, βρίσκουν αυτό ως δικαιολογία και αρχίζουν τις φωνές. Η ενέργεια τους αποβαίνει σωτήρια.

Οι τούρκοι τους μεταφέρουν στην πλατεία της Αγύρτας. Τα λεωφορεία σταματούν, αλλά πίσω τους σταματά και ένα αυτοκίνητο της Διεθνούς Ειρηνευτικής Δύναμης με μερικούς αξιωματικούς. Ακουσαν τις φωνές τους και τους ακολούθησαν.

Μεταξύ των αξιωματικών της ΟΥΝΦΙΚΥΠ και των Τούρκων διεξάγεται μια μεγάλη συζήτηση. Οι αξιωματικοί της ΟΥΝΦΙΚΥΠ θέλουν να αφεθούν ελεύθερα τα γυναικόπαιδα τουλάχιστον και οι γέροντες. Τελικά οι τούρκοι πείθονται να τους αφήσουν ελεύθερους όλους. Ομως στην Τουρκία έχει ανακοινωθεί, όπως αναφέρουν κάτοικοι της κοινότητας, ότι στις 24 Ιουλίου μεταφέρθηκαν στις τουρκικές φυλακές 6000 αιχμάλωτοι, πράγμα που εκ των υστέρων αποδείχθηκε ότι δεν έγινε.

Φαίνεται ότι είχε σταλεί το σήμα από την Κύπρο στην Τουρκία ότι θα μεταφέρονταν οι κάτοικοι των δυο χωριών και το σήμα δόθηκε στη δημοσιότητα χωρίς να προβλέπεται το εμπόδιο των Οηέδων.

Ετσι γύρω στα μεσάνυκτα της 24ης Ιουλίου 1974 τα λεωφορεία παίρνουν το δρόμο της επιστροφής. Μεταφέρουν τους κατοίκους των δυο χωριών στα σπίτια τους και τους αφήνουν ελεύθερους. Μέσα σε ένα λεωφορείο που κατευθύνεται προς το Κάρμι βρίσκεται μεταξύ των άλλων και ο Χριστόφορος Καϊμακκάμης, γνωστός στην περιοχή ως Λόντος. Την επομένη τον συλλαμβάνουν οι τούρκοι και από έκτοτε αγνοείται η τύχη του.

Οι κάτοικοι του Τριμιθιού επιστρέφουν στα σπίτια τους και την επομένη τοποθετούν τους νεκρούς τους σε πρόχειρους τάφους στον τόπο της εκτέλεσης τους, γιατί φοβούνται να μεταβούν στο νεκροταφείο μια και οι τούρκοι καραδοκούν παντού και κανένας δεν θέλει να βρεθεί μόνος με αυτούς.

Την άλλη μέρα φθάνουν στο χωριό άντρες της ΟΥΝΦΙΚΥΠ. Εχουν πληροφορηθεί για την ομαδική σφαγή των πέντε Ελλήνων και πάνε κατ' ευθείαν στον κοινοτάρχη Καμηλάρη. Του αναφέρουν για την πληροφορία που έχουν ακούσει και όταν αυτός τους επιβεβαιώνει το γεγονός οι Οηέδες θέλουν να πάρουν φωτογραφίες των νεκρών.

- Τους θάψαμε όμως.

- Πρέπει να τους φωτογραφήσουμε.

- Μα είναι επικίνδυνο να πάμε ξανά εκεί. Θα μας δουν οι τούρκοι.

- Θα σας συνοδεύσουμε εμείς και μη φοβάσθε.

Ετσι ο κοινοτάρχης και οι άλλοι κάτοικοι του χωριού και μαζί και συγγενείς των πέντε θυμάτων πηγαίνουν στον πρόχειρο τάφο ξεθαύουν τους νεκρούς και οι άνδρες της ΟΥΝΦΙΚΥΠ τους φωτογραφίζουν.

Ο τάφος κλείνει και πάλι και όλοι επιστρέφουν στο χωριό για να συνεχίσουν να ζουν μέσα σε μια τεταμένη ατμόσφαιρα. Ολοι είναι τρομοκρατημένοι και κανένας δεν κυκλοφορεί στο χωριό, παρά μόνο για να πάρει τα τρόφιμα που μεταφέρει ο Ερυθρός Σταυρός. Το χωριό βρίσκεται στο έλεος των τούρκων που έχουν ρημάξει τα πάντα.

Οι μέρες κυλούν η μια μετά την άλλη μέσα σε ένταση.

Ενας κάτοικος του χωριού είπε αργότερα:

"Το χωριό ήταν υπό τον έλεγχο των τούρκων, οι οποίοι κάθε νύκτα έρριχναν πυροβολισμούς έξω που τα σπίτια μας και έτσι μας είχαν συνεχώς καθηλωμένους. Οπως έχω ακούσει όλα τα σπίτια είχαν λεηλατηθεί".

Ο ιερέας του χωριού Παπαγιάννης είπε σαν ρωτήθηκε για μια συγκέντρωση που είχε γίνει στην πλατεία του χωριού έπειτα από διαταγή των τούρκων:

"Επέστρεψαν μόνο σε μωρά να ουρήσουν και αυτό έγινε μπροστά στις εικόνες της εκκλησιάς κατ' απαίτηση των τούρκων, οι οποίοι έφτυναν μπροστά μας, πάνω στις εικόνες και άναβαν τα τσιγάρα τους από τα καντήλια".

Στ' αυτιά των κατοίκων φθάνουν παράλληλα οι εκρήξεις και οι πυροβολισμοί συγκρούσεων που διεξάγονται στη δυτική περιοχή του χωριού μεταξύ των υπερασπιστών της ορεινής περιοχής και εκείνων του Αγίου Ιλαρίωνος.

Οι απώλειες της Εθνικής Φρουράς είναι μεγάλες αλλά οι Εθνφρουροί δεν εγκαταλείπουν προς το παρόν τις θεσεις τους.

Στις 26 Ιουλίου τα άρματα εμφανίζονται από την περιοχή του χωριού Κάρμι. Οι τούρκοι ετοιμάζονται να επιτεθούν εναντίον των υψωμάτων της Εθνικής Φρουράς από τον Αγιο Ιλαρίωνα και το Κάρμι.

Ενας λοχαγός του 231 Τ.Π. υπεύθυνος για μια σειρά φυλακίων εκφράζει τους φόβους του σε ένα στρατιώτη του:

- Οι τούρκοι έχουν ήδη καταλάβει τον Σύσκληπο, τουλάχιστον αυτά αναφέρουν οι πρώτες πληροφορίες και τον Αγιο Ερμόλαο και η μόνη διέξοδος μας είναι η Λάπηθος. Θα αγωνισθούμε όμως να κρατήσουμε τα υψώματα μας. Οσο έχω εσάς εκεί δεν ανησυχώ.

Το βράδυ όμως ο λόχος διατάσσεται να οπισθοχωρήσει προ του κινδύνου να περικυκλωθεί και να σκοτωθούν όλοι οι υπερασπιστές της "Αετοφωλιάς" ψηλά στον Πενταδάκτυλο, μια και δεν υπάρχει τρόπος ενίσχυσης τους. Ο Λόχος επιστρέφει στη Βασίλεια. Η "Αετοφωλιά" εγκαταλείπεται. Και οι τούρκοι την καταλαμβάνουν αμαχητί και σε περίοδο κατάπαυσης του πυρός.

Από την "Αετοφωλιά" οι τούρκοι μπορούν πλέον να ελέγχουν ολόκληρη τη θαλάσσια περιοχή και να παρακολουθούν κάθε κίνηση που γίνεται κάτω όπου βρίσκονται ακόμα μερικές δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς και δυτικότερα της ΕΛΔΥΚ.

Ακόμα ένα βήμα προς τα εμπρός έχουν σημειώσει οι τούρκοι ενώ παράλληλα εντείνουν τις προσπάθειες τους για την εκκαθάριση των χωριών Τριμίθι και Κάρμι.

Στο διάστημα αυτό εισβάλλουν καθημερινά στα δυο χωριά και αφού συγκεντρώνουν τους κατοίκους στην πλατεία του χωριού μπαίνουν ανενόχλητοι στα σπίτια τους και τα λεηλατούν.

Σε μια από αυτές τις "επιχειρήσεις" τους οι τούρκοι εμφανίζονται πολύ επιθετικοί. Αυτό γίνεται στις 29 Ιουλίου 1974. Οι τούρκοι συγκεντρώνουν και πάλι τους κατοίκους στην πλατεία και διαχωρίζουν 30 νέους. Τους δένουν τα μάτια και τα χέρια και τους τοποθετούν στη γραμμή και το εκτελεστικό απόσπασμα ετοιμάζεται. Ακολουθεί πανδαιμόνιο. Ποιος ακούει όμως τις διαμαρτυρίες και τα κλάμα των γυναικοπαίδων;

Στην παράταξη είναι και ο Ρογήρος Σιηπιλλής, από τον Αγρό ο οποίος έχει καταφύγει εδώ με την οικογένεια του από την παράλια περιοχή ζητώντας προστασία μετά την έναρξη της εισβολής. Οι τούρκοι συμπεριφέρονται λες και βιάζονται. Και ξαφνικά τα σχέδια τους ματαιώνονται γιατί καταφθάνει στην περιοχή μια περίπολος της ΟΥΝΦΙΚΥΠ.

- Λάκκυ μεν (τυχεροί άνθρωποι) αναφέρει ο αξιωματικός της περιπόλου ο οποίος είχε φαίνεται δει και άλλες περιπτώσεις εκτέλεσης ελληνοκυπρίων.

Τελικά οι ειρηνευτές κατορθώνουν να ματαιώσουν την εκτέλεση των 30 ελληνοκυπρίων. Οι τούρκοι όμως ξεχωρίζουν με την απομάκρυνση των Οηέδων μια άλλη ομάδα και τους μεταφέρουν έξω από το χωριό. Αλλά ούτε και αυτούς τους εκτελούν τελικά. Κρατούν μόνο ένα, τον Ξάθο Ευριπίδη Τσιττή, γιο του δολοφονηθέντος Ευριπίδη Τσιττή.

Οι τούρκοι αναγκάζουν το νεαρό να τους δείξει το σπίτι του Λάμπρου Λαμπρίδη, από τον Αγιο Γεώργιο Κερύνειας. Το σπίτι βρίσκεται κοντά στην πάροδο του κυρίου δρόμου Λευκωσίας- Κερύνειας (μέσω Μύρτου) που οδηγεί στο Τριμίθι. Εχουν πληροφορίες ότι εδώ κρύβονται εθνοφρουροί και αφού ανεβάζουν τον Τσιττή στο αυτοκίνητο τους τον υποχρεώνουν να τους δείξει το σπίτι του Λαμπρίδη.

Οι πληροφορίες των τούρκων είναι ακριβείς. Στο σπίτι του Λάμπρου Λαμπρίδη βρίσκονται αρκετοί εθνοφρουροί, τους οποίους τροφοδοτεί με τρόφιμα. Οι στρατιώτες έχουν καταφύγει μετά την προέλαση των τούρκων μαζί με τον γιο της οικογένειας Ανδρέα και περνούν δραματικές πραγματικά στιγμές μια και κάθε διέξοδος τους από το σπίτι προς τις ελεύθερες περιοχές, έχει αποκλεισθεί με την προέλαση των τούρκων. Βρίσκονται στο σπίτι αυτό από τις 23 Ιουλίου λίγο μετά την προέλαση των τούρκων προς την Κερύνεια. Και όπως οι τούρκοι έχουν αρχίσει εκκαθαρίσεις στην περιοχή διερωτώνται με πιο τρόπο θα φύγουν.

Από τη δύσκολη θέση τους βγάζει ένα αυτοκίνητο του ΟΗΕ που περνά από τον κύριο δρόμο το πρωί της 29ης Ιουλίου. Το αυτοκίνητο κατευθύμεται προς το Τριμίθι. Οι στρατιώτες πλησιάζουν τον δρόμο καλυμμένοι μέσα στα δέντρα με σκοπό να παραδοθούν σ'αυτούς. Η αγωνία τους έχει φθάσει στο κατακόρυφο. Ελπίζουν πως θα τα καταφέρουν. Οι φήμες για δολοφονίες, και σφαγές είχαν φθάσει μέχρι κοντά τους κι' έτσι όλοι τρομοκρατημένοι, εναποθέτουν τις τελευταίες τους ελπίδες στους άνδρες της ΟΥΝΦΙΚΥΠ.

Η τύχη όμως δεν φαίνεται να τους ευνοεί μέχρι το τέλος. Γιατί ενώ βλέπουν το αυτοκίνητο τον Οηέδων να τους πλησιάζει ξαφνικά εμφανίζεται πολύ κοντά τους ένα τζιπ με τούρκους στρατιώτες, οι οποίοι μόλις αντιλαμβάνονται τους εθνοφρουρούς αρχίζουν να βάλλουν εναντίον τους.

Από τις σφαίρες τραυματίζεται ένας από αυτούς τον οποίο, ωστόσο δεν ξαναβλέπουν. Αλλοι δυο συλλαμβάνονται αιχμάλωτοι, ενώ άλλοι τρεις κατορθώνουν να διαφύγουν την σύλληψη τους.

Δεν απομακρύνονται όμως για πολύ γιατί δεν γνωρίζουν προς τα πού να κινηθούν. Ετσι προτιμούν να μείνουν με το ζεύγος Λαμπρίδη. Εχουν φορέσει πολιτικά ρούχα τώρα και δεν ξεχωρίζουν από τους άλλους. Μεταξύ των τριών είναι και ο γιος του ζεύγους Λαμπρίδη, Ανδρέας.

Στο σπίτι βρίσκονται εκτός από το ζεύγος Λαμπρίδη τα άλλα τρία τους παιδιά και η Παρασκευού Νικολάου, μια γειτόνισσα τους με τα δυο της παιδιά.

Ολοι περιμένουν με αγωνία την επόμενη κίνηση των τούρκων, η οποία δεν αργεί πολύ να εκδηλωθεί. Αργά το απόγευμα της ίδιας ημέρας βλέπουν το τουρκικό λάντροβερ με τον Ξάνθο Ευριπίδη Τσιττή και τον άλλο στρατιώτη που είχε συλληφθεί προηγουμένως από την τουρκική περίπολο. Πλησιάζουν όλο και περισσότερο προς το σπίτι του βάλλοντας με τα αυτόματα τους και τα γυναικόπαιδα μαζί με τους στρατιώτες πέφτουν στο δάπεδο του σπιτιού τους ζεύγους Λαμπρίδη.

Οι τούρκοι δεν συναντούν καμιά αντίσταση μια και οι Εθνοφρουροί έχουν κρύψει τα όπλα τους γνωρίζοντας ότι κάθε αντίσταση είναι μάταια. Ενας τούρκος στρατιώτης ορμά μέσα στο σπίτι πυροβολώντας και καλώντας όλους να υψώσουν τα χέρια τους.

Οι τρεις στρατιώτες που αναζητούν οι τούρκοι παραδίδονται. Τους δένουν τα μάτια και τα χέρια και αφού τους ερευνούν τους σέρνουν έξω από το σπίτι και τους μεταφέρουν στο αυτοκίνητο τους.

Η Αθηνά Λαμπρίδου επεμβαίνει με δάκρυα στα μάτια και παρακαλεί μάταια ένα τουρκοκύπριο:

- Ο γιος μου σπούδασε και ήρθε να μας δει και θα πάει πίσω...

- Μεν φοάσαι. Πόψε εν θάρτει, αλλά αύριον το πρωί εν νάρτει, της απαντά ο τουρκοκύπριος.

Από τότε όμως δεν γύριζε ούτε αυτούς ούτε οι σύντροφροί του.

Οι τούρκοι αφήνουν στο σημείο τον Ξάνθο Ευριπίδη Τσιττή ο οποίος επιστρέφει στο Τριμίθι με τα πόδια.

Στο χωριό τα μαρτύρια των κατοίκων δεν λέγουν να τελειώσουν.

Το ίδιο και στο διπλανό χωριό Κάρμι. Ετσι το βράδυ της 29ης Ιουλίου οι κάτοικοι των δυο χωριών τοποθετούνται και πάλι στα λεωφορεία και μεταφέρονται στην Αγύρτα. Μια νέα περιπέτεια αρχίζει...

Στην Αγύρτα το θέαμα είναι τρομερό. Εκατόν πενήντα άνδρες ημίγυμνοι, κάθονται ο ένας δίπλα στον άλλο, χωρίς να μιλούν. Κάπου, κάπου ένας τούρκος φρουρός τους κτυπά με το υποκόπανο του όπλου του σε όποιο μέρος του σώματος τους διαλέξει και οι τρομαγμένες φωνές τους προκαλούν πανικό. Είναι όλοι εξαντλημένοι από την πείνα και τις ταλαιπωρίες. Και οι τούρκοι συνεχίζουν να τους κτυπούν αδιάκριτα.

Οι γυναίκες μεταφέρονται αργότερα πίσω στο χωριό. Οι άντρες όμως παραμένουν εκεί για να υποστούν νέα μαρτύρια.

Ενας αιχμάλωτος στην Αγύρτα από το Τριμίθι αφηγήθηκε:

"Το απόγευμα μας έδωσαν ένα κομμάτι ψωμί και λίγο χαλλούμι. Το ψωμί ήταν μουχλιασμένο. Μετά μας έβαλαν σε μια μάντρα και οι τούρκοι μας κτυπούσαν με τα υποκόπανα των όπλων τους και τις αρβύλες τους".

Τα πιο φρικτά όμως, βασανιστήρια τα περνά ο Παπαγιάννης, ιερέας του Τριμιθιού. Ενας τούρκος του αφαιρεί τις τρίχες του γενιού του μια, μια και τον κτυπά με το όπλο του στο κεφάλι. Το αίμα τρέχει ποτάμι.

Τα βάσανα του γέροντα όμως δεν λένε να τελειώσουν. Ενας άλλος τούρκος στρατιώτης τον αναγκάζει με την απειλή του όπλου του να βγάλει τα παπούτσια του και να περπατά μεσα στα αγκάθια και το πέτρινο έδαφος. Τα πόδια του αιματώνονται και σέρνεται στο έδαφος, παρά να περπατά. Πίσω του όμως ο τούρκος στρατιώτης τον καταδιώκει, τον σπρώχνει και τον σκουντά, κτυπώντας τον συνεχώς με το υποκόπανο του όπλου του.

Το μαρτύριο αυτό διαρκεί για πολλές ώρες. Στο τέλος ο ιερέας σωριάζεται δίπλα στους άλλους συγχωριανούς του, κατάκοπος και ιδρωμένος, ανίκανος να κινηθεί. Οχι όμως για πολύ. Γιατί σε λίγο όλοι τοποθετούνται και πάλι στα λεωφορεία και μεταφέρονται πίσω στο χωριό τους.

Ενώ τα λεωφορεία κατευθύνονται στο Τριμίθι με τους κατοίκους, ο κοινοτάχης Καμηλάρης περνά το δικό του δράμα. Οι τούρκοι τον έχουν υποχρεώσει να μεταβεί στο τουρκικό χωριό Τέμπλος, δίπλα από το Τριμίθι, όπου έχουν στήσει ένα πρόχειρο αρχηγείο. Ενας τουρκοκύπριος από το Καζάφανι, στενός φίλος του, τον διαβεβαιώνει:

- Μεν φοάσαι μουκτάρης, δεν θα πάθεις ούτε εσύ ούτε οι άλλοι τίποτε. Εμείς εν άλλους που θέλουμε.

Και ο τουρκος φρουρός τον οδηγεί σε μια χαράδρα κοντά στο αρχηγείο, όπου βλέπει 25 πρόσωπα άγνωστα του. Τα χέρια τους είναι δεμένα πισθάγκωνα με σύρμα. Ο κοινοτάρχης δεν γνωρίζει κανένα.

Ο Καμηλάρης προσπαθεί να συνδυάσει αυτά που του λέγει ο τούρκος φορυρός μαζί με ό,τι του είχε πει πριν από λίγες μητέρες ένας τούρκος αξιωματικός κοντά στο σταθμό βενζίνης του Δημήτρη Κωνσταντίνου, σχετικά με τους κρατούμενους του. Εκείνη τη νύκτα ο Καμηλάρης είχε μεταφερθεί στο σταθμό βεζίνης από τους τούρκους προφανώς για να πάρει οδηγίες από ενα αξιωματικό. Και εκεί ο αξιωματικός του είχε αναφέρει:

- Να πεις σους χωρκανούς σου να μεν φοβούνται, τζιαι θα τους πάρουμε σε ασφαλισμένο τόπο. Εμείς γυρεύκουμε τους Καλαμαράδες τζιαι τον στρατό.

Ετσι ο Καμηλάρης συνδυάζοντας τα δυο γεγονότα υπολογίζει ότι αυτοί που είναι δεμένοι εδώ πισθάγκωνα πρέπει να είναι είτε στρατιώτες, είτε αξιωματικοί από την Ελλάδα. Δεν μπορεί όμως να κάμει τίποτα γι' αυτούς, ενώ οι ανησυχίες του αρχίζουν να μεγαλώνουν για τον εαυτό του.

Στο τέλος όμως τον μεταφέρουν στο ύψωμα "Κούτσουλλος" όπου οι τούρκοι έχουν ανορύξει ένα μικρό όρυγμα που μοιάζει με τάφο. Τον διατάζουν να ξαπλώσει μέσα σ' αυτό.

Τρέμοντας ακολουθεί τις οδηγίες τους. Και όταν πέφτει μέσα στον "τάφο" περιμένει από στιγμή με στιγμή να ακούσει πυροβολισμούς. Τίποτε. Οι τούρκοι φέυγουν και κανένας δεν ενδιαφέρεται πλέον γι' αυτόν μέχρι το πρωί όταν ένας φρουρός τον οδηγεί και πάλι στον υπεύθυνο του.

Ενα αυτοκίνητο τον μεταφέρει αργότερα στο Τριμίθι όπου τον διατάζουν να καλέσει τους συγχωριανούς του και και πάλι να συγκεντρωθούν στην πλατεία του χωριού. Νέα περιπέτεια αρχίζει. Οι κάτοικοι δεν κάθονται σε χλωρό κλαρί.

Τώρα οι τούρκοι ακολουθούν νέα τακτική. Ξεχωρίζουν τους άντρες, τους δένουν τα χέρια και τους αναγκάζουν να ανέβουν και πάλι στα αυτοκίνητα τους. Τους έχει γίνει συνήθεια αυτό το πράγμα. Αυτή τη φορά δεν γλυτώνει ούτε και ο κοινοτάρχης. Το αυτοκίνητο τους μεταφέρει για τρίτη φορά στην Αγύρτα, όπου βρίσκονται και άλλοι αιχμάλωτοι μεταξύ των οποίων και οι κάτοικοι του Καρμίου. Σε λίγο φθάνουν άλλα φορτηγά και λεωφορεία που ξεκινούν για το Νησί των Εχιδνών, στο "Πέντε Μίλι" και τους στέλλουν όλους, όπως τους λένε στην Τουρκία και στην αιχμαλωσία για να ...βρουν τον Σαμψών...

Με τη μεταφορά των ανδρών από τα δυο χωριά στις τουρκικές φυλακές στα χωριά Τριμίθι και Κάρμι παραμένουν μόνο τα γυναικόπαιδα. Ομως θέλουν την πλήρη τουρκοποίηση της περιοχής και τα γυναικόπαιδα πρέπει να φύγουν.

Ετσι στις 2 Αυγούστου οι Τούρκοι συγκεντρώνουν τις γυναίκες και τα παιδιά των δυο χωριών πάλι στις πλατείες.

Οι τούρκοι τους πληροφορούν ότι θα τους μεταφέρουν κάπου, σε πιο ασφαλισμένο μέρος, για λίγο χρονικό διάστημα και γι' αυτό δεν χειάζεται να πάρουν τα πράγματα τους μια και θα επιστρέψουν.

Οι τούρκοι φροντίζουν να μη πάρουν τίποτα μαζί τους στα λεωφορεία, τα οποία συμεχίζουν την πορεία τους και οι γυναίκες διαπιστώνουν ότι κατευθύνονται προς τη Λευκωσία. Τα λεωφορεία φθάνουν στην "Πράσινη Γραμμή" στην πρωτεύουσα. Σαν σταματούν ο τούρκος φρουρός τις καλεί να προχωρήσουν και να εισέλθουν στην ελληνική συνοικία της Λευκωσίας.

Ετσι με τους άντρες των δυο χωριών στις τουρκικές φυλακές και τα γυναικόπαιδα στις ελεύθερες περιοχές, το Κάρμι και το Τριμίθι εκκενώνονται. Ολόκληρη πλέον η περιοχή από την Κερύνεια μέχρι τα κράσπεδα του Καραβά βρίσκεται υπό τον απόλυτο έλεγχο τους.

Οι λίγοι εγκλωβισμένοι στην Κερύνεια, τον Αγιο Γεώργιο και αλλού δεν μπορούν να κάμουν τίποτε. Η παρουσία της τουρκικής μπότας καταδυναστεύει τους πάντες ενώ ο τουρκικός στρατός προχωρεί σιγά, σιγά, παρά την κατάπαυση του πυρός για να καταλάβει και άλλα κυπριακά εδάφη με την ανοχή του πολιτισμένου κόσμου, και παρά την ύπαρξη συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός.