Πρώτη Ηλεκτρονική Ιστορία της Κύπρου

image

Δωρεάν προσφορά σε ερευνητές, μελετητές, φοιτητές, μαθητές και δημοσιογράφους.

Από την Κύπρο στην αρχαιότητα, μέχρι την Κύπρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αγγλοκρατία, η ΕΟΚΑ, το πραξικόπημα, το σχέδιο Ανάν, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αρχείο Παναγιώτη Παπαδημήτρη

papademetris-pΜοναδικό αρχείο στο οποίο μπορείτε να προστρέξετε και να αναζητήσετε εύκολα και γρήγορα αυτό που θέλετε για μια περίοδο 8.000 ετών για την Ιστορία της Κύπρου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

20.7.1974: Πέντε άμαχοι δολοφονούνται από τους τούρκους στην περιοχή των χωριών Φτέρυχα και Ελιά δυτικά της Κερύνειας.

S-2167

20.7.1974: ΠΕΝΤΕ ΑΜΑΧΟΙ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΩΝ ΧΩΡΙΩΝ ΦΤΕΡΥΧΑ ΚΑΙ ΕΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΚΕΡΥΝΕΙΑΣ. ΣΚΛΗΡΕΣ ΜΑΧΕΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΡΚΩΝ ΕΙΣΒΟΛΕΩΝ ΚΑΙ ΕΘΝΟΦΡΟΥΡΩΝ ΣΤΟ "ΠΙΚΡΟ ΝΕΡΟ" ΕΝΩ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΥΠΡΙΟΙ ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΙ ΣΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΤΗΣ ΕΙΣΒΟΛΗΣ, ΣΤΟ "ΠΕΝΤΕ ΜΙΛΙ", ΖΗΤΟΥΝ ΑΔΕΙΑ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΓΙΑ ΝΑ ΠΕΡΙΘΑΛΨΟΥΝ ΤΟΥΡΚΟΥΣ ΤΡΑΥΜΑΤΙΕΣ ΚΑΤΑ ΤΙΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ...

Νοτιότερα από το χωριό Ελιά, στους πρόποδες του Πενταδακτύλου και του Φρουρίου του Αγίου Ιλαρίωνα που κατέχουν οι Τούρκοι στις 20 Ιουλίου 1974 το πρωί, μια ομάδα από έντεκα άτομα προσπαθεί να αποφύγει τους βομβαρδισμούς και τη σύλληψη της από τους Τούρκους στρατιώτες που προελαύνουν συνεχώς προς τα ενδότερα της κυπριακής γης, επεκτείνοντας τον κλοιό ασφάλειας γύρω από το μικρό πογεφύρωμα τους, το οποίο δημιούργησαν ήδη στο "Πέντε Μίλι" (δέκα περίπου χιλιόμετρα ανατολικά της Κερύνειας) όπου αποβιβάστηκαν λίγες ώρες προηγουμένως.

Την ομάδα αποτελούν ο Κώστας Καζάκος, η σύζυγος του Δέσποινα, οι πέντε τους κόρες και ο γιος τους Δημήτρης και ο Χαράλαμπος Καουλλής με τη σύζυγο και το γιό του.

Ο Κώστας Καζάκος, ιδιοκτήτης του παραλιακού κέντρου "Πλατάνια", που απέχει μερικές εκατοντάδες μέτρα από το "Πέντε Μίλι", είχε και το σπίτι του κοντά στο κέντρο. Δίπλα του μένει ο γείτοντας του Χαράλαμπος Καουλλής.

Ο Καουλλής περνά μια ήσυχη ζωή σε ένα παραλιακό σπίτι. Είναι ιδιοκτήτης ταξί και με το αυτοκίνητο του εξυπηρετεί τους κατοίκους της γύρω περιοχής. Δεν είναι απαιτητικός. Τον αρκεί ένα μικρό μεροκάματο για να ζει με την οικογένειά του.

Με την έναρξη της εισβολής ο Καουλλής τρέχει μαζί με τη σύζυγο και το γιό του στο γεφύρι του ξεροπόταμου που περνά δίπλα από το κέντρο "Πλατάνια" του Κοζάκου.

Βρίσκει καταφύγιο για λίγο. Εκεί συναντά και μερικούς τρομοκρατημένους στρατιώτες. Τους ρωτά τι συμβαίνει και αυτοί τον συμβουλεύουν να μετακινηθεί προς την ορεινή περιοχή.

Τρέχει στο σπίτι του για να πάρει το αυτοκίνητο του. Τα αεροπλάνα πηγαινοέρχονται και βομβαρδίζουν κι' έτσι προτιμά να κινηθεί πεζός μέχρι το χωριό Φτέρυχα, τα οποία απέχουν γύρω στα τρία χιλιόμετρα πιο πάνω στην ορεινή περιοχή.

Η σύζυγος του σπεύδει στη γειτόνισσα της, την Δέσπουνα Κοζάκου και τον άνδρα της και τα παιδιά τους, και τους προτρέπει να πάνε όλοι παρέα. Ενα αεροπλάνο όμως ρίχνει μια βόμβα και τραυματίζει τη Δέσποινα στο χέρι.

Ετσι όλοι προχωρούν στον ποταμό και συναντούν τον Σωτήρη Γιουτανή από τον Καραβά και τον Μίκη Κακαόνα από τον Καραβά. Εχουν κι' αυτοί ζητήσει καταφύγιο στον ποταμό.

Η παρέα του Καουλλή και του Κοζάκου αποφασίζει να προχωρήσει. Και κινούνται μέσα στα δένδρα πεζοί με κατεύθυνση τα Φτέρυχα.

Στο δρόμο τους συναντούν τον Πανίκο Τσέντα, τον Γρηγόρη Λούτσιο από τον Παλιόσοφο και τον Σταύρο Μενελάου από τον Καραβά. Πηγαίνουν όλοι για να καταταγούν στην Κερύνεια, όταν ξαφνικά βάλλουν εναντίον τους σεροπλάνα κι' έτσι ζητούν κάλυψη κάτω από τα δένδρα.

Οι δυο οικογένειες συνεχίζουν την πορεία τους προς τα Φτέρυχα και στον μισό δρόμο περίπου συναντούν και τον Χρίστο Δράκο, από τον Αγιο Γεώργιο της Κερύνειας. Μαζί του είναι η σύζυγος του Μαρίτσα και τα δυο παδιά τους, Γιώργος 17 χρόνων και Νίκος 14.

Εχουν και αυτοί εγκαταλείψει το χωριό τους λίγο μετά την εμφάνιση των αεροπλάνων και επειδή από την περιοχή της Κερύνειας ακούγονται συνεχώς βομβαρδισμοί προτιμούν να κινηθούν προς τα Φτέρυχα, με το αυτοκίνητο τους.

Στο δρόμο τους εντοπίζουν τα αεροπλάνα και ο Χρίστος Δράκος αφήνει κάτω από ένα δένδρο το αυτοκίνητο του και συνεχίζουν πεζοί προς το χωριό.

Ετσι προχωρώντας συναντώνται με την ομάδα των Καουλλή και Κοζάκου, οι οποίοι ακολουθούν το ίδιο δρομολόγιο.

Τα δυο παιδιά του Δράκου φαίνονται τρομοκρατημένα.

- Θα μας σκοτώσουν, θα μας σκοτώσουν, φωνάζει ο Νίκος και όλο σφίγγεται κοντά στον πατέρα του.

Ο Δημήτρης Κοζάκος τρέχει κοντά του και χαϊδέυοντας τον του λέγει:

- Μή φοβάσαι χρυσέ μου, οι Τούρκοι δεν σκοτώνουν παιδιά.

Ο μικρός συνεχίζει, όμως το κλάμα του, λες και κάτι προαισθάνεται.

Κοντά στην τοποθεσία "Αρκομολώσιη" Ο Καουλλής ανήσυχος εγκαταλείπει την παρέα και ανεβαίνει σε ένα ύψωμα για να δει τι γίνεται γύρω και να ειδοποιήσει τους άλλους. Και από μακρυά βλέπει σε όλη την περιοχή στρατιώτες να κινούνται.

Φωνάζει και στο Δημήτρη Κοζάκο:

- Είναι Τούρκοι.

Κοιτάζουν καλύτερα και βεβαιώνονται. Ο Δημήτρης του λέγει:

- Θείε Καουλλή, εγώ πρέπει να πάω να καταταγώ στη μονάδα μου. Εσείς συνεχίστε το δρόμο σας προς τα Φτέρυχα.

Ετσι ο Δημήτρης Κοζάκος κατευθύνεται προς το Τριμίθι για να βρει τη μονάδα του. Είναι βέβαιος ότι όλοι γνωρίζουν το δρόμο προς τα Φτέρυχα. Τον είχαν διανύσει χιλιάδες φορές προηγουμένως. Και επιταχύνει το βήμα του. Τον ακολουθούν οι άλλοι με πιο σιγανό βηματισμό.

Στο δρόμο συναντούν και τον Θρασύβουλο Κωνσταντίνου Αυγουστή με τα δυο του παιδιά και τον Χατζημιλή Χατζηχριστοφή με την οικογένειά του. Ο Καουλλής και οι άλλοι προπορέυονται. Ακολουθούν οι οικογένειες του Χρίστου Δράκου και του Κοζάκου. Εχουν συναντήσει ένα πηγάδι με νερό και διψασμένοι όπως είναι, σταματούν για να δροσισσθούν λιγάκι.

Ενώ βρίσκονται στο σημείο αυτό τους περικυκλώνουν Τούρκοι στρατιώτες. Κοντά στο Δράκο βρίσκεται ο γιός του ο Γιώργος και κοντά στη σύζυγό του, μαζί με το ζεύγος Κοζάκου λίγο πιο πέρα, είναι ο άλλος του γιος, ο Νίκος. Οι Τούρκοι τους φωνάζουν να υψώσουν τα χέρια τους.

Ακολουθούν τις διαταγές. Ενας Τούρκος στρατιώτης πλησιάζει τον Δράκο και τον κτυπά με το υποκόπανο του όπλου του στο πρόσωπο, χωρίς κανένα λόγο. Και ενώ ο Δράκος μισοζαλισμένος από το κτύπημα πέφτει στο έδαφος, οι άλλοι στρατιώτες αρχίζουν καταιγιστικά πυρά εναντίον τους.

Ο Γιώργος πέφτει πάνω του τραυματισμένος. Το αίμα του παιδιού του τρέμει ποτάμι στα χέρια του πατέρα του, ο οποίος είναι πεσμένος στο έδαφος. Ο τραγικός πατέρας αγκαλιάζει τον Γιώργο. Τον σκεπάζει με τα χέρια του, για να αποφύγει τις σφαίρες που συνεχίζουν να σφυρίζουν γύρω τους. Μάταιος κόπος. Ο μικρός κάτι θέλει να πει και ξεψυχά μέσα στα χέρια του...

Εξαλλος ο Δράκος κοιτάζει προς την κατεύθυνση της συζύγου του και του άλλου του γιου, του Νίκου. Ομως και εκεί οι σφαίρες έχουν συμπληρώσει την τραγωδία και καταστρέφουν ό,τι έχει δημιουργήσει ο Δράκος τόσα χρόνια. Είναι και αυτοί νεκροί διάτρητοι από σφαίρες.

Αλαφιασμένος κάνει μια προσπάθεια να σηκωθεί. Και ακούει κάποιον να σφυρά με μια σφυρίκτρα. Αίματωμένος και ανίκανος νσ σταθεί στα πόδια του από το σοκ, πέφτει στο έδαφος όταν αντικρύζει την τραγική πραγματικότητα. Λιποθυμά. Ενας Τούρκος αξιωματικός τον πλησιάζει. Και μέσα στη λιποθυμία του τον ακούει να βρίζει τους άνδρες του γι' αυτό που έκαμαν. Κάποτε τελειώνει μαζί τους και πλησιάζει τον Δράκο. Βγάζει το παγούρι του και με το μαντήλι του, του ξεπλένει το πρόσωπο και τα αίματα του παιδιού του.

Ο Δράκος βρίσκει κάπως τις αισθήσεις του. Ανασηκώνεται για λίγο και τρέχει κοντά στη γυναίκα του και το άλλο του παιδί. Είναι και αυτοι νεκροί. Φιλά μια τη γυναίκα του και μια τον γιο του και κλαίει απαρηγόρητα. Ο,τι αγωνίστηκε τόσα χρόνια να δημιουργήσει έχει διαλυθεί μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτων, με το πάτημα της σκανδάλης των όπλων των τούρκων στρατιωτών.

Η μόνη η οποία είναι ζωντανή ακόμη είναι η γριά Δέσποινα Κοζάκου. Είναι όμως σοβαρά τραυματισμένη. Δίπλα της βρίσκεται νεκρός και ο σύζυγος της, Κώστας Κοζάκος. Οι σφαίρες των Τούρκων του πήραν κι' αυτού τη ζωή.

Ο Δράκος πλησιάζει τη γριά. Μέσα σε λιγμούς και με κόπο αυτή του λέγει:

- Τι να την κάμω τέτοια ζωή, αφού σκότωσαν τον άνδρα μου;

Αυτά είναι και τα τελευταία της λόγια. Ο Τούρκος στρατιωτικός απομακρύνει το Δράκο και διατάζει ένα στρατιώτη να εκτελέσει την τελευταία επιθυμία της γριάς... Της δίνει τη χαριστική βολή.

Ο Τούρκος αξιωματικός παίρνει στη συνέχεια τον Δράκο και να τον μεταφέρει στα Φτέρυχα σε μια προσπάθεια του να τον προστατεύσει από τους ίδιους τους άνδρες του. Πίσω τους αφήνουν νεκρούς τους δυο γέροντες και τα δυο παιδιά και τη σύζυγο του Δράκου.

Στο μεταξύ ο Καουλλής και οι άλλοι μόλις άκουσαν τους πυροβολισμούς επιτάχυναν το βήμα τους και έφθασαν στην αποθήκη του Μιχαλάκη Φελλά. Πίσω τους ακούν συνεχώς τις φωνές των Τούρκων στρατιωτών και κινούνται προς το σπίτι του Νικόλα Πράτσου. Και εκεί τους βρίσκουν σε λίγο οι Τούρκοι. Καθώς ο Καουλλής κινείται προς το μέρος του σπιτιού για να βρει λίγο νερό να δροσισθεί ένας Τούρκος στρατιώτης πετάγεται μπροστά του και του φωνάζει:

- Μπράκ πε (σταμάτα).

Γνώριζε τούρκικα ο Καουλλής. Σταμάτησε. Ο Τούρκος κατέβασε το όπλο του.

- Είσαι Τούρκος;

- Οχι, Ελληνας. Αλλά είμαστε φίλοι με τους Τούρκους Συνεργαζόμαστε με αυτούς.

- Το σπίτι αυτό είναι τούρκικο;

- Οχι, Ελληνικό, αλλά είναι όλοι φίλοι με τους Τούρκους.

Τα λόγια του Καουλή άρεσαν στον Τούρκο στρατιώτη. Στην άλλη πλευρά του σπιτιού βρίσκονται και οι άλλοι που έφθασαν μαζί του. Ο Καουλλής αρχίζει να ανησυχεί όμως γι' αυτούς. Κανένας δεν γνωρίζει τούρκικα για να εξηγηθεί με τους άλλους στρατιώτες που τους ακούει να φωνάζουν. Ισως χρειασθούν τη βοήθεια του. Οι πυροβολισμοί που άκουσε λίγο προηγουμένως τον ανησύχησαν γιατί ο Δράκος και ο Κοζάκος με τις οικογένειες τους, δεν φάνηκαν ακόμα.

- Εφέντημ, να πάω να φωνάξω και τους άλλους, λέγει στον Τούρκο στρατιώτη.

Ο στρατιώτης εγκρίνει την πρόταση του. Τον συνοδεύει μέχρι την άλλη πλευρά του σπιτιού, συγκεντρώνονται όλοι και τους μεταφέρουν στο σπίτι κάποιας αγγλίδας που βρίσκεται λίγο πιο κάτω.

Ο Τούρκος αξιωματικός που είναι υπεύθυνος της ομάδας, η οποία ίσως έκαμνε αναγνώριση και έχει ξεφύγει από το υπόλοιπο τμήμα, για να εντοπίσει τυχόν δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς στην περιοχή λέγει στον Καουλλή:

- Πες στους άλλους να μείνουν μέσα στο σπίτι. Να μη κάνουν μόνο φασαρία και να μη φοβούνται.

Ακολουθούν τις διαταγές του. Δεν έχουν εξάλλου άλλη επιλογή. Ενώ όμως προσπαθούν να βολευτούν μέσα στο σπίτι, μερικοί άλλοι Τούρκοι στρατιώτες και ένας άλλος αξιωματικός μεταφέρουν εκεί τον Χρίστο Δράκο. Ενώ ο Δράκος προσπαθεί να τους αφηγηθεί μέσα σε λιγμούς τι συνέβη στον ίδιο, στην οικογένεια του και στους δυο γέροντες, λιποθυμά.

Το πλήγμα που δέχθηκε λίγα λεπτά προηγουμένως ήταν πολύ βαρύ για να το αντέξει. Ο Τούρκος αξιωματικός, ο οποίος τον συνοδεύει μόλις αντιλαμβάνεται να χάνει τις αισθήσεις του, τρέχει και τον αγκαλιάζει για να μη κτυπήσει στο έδαφος. Κοιτάζει τον Δράκο που ζει το δράμα του και τους άλλους Ελληνες που τον κοιτάζουν εχθρικά. Δεν αντέχει το βλέμμα τους. Σκύβει το κεφάλι από ντροπή. Είχε βέβαια, σώσει τη ζωή του Δράκου, νωρίτερα, αλλά οι άνδρες του πήραν τη ζωή άλλων πέντε Ελλήνων.

Μένουν όλοι εκεί ακίνητοι, βουβοί, χωρίς να γνωρίζουν τι να κάμουν.

Ο αξιωματικός είναι γονατισμένος πάνω από τον Δράκο και ενώ προσπαθεί να τον συνεφέρει απευθύνεται προς τον Καουλλή με λυπημένο ύφος:

- Ρώτησε τον. Εχει κανένα παράπονο από μένα; Ετρεξα αλλά δεν πρόλαβα... Και μονολογώντας πρόσθεσε:

- Είμαι στο στρατό για 14 χρόνια και τέτοιο κακό δεν έχω ξαναδεί ούτε επέτρεψα ποτέ μου να γίνει κάτι τέτοιο...

Και ο Τούρκος αξιωματικός απομακρύνεται από τον Δράκο, στρέφει αλλού το κεφάλι και ο Κακουλλής τον βλέπει να σφογγύζει ένα δάκρυ που κυλά από τα μάτια του...

Ο άλλος αξιωματικός που βρίσκεται εκεί όμως, φαίνεται να ανσησυχεί. Ετσι απευθύνεται προς τον Καουλλή:

- Υπάρχει εδώ δρόμος που οδηγεί προς το τουρκικό χωριό Τέμπλος;

- Υπάρχει, αλλά είναι πολύ παλιός δρόμος. Καλύτερα να ακολουθήσετε τον άλλο δρόμο από γύρω. Εκείνος είναι πιο βολικός.

Ετσι σε λίγο οι Τούρκοι φεύγουν από τα Φτέρυχα για να βρουν το Τέμπλος, λίγα χιλιόμετρα ανατολικότερα στους πρόποδες του Πενταδακτύλου προς την Κερύνεια, και να έλθουν σε επαφή με τους τουρκοκύπριους κατοίκους του χωριού. Η ώρα είναι μεταξύ οκτώμισυ και εννιά το πρωί της 20ης Ιουλίου.

Μόλις απομακρύνονται οι Τούρκοι ο Καουλλής συναντά δυο γνωστούς του στρατιώτες τους οποίους συμβουλεύει να απομακρυνθούν και αυτοί από την περιοχή. Είναι ο Ανδρέας Ζήσιμος από τη Λεμεσό και ο Χαράλαμπος Νικολάου από την Πάφο. Ο ίδιος παίρνει αντίθετη πορεία με τους Τούρκους και προχωρεί στον Καραβά μέσω Παλιόσοφου και στη σωτηρία.

Την ίδια στιγμή δεκάδες πολίτες συνεχίζουν αμέριμνοι να ανεβαίνουν τον ανηφορικό δρόμο πεζοί προς το χωριό Τριμίθι λίγα χιλιόμετρα ανατολικότερα κοντά στον Αγιο Γεώργιο Κερύνειας. Μεταξύ άλλων είναι και οι οικογένειες των Ρογήρου Σιηπιλλή, Δημητράκη Μητίδη και Ανδρέα Πιρκεττή.

Στα Φτέρυχα οι Τούρκοι αρχίζουν παράλληλα, τις συλλήψεις πολιτών. Ο καφετζής Γιαννής Ψωμάς, 75 χρόνων, συλλαμβάνεται μαζί με τη σύζυγό του και ένα άλλο γέροντα και οδηγούνται σε άγνωστο μέρος.

Η σύζυγος του Ψωμά δεν μπορεί να περπατήσει και οι Τούρκοι την υποχρεώνουν να καθήσει κάτω από ένα δένδρο. Ο Ψωμάς μαζί με τον άλλο ηλικιωμένο οδηγούνται λίγο πιο πέρα από το σημείο που βρίσκονται και ακούν ριπές όπλου. Από τότε η σύζυγός του Ψωμά δεν ξαναφάνηκε.

Πιο κάτω στο χωριό Ελιά, μια άλλη ομάδα από Τούρκους στρατιώτες φθάνει στο σπίτι του Γιαννή Κώστα Στρατή, κοντά στον Αγιο Νικόλαο και συλλαμβάνουν όλους τους Ελληνες που βρίσκονται εκεί και τους μεταφέρουν στο "Πέντε Μίλι". Μεταξύ αυτών είναι και ο Θόδωρος Σάββα Σιωρής που είχε καταφύγει εκεί προηγουμένως με τα δυο του παιδιά, αναζητώντας τη σύζυγο και τη πεθερά του.

Στην Ελιά οι Τούρκοι συλλαμβάνουν και τη σύζυγο και την κόρη και τον γαμβρό του Βασίλη Κατούρη, 73 χρόνων, μαζί με άλλους συγχωριανούς τους και τους οδηγούν και αυτούς προς την παραλία όπου δεκάδες Ελληνες Κύπριοι κρατούνται εκεί αιχμάλωτοι.

Ο γέροντας Βασίλης έχει ξεκόψει από τους άλλους για λίγο, γιατί πήγε στην παράγκα του για να πάρει μερικά χρήματα που είχε κρύψει μέσα στο χωράφι το πρωί, μόλις είδε τα αεροπλάνα να πολυβολούν και να βομβαρδίζουν την περιοχή.

Ο γέροντας φωνάζει στους δικούς τους που τους συνόδευαν οι Τούρκοι στρατιώτες, να τον περιμένουν κι' αυτόν. Ενας Τούρκος στρατιώτης όμως, αντί άλλης απάντησης πατά τη σκανδάλη του όπλου του, αλλά η σφαίρα δεν τον πέτυχε γιατί σχεδόν ταυτόχρονα όρμησαν πάνω στον στρατιώτη η σύζυγος του και η κόρη του και τον εμπόδισαν.

Τελικά ο γέρο-Βασίλης συνενώνεται με την οικγένεια του και οι Τούρκοι τους μεταφέρουν στην παραλία, όπου βρίσκονται και οι άλλοι αιχμάλωτοι με τον δικηγόρο Νίκο Πελίδη και... παρακολουθούν την συνεχιζόμενη απόβαση ανδρών και οπλισμού για τους εισβολείς.

Ο αριθμός των αιχμαλώτων στο Πέντε Μίλι αυξάνεται συνεχώς, ενώ οι Τούρκοι συνεχίζουν να αποβιβάζουν άνδρες και στρατιωτικό υλικό και άρματα για αρκετές ακόμα ώρες. Οταν η δεύτερη φάση της απόβασης τελειώνει, τα τρία τελευταία αποβατικά μένουν μέσα στο λιμανάκι του Πέντε Μιλιού.

Είναι 1.30 μετά το μεσημέρι.

Οι αιχμάλωτοι βλέπουν τους Τούρκους στρατιώτες που αποβιβάζονται να προχωρούν στα υπόστεγα. Κάθονται στις σκιές των δέντρων καπνίζουν από ένα δυο τσιγάρα, διορθώνουν τον οπλισμό τους και στη συνέχεια μπαίνουν στα αυτοκκίνητα τους και προχωρούν προς το εσωτερικό και χάνονται μέσα στα δένδρα.

Γύρω στις 2.30 το απόγευμα ακούγονται πυροβολισμοί και οι αιχμάλωτοι, ο αριθμός των οποίων πλησιάζει τώρα τους 100 περίπου, σχηματίζουν την εντύπωση ότι γίνεται μεγάλη μάχη κάπου στην περιοχή τους. Υπολογίζουν ότι αυτό θα πρέπει να γίνεται κοντά στο "Πικρό Νερό" και στην περιοχή του Κέντρου "Ανεμόμυλος", μερικές εκατοντάδες μέτρα από το σημείο της απόβασης.

Οι συγκρούσεις θα πρέπει να είναι πολύ άγριες γιατί σε λίγο το σημείο της απόβασης κατακλύζεται από τραυματίες. Οι Τούρκοι τους μεταφέρουν εκεί και τους αφήνουν να σφαδάζουν μέσα στους πόνους και τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού. Είναι η πρώτη στιγμή που αντιμετωπίζουν μια τέτοια αντίσταση και καταβάλλουν κάθε προσπάθεια να την αποκρούσουν.

Μεταξύ των τραυματιών που μεταφέρονται στο "Πέντε Μίλι" είναι και ένας Εθνοφρουρός. Είναι τραυματισμένος σοβαρά στο κεφάλι. Παρά τα τραύματα του ένας Τούρκος στρατιώτης του επιτίθεται, σφίγγει τα χέρια του γύρω από τον λαιμό του, λες και θέλει να τον πνίξει. Είναι μια από τις πιο άγριες σκληρές που βλέπουν οι Ελληνες αιχμάλωτοι.

Ολοι οι Ελληνες βλέπουν τη μανία του Τούρκου στρατιώτη να ξεσπά στον απροστάστευτο τραυματία Εθνοφρουρό. Το βλέμμα του Τούρκου στρέφεται κάποια στιγμή προς τους Ελληνες. Και σαν βλέπει πως τον κοιτάζουν λες και αισθάνεται ντροπή για την πράξη του, αφήνει τα χέρια του να χαλαρώσουν γύρω από τον λαιμό του νέου και τον αφήνει σιγά, σιγά να πέσει στο έδαφος...

Η μάχη στο "Πικρό Νερό" συνεχίζεται για αρκετή ώρα. Ενα βλήμα, το πρώτο που βλέπουν οι αιχμάλωτοι μέχρι τη στιγμή αυτή, πέφτει ακριβώς μέσα στο χώρο στάθμευσης του "Πέντε Μιλιού". Εκεί βρίσκεται μια ομάδα από Τούρκους στρατιώτες. Αποδεκατίζονται.

Ενα άλλο βλήμα πέφτει ακριβώς την άκρη του αποβατικού σκάφους το οποίο είναι αγκυροβολημένο στο μικρό λιμανάκι.

Ο τούρκος αξιωματικός, ο οποίος είναι υπεύθυνος για τους αιχμαλώτους πλησιάζει τον Νίκο Πελίδη και του παραπονείται.

- Είδες κατάσταση; Εμείς ήλθαμε ειρηνικά και οι στρατιώτες σας βάλλουν συνεχώς εναντίον μας.

Αντί απάντησης ο Νίκος Πελίδης τον ερωτά:

- Μπορώ να εκφράσω την άποψη μου ελεύθερα;

- Βεβαίως, τι θέλεις να πεις.

- Δεν βλέπω Ελληνες στρατιώτες στην περιοχή.

Ο Τούρκος αξιωματικός σιωπά.

Οι Τούρκοι όμως συνεχίζουν να μεταφέρουν τραυματίες στην περοχή πράγμα που σημαίνει ότι αντιμετωπίζουν πραγματική αντίσταση. Μερικοί μάλιστα στρατιώτες κάμνουν την εμφάνιση τους υποχωρώντας προς την ακτή, δηλαδή στο σημείο της απόβασης.

Ο Κώστας Παπαέλληνας, φαρμακέμπορος, που συνελήφθη από τους Τούρκους νωρίτερα στην περιοχή στο σπίτι του στην παραλία, βλέπει τους τραυματίες να σφαδάζουν από τους πόνους, χωρίς κανένας να τους προσφέρει έστω και μια υποτυπώδη περίθαλψη. Πλησιάζει τον Τούρκο αξιωματικό και προσποιούμενος τον γιατρό του λέγει:

- Είμαι γιατρός και αν μου επιτρέπετε, μπορώ να βοηθήσω τους πληγωμένους.

Ελπίζει ότι θα μπορέσει να κερδίσει περισσότερο την εμπιστοσύνη των Τούρκων προσφέροντας βοήθεια και μάλιστα περιθάλποντας τους ξεχασμένους τραυματίες. Αλλά ελπίζει ότι θα προσφέρει βοήθεια και σε μερικούς δικούς μας στρατιώτες. Από την άλλη δεν αντέχει να βλέπει τόσους ανθρώπους να αργοπεθαίνουν αβοήθητοι, έστω και αν είναι Τούρκοι που εισέβαλαν στο νησί.

Ο Τούρκος αξιωματικός αρνείται. Κάποιος άλλος όμως που ακούει τη συνομιλία και φαίνεται ανώτερος του πρώτου πλησιάζει:

- Είσαι γιατρός;

- Μάλιστα Κύριε.

- Θα μας βοηθήσεις;

- Ναι, με ό,τι μπορώ, αλλά δεν με αφήσετε να κάμω τη δουλειά μου.

- Καλά, κάμε ότι μπορείς.

- Χρειάζομαι φάρμακα, επιδέσμους.

- Δεν υπάρχουν τέτοια πράγματα.

Και ο Κώστας Παπαέλληνας αγανακτισμένος φωνάζει σε έντονο ύφος για να γίνει μάλιστα πιο πιστευτός;

- Μα επιτέλους, εσείς εδώ ήρθετε για πόλεμο ή για "πίκνικ;".

- Αύριο θα έλθει το νοσοκομειακό πλοίο για τους τραυματίες.

- Μα αυτοί μέχρι αύριο θα έχουν πεθάνει. Δεν θα βρείτε κανένα ζωντανό. Εχω σπίτι μου μερικά φάρμακα σε ένα πρόχειρο κουτί. Θα μπορούσα να πάω μέχρι εκεί για να τα φέρω για να βοηθήσουμε όσους μπορούμε.

Ο αξιωματικός δέχεται την πρόταση. Ηταν η πιο λογική πρόταση που μπορούσε να ακούσει αυτή τη στιγμή. Αντιμετωπίζουν όμως πρόβλημα πως θα πάνε. Πεζοί μόνοι τους θα ήταν πολύ δύσκολο. Κινδυνεύουν σε κάθε τους βήμα. Οι Τούρκοι οργώνουν την περιοχή και ίσως έχουν τοποθετήσει μάλιστα και ενέδρες, αφού λίγο πιο κάτω γίνονται συγκρούσεις. Τελικά μερικοί στρατιώτες τους συνοδεύουν μέχρι το σπίτι του Παπαέλληνα.

Στο σπίτι του βλέπει μιά εντελώς διαφορετική κατάσταση. Παντού νεκροί πεταγμένοι πρόχειρα, πρόχειρα και τραυματίες που σφαδάζουν μέσα στους πόνους. Από το σπίτι λείπουν όλα τα πολύτιμα πράγματα. Οι πρώτοι που μπήκαν μέσα σ' αυτό φρόντισαν να πάρουν μαζί τους ό,τι βρήκαν για ενθύμιο...

Επιστρέφουν στο χωριό όπου είναι οι άλλοι τραυματίες άπρακτοι. Η μάχη στην περιοχή "Πικρό Νερό" συνεχίζεται. Και οι αιχμάλωτοι περνούν δύσκολες στιγμές...