Πρώτη Ηλεκτρονική Ιστορία της Κύπρου

image

Δωρεάν προσφορά σε ερευνητές, μελετητές, φοιτητές, μαθητές και δημοσιογράφους.

Από την Κύπρο στην αρχαιότητα, μέχρι την Κύπρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αγγλοκρατία, η ΕΟΚΑ, το πραξικόπημα, το σχέδιο Ανάν, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αρχείο Παναγιώτη Παπαδημήτρη

papademetris-pΜοναδικό αρχείο στο οποίο μπορείτε να προστρέξετε και να αναζητήσετε εύκολα και γρήγορα αυτό που θέλετε για μια περίοδο 8.000 ετών για την Ιστορία της Κύπρου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

16.7.1974: Τέσσερις νέοι δολοφονούνται από οπλοφόρους της ΕΟΚΑ Β στην περιοχή του Αγίου Τύχωνα.

S-2096

16.7.1974: ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΝΕΟΙ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥΝΤΑΙ ΑΠΟ ΟΠΛΟΦΟΡΟΥΣ ΤΗΣ ΕΟΚΑ Β ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΥΧΩΝΑ

Στις 16 Ιουλίου 1974 τέσσερις νέοι συνελήφθησαν από πραξικοπηματίες στη διασαύρωση του χωριού Παρεκκλησιά και δολοφονήθηκαν στην περιοχή Αμαθούντος, κοντά στον Αγιο Τύχωνα.

Οι τέσσερις δολοφονηθέντες ήταν τα αδέλφια

- Χαράλαμπος Χριστοφή και Αναστάσης Χριστοφή, από το Φικάρδου, Χριστάκης Κόμπος από τη Λεμεσό και Παντελάκης Χαραλάμπους από τη Λαζανιά.

Οι τέσσερις νέοι συνελήφθησαν την επομένη του πραξικοπήματος και δολοφονήθηκαν και τάφηκαν σε πρόχειρο τάφο στην περιοχή " Βαθύ Αργάκι" του Αγίου Τύχωvα.

Μαζί τους ήταν και ο Γεώργιος Βρυώνης Βρούντος, αστυνομικός της Προεδρικής Φρουράς, από την Επισκοπή, ο οποίος είχε συνοδεύσει τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο κατά τη διαφυγή του από το βαλλόμενο Προεδρικο Μέγαρο μέχρι την Κλήρου.

Τόσο πρόχειρος ήταν ο τάφος στον οποίο τάφηκαν οι τέσσερις νέοι, ώστε το χέρι του ενός θύματος εξείχε από το χώμα.

Ο γιατρός Χατζηχάννας καταθέτοντας αργότερα στην προανάκριση επτά προσώπων που κατηγορήθηκαν για το έγκλημα ανέφερε ότι κατά την εκταφή των πτωμάτων στις 4 Αυγούστου 1974 έκαμε αυτοψία και διαπίστωσε ότι τα πτώματα είχαν τραύματα από πυροβολισμούς.

Ενας άλλος μάρτυρας, ο Στέλιος Κωνσταντίνου Πατάτας, καταθέτοντας επίσης στο δικαστήριο ανέφερε ότι οι δολοφόνοι των τεσσάρων πανηγύριζαν με τέτοιο τρόπο για το έγκλημα τους λες και "είχαν καταλάβει την Κωνσταντινούπολη".

Συγκλονιστική ήταν η περιγραφή του Ιωάννη Χριστοφή, αδελφού των δυο δολοφονημένων.

Είπε στην κατάθεση του:

"Πήγα στην Αστυνομία Λεμεσού στις 5.8.1974 με τον Χαράλαμπο Χριστοφή, πατέρα του Παντελάκη Χαραλάμπους και τον κ. Αλεξανδράκη, μάστρο του Παντελάκη. Από την Αστυνομία μας οδήγησαν σε περιοχή του Αγίου Τύχωνα για να ξεθάψουμε τα θύματα.

Σε ένα ύψωμα πρόσεξα σωρό με χώμα φρεσκοσκαμμένο. Βρήκαμε κάλυκες, σφαιρών, αναπτήρα, κολανάκι ρολογιού, μαλλιά ανθρώπινα, μαύρα. Κατάλαβα ότι ήταν του αδελφού μου Αναστάση Χριστοφή.

Απολυμάναμε τον τόπο. Ξεθάψαμε πρώτα αυτόν που εξείχε το χέρι του. Ανεγνωρίσθη ότι ήταν ο Χριστάκης Κόμπος. Δεύτερος ο Παντελάκης Χαραλάμπους. Φορούσε παπούτσια ψηλοτάκουνα. Στη συνέχεια ξεθάψαμε το τρίτο πτώμα.

Στη ράχη του ήταν η άδεια οδηγού.

Οι δυο πρώτοι ήταν ανάσκελα. Το πτώμα ανήκε στον αδελφό μου Χαράλαμπο Χριστοφή. Αφορούσε τρυπητή φανέλλα. Το τελευταίο πτώμα που ξεθάψαμε ανεγνώρισα ότι ανήκε στον αδελφό μου Τάσο. Φορούσε κίτρινο ξεθωριασμένο πουκάμισο. Ηξερα ότι από το σπίτι έφυγε με φλιπ-φλοπ, τα οποία ανευρέθησαν στα πόδια του. Οταν τον καθάρισε ο γιατρός βρήκαμε στην τζέπη του το ρολόϊ του.

Πήρα το ρολόϊ του και το κοίταξα. Το ανεγνώρισα γιατί στην πλάκα ανεγράφετο το σήμα "Ομόνοια". Το ρολόϊ είχε ημερομηνία 17 και ώρα 12 παρά 28 λεπτά. Το έπλυνα γιατί είχε ανθρώπινη σάρκα πάνω".

Ο Αστυνομικός Πανίκος Χριστοδούλου καταθέτοντας στο δικαστήριο είπε ότι οι δυο αδελφοί Χαράλαμπος και Αναστάσης Χριστοφή βρέθηκαν αγκαλιασμένοι στον ομαδικό τάφο του Αγίου Τύχωνα.

Το χέρι του ενός βρισκόταν στη ράχη του άλλου, είπε ο Χριστοδούλου.

Ο Αστυνομικός Γεώργιος Βρυώνης Βρούντος, από την Επισκοπή, μέλος της Προεδρικής Φρουράς, που είχε συλληφθεί μαζί με τους τέσσερις δολοφονηθέντες, στην περιοχή Παρεκκλησιάς, αλλά διέφυγε τον θάνατο για καλή του τύχη, είπε ότι στην Κλήρου, όπου συνόδευσε τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο κατά τη δραματική διαφυγή του στις 15 Ιουλίου 1974, από το Προεδρικό Μέγαρο μέχρι την Κλήρου μεταφέρθηκε στο γιατρό γιατί είχε κτυπήσει στο στομάχι καθώς έπεσε από κάποιο ύψωμα στο Προεδρικό.

Εκεί, είπε, σαν συνήλθε συναντήθηκε με κάποιο γνωστό του αστυνομικό, τον Χριστάκη Κόμπο.

Είπε στη συνέχεια στην κατάθεση του στην προανάκριση (3.2.1978) για τη σύλληψη του μαζί με τους τέσσερις δολοφονηθέντες στον Αγιο Τύχωνα:

"Ξεκινήσαμε περπατητοί με τον Κόμπο για να μας πάρει ένας με το αυτοκίνητο, έξω από το χωριό. Καθ' οδόν ενώ αναμέναμε να συναντηθούμε με το αυτοκίνητο, το είδαμε να επιστρέφει.

Μας μετέφεραν στο Φικάρδου. Φθάσαμε κατά τις 6-7 μ.μ. Πήγαμε στο σπίτι του αγροφύλακα. Κατά την παραμονή μας εκεί γνωρίσαμε τον (μακαρίτη) τον Τάσο. Ο αγροφύλακας μας έβαλε σε μια διπλανή κατοικία όπου διανυκτερεύσαμε.

Στις 16.7.1974 προγευματίσαμε στο σπίτι του αγροφύλακα. Βγήκαμε μετά έξω σε σημείο που βλέπαμε την κίνηση και από τους δύο δρόμους.

Ακολούθως πληροφορηθήκαμε ότι η Λεμεσός και η Πάφος ελέγχονται από κυβερνητικές δυνάμεις. Τότε ο Κόμπος μου είπεν ότι ήταν προτιμότερο να πάμε στο σπίτι του. Εστείλαμε τον Τάσο για να μας βρει αυτοκίνητο. Επέστρεψε με τη μητέρα του και μας είπεν ότι προθυμοποιήθηκε ο αδελφός του να μας μεταφέρει. Ξεκινήσαμε περπατητοί προς το Γούρρι. Σέ ένα σημείο προσέξαμε ένα αυτοκίνητο Μόσκοβιτς ανοικτού χρώματος, μέσα, να συναντάται με τον Τάσο και να σταματά. Πλησιάσαμε κοντά του. Οδηγός του ήταν ο (μακαρίτης) ο Πάμπος. Δίπλα του ο (μακαρίτης) Παντελάκης. Μπήκαμε μέσα.

Προπορευόταν ο Τάσος με την μοτόρα. Καθ' οδό προς το Γούρρι σταμάτησε το αυτοκίνητο. Κατέβηκα με τον Κόμπο. Παρακάμψαμε το χωριό για να βρεθούμε στη διασταύρωση Γούρρι- Φαρμακά κοντά σε μια ελιά.

Προτού φύγουμε από το σπίτι του αγροφύλακα αφήσαμε σ' αυτόν το περίστροφο μου και τις ταυτότητες μας.

Στην ελιά περιμέναμε και έφθασε το αυτοκίνητο με τον Πάμπο. Μπήκαμε όλοι μέσα και ξεκινήσαμε για τη Λεμεσό.

Θα ήταν 9.30 π.μ. Καθ' οδόν το αυτοκίνητο μας έβρασε. Σταματήσαμε για λίγο και μετά ξεκινήσαμε. Οδηγός ο μ. Πάμπος. Πίσω στο μέσο ο Κόμπος, δεξιά του εγώ και αριστερά του ο Τάσος.

Φθάσαμε στο χωριό Παρεκκλησιά. Προχωρήσαμε προς τον κύριο δρόμο Λευκωσίας-Λεμεσού. Από κάποιο σημείο αντιληφθήκαμε οπλοφόρους που στεκόντουσαν κάτω στη δισταύρωση. Μόλις είδαν το αυτοκίνητό μας έστρεψαν τα όπλα εναντίον μας. Σκεφτήκαμε να πούμεν ότι είμαστε στρατιώτες εγώ και και ο Κόμπος και οι άλλοι ότι μας βρήκαν στον δρόμο και θα μας μετέφεραν στη Λεμεσό. Πλησιάσαμε κοντά τους και σταμάτησε στην αριστερή πλευρά.

Τότε πλησίασαν κοντά μας και ένας από τους οπλοφόρους μας είπε με προτεταμένο όπλο: "Κάτω από το αυτοκίνητο". Αυτός ο οπλοφόρος φορούσε στρατιωτικά με μπερέ της ΕΟΚΑ Β, κρατούσε όπλο τσέχικο Μ58. Μας είπε να ακουμπήσουμε τα χέρια μας στη καμπίνα του αυτοκινήτου. Μας ερεύνησαν. Ηταν τέσσερις οπλοφόροι.

Ενώ μας ερευνούσαν, αυτός που με ερευνούσε πήρε το ρολόϊ μου από την τσέπη μου.

Μας ρώτησαν ποιοι είμαστε και από που ερχόμαστε. Τους είπαμε τη σκέψη που κάναμε. Δεν πίστευαν και εξέφρασαν την υποψία ότι είμαστε ομάδα και ότι πηγαίναμε στην Πάφο για ενίσχυση.

Ενώ τους κρατούσαν εκεί πέρασε ένα αυτοκίνητο μέσα στο οποίο βρισκόταν ο υπουργός του Σαμψών Ανδρέας Νεοκλέους και τότε ο Βρυώνης (ή Βρούντος) έτρεξε κοντά του και του είπε ποιος ήταν και ότι ήταν συγγενής γνωστού του.

Τελικά οι οπλοφόροι πείστηκαν και τον άφησαν να μεταβεί στα Πολεμίδια για να συναντήσει τον γνωστό του, στον οποίο όπως υποσχέθηκε ότι θα έδινε πληροφορίες για τον Μακάριο και ότι ζούσε.

Πήγε και στη συνέχεια πήρε το δρόμο της επιστροφής για την περιοχή όπου βρίσκονταν οι σύντροφοί του.

Με τα πολλά έφθασε στο οδόφραγμα της Παρεκκλησιάς και εκεί ρώτησε για τους συντρόφους του. Ενας από τους οπλοφόρους του είπε ότι "εφύαν με το λεωφορείο".

Στη συνέχεια ο Βρυώνης μεταφέρθηκε στα κρατητήρια και στις 19 Ιουλίου κατέληξε στο ΓΕΕΦ όπου τον ανέκρινε ο αξιωματικός Σκλαβενίτης (πρώην υπασπιστής του Γεωργίου Γρίβα - Διγενή) για τον τρόπο διαφυγής του Μακαρίου αποκλείοντας έτσι ότι υπήρξε μυστική σήραγγα διαφυγής του Μακαρίου.

Ο Βρυώνης πληροφορήθηκε πολύ αργότερα ότι οι τέσσερις σύντροφοί του βρέθηκαν νεκροί.

Οι κατηγορούμενοι δεν πραδέχθηκαν ενοχή και όλοι παραπέμφθηκαν στο Κακουργιοδικείο που θα συνερχόταν στις 15 Μαϊου.

Το Κακουργιοδικείο με απόφαση του στις 8 Σεπτεμβρίου 1978 που διάβασε ο Πρόεδρος του κ. Λώρης έκρινε ότι δεν έπρεπε να καλέσει τους επτά κατηγορούμενους σε απολογία και τους απάλλαξε από τις κατηγορίες.

Ωστόσο προσήψε άλλες κατηγορίες εναντίον των επτά ότι ανέλαβαν πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον νομιμοφρόνων πολιτών και ότι απεπειράθησαν να προκαλέσουν μεταβολή στην διακυβέρνηση της Δημοκρατίας με τη χρήση βίας.

Οι νέες κατηγορίες προνοούσαν ποινές μέχρι ισόβια δεσμά.

Ο εκ των συνηγόρων Μανώλης Χριστοφίδης ανέφερε ότι ήταν αντισυνταγματική η πρόσαψη κατηγοριών από το δικαστήριο γιατί αυτό αποτελεί αποκλειστικό συνταγματικό δικαίωμα του Γενικού Εισαγγελέα.

Ο Γενικός Εισαγγελέας Κρίτων Τορναρίτης προσέβαλε την απόφαση στο Ανώτατο Δικαστήριο στις 11 Σεπτεμβίου 1978. Και ενώ κατατίθετο η προσφυγή ο δικαστής του Κακουργιοδικείου Χατζητσαγγάρης, ένας παό τους τρεις δικαστές που δίκασαν την υπόθεση πήρε απειλητικό τηλεφώνημα στο οποίο άγνωστοι του ανέφεραν:" Εσύ και οι άλλοι δυο δικαστές που δικάσατε τον φόνο δεν έχετε θέση στην Κύπρο".

Ταυτόχρονα οι συγγενείς των θυμάτων οργάνωσαν πινακιδοφορία διαμαρτυρίας στη Λευκωσία ενώ σε ένα πανώ αναφερόταν: "Ο λαός γνωρίζει τους δολοφόνους".

Οι δυο πλευρές παρουσιάστηκαν με διαφορετικές θέσεις στο Δικαστήριο.

Ο συνήγορος Μανώλης Χριστοφίδης και άλλοι συνήγοροι υποστήριξαν ότι ο Γενικός Εισαγγελέας δεν έχει δικαίωμα να εφεσιβάλει αθωωτική απόφαση του Κακουργιοδικείου και ότι σύμφωνα με μακραίωνη πρακτική η αθωωτική απόφαση είναι πάντοτε σεβαστή.

Αντίθετα ο βοηθός Γενικός Εισαγγελέας Λουκής Λουκαϊδης υποστήριξε στο δικαστήριο ότι ο Νόμος προβλέπει "καθαρά και ξάστερα" ότι επιτρέπεται στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας να εφεσιβάλει αθωωτική απόφαση του Κακουργιοδικείου.

Το Ανώτατο αποδέχθηκε τη θέση της υπεράσπισης και στις 17 Ιανουαρίου 1979 αποφάνθηκε με πλειοψηφία ότι ο Γενικός Εισαγγελέας δεν δικαιούται να εφεσιβάλει αθωωτικές αποφάσεις Κακουργιοδικείων και γι' αυτό απέρριψε έφεση κατά της αθώωσης από το Κακουργιοδικείο.

Υπέρ της απόρριψης της έφεσης τάχθηκαν οι δικαστές του Ανωτάτου Λ. Λοϊζου, Τ. Χ" Αναστασίου, Α. Λοϊζου, Γ. Μαλαχτός, Δ. Δημητριάδης και Λ. Σαββίδης.

Εναντίον τάχθηκε ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου Μιχαλάκης Τριανταφυλλίδης που αποφάνθηκε ότι σύμφωνα με τη γνώμη του, ο Γενικός Εισαγγελέας είχε το δικαίωμα να καταχωρήσει έφεση εναντίον της αθωωτικής απόφασης του Κακουργιδικείου και γι' αυτό η έφεση δεν έπρεπε να απορριφθεί.

Ο Δικαστής Λ. Λοϊζου στο σκεπτικό της απόφασης του τόνισε ότι "τα δικαστήρια δεν μπορούν να εφεύρουν δικαίωμα έφεσης όταν τούτο δεν δίδεται από το Νόμο".

Ο δικαστής Χατζηαναστασίου είπε οτι "το μόνο ρητό δικαίωμα εφέσεως που δίδεται είναι το δικαίωμα εφέσεως εναντίον καταδίκης ή ποινής.

Ο Δικαστής Α. Λοϊζου συμφώνησε με το σκεπτικό των αποφάσεων που εξέδωσαν οι δικαστές Λ. Λοϊζου και Τ. Χατζηαναστασίου ότι δηλαδή από τη Νομοθεσία που υπάρχει δεν δίδεται καθαρά και χωρίς αμφιβολία όπως έπρεπε να ήταν δικαίωμα εφέσεως από αθωωτική απόφαση Κακουργιοδικείου.

Οι δικαστές Μαλαχτός και Σαββίδης συμφώνησαν με το σκεπτικό της απόφασης του Λ. Λοϊζου.

Ο δικαστής Δ. Δημητριάδης συμφώνησε με το σκεπτικό των αποφάσεων των δικαστών Λ. Λοϊζου και Τ. Χατζηαναστασίου.