Πρώτη Ηλεκτρονική Ιστορία της Κύπρου

image

Δωρεάν προσφορά σε ερευνητές, μελετητές, φοιτητές, μαθητές και δημοσιογράφους.

Από την Κύπρο στην αρχαιότητα, μέχρι την Κύπρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αγγλοκρατία, η ΕΟΚΑ, το πραξικόπημα, το σχέδιο Ανάν, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αρχείο Παναγιώτη Παπαδημήτρη

papademetris-pΜοναδικό αρχείο στο οποίο μπορείτε να προστρέξετε και να αναζητήσετε εύκολα και γρήγορα αυτό που θέλετε για μια περίοδο 8.000 ετών για την Ιστορία της Κύπρου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

26.1.1973: Οι ενδοκυπριακές συνομιλίες οι οποίες σημειώνουν πραγματική πρόοδο σε διάφορα θέματα, διακόπτονται εν όψει των εκλογών για την ανάδειξη προέδρου της Δημοκρατίας και "Αντιπροέδρου" στην τουρκική συνοικία της Λευκωσίας

S-2031

26.1.1973: ΟΙ ΕΝΔΟΚΥΠΡΙΑΚΕΣ ΣΥΝΟΜΙΛΙΕΣ, ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΣΗΜΕΙΩNOYN ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΟΔΟ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΑ ΘΕΜΑΤΑ, ΔΙΑΚΟΠΤΟΝΤΑΙ ΕΝ ΟΨΕΙ ΤΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ "ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΥ" ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΣΥΝΟΙΚΙΑ ΤΗΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Σε όλη τη διάρκεια της δράσης της ΕΟΚΑ Β και ιδιαίτερα από τα τελευταία δυο χρόνια μέχρι το πραξικόπημα ο Πρόεδρος της Βουλής Γλαύκος Κληρίδης και ο Ραούφ Ντενκτάς συνέχιζαν τον ενδοκυπριακό διάλογο στο πλαίσιο της τέταρτης και πιο κρίσιμης φάσης.

Την Ιη Ιανουαρίου 1972 αποχώρησε από τη θέση του ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών Ου Θαντ και τη θέση του ανέλαβε ο αυστριακός διπλωμάτης Κουρτ Βάλντχαϊμ.

Για τη συνέχεια των προσπαθειών για εξεύρεση λύσης γράφει ο Πέτρος Πετρίδης σε ειδική μελέτη του στην Ιστορική Εγκυκλοπαίδεια της Κύπρου, περίοδος 1960-74 τόμος Β, σελ. 97:

"Μια από τις πρώτες ενέργειες του νέου Γενικού Γραμματέα σχετικά με το κυπριακό ήταν να στείλει τον Βοηθό Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών Ρομπέρτο Γκουγιέρ για συνομιλίες με τις Κυβερνήσεις στη Λευκωσία, στην Αθήνα και στην Αγκυρα, από τις 30 Ιανουαρίου μέχρι τις 5 Φεβρουαρίου 1972.

Τα αποτελέσματα των επαφών αυτών ήταν καρποφόρα και υπήρχαν προοπτικές και να ξαναρχίσουν οι συνομιλίες σε σύντομο διάστημα. Ο Ειδικός Αντιπρόσωπος του Γενικού Γραμματέα Οσόριο Ταφάλ που είχε εκφράσει την επιθυμία ν' αποχωρήσει από τη θέση του από τον Οκτώβριο του 1971 δέχθηκε να αποσύρει την απόφαση του.

Ομως στο μεταξύ και ταυτόχρονα με την περιοδεία του Γκουγιέρ, ξέσπασε μια νέα κρίση, με την άφιξη ενός φορτίου Τσεχοσλοβακικών όπλων που η κυβέρνηση είχε αγοράσει για να αντιμετωπίσει την απειλή από τη διαφαινόμενη πρόθεση του Στρατηγού Γρίβα να αρχίσει δράση.

Η κρίση αφορούσε βασικά τις σχέσεις της Κύπρου με την Ελλάδα, αλλά είχε και άλλες προεκτάσεις. Η Τουρκία βρήκε ακόμα ένα προσχημα για να καθυστερήσει την επανέναρξη των συνομιλιών, προβάλλοντας πιο έντονα τις αξιώσεις για να δεχθεί επανέναρξη στων συνομιλιών. Ο αντιπρόσωπος της στα Ηνωμένα Εθνη επέδωσε στις 28 Απριλίου 1972, σημείωμα στον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, στο οποίο επαναλάμβανε τους όρους της:

1. Επαναδραστηριοποίηση των ενδοκυπριακών με την διευρυμένη μορφή τους δεν πρέπει να επηρεάσει με κανένα τρόπο την εγυρότητα των συνθηκών για την Κύπρο.

2. Πρέπει να αναγνωρισθεί η αρχή του ισορροπημένου συνεταιρισμού των δύο κοινοτήτων.

3. Η ανεξαρτησία του κράτους θα συνεχισθεί.

4. Οι δύο κοινότητες θα μετέχουν στις συνομιλίες πάνω σε ίση βάση.

5. Οι συνομιλίες θα είναι διερευνητικής φύσεως.

6. Οι συνομιλίες θα περιορισθούν στην εσωτερική διάρθρωση του κράτους και σε συναφή συνταγματικά θέματα.

Σ' αυτές τις δυσκολίες προστέθηκε και η περιπλοκή από την παραίτηση τους Κυβερνήσεως Νιχάτ Ερίμ στις 17 Απριλίου 1972 και η εκκρεμότητα που κράτησε μέχρι το τέλος του μηνός, όταν ανέλαβε ως νέος Πρωθυπουργός Ο Χουαρί Ουργκιουπλού.

Η κρίση από τη εισαγωγή των όπλων ξεπεράστηκε μέχρι τα μέσα Μαρτίου, αλλά εκκρεμούσε ακόμη η αξίωση της χούντας για ανασχηματισμό της κυπριακής Κυβέρνησης που έγινε τελικά αφού παραιτήθηκε ο υπουργός Εξωτερικών Σπύρος Κυπριανού, στις 5 Μαϊου 1972.

Ο Βάλντχαϊμ συνέχιζε στο μεταξύ τις προσπάθειες του για να άρει τις δυσκολίες που δημιουργούσε η εμμονή της Τουρκίας στην αποδοχή των όρων της. Για την υπερπήδηση τους ο Βάνλντχαϊμ πρότεινε να ξαναρχίσουν οι συνομιλίες, ενώ οι δυο πλευρές θα διατηρούσαν τις επιφυλάξεις τους, ιδιαίτερα πάνω στο πιο επίμαχο σημείο της εγκυρότητας των συνθηκών για την Κύπρο.

Στις 18 Μαϊου διαβίβασε νέο υπόμνημα στις Κυβερνήσεις Κύπρου, Ελλάδας και Τουρκίας, στο οποίο εξέφραζε τη άποψη ότι έφθασε ο καιρός να ξαναρχίσουν χωρίς καθυστέρηση οι συνομιλίες, όπως ήταν και η επιθυμία των ενδιαφερομένων μερών.

Οπως έλεγε η διαπίστωση του ήταν ότι όλα τα ενδιαφερόμενα μερη ήθελαν να συνεχιστούν οι συνομιλίες, με συμμετοχήν των εκπροσώπων των δυο κοινοτήτων πάνω σε ίση βάση, ότι οι συνομιλίες θα ήταν διερευνητικές και ότι θα περιορίζονταν στα εσωτερικά συνταγματικά θέματα.

Ο Βάλντχαϊμ διατύπωνε την ελπίδα ότι οι συνομιλίες θα οδηγούσαν σε μια συμφωνημένη διαρκή, ειρηνική και δίκαιη λύση, χωρίς να αναφέρεται σε προηγούμενες διατυπώσεις για μια λύση με βάση την ανεξαρτησία, κυριαρχία και ενιαίο του κυπριακού κράτους. Δόθηκαν όμως διαβεβαιώσεις από τα Ηνωμένα Εθνη ότι αυτό θα ήταν αποτέλεσμα μεταβολής της θέσεως τους σχετικά με το κυπριακό και ότι τα Ηνωμένα Εθνη έμεναν προσηλωμένα στις βασικές αρχές της ανεξαρτησίας, κυριαρχίας και ενιαίου του Κυπριακού κράτους.

Για να δώσει ώθηση στην περοσπάθεια για επανέναρξη των συνομιλιών ο Βάλντχαϊμ ήρθε στην Κύπρο στις 6 Ιουνίου 1972. Υστερα από ιδιαίτερες συνομιλίες που είχε με τον Πρόεδρο Μακάριο και τον αντιπρόεδρο Φαζίλ Κουτσιούκ, προήδρευσε στις 8 Ιουνίου στην εναρκτήρια συνεδρία των διευρημένων ενδοκυπριακών συνομιλιών που έγινε στη Λέσχη Αξιωματικών της ΟΥΝΦΙΚΥΠ.

Η ατμόσφαιρα δεν ήταν και τόσο ευοίωνη.

Η εναρκτήρια συνεδρία ήταν τυπική και είχε συμφωνηθεί στις ομιλίες που θα γίνονταν θ' αποφεύγονταν αναφορές στην ουσία του προβλήματος.

Ο Βάλντχαϊμ είπε ότι ύστερα από οκτώ χρόνια διαμάχης, τα ενδιαφερόμενα μέλη των Ηνωμένων Εθνών επιθυμούσαν να δουν τη διαδικασία της διατήρησης της ειρήνης να μετατραπεί στη διαδικασία της αναζήτησης της ειρήνης και τελικά στην επίτευξη ειρήνης.

Εκείνο που χρειαζόταν, πρόσθεσε, ήταν η αμοιβαία επιθυμία για κατανόηση και διατήρηση των ζωτικών συμφερόντων όλων των πλευρών, πνεύμα συμφιλίωσης και προθυμία για συμβιβασμό και μια καθαρή αντίληψη ότι μια συμφωνημένη ειρηνική, μόνιμη και δίκαιη λύση, όχι μόνο ήταν δυνατή, αλλά και αναγκαία για την ευημερία των ενδιαφερομένων.

Ο Ελληνοκύπριος συνομιλητής Γλαύκος Κληρίδης περιοορίστηκε να διαβεβαιώσει τον Βάλντχαϊμ πως συμμεριζόταν την ελπίδα του ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη προσέρχονταν στις συνομιλίες με την απόφαση να υπερπηδήσουν τις δυσκολίες και να επιτευχθεί λύση του προβλήματος με ειρηνικές διαπραγματεύσεις. Ο ίδιος, είπε, θα είχε σαν καθηδηγητική αρχή το συμφέρον του Κυπριακού λαού ως συνόλου.

Εντελώς αντίθετος ήταν ο τόνος και το περιεχόμενο της ομιλίας του Ραούφ Ντενκτάς. Αναφέρθηκε στην ουσία του προβλήματος που είπε ότι αποτελούσε πρόβλημα "των αντίστοιχων μητέρων πατρίδων" όσο και πρόβλημα του κυπριακού λαού. Ακόμα προχώρησε να αναλύσει την ουσία, λέγοντας ότι υπήρχαν δυο εθνικές κοινότητες που ήταν και συνιδρυτές του Κυπριακού κράτους και για τον λόγο αυτό θα έπρεπε να βρθεί μια λύση που να διασφαλίζει το "στάτους κβο" του κυπριακού κράτους υπό το φως των "καθιδρυμένων" δικαιωμάτων και της πολιτικής κατάστασης". Η λύση είπε, θα έπρεπε να εξασφαλίζει την ειρηνική συμβίωση των δυο εθνικών κοινοτήτων ως ίσων.

Ο Γλαύκος Κληρίδης διαμαρτυρήθηκε, μετά τη συνάντηση, προς τα Ηνωμένα Εθνη για το περιεχόμενο και τον τόνο της ομιλίας του Ντενκτάς, όπως επίσης και για το γεγονός ότι ο τούρκος συνταγματολόγος Ορχάν Αλντικαστί, που με τον Ελληνα συνάδελφο του Μιχαήλ Δεκλερή παρευρίσκονταν στις συνομιλίες ως σύμβουλοι εμπειρογνώμονες, προσπάθησε με την ομιλία του να δώσει την εντύπωση ότι συμμετείχε ως συνομιλητής- αντιπρόσωωπος της Τουρκίας.

Μετά τις παραστάσεις αυτές η ΟΥΝΦΙΚΥΠ εξέδωσε διυκρινιστική ανακοίνωση, στην οποία τόνιζε ότι οι δυο συνταγματολόγοι παρακάθονταν στις συνομιλίες με καθαρά συμβουλευτική ιδιότητα. Η δήλωση έκαμνε αναφορά στην ομιλία του Βάλντχαϊμ που είπε ότι οι συταγματολόγοι "θα παρακάθηνται στις συνομιλίες σαν σύμβουλοι".

Την επανέναρξη των συνομιλιών επισκίαζε ακόμα μια σοβαρώτερη κρίση που είχε αρχίσει να εκδηλώνεται στους κόλπους της Ελληνικής κοινότητας. Λίγες μέρες νωρίτερα οι Μητροπολίτες είχαν αξιώσει την αποχώρηση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου από το πολιτικό αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας. Οσο προχωρούσε ο καιρός η κρίση οξύνετο και οι συνομιλίες διεξάγονταν κάτω από το φάσμα του εμφυλίου πολέμου που δημιούργησε η εκδήλωση της δράσης της ΕΟΚΑ Β και το Εκκλησιαστικό.

Ο δεύτερος γύρος της τέταρτης φάσης των συνομιλιών με τη διερυμένη τους μορφή, άρχισε στις 3 Ιουλίου 1972. Η πρώτη ασχολήθηκε με διαδικαστικά θέματα. Συμφωνήθηκε να γίνονται δυο συναντήσεις την εβδομάδα μια στο γραφείο του Γλαύκου Κληρίδη στη Βουλή και μια στο γραφείο του Ντενκτάς στην τουρκοκυπριακή Κοινοτική Συνέλευση, κάθε Τρίτη και Παρασκευή, αντίστοιχα.

Οι ουσιαστικές συνομιλίες άρχισαν με μια γενική συζήτηση των αρχών πάνω στις οποίες θα έπρεπε, κατά την άποψη της κάθε πλευράς, να στηρίζεται η λύση του προβλήματος. Σε "ανεπίσημες συναντήσεις" Κληρίδη και Ντενκτάς ετοιμάστηκε ένας κατάλογος σημείων στα οποία οι δυο πλευρές συμφωνούσαν ή διαφωνούσαν και υποβλήθηκε στους δυο συνταγματολόγους Δεκλερή και Αλντικαστί, όπως και στον ειδικό αντιπρόσωπο του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ Οσόριο Ταφάλ, για να τον μελετήσουν.

Υστερα από επτά συναντήσεις τερματίστηκε ο πρώτος γύρος των συνομιλιών της τέταρτης φάσης στις 22 Ιουλίου 1972. Κοινή ανακοίνωση των συνομιλητών, ανέφερε ότι οι συζητήσεις που έγιναν αποτελούσαν μια προκαταρκτική εξέταση και εκτίμηση του προβλήματος στο σύνολο τους. Η τακτική που αποφασίστηκε για το μέλλον ήταν η εξέταση κατά στάδια των διαφόρων πλευρών των θεμάτων που αποτελούσαν το κυπριακό πρόβλημα:

" Κατ' αρχήν, εκτιμήθηκε το έργο των συνομιλητών στον προηγούμενο γύρο των συνομιλιών και εξετάστηκαν τα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν κάτω από το φως των εξηγήσεων που δόθηκαν από τους δυο συνομιλητές.

Αυτό περιλάμβανε την ανάλυση των προβλημάτων τους διάφορους τομείς της συνταγματικής τάξης με εξαίρεση τα ζητήματα που ανήκουν στις τοπικές υποθέσεις. Επίσης εξετάσθηκαν οι λόγοι της διαφωνίας πάνω σε ωρισμένα ζητήματα.

Σαν αποτέλεσμα της επισκόπησης αυτής είμαστε τώρα σε θέση να προχωρήσουμε στη μελέτη του προβλήματος με ειδικότερο και πιο λεπτομερή τρόπο κατά τον δεύτερο γύρο των συνομιλιών.

Ο δεύτερος γύρος των συνομιλιών της τέταρτης φάσης άρχισε με κάποια καθυστέρηση γιατί ο τούρκος συνταγματολόγος Αλντικαστί είχε υποχρεώσεις στην Τουρκία. Οι συναντήσεις ξανάρχισαν στις 8 Αυγούτου και ταυτόχρονα οι συνομιλητές με τους συνταγματικούς συμβούλους εγκαινίασαν σειρά επισκέψεων με μικτά και αμιγή χωριά για να διαπιστώσουν τις συνθήκες μέσα στις οποίες ζούσαν οι κάτοικοι κάτω από την ανώμαλη κατάσταση που δημιουργήθηκε σε συνδυασμό με την προσπάθεια τους να επιλύσουν το θέμα της τοπικής διοίκησης.

Οι προσπάθειες τους αποσκοπούσαν στην αντίκρυση των προβλημάτων που έμειναν άλυτα σχετικά με την τοπική διοίκηση. Οι βασικές δυσκολίες ήταν ο βαθμός αυτονομίας και διάρθρωση των περιφερειακών αρχών (ο όρος τοπικές αρχές είχε εγκαταλειφθεί) όπως και ο βαθμός ελέγχου της κεντρικής Κυβέρνησης πάνω στις αρχές αυτές. Ενα άλυτο πρόβλημα που παρέμενε ακόμα ήταν οι εξουσίες του Τούρκου αντιπροέδρου.

Ο τρόπος αυτός αντίκρυσης του προβλήματος δεν απέδωσε θετικά αποτελέσματα και έγινε μια νέα προσπάθεια θεωρητικής προσέγγισης του προβλήματος για τον καθορισμό των γενικών αρχών της λύσης. Η εισήγηση προήλθε από τον ειδικό αντιπρόσωπο του Γενικού Γραμματέα Οσόριο Ταφάλ, που πίστευε ότι αν υπήρχε συμφωνία πάνω στις γενικές αρχές θα ήταν πιο εύκολο να λυθούν ειδικά ζητήματα. Οι δυο συνομιλητές υπέβαλαν από ένα έγγραφο στο οποίο εξέθεταν τις απόψεις τους και οι συνταγματολόγοι ανέλαβαν να τις επεξεργασθούν από την δική τους άποψη, ώστε να προκύψει μία συνολική εικόνα του Κυπριακού κράτους.

Ο Γλαύκος Κληρίδης στο έγγραφο του υποστήριξε και πάλι ότι το σύνταγμα της Ζυρίχης ήταν ανεφάρμοστο γιατί δημιουργούσε πολλούς και δυσκίνητους μηχανισμούς. Κατ' ακολουθία το νέο σύνταγμα θα έπρεπε να είναι αποτελεσματικό σε ό,τι αφορά την ομαλή και διαρκή λειτουργία της κρατικής μηχανής.

Ειδικά για την τοπική διοίκηση, τόνιζε, ότι θα έπρεπε να καθορισθούν επακριβώς ποίες υποθέσεις θα αποτελούσαν το πεδίο δράσης των τοπικών αρχών και ταυτόχρονα σαφής διαχωρισμός των δραστηριοτήτων των τοπικών αρχών και του Κράτους, ενώ παράλληλα η τοπική διοίκηση θα έπρεπε να ενταχθεί μέσα στα γενικά πλαίσια του κράτους.

Τέλος υποστήριζε ότι θα έπρεπε να υπάρχει σαφής διαχωρισμός μεταξύ των όρων τοπικής διοίκησης και κοινοτική αυτονομία. Με άλλα λόγια η τοπική διοίκηση δεν θα έπρεπε να καθορισθεί πάνω σε κοινοτική βάση, ενώ παράλληλα η αυτονομία της τουρκικής Κοινότητας θα έπρεπε να καθορισθεί στα πλαίσια του νέου συντάγματος, ώστε ν' αποφευχθεί ο ομοσπονδιακός χαρακτήρας του κράτους.

Ο Ντενκτάς υποστήριξε την άποψη ότι το πρόβλημα δεν ήταν συνταγματικό αλλά πολιτικό και πως οι συνταγματικές ρυθμίσεις θα έπρεπε να διασφαλίζουν τον διαχωρισμό των δυο κοινοτήτων και τη διοικητική τους αυτάρκεια. Χαρακτηριστικά, ανέφερε ότι δεν δεχόταν την ελληνική άποψη ότι οι συνομιλίες αποσκοπούσαν στην αναδιάρθρωση του συντάγματος, ώστε να διορθωθούν τα μειονεκτήματα του, αλλά στην αναδιάρθρωση του, ώστε από τη μια να ικανοποιηθούν οι ελληνικές αξιώσεις και από την άλλη να δοθούν σε αντιστάθμισμα βελτιωμένα δικαιώματα στους Τουρκοκύπριους.

Η προσπάθεια θεωρητικής αντίκρυσης του προβλήματος απέτυχε και οι δυο συνομιλητές ξαναγύρισαν στην τακτική της μελέτης κάθε θέματος ξεχωριστά.

Η τακτική αυτή απέδωσε σύντομα αποτελέσματα, ώστε στο τέλος Οκτωβρίου και αρχές Νοεμβρίου 1972, οι συνομιλητές να προβλέπουν λύση πάνω στις γενικές αρχές σε λίγο καιρό, ο Γλαύκος Κληρίδης σε τρεις μήνες και ο Ραούφ Ντενκτάς σε έξη μήνες.

Μετά τη συνάντηση τους στις 6 Δεκεμβρίου οι δύο συνομιλητές ανακοίνωσαν ότι κατέληξαν σε πλήρη συμφωνία πάνω στο θέμα της Νομοθετικής Εξουσίας και βρίσκονταν στα πρόθυμα συμφωνίας πάνω στα θέματα της Εκτελεστικής και της Δικαστικής.

Ο Ελληνας συνταγματολόγος Μιχαήλ Δεκλερής μιλώντας εκ μέρους του τούρκου συναδέλφου του Ορχάν Αλντικαστί, ανακοίνωσε ότι υπέβαλαν την φόρμουλα τους πάνω στη Νομοθετική Εξουσία και απέμεναν δυο σημεία για να ολοκληρωθεί η φόρμουλα και για την Εκτελεστική και τη Δικαστική.

Σταδιακά οι διαφορές μειώθηκαν και οι συνομιλητές κατέληξαν σε πλήρη συμφωνία πάνω στις βασικές αρχές για τα πιο πάνω θέματα. Αυτό έγινε κατορθωτό αφού η ελληνική πλευρά εγκατέλειψε πολλές από τις αρχικές θέσεις της και δέχθηκε τη διατήρηση προνοιών του Συντάγματος του 1960, τις οποίες θεωρούσε ως διαχωριστικές.

Τα βασικά σημεία της συμφωνίας πάνω στα τρία αυτά θέματα- παρ' όλον ότι εκκρεμούσαν ορισμένες λεπτομέρειες ήταν:

ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ:

1. Ασκηση της Νομοθετικής Εξουσίας από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και κατάργηση των Κοινοτικών Συνελεύσεων. Οι αρμοδιότητες των δυο Κοινοτικών Συνελευσεων θα ασκούνταν από τα Ελληνικά και Τουρκικά μέλη αντίστοιχα. Οι δυο ομάδες θα είχαν επίσης αρμοδιότητες επίβλεψης και έγκρισης δευτερογενούς νομοθεσίας για τα σώματα τοπικής διοίκησης.

2. Η τουρκική πλευρά δέχθηκε μείωση της συμμετοχής της σε ποσοστό 20% και σ' αντάλλαγμα η ελληνική δέχθηκε ν' αυξηθούν τα Ελληνικα μέλη από 35 σε 60 και τα τουρκικά να παραμείνουν 15 ώστε να συμετέχουν στο προσοστό της πληθυσμιακής αναλογίας χωρίς να μειωθεί ο αριθμός των Τούρκων που με βάση το σύνταγμα του 1960 ήταν επίσης 15. Ετσι η Βουλη θα είχε 75 μέλη. Η Ελληνική πλευρά δέχθηκε επίσης να συνεχισθεί το σύστημα της χωριστής εκλογής των Τούρκων βουλευτών από την τουρκική κοινότητα.

3. Η τουρκική πλευρά δέχθηκε να εκλέγεται ο Πρόεδρος της Βουλής που θα ήταν Ελληνας, από όλα τα μέλη της Βουλής. Σε αντάλλαγμα η Ελληνική πλευρά δέχθηκε να υπάρχουν δυο αντιπρόεδροι, ένας Ελληνας και ένας τούρκος που θα προήδρευαν των αντίστοιχων μελών της Βουλής και επίσης εκ περιτροπής στην προεδρία της Βουλής σε περίπτωση απουσίας του Προέδρου της. Η εκλογή των αντιπροέδρων θα γινόταν επίσης από όλα τα μέλη της Βουλής.

4. Η τουρκική πλευρά δέχθηκε- και αυτό ήταν το σημαντικότερο μέρος της συμφωνίας- την κατάργηση της χωριστής πλειοψηφίας σε θέματα επιβολής φορολογίας. Επινοήθηκε όμως μια φόρμουλα ενισχυμένης πλειοψηφίας σε αντίθεση με την απλή πλειψοηφία για όλα τα άλλα θέματα προκειμένου για την τροποποίηση Συνταγματικών διατάξεων του βασικού νόμου για την τοπική διοίκηση και του Εκλογικού Νόμου. Σ' αυτή την αυξημένη πλειοψηφία θα έπρεπε να περιλαμβάνονται οι ψήφοι ορισμένου αριθμού Τούρκων βουλευτών.

ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ: Στο θέμα αυτό διατηρήθηκαν οι περισσσότερες πρόνοιες του συντάγματος του 1960 όπως επέμεναν οι Τούρκοι. Δέχθηκαν όμως μείωση της συμμετοχής τους από 30% σε 20% όπως ήταν η πληθυσμιακή αναλογία. Λεπτομερέστερα:

1. Ο Πρόεδρος που θα ήταν ο αρχηγός του κράτους θα εκλεγόταν από την ελληνική κοινότητα και ο αντιπρόεδρος από την τουρκική. Η τουρκική πλευρά δέχθηκε την κατάργηση του δικαιώματος του βέτο του Αντιπροέδρου σε θέματα άμυνας, ασφάλειας και εξωτερικής πολιτικής. Διαφωνία εξακολουθούσε να υπάρχει στο θέμα της άσκησης της Εκτελεστικής Εξουσίας. Η ελληνική πλευρά εγκατέλειψε την αξίωση της για άσκηση της Εκτελεστικής Εξουσίας από τον Πρόεδρο μόνο μέσω του υπουργικού Συμβουλίου, αλλά επέμενε σε άσκηση της από τον Πρόεδρο, τον αντιπρόεδρο και το υπουργικό Συμβούλιο. Και αυτό γιατί οι τούρκοι επέμεναν αρχικά στην άσκηση της από τον Πρόεδρο, και τον αντιπρόεδρο, όπως προνοούσε το σύνταγμα του 1960. Τελικά υπήρξε συμβιβασμός σύμφωνα με τον οποίο την Εκτελεστική Εξουσία θα ασκούσαν τα εκτελεστικά όργανα του κράτους.

2. Οι Τούρκοι δέχθηκαν συμμετοχή κατά 20% (αντί 30%) και εγκατάλειψη του δικαιώματος για διορισμό τούρκου σ' ένα από τα "βασικά Υπουγεία" (Εξωτερικών, Οικονομικών, Εσωτερικών και Αμυνας) και φάνηκαν διατεθειμένοι να δεχθούν διορισμό των Υπουργών από τον Πρόεδρο, νοουμένου ότι θα διώριζε εκείνους τους τούρκους Υπουργούς που θα πρότεινε ο Αντιπρόεδρος, που θα είχε το δικαίωμα να υπογράφει τα έγγραφα του διορισμού σε ένδειξη ότι συμφωνούσε.

Η τουρκική πλευρά δέχθηκε την αύξηση των εξουσιών του προέδρου και μείωση των εξουσιών του αντιπροέδρου, ιδιαίτερα την παραχώρηση του δικαιώματος ψηφοφορίας στο Υπουργικό Συμβούλιο, αναπομπής των νόμων στη Βουλή κλπ, ενώ η ελληνική πλευρά δέχθηκε να διατηρηθεί η πρόνοια ότι όλες τις άλλες εξουσίες, που δεν παραχωρούνταν ονομαστικά στον Πρόεδρο ή τον αντιπρόεδρο, θα ασκούσε το υπουργικό Συμβουλιο.

ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ:

Η τουρκική πλευρά δέχθηκε κατάργηση του συνταγματικού Δικαστηρίου αν και σε μετέπειτα στάδιο επανέφερε την αξίωση της για τη διατήρηση του. Τελικά διαφάνηκε συμβιβαστική συμφωνία για τη λειτουργία τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως συνταγματικού δικαστηρίου, για να κρίνει θέματα συνταγματικότητας των νόμων και των αποφάσεων της Εκτελεστικής Εξουσίας.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, σύμφωνα με αξίωση των Τούρκων, θα το αποτελούσαν έξη Ελληνες και τρεις τούρκοι Δικαστές. Διαφωνία υπήρχε σε ό,τι αφορά το ποιος θα έκαμνε τους διορισμούς. Η Τουρκική πλευρά ζητούσε να γίνονται ξεχωριστά από τον Πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο και η Εληνική υποστήριζε ότι θα έπρεπε να γίνονται από τον Πρόεδρο που στην περίπτωση των Τούρκων δικαστών θα έπρεπε να λαμβάνει υπ' όψη τις εισηγήσεις του αντιπροέδρου.

Διαφωνία υπήρχε επίσης στον τρόπο διορισμού "επιτίμων δικαστών" για να δικάζουν υποθέσεις παραβιάσεων νόμων και κανονισμών τοπικής διοίκησης στα πλαίσια της όλης οργάνωσης της τοπικής διοίκησης. Τελικά διαφάνηκε πρόθεση των Τούρκων να δεχθούν ένταξη και των "τοπικών δικαστών" στα πλαίσια του όλου συστήματος της δικαστικής εξουσίας.

Οι Τούρκοι παρά την αρχική τους αξίωση, δέχθηκαν τελικά να καταργηθεί το υποχρεωτικό σύστημα της εκδίκασης των υποθέσεων των διαδίκων από δικαστές της κοινότητας τους ή μικτό δικαστήριο και συγκατένευσαν το δικαίωμα αυτό να είναι προαιρετικό.

Στις τρεις αυτές πτυχές, δηλαδή της Νομοθετικής, Εκτελεστικής και Δικαστικής, παρά τις εκκρεμότητες σε επί μέρους λεπτομέρειες, είχε επιτευχθεί ουσιαστική συμφωνία. Αν γινόταν κατορθωτό να επιτευχθεί συμφωνία και στο επίμαχο θέμα της τοπικής διοίκησης οι εκκρεμότητες ήταν δυνατό να παρακαμφθούν.

Οι δυσκολίες στο θεμα της Τοπικής Διοίκησης ή Περιφερειακής αυτονομίας, προέρχονταν βασικά από το γεγονός ότι η τουρκική πλευρά επεδίωκε μια ομοσπονδιακή ή συνεταιρική λύση. Τον στόχο της αυτό επιδιώκει να επιτύχει μέσω του θεσμού της Τοπικής Διοίκησης που θεσμοποιούσε την ύπαρξη ομάδων χωριών ή περιφερειακών που θα υπήρχαν και θα λειτουργούσαν σαν ξεχωριστές διοικητικές οντότητες δηλαδή θα διασφάλιζαν εκείνο που ο Ντενκτάς είχε χαρακτηρίσει ως "διοικητική αυτάρκεια" των Τουρκοκυπρίων. Ολες οι προτάσεις τους απέβλεπαν ουσιαστικά στη δημιουργία μέσω του θεσμού της Τοπικής Διοίκησης, μιάς "λειτουργικής ομοσπονδίας" αφού έβλεπαν ότι δεν ήταν δυνατή η δημιουργία μιας εδαφικής ομοσπονδίας.

Από τις αρχές του 1973 η προσοχή των συνομιλητών στράφηκε στο θέμα της τοπικής διοίκησης. Ο ρυθμός όμως των συνομιλιών έπεσε και τελικά οι συνομιλίες διακόπηκαν στις 26 Ιανουαρίου, 1973, για ένα μήνα, γιατί στο μεταξύ είχαν προκηρυχθεί ελογές για την ανάδειξη Προέδρου, ενώ οι Τούρκοι είχαν προκηρύξει χωριστές εκλογές για ανάδειξη Αντιπροέδρου.

Ο Ελληνας συνομιλητής Γλαύκος Κληρίδης τέθηκε επικεφαλής του εκλογικού επιτελείου για την επανεκλογή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, ενώ ο τουρκοκύπριος συνομιλητής Ραούφ Ντενκτάς μέχρι τότε Πρόεδρος της Τουρκικής κοινοτικής συνέλευσης ήταν τώρα υποψήφιος για τη θέση του Αντιπροέδρου.

Ο Αρχιεπίσκοπος ανακηρύχθηκε πρόεδρος χωρίς ανθυποψήφιο στις 8 Φεβρουαρίου και ο Ντενκτάς αντιπρόεδρος χωρίς ανθυποψήφιο επίσης στις 16 Φεβρουαρίου.

Ομως ο Ντενκτάς παρά τη νέα του θέση θα συνέχιζε να είναι συνομιλητής μαζί με τον Γλαύκο Κληρίδη στο πλαίσιο της τέταρτης φάσης των συνομιλιών.