Πρώτη Ηλεκτρονική Ιστορία της Κύπρου

image

Δωρεάν προσφορά σε ερευνητές, μελετητές, φοιτητές, μαθητές και δημοσιογράφους.

Από την Κύπρο στην αρχαιότητα, μέχρι την Κύπρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αγγλοκρατία, η ΕΟΚΑ, το πραξικόπημα, το σχέδιο Ανάν, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αρχείο Παναγιώτη Παπαδημήτρη

papademetris-pΜοναδικό αρχείο στο οποίο μπορείτε να προστρέξετε και να αναζητήσετε εύκολα και γρήγορα αυτό που θέλετε για μια περίοδο 8.000 ετών για την Ιστορία της Κύπρου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

21.9.1971: Με πoλύ λίγες ελπίδες για επιτυχία αρχίζει o τέταρτoς γύρoς τωv εvδoκυπριακώv συvoμιλιώv μεταξύ Γλαύκoυ Κληρίδη και Ραoύφ Ντεvκτάς.

S-1868

21.9.1970: ΜΕ ΠΟΛΥ ΛΙΓΕΣ ΕΛΠΙΔΕΣ ΓΙΑ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΑΡΧΙΖΕΙ Ο Ο ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΓΥΡΟΣ ΤΩΝ ΕΝΔΟΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΣΥΝΟΜΙΛΙΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΓΛΑΥΚΟΥ ΚΛΗΡΙΔΗ ΚΑΙ ΡΑΟΥΦ ΝΤΕΝΚΤΑΣ

ΑΓΩΝ 15 9 1970

Ο Γλαύκος Κληρίδης με την επανεκλογή του στην προεδρία της Βουλής, ύστερα από τις βουλευτικές εκλογές του 1970, εξακολούθησε να εκπροσωπεί την ελληνική κοινότητα στις ενδοκυπριακές συνονομιλίες, οι οποίες συνεχίστηκαν και τα επόμενα χρόνια (τέταρτος γύρος).

Ο δημοσιογράφος Πέτρος Πετρίδης έγραψε σχετικά στην Ιστορική Εγκυκλοπαίδεια της Κύπρου, Περίοδος 1960-74 τόμος Β):

Μετά την συμπλήρωση της τρίτης φάσεως των συνομιλιών και την υπογραφή των εγγράφων στα επί μέρους θέματα, ο τουρκοκύπριος συνομιλητής Ρ. Ντενκτάς πήγε στην Αγκυρα για συνομιλίες με την τουρκική Κυβέρνηση. Και όπως συνέβαινε πάντα ύστερα απαό κάθε επιστροφή του από την τουρκική πρωτεύουσα, έκαμε δηλώσεις που κάθε άλλο παρά διαλλακτικές ήταν. Δικαιολογημένα δημιουργήθηκε η πεποίθηση οτι η τουρκική κυβέρνηση τον εξωθούσε να επιμείνει στις σκληρές απόψεις του.

Επιστρέφοντας την Λευκωσία, στις 11 Σεπτεμβρίου 1970 δήλωσε ότι δεν έπρεπε να αναμένεται καμμιά μεταβολή στις θέσεις της τουρκικής πλευράς:

" Εκάμαμε το καθήκον μας στις ενδοκυπριακές συνομιλίες για να βρούμε μια συμβιβαστική λύση και δεν νομίζω ότι μπορούμε να κάνουμε καμμιά περαιτέρω υποχώρηση".

Ο Πρόεδρος Μακάριος επστρέφοντας από τη Διάσκεψη των Αδεσμεύτων στη Λουσάκα, είχε στην Αθήνα συνομιλίες με την ελληνική Κυβέρνηση (χούντα), στις οποίες εξετάσθηκαν τρόποι για να αρθεί το αδιέξοδο. Σ' αυτές η ελληνική Κυβέρνηση, την πολιτή της οποίας καθώριζε τώρα ο υφυπουργός Εξωτερικών Χριστιανός Ξανθόπουλος- Παλαμάς υποστήριξε ότι υπήρχαν περιθώρια για περαιτέρω υποχωρήσεις μέσα σα πλαίσια της πολιτικής για ανεξάρτητο ενιαίο κράτος.

Το κοινό ανακοινωθέν των συνομιλιών που εκδόθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου 1970 ανέφερε:

"...Διεπιστώθη ότι με βάσιν το προκαθορισθέν πλαίσιον ανεξαρτήτου και ενιαίας πολιτείας ενδείκνυται η συνέχισις της προσπαθείας προς αισίαν έκβασιν των σηνομιλιών, εδραιουμένο καταλλήλως του κλίματος υφέσεως και ειρήνης εις τη Νήσον.... Κατά τας συνομιλίας διεπιστώθη απόλυτος ομοφωνία, η δε ελληνική Κυβέρνησις επανεβεβαίωσε την πλήρη συμπαράστασιν της εις το έργον του Προέδρου Αρχιεπισκόπου Μακαρίου".

Ο Αρχιεπίσκοπος που γύρισε την ίδια μέρα στην Κύπρο δήλωσε ότι "δεν θα υπάρξει θέμα συνομιλιών, αν πράγματι σε καμμιά υποχώρηση πρόκειται να προβούν οι τουρκοκύπριοι".

Η δήλωση αυτή ήταν άμεση απάντηση στις δηλώσεις του Ραούφ Ντενκτάς.

Αλλά ο Πρόεδρος Μακάριος δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο "εις την τετάρτην φάσιν των συνομιλιών, η οποία ελπίζομεν να είναι η τελευταία πιθανόν να κριθή σκόπιμος και η διαδικασία του λεγόμενου "πάκεϊτζ Ντήηλ".

Και αυτό ακριβώς έγινε, όταν άρχισε η τέταρτη φάση. Το "πάκεϊτζ Ντήηλ" δηλαδή μια "σφαιρική" ή ολοκληρωμένη λύση, πρόσφερε η Ελληνική πλευρά που και πάλι έκαμε νέες υποχωρήσεις για να βγουν οι συνομιλίες από το αδιέξοδο.

Στο μεταξύ όμως η παράταση της εκκρεμότητας ανησυχούσε τον Ου Θάντ ο οποίος στην έκθεση του προς τη γενική συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 14 Σεπρεμβρίου 1970 παρατηρούσε ότι "μικρή μόνο πρόοδος έχει επιτευχθεί και δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι τα μέρη γεφύρωσαν κατά κάποιο τρόπο τις διαφορές τους πάνω στο βασικό ζήτημα της αυτονομίας".

ΑΓΩΝ 11 9 1970

Αυτό που τον ανησυχούσε ήταν το γεγονός ότι "εν όσω παρέρχονται τα χρόνια, οι κάτοικοι μανθάνουν να ζουν κάτω από ανώμαλες συνθήκες, και η αλλαγή του τρόπου ζωής αρχίζει να δημιουργεί ρίζες".

Ακόμα υπήρχε πάντα ο κίνδυνος να διαταραχθεί η ηρεμία άπό επεισόδια και να δημιουργηθούν περισσότερες δυσκολίες στις συνομιλίες.

Γι' αυτό καλούσε τα ενδιαφερόμενα μέρη και ιδιαίτερα τις κοινότητες, ν' αναλάβουν αποφασιστική προσπάθεια για την επίσπευσιν των συνομιλιών και να προβούν σε τέοιες παραχωρήσεις που θα ήταν αναγκαίες για την επίτευξη δίκαιης και μόνιμης λύσεως.

Με την έναρξη της τέταρτης φάσεως, στις 21 Σεπτεμβρίου 1970, συμφωνήθηκε να γίνεται μόνο μια συνάντηση κάθε 15 μέρες αντί των δυο κάθε βδομαδα. Στη δεύτερη συνάντηση που έγινε στις 5 Οκτωβρίου συμφωνήθηκε να προταχθεί για συζήτηση το θέμα της τοπικής διοικήσεως, ύστερα από εισήγηση του Ντενκτάς.

Και αυτό, παρά το γεγονός ότι στην πρώτη συνάντηση είχε ζητήσει να προταχθούν δευτερεύοντα θέματα, πάνω στα οποία διαπιστώθηκε κοινό έδαφος.

Η μεταβολή της γνώμης του Ντενκτάς οφειλόταν, όπως είπε, στο γεγονός ότι πάνω στα άλλα θέματα "η ελληνική πλευρά γνωρίζει ότι είμαστε διατεθειμένοι να θυσιάσουμε, το θέμα της τοπικής αυτονομίας είναι το μόνο στο οποίο ζητούμε κάτι".

Αλλά οι συνομιλίες επιβραδύνθηκαν ακόμα περισσότερο, γιατί τόσο ο Πρόεδρος Μακάριος όσο και ο Ντενκτάς πήγαν στην Νέα Υόρκη για τις εργασίες της Γενικής Συνελεύσεως.

Μια αποφασιστική κίνηση στις συνομιλίες έγινε στην τέταρτη συνάντηση της τέταρτης φάσεως, στις 30 Νοεμβρίου. Ο ελληνοκύπριος συνομιλητής Γλάυκος Κληρίδης υπέβαλε στον Ντενκτάς νές γραπτές προτάσεις που είχαν την μορφή "πάκεϊτζ Ντήηλ" και περιείχαν σημαντικές υποχωρήσεις της ελληνικής πλευράς, ιδιαίτερα πάνω στο θέμα της Τοπικής Διοικήσεως.

Η Κυβέρνηση εγκατέλεψε την άρνηση της να δεχθεί τον σχηματισμό ομάδων χωριών και δεχόταν την δημιουργία μονάδων τοπικής διοικήσεως που θα σχηματίζονταν από τουρκικά χωριά και επί πλέον δεχόταν την τουρκική θέση για τον αριοθμό των βουλευτών (60 με 15), την εκλογή Ελληνα Προέδρου και τούρκου Αντιπροέδρου της Βουλής χωριστά από τους Ελληνες και Τούρκους, χωριστή εκλογή των Ελλήνων και Τούρκων βουλευτών και την σύνθεση των δικαστηρίων από δικαστές των αντιστοίχων κοινοτήτων σε περίπτωση που οι διάδικοι θ' ανήκαν στην ίδια κοινότητα.

Σ' αντάλλαγμα η Κυβέρνηση ζητούσε από τους Τούρκους να δεχθούν τις εισηγήσεις της σχετικά με τον διορισμό των δικαστών από τον Πρόεδρο, που θα λάμβανε υπ' όψη τις εισηγήσεις του Αντιπροεδρου για τους τούρκους Δικαστές.

Στο θέμα της Τοπικής Διοικήσεως ζητούσε από τους τούρκους να δεχθούν την ψήφιση των Νόμων για την Τοπική Διοίκηση από την Βουλή, με δικαίωμα των τοπικών αρχών να εκδίδουν κανονισμούς πάνω σε διοικητικά θέματα, αλλά να μην νομοθετούν.

Επίσης για την αστυνομία ζητούσε συμμετοχή με βάση την πληθυσμιακή αναλογία και δεχόταν, εκεί που η πλειοψηφία των κατοίκων ήταν Τούρκοι, να σταθμεύουν Τούρκοι αστυνομικοί.

Στο θέμα της Εκτελεστικής Εξουσίας η Κυβέρνηση δεχόταν την εκλογή του αντιπροέδρου χωριστά από τους τούρκους, αλλά ζητούσε ο Αντιπρόεδρος να μη έχει δικαίωμα βέτο και δικαίωμα υπογραφής των νόμων και των αποφάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου, δηλαδή ζητούσε ο αντιπρόεδρος να μη έχει εκτελεστικές εξουσίες, αν και θα είχε συμβουλευτικές αρμοδιότητες σχετικά με τον διορισμό των τούρκων υπουργών δικαστών και των τούρκων στις ανεξάρτητες υπηρεσίες του Κράτους, δηλαδή των τούρκων που θα ήταν βοηθοί στις υπηρεσίες αυτές, όπως στην Γενική Εισαγγελία στην Ελεγκττική Υπηρεσία κλπ.

Με τις προτάσεις αυτές η Κυβέρνηση πλησίαζε πολύ τις απόψεις των Τούρκων και υπήρχε περιθώριο για πάρε-δώσε, μέσα στα πλαίσια μιας συμφωνίας "πάκεϊτζ ντήηλ".

Στις επόμενες συναντήσεις από τον Δεκέμβριο του 1970 μέχρι τον Μάρτιο του 1971 συνεχίστηκε η συζήτηση των προτάσεων, παράλληλα με τη συζήτηση για άλλα θέματα, όπως ήταν κυρίως η επιστροφή των Τούρκων στα χωριά τους (σε μερικά είχε αρχίσει η επιδιόρθωση των σπιτιών) και η καταβολή αποζημιώσεων σ' αυτούς, θέμα που είχε εγείρει με επιστολή του στην τελευταία συνάντηση της τρίτης φάσεως ο Ραούφ Ντενκτάς.

Η έγγραφη απάντηση των Τούρκων καθυστέρησε, γιατί ο Ντενκτάς ζήτησε χρόνο για να μελετήσει τις ελληνικές προτάσεις.