Πρώτη Ηλεκτρονική Ιστορία της Κύπρου

image

Δωρεάν προσφορά σε ερευνητές, μελετητές, φοιτητές, μαθητές και δημοσιογράφους.

Από την Κύπρο στην αρχαιότητα, μέχρι την Κύπρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αγγλοκρατία, η ΕΟΚΑ, το πραξικόπημα, το σχέδιο Ανάν, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αρχείο Παναγιώτη Παπαδημήτρη

papademetris-pΜοναδικό αρχείο στο οποίο μπορείτε να προστρέξετε και να αναζητήσετε εύκολα και γρήγορα αυτό που θέλετε για μια περίοδο 8.000 ετών για την Ιστορία της Κύπρου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

17.8.1970: Η πoρεία της τρίτης φάσης τωv εvδoκυπριακώv συvoμιλιώv μεταξύ Γλαύκoυ Κληρίδη και Ραoύφ Ντεvκτάς oλoκληρώvεται με τηv σύvταξη τωv εγγράφωv για τηv Τoπική Διoίκηση, τη Δικαστική Εξoυσία, τη Νoμoθετική, τηv Εκτελεστική Εξoυσία και τηv Αστυvoμία

S-1806

17.8.1970: Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΤΡΙΤΗΣ ΦΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΝΔΟΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΣΥΝΟΜΙΛΙΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΓΛΑΥΚΟΥ ΚΛΗΡΙΔΗ ΚΑΙ ΡΑΟΥΦ ΝΤΕΝΚΤΑΣ ΟΛΟΚΛΗΡΩΝΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗ ΣΥΝΤΑΞΗ ΤΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΟΠΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ, ΤΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ, ΤΗ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ, ΤΗΝ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΕΝΩ ΕΝΤΕΙΝΕΤΑΙ Η ΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΝΟΜΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ

Γλαύκος Κληρίδης- και Ραούφ Ντενκτάς, οι δύο συνομιλητές

Η πορεία της Τρίτης Φάσης των ενδοκυπριακών συνομιλών με συνομιλητές τους Γλαύκο Κληρίδη και Ραούφ Ντεκτάς που άρχισε το Φεβρουάριο του 1969 ήταν πολύ δύσκολη.

Ο Πέτρος Πετρίδης που ερεύνησε τη πορεία της φάσης αυτής συνομιλώντας και με τον Γλαύκο Κληρδη αργότερα, έγραψε στη Ιστορική Εγκυκλοπαίδεια της Κύπρου, Τόμος Α, περίοδος 1959-1973 σελίδες 315-322:

"Ταυτόχρονα σχεδόν με την έναρξη της τρίτης φάσης των συνομιλιών ο υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας Παναγιώτης Πιπινέλης διατύπωσε τη άποψη που ερχόταν σε αντίθεση με τη γνώμη που είχε εκφρασθεί στην Κύπρο ότι "έχομεν χρονικά όρια διά την επιτυχίαν των συνομιλιών".

Ο Πιπινέλης εξήγησε στις δηλώσεις του, στις 19 Φεβρουαρίου 1969, ότι τα χρονικά αυτά όρια καθορίζονταν από τη γενικότερη κατάσταση στη Μεσόγειο, αλλά κυρίως από τις εκλογές που επρόκειτο να γίνουν στην Τουρκία τον Οκτώβριο του 1969.

" Αι τουρκικαί εκλογαί καθορίζουν τα χρονικά όρια διότι αι διαπραγματεύσεις αφ' εαυτών θα είναι αδύνατον να προχωρήσουν. Και διά τούτο είναι αναγκαίον να υπάρξει αποτέλεσμα, όχι αργότερον του θέρους ήτοι προ των εκλογων" δήλωσε ο Παναγιώτης Πιπινέλης.

Παρά τη δυσκολία που προκάλεσαν οι δηλώσεις Πιπινέλη για την ύπαρξη χρονικού ορίου στην Κυπριακή Κυβέρνηση, επειδή πίστευε ότι εξεύρεση λύσης πριν από τις εκλογές θα ήταν προς το συμφέρον της Κύπρου, εξ αιτίας της προεκλογικής σκλήρυνσης της στάσης της Τουρκίας, ο Πιπινέλης καθόρισε πιο συγκεριμένα χρονικά όρια, σε δηλώσεις που δημοσιεύθηκαν στις τουρκικές εφημερίδες στις 22 Μαρτίου 1969 ανέφερε ότι οι συνομιλίες θα έπρεπε να καταλήξουν σε αποτέλεσμα μέχρι τον Αύγουστο.

Η βιασύνη του Πιπινέλη μπορούσε να έχει μόνο μια εξήγηση. Ο αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος της Τουρκίας Ισμέτ Ινονού είχε διατυπώσει τη θέση του κόμματος του πάνω στο Κυπριακό λέγοντας ότι η διάρθρωση του Κυπριακού κράτους θα έπρεπε να ήταν ομοσπονδιακή. Και παρ' όλο που η Κυβέρνηση Ντεμιρέλ που υποστήριζε λύση που είχε τη μορφή ομοσπονδίας, η προβολή της αξίωσης αυτής επίσημα από την τουρκική κυβέρνηση, σε περίπτωση που ο Ινονού θα κέρδιζε τις εκλογές, θα σήμαινε αναπόφευκτα περαιτέρω σκλήρυνση της τουρκικής θέσης.

Η άποψη αυτή του Πιπινέλη δεν ήταν αβάσιμη, αν μάλιστα ληφθεί υπ' όψη ότι πέντε χρόνια αργότερα ο Μπουλέντ Ετζεβίτ, μετέπειτα πρωθυπουργός της εισβολής, ο οποίος διαδέχθηκε τον Ινονού, εφαρμόζοντας την πολιτική του Ινονού ματαίωσε την επίτευξη συμφωνίας με πρόταση, επίσημα, Ομοσπονδιακής λύσης.

Τις απόψεις αυτές του Πιπινέλη συζήτησε στην Αθήνα ο συνομιλητής Γλαύκος Κληρίδης στις 2 Απριλίου 1969, όταν πήγε εκεί για να συζητήσει τις νέες προτάσεις που ετοίμασε ειδική επιτροπή από τον συνομιλητή και Υπουργούς για την Τοπική Διοίκηση.

Μετά τις συνομιλίες του δήλωσε ότι δεν τέθηκε χρονικό όριο για την κατάληξη των συνομιλιών, αλλά "αναγνωρίζεται η ανάγκη να υπάρξουν εξελίξεις για την επίσπευση τους".

Την ίδια ανάγκη είχε τονίσει και ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών με μηνύματα του προς τις Κυβερνήσεις Κύπρου, Ελλάδας και Τουρκίας.

ΑΓΩΝ 30 4 1969

Οι προτάσεις που ετοιμάστηκαν δόθηκαν από τον Γλαύκο Κληρίδη στον Ραούφ Ντενκτάς στην 11η συνάντηση τους στις 24 Απρλίου 1969, και είχαν ως σκοπό να ικανοποιήσουν την τουρκική αξίωση για τη δημιουργία ομάδων χωριών.

Οι ελληνικές προτάσεις πρόβλεπαν τον σχηματισμό ομάδων χωριών, αλλά μόνο με κριτήρια τη γεωγραφική τους θέση και σύμφωνα με την άποψη που είχε διατυπωθεί στον προηγούμενο γύρο, την ομοιότητα των διοικητικών, οικονομικών και κοινοτικών προβλημάτων που θα δημιουργούσε προϋποθέσεις για οικονομική βιωσιμότητα.

Πάντως και με τα κριτήρια αυτά θα ήταν δυνατό να σχηματισθούν ομάδες απο τουρκικά χωριά.

Ο σχηματισμός των ομάδων χωριών σήμαινε και την αποδοχή της άλλης τουρκικής αξίωσης για τοπική αυτοδιοίκηση σε επίπεδα. Οι ομάδες θα αποτελούσαν τη δεύτερη βαθμίδα. Η πρώτη ήταν τα χωριά, αλλά την εποπτεία τους και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό, θα εξακολουθούσαν να έχουν οι έπαρχοι.

Πάντως οι ελληνικές προτάσεις δεν προχωρούσαν να αποδεχθούν την τουρκική θέση, ότι τα σώματα τοπικής διοίκησης θα έπρεπε να είχαν νομοθετικές αρμοδιότητες.

Η θέση αυτή ήταν αντίθετη με εκείνη που διατύπωσε ο Ντενκτάς στις προτάσεις του και την επανέλαβε και διεύρυνε ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών Τσιαγλαγιαγκίλ στις 19 Απριλίου:

" Η τουρκοκυπριακή κοινότητα επιθυμεί περιφερειακή αυτονομία. Αυτό δεν σημαίνει διοίκηση με διοικητικές αρμοδιότητες, σημαίνει τοπική αυτονομία.

Ο Γλαύκος Κληρίδης όταν ρωτήθηκε από από τους δημοσιογράφους για τις δηλώσεις του Τσαγλαγιαγκίλ, λίγο πριν επιδώσει τς ελληνικές προτάσεις, είπε ότι ο Ραούφ Ντενκτάς δεν του είχε προτείνει κάτι τέτοιο. Αλλά "αν φυσικά ο κ. Ντενκτάς θέση θέμα περιφερειακής αυτονομίας, τότε ασφαλώς αι συνομλίαι θα περιέλθουν εις δυσχερή φάσιν, διά να μη είπω και εις αδιέξοδον".

Στις επόμενες συναντήσεις ο Κληρίδης έδωσε προφορικές διευκρινίσεις στον Ντενκτάς, ο οποίος στη 14η συνάντηση που έγινε στις 20 Μαϊου υπέβαλε γραπτό ερωτηματολόγιο με το οποίο ζητούσε διευκρινήσεις πάνω σε εννέα σημεία των ελληνικών προτάσεων. Το ερωτηματολόγιο του δεν περιορίστηκε μόνο σε ερωτήσεις, αλλά περιλάμβανε σχόλια πάνω στις προτάσεις. Ανέφερε ότι ήταν έξω από την πραγματικότητα οι προτάσεις, γιατί κάτω από τον έλεγχο των επάρχων οι περιφερειακές μονάδες τοπικής διοίκησης θα εξισώνονταν με Συμβούλιο Βελτίωσης. Ενα άλλο σημείο που έθιγε ιδιαίτερα ο Ντενκτάς ήταν εκείνο των αρμοδιοτήτων των οργάνων τοπικής διοίκησης και ιδιαίτερα η διάκριση μεταξύ διοικητιών και νομοθετικών αρμοδιοτήτων.

Οι απαντήσεις δόθηκαν στις 3 Ιουνίου (16η συνάντηση) και συζητήθηκαν προφορικά. Ο Κληρίδης έκαμε καθαρό και στις γραπτές και στις προφορικές διευκινήσεις του ότι η Κυβέρνηση δεν θα δεχόταν σε καμμιά περίπτωση να δοθούν τέτοιες αρμοδιότητες στα σώματα τοπικής διοίκησης που θα είχαν σαν αποτέλεσμα να προκύψει ομοσπονδιακό ή καντονιακό σύστημα. Για το λόγο αυτό η Κυνβέρνηση απέρριπτε έμμεσα και την αξίωση για παραχώρηση στα σώματα αυτά αρμοδιοτήτων σε θέματα νομοθεσίας και δικαιοσύνης και δημιουργία κονοτικής

ΑΓΩΝ 13 5 1969

αστυνομίας, επειδή οι αρμοδιότητες αυτές, μαζί με τις διοικητικές ήταν γνωρίσματα ομοσπονδιακών ή καντονιακών συστημάτων.

Οι μόνες νομοθετικές αρμοδιότητες που θα παραχωρούνται, όχι μόνο στα τουρκικά σώματα τοπικής διοίκησης αλλά και στα ελληνικά, ήταν η θέσπιση δευτερογενούς νομοθεσίας και η έκδοση κανονισμών με εξουσιοδότηση που θα πήγαζε από τους νόμους του κράτους.

Με τις προτάσεις τους οι τούρκοι όπως είπε σε ομιλία του στις 15 Ιουνίου 1969 επιδίωκαν να δημιουργήσουν όχι μόνο κράτος μέσα στο κράτος, αλλά τρία ξεχωριστά κράτη, ένα κεντρικό και δύο μοιονοτικά.

Ο Ντενκτάς στη συνάντηση τους στις 16 Ιουνίου είπε ότι δεν ήταν αυτός ο σκοπός των Τούρκων. Αλλά υποσχέθηκε ότι σε μερικές μέρες θα υπόβαλλε τις αντιπροτάσεις του, Τελικά δυο συναντήσεις που θα γίνονταν στις 23 και 26 Ιουνίου ματαιώθηκαν γιατί δεν ήταν έτοιμες οι προτάσεις και ο Ντενκτάς πήγε στην Αγκυρα για συνομιλίες με την τουρκική Κυβέρνηση.

Οι συνομιλίες διακόπηκαν για το καλοκαίρι με συμφωνία να ξεναρχίσουν τον Αύγουστο.

Στο διάστημα αυτό η Τουρκία επιδόθηκε για άλλη μια φορά στη μέθοδο των έμμεσων απειλών, με δηλώσεις "επισήμου της τουρκικής κυβερνήσεως" στις 24 Ιουνίου ότι η κατάσταση στην Κύπρο δεν μπορούσε να λεχθεί ότι είναι ήρεμη".

Η δήλωση αυτή ερμηνεύθηκε από την Κυβέρνηση σαν απειλή και διατυπώθηκαν ανησυχίες για τις προθέσεις της Τουρκίας. Ωστόσο ο Ντενκτάς αναχωρώντας στις 27 Ιουνίου για την Αγκυρα διαφώνησε με την διαπίστωση της τουρκικής δήλωσης (που την απέδωσε σε δημοσιογραφικές πληροφορίες) και είπε ότι δεν ήταν δικαιολογημένη η ανησυχία που προκλήθηκε.

Οι συνομιλίες συνεχίστηκαν όπως είχε συμφωνηθεί τον Αύγουστο, αλλά κάτω από τη σκιά που δημιουργούσε η εντεινόμενη δράση του Εθνικού Μετώπου, την οποία σταδιακά οι τούρκοι επικαλέστηκαν για να επιμείνουν στην αξίωση τους για την ύπαρξη χωριστών διευθετήσεων ασφαλείας.

Στις 7 Αυγούστου 1969 την επομένη μιας έκρηξης βόμβας στο κτίριο της Βουλής το επίσημο εκφραστικό όργανο της Τουρκοκυπριακής διοίκησης "Νιους Μπουλλεττίν", προειδοποιούσε:

" Σ' αυτό το σημείο επιθυμούμε να επισύρουμε την προσοχή των αρχών των Ηνωμένωνν Εθνών στην Κύπρο και άλλων ανεξάρτητων παρατηρητών στους σοβαρούς κινδύνους που δημιοργούν τις παράνομες οργανώσεις για την ειρήνη και την ηρεμία στην Κύπρο και ειδικά στις διακοινοτικές σχέσεις.

Ολοι θα αντιλαμμβάνονται τώρα πόσο δικαιολογημένη είναι η τουρκοκυπριακή πλευρά που ενεργεί με τη μέγιστη προσοχή σε ζητήματα διακινησήσεως ελληνοκυπρίων στις ελεγχόμενες από Τούρκους περιοχές. Με τόσες πολλές παράνομες οργανώσεις αφιερωμένες στον σκοπό της Ενώσεως, ανοικτά εχθρικές προς τους τούρκους, ή χωρίς ελεγχο ελεύθερη διακίνηση των Ελλήνων στις τουρκικές περιοχές θα μπορούσε εύκολα να δημιουργήσει επικίνδυνες και πολύ περίπλοκες καταστάσεις".

Στη συνάντηση που έγινε στις 11 Αυγούστου που ήταν η 19η της τρίτης φάσης, ο Ντενκτάς επέδωσε στον Γλαύκο Κληρίδη αντιπροτάσεις για την Τοπική διοίκηση μαζί με παρατηρήσεις πάνω στις ελληνικές προτάσεις και επεξηγήσεις για τις δικές του προτάσεις. Οι

ΑΓΩΝ 4 7 1969

νέες αντιπροτάσεις δεν διέφεραν βασικά σε κανένα σημείο από τις προηγούμενες θέσεις του, δηλαδή επέμεναν στη δημιουργία ομάδων χωριών με κοινοτικά κριτήρια, τη δημιουργία δύο σωμάτων τοπικής διοίκησης που θα αποτελούσαν τα κεντρικά όργανα της τοπικής διοίκησης, συντονισμό των ενεργειών τους από ειδικό συμβούλιο κάτω από τον Αντιπρόεδρο και συνταγματικές για την κατοχύρωση της ύπαρξης των τοπικών διοικήσεων.

Δεν δέχονταν τον σχηματισμό των ομάδων χωριών με γεωγραφικά κριτήρια γιατί τελικά, όπως υποστήριξε ο Ντενκτάς, η μεγάλη πλειοψηφία των τουρκικών χωριών θα ενσωματωνόταν σε ομάδες στις οποίες θα πλειοψηφούσαν τα ελληνικά χωριά. Οσο για τη βιωσιμότητα, ζητούσε να ληφθούν μέτρα για να εξασφαλισθεί η ανάπτυξη τους. Μια νέα θέση ήταν ότι οι Τούρκοι δέχονταν τον σχηματισμό μικτών ομάδων, αλλά ουσιαστικά τον απέκλειαν για τό Ντενκτάς, ζητούσε να εγκριθεί με πλειοφηφία δύο τρίτων από τους κατοίκους κάθε χωριού.

Στην 22η συνάντηση τους που έγινε την 1η Σεπτεμβρίου 1969 ο Γλαύκος Κληρίδης επέδωσε στον Ντενκτάς μακροσκελές έγγραφο με τις πατηρήσεις της κυβέρνησης πάνω στις τουρκικές αντιπροτάσεις. Το έγγραφο σχολίαζε τα επί μέρους σημεία και διατύπωνε τη γενική παρατήρηση ότι οι προτάσεις όπως είχαν με πρόνοιες για παραχώρηση αρμοδιοτήτων στους τομείς του Εκτελεστικού, του νομοθετικού, του δικαστικού, και του οικονομικού και στην αστυνομία θα οδηγούσε δημιουργία ομοσπονδιακού ή καντονιακού συστήματος και όχι ενιαίου κράτους, κάτι που η Κυβέρνηση δεν δεχόταν.

Το θέμα για την ελληνική πλευρά κατά την άποψη του Ντενκτάς, ήταν καθαρά πολιτικό, αλλά το υποστήριζε με επιχειρήματα που αναφέρονταν στις πρακτικές δυσχέρειες που θα δημιουργούνταν και στην οικονομική βιωσιμότητα. Η τουρκική απάντηση ήταν ότι οι δυσκολίες θα μπορούσαν να ξεπεραστούν αν υπήρχε η θέληση να εφαρμοσθούν οι τουρκικές προτάσεις. Ομως δεν γίνονταν δεκτές, γιατί, όπως ανέφερε ο Ντενκτάς, η ελληνική πλευρά, ήθελε να περιορίσει την τουρκική στη θέση της μειονότητας.

Οπως είχε γράψει το "Νιους Μπουλλεττίν" των τούρκων την 1η Φεβρουαρίου 1969 δεν δεχόταν όπως επειδή ήταν λίγοι, αυτό σήμαινε ότι ήταν μειονότητα. Οι τούρκοι ανέφερε σύμφωνα με τη σύγχρονη άποψη, ήταν κονότητα και επιζητούσαν ένα συνεταιρικό καθεστώς.

Πάντως η ολοκλήρωση της ανταλλαγής των προτάσεων σχεδόν επισημοποίησε το αδιέξοδο.

Μετά την υποβολή των ελληνικών παρατηρήσεων και τη διατύπωση των σχολείων του Ντενκτάς, ο Γλαύκος Κληρίδης αναγνώρισε για πρώτη φορά ότι υπήρχαν σοβαρές δυσκολίες:

"Από τας αντιπροτάσεις των τουρκοκυπρίων και τας επ' αυτών παρατηρήσεις της Κυβερνήσεως προκύπτει ότι η διαφορά επί του θέματος της τοπικής διοικήσεως εξακολουθεί να είναι ουσιαστική. Η διαφορά αυτή συνίσταται εις την διάρθρωσιν της τοπικής διοικήσεως".

Ο πρόεδρος Μακάριος σε δηλώσεις του στη Γερμανική εφημερίδα "Φραγκφούρτερ Αλκεμάϊνε Τσάϊτουγκ" μετά την επίδοση των τουρκικών προτάσεων απέρριψε την ιδέα του συνεταιρισμού:

ΑΓΩΝ 19 7 1969

" Οι τουρκοκύπριοι δεν έχουν καταστήσει σαφές τι είδους λύση επιδιώκουν. Ομιλούν περί καθεστώτος συνεταιρισμού. Αν με αυτό εννοούν ομοσπονδία,τότε τέτοια λύση δεν θα γίνει αποδεκτή από τους Ελληνες της Κύπρου. Η ομοσπονδία ακόμα, δεν είναι πρακτικά εφικτή, δεδομένου ότι οι τουρκοκύπριοι δεν ζουν σε ορισμένη περιοχή, αλλά είναι διεσπαρμένοι σε ολόκληρη τη νήσο, για να πραγματοποιηθεί Ομοσπονδία πρέπει να γίνει εκτεταμένη μετακίνηση πληθυσμού και αυτό δεν είναι επιτρεπτό".

Οι επόμενες συναντήσεις των δυο συνομλητών, μετά την ολοκλήρωση των απαντήσεεων της τουρκικής πλευράς αφιερώθηκαν στη διεκρίνηση ορισμένων σημείων και στην ανταλλαγή διαζευτικών απόψεων για τη μορφή της τοπικής διοίκησης.

Ο Γλαύκος Κληρίδης δήλωσε σε ενημερωτική συνάντηση του με τους δημοσιογράφους την 1η Σεπτεμβρίου 1969 ότι η ελληνική πλευρά έκαμε εισηγήσεις για "ορθόδοξη" τοπική διοίκηση. Εκείνο που εισηγήθηκε, ήταν να εγκαταλειφθεί η ιδέα της δημιουργίας χωριών και να υιοθετηθεί η αρχή τς τοπικής διοίκησης σε επίπεδο χωριών.

Η αντίδραση του Ντενκτάς δεν ήταν εντελώς αρνητική, αλλά δεν δέχθηκε η πρόταση να νομοθετεί η Βουλή για θέματα τοπικής διοίκησης. Αντίθετα πρότεινε χωρίς όμως να δεσμεύεται με την πρόταση αυτή, να διορίζεται ένα σώμα από προέδρους κοινοτήτων, με συμμετοχή ανάλογο προς τον αριθμό των ελληνικών και τουρκικών χωριών, που θα είχε την εξουσία να εγκρίνει όχι μόνο δευτερογενή, αλλά και πρωτογενή νομοθεσία.

Στο μεταξύ όμως ο ρυθμός των διακοινοτικών συνομιλιών έπεσε γιατί πλησίαζαν οι τουρκικές εκλογές και ο Ραούφ Ντενκτάς δεν επανέφερε την πρόταση του, παρόλο που ο Κληρίδης απάντησε πως ήταν διατεθειμένος να την συζητήσει, αφού ολοκληρώνονται οι τουρκικές σκέψεις.

Στις 11 Σεπτεμβρίου 1969 ο Κληρίδης πήγε για άλλη μια φορά στην Αθήνα για συνομιλίες με τον υπουργό Εξωτερικών Πιπινέλη. Οπως δηλωσε κατά την επιστροφή του το ομόρφωνο συμπέρασμα των συσκρψεων στην Αθήνα ήταν ότι οι προτάσεις που δόθηκαν στην τουρκοκυπριακή πλευρά βρίσκονταν στα πλαίσια ενός ανεξάρτητου και ενιαίου κράτους και ότι πρόσφεραν πραγματικό βαθμό τοπικής διοίκησης.

Στο διάστημα αυτό ο αντιπρόσωπος του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών Οζόριο Ταφάλ έκαμε μια προσπάθεια να άρει το αδιέξοδο, με εισήγηση του να εξετασθεί το ενδεχόμενο κατοχύρωσης των τουρκοκυπρίων με τροποποίηση του συντάγματος του 1960. Η τουρκική πλευρά που υποστήριζε ότι οι συμφωνίες εξακολουθούσαν να ισχύουν δέχθηκε κατ' αρχήν την πρόταση, αλλά η Κυβέρνηση υποστήριξε την άποψη ότι αφού οι τούρκοι δεν είχαν δεχθεί να συζητήσουν τα 13 σημεία, κάθε προσπάθεια τροποποίησης του συντάγματος θα ήταν μάταιη.

Η θέση αυτή ήταν σύμφωνη με την άποψη που είχε γίνει δεκτή και από τον Ντενκτάς ότι σκοπός των συνομιλιών ήταν να δημιουργηθεί ένα νέο συνταγματικό κεθεστώς και όχι να τροποποιηθεί το παλιό.

Ο Ντενκτάς είχε παρομοιάσει την προσπάθεια με το κτίσιμο ενός σπιτιού. Οι συνομιλίες, είπε, σκοπό είχαν να καθορίσουν τη διαρρύθμιση του και που θα έμπαιναν οι πόρτες και τα

ΑΓΩΝ 24 8 1969

παράθυρα, αργότερα άλλαξε τακτική:" Ενα νέο καθεστώς θα δημιουργηθεί με βάση το Σύνταγμα".

Ενώ το αδιέξοδο πάνω στο θέμα της τοπικής διοίκησης συνεχιζόταν στα παρασκήνια γίνονταν προσπάθειες για να βρεθούν τρόποι για την προώθηση των συνομιλιών. Ο υπουργός Εξωτερικών Σπύρος Κυπριανού συναντήθηκε στα Ηνωμένα Εθνη με τον τούρκο υπουργό Εξωτερικών Ιχσάν Τσαγλαγκαγκίλ στις 29 Σεπτεμβρίου 1969, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, διαπίστωσαν ότι υπήρχαν δυσκολίες στις συνομιλίες και ότι το πρόβλημα δεν μπορούσε να λυθεί με τη βία, αλλά δεν σημειώθηκε καμμιά μεταβολή στην τουρκική θέση, όπως φάνηκε από την ομιλία του τούρκου υπουργού στη Γενική Συνέλευση ύστερα από δυο μέρες, αν και υποστήριξε ότι έπρεπε να υπάρξουν αμοιβαίες υποχωρήσεις.

Επιστρέφοντας όμως στην Τουρκία δήλωσε στις 6 Οκτωβρίου 1969 ότι "όσοι περιμένουν υποχωρήσεις από την τουρκική πλευρά στις ενδοκυπριακές συνομιλίες τις τοποθετούν πάνω σε αρνητική βάση".

Η απάντηση του Προέδρου Μακαρίου ήταν ότι οι προτάσεις της ελληνικής πλευράς αποτελούσαν το όριο πέρα από το οποίο δεν μπορούσε να υπάρξει υποχώρηση.

Συνομιλίες με τον Τσαγλαγιαγκίλ στα Ηνωμένα Εθνη είχε και ο υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας Παναγιώτης Πιπινέλης πυ παρουσιαζόταν αισιόδοξος για το αποτέλεσμα.

Οι συνομιλίες βρίσκονταν σε στασιμότητα αλλά οι εκτιμήσεις για την εξέλιξη τους διέφεραν σχεδόν ριζικά. Ο υπουργός Εξωτερικών στην ομιλία του στα Ηνωμένα Εθνη στις 6 Οκτωβρίου διαβεβαίωσε οτι "παρά τις σημερινές δυσκολίες θα ήταν δυνατό να αναφερθεί κάποια πρόοδος στις συνομιλίες στο όχι απομακρυσμένο μέλλον".

Υστερα από δύο μέρες ο Πρόεδρος Μακάριος δήλωσε ότι τα περιθώρια αισιοδοξίας εξαντλούνται συνεχώς:

"...Αι ελπίδες ελαττούνται και αι προοπτικαί δημοκρατικής λύσεως του συστήματος μας συνεχώς απομακρύνονται... Δεν αποκλείομεν δυσαρέστους εξελίξεις. Και δεν βλέπομεν διεξοδική πορείαν εάν εις αδιέξοδον καταλήξουν αι συνομιλίαι...".

Την ίδια μέρα ο αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δημητρίου είπε ότι ο Πιπινέλης τον διαβεβαίωσε στην Αθήνα ότι είναι αισιόδοξος πως θα υπερπηδηθούν τα εμπόδια με καλήν θέλησιν εκατέρωθεν".

Σε μια προσπάθεια να παρακαμφθεί το αδιέξοδο οι συνομιλητές συμφώνησαν στη συνάντηση του την 1η Δεκεμβρίου 1969 (28η συνάντηση) να παρακάμψουν προσωρινά το θέμα της τοπικής διοίκησης και να επανεξετάσουν τα θέματα που είχαν συζητήσει προηγουμένως δηλαδή τις πτυχές σχετικά με την Εκτελεστική Εξουσία και εκείνο της αστυνομίας.

Με την έναρξη της ανασκόπησης των συνομιλιών, ο Πρόεδρος Μακάριος διατύπωσε την άποψη του ότι "από μια κακή συμφωνία είναι προτιμότερη η σημερινή κατάσταση".

ΑΓΩΝ 13 9 1969

Σε δηλώσεις του που έκαμε σε ομάδα δημοσιογράφων από την Αθήνα, ο Αρχιεπίσκοπος είπε ότι δεν υπήρχε θέμα χρονικών πωριθωρίων στις συνομιλίες, αλλά σε περίπτωση αδιεξόδου τους διαγράφονταν τέσσσερα ενδεχόμενα:

1. Να συνεχισθεί η ιδιότυπη κατάσταση που επικρατούσε.

2. Να ανακηρύξουν οι τουρκοκύπριοι χωριστό κρατίδιο για το οποίο όμως δεν έβλεπε να υπάρχουν οι αναγκαίες προϋποθέσεις.

3. Να χαρακτηρισθούν οι περιοχές που είχαν οι τούρκοι υπό τον έλεγχο τους σαν τουρκικά εδάφη με απ' ευθείας διοίκηση από την Τουρκία.

4. Να γίνει απόβαση από την Τουρκία.

Η επανεξεταση των σημείων που είχαν συζητηθεί άρχισε από το θέμα Δικαιοσύνης πάνω στο οποίο οι διαφωνίες ήταν σχετικά λίγες.

Σε μετέπειτα στάδιο και συγκεκριμένα στην 45η συνάντηση τους που έγινε στις 11 Μαϊου 1970 οι συνομιλητές συμφώνησαν να αρχίσουν τη σύνταξη εγγράφων, στα οποία θα κωδικοποιούσαν τα σημεία συμφωνίας και διαφωνίας τους στα επί μέρους θεματα.

Ετσι δόθηκε η ευκαιρία να ανασκοπηθεί η πρόοδος και να πλησιάσουν οι απόψεις πάνω σε περισσότερα σημεία, χωρίς όμως να εκλείψουν οι βασικές διαφορές.

Πάνω στο θέμα της Δικαιοσύνης που εξέτασαν πρώτο οι δυο πλευρές συμφώνησαν στην κατάργηση του συνταγματικού δικαστηρίου και την συμμετοχή των δύο κοινοτήτων στα δικαστήρια σε αναλογία πληθυσμών.

Διαφωνούσαν στον αριθμό των δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η ελληνική πλευρά πρότεινε πέντε Ελληνες και δύο τούρκους και οι τούρκοι έξη Ελληνες και τρεις τούρκους. Στο θέμα του διορισμού των δικαστών οι διαφορές ήταν μικρότερες, γιατί υπήρχε συμφωνία ότι έπρεπε να λαμβάνονται υπ' όψη οι τουρκικές απόψεις σχετικά με τους τούρκους δικαστές, αν και η ελληνική πλευρά υποστήριζε ότι τους διορισμούς έκανε ο Πρόεδρος, ενώ η τουρκική, ο Πρόεδρος με τον αντιπρόεδρο.

Η τουρκική πλευρά ζητούσε να δικάζει τούρκος δικαστής του Ανωτάτου τις πρωτόδικες υποθέσεις όταν οι διάδικοι ήταν τούρκοι και η ελληνική πλευρά πλησίαζε την άποψη της τουρκικής ότι οι Ελληνες και οι τούρκοι θα είχαν δικαίωμα να αποταθούν, αν ήθελαν στο Ανώτατο Δικαστήριο να διορίσει δικαστή από την αντίστοιχη κοινότητα για να δικάσει την υπόθεση τους.

Η σύνταξη του εγγράφου για τη Νομοθετική Εξουσία, άρχισε τις 25 Μαϊου 1970 και απασχόλησε τους συνομιλητές σε οκτώ συναντήσεις τους, μέχρι το τέλος Ιουλίου.

Οι δύο πλευρές συμφωνούσαν ότι από τη νομοθετική δικαιδοσία της Βουλής θα εξαιρούνταν ειδικά θέματα, στα οποία θα χρειαζόταν αυξημένη πλειοψηφία. Πιο συγκεκριμένα θα χρειαζόταν πλειοψηφία δύο τρίτων για τον εκλογικό νόμο και την τροποποίηση προνοιών του συντάγματος και επί πλέον σε θέματα που αναφέρονταν σε καθορισμένα δικαιώματα των τουρκοκυπρίων, χρειαζόταν το ένα τρίτο των τούρκων βουλευτών. Τα δικαιώματα αυτά θα ήταν συνταγματικά κατωχυρωμένα και για την μεταβολή τους θα χρειαζόταν εκτός από την πλειοψηφία των δύο τρίτων και πλειοψηφία τριών τετάρτων των τούρκων βουλευτών.

ΑΓΩΝ 9 10 1969

Οι δύο πλευρές διαφωνούσαν στον αριθμό των μελών της Βουλής, αλλά η διαφωνία δεν ήταν σοβαρή και στον τροπο εκλογής του Προέδρου και του Αντιπροέδρου.

Στο θέμα της Εκτελεστικής Εξουσίας, για την οποία το έγγραφο ετοιμάστηκε σε τρεις συναντήσεις τον Αύγουστο του 1970, οι τούρκοι επέμειναν στην ύπαρξη Αντιπροέδρου που θα είχε το προβάδισμα μετά τον Πρόεδρο.

Η ελληνική πλευρά δεν έκαμνε λόγο για τη θέση του Αντιπροέδρου και έτσι η τουρκική δεν συμφωνούσε με τις προτάσεις της ελληνικής πλευράς για τον τρόπο άσκησης της Εκτελεστικής Εξουσίας. Η τουρκική πλευρά ζητούσε στην άσκηση της να συμμετέχει και ο Αντιπρόεδρος.

Με την σύνταξη των εγγράφων -23 σελίδες για την Τοπική Διοίκηση, 6 για τη Δικαστική, 5 για τη Νομοθετική, 7 για την Εκτελεστική και 8 σελίδες για την Αστυνομία - και την υπογραφή τους στην 56η συνάντηση που έγινε στις 17 Αυγούστου, 1970, έληξε η τρίτη φάση των διακοινοτικών συνομιλιών, με συμφωνία να αρχίσει η τέταρτη φάση στις 21 Σεπτεμβρίου.

Η διεξαγωγή των συνομιλιών δεν υπήρξε απρόσκοπτη. Στο διάστημα της τρίτης φάσης εκδηλώθηκε και αποκορυφώθηκε η δράση της παράνομης και ένοπλης οργάνωσης Εθνικό Μέτωπο. Η επανεξέταση των διαφόρων πτυχών και η σύνταξη των εγγράφων έγινε στην κρίσιμη περίοδο που ακολούθησε την απόπειρα κατά της ζωής του προέδρου Μακαρίου, το Μάρτιο του 1970.

Και προς το τέλος της τρίτης φάσης πέθανε στις 18 Ιουλίου ο υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας Παναγιώτης Πιπινέλης που ήταν ο Αρχιτέκτονας της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και ένθερμος υποστηρικτής των διακοινοτικών συνομιλιων, τη θέση του πήρε ως υφυπουργός Εξωτερικών (το υπουργείο Εξωτερικών διατήρησε ο δικτάκτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος) ο Χριστιανός Ξανθόπουλος- Παλαμάς.

Με την έναρξη της επανεξέτασης των θεμάτων που συζητήθηκαν από τους συνομιλητές, ο Ου Θαντ έστειλε στην Κύπρο το τρίτο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου του 1970 τον βοηθό του Χοζέ Ρολζ Μπένετ, με μια πρόταση να παρακάθεται στις συνομιλίες "τρίτο πρόσωπο" που θα είχε ως αποστολή να παρακάθεται στις συνομιλίες, να ακούει τις απόψεις και να υποβάλλει δικές του εισηγήσεις για μείωση των διαφορών. Η τουρκική πλευρά απέρριψε την εισήγηση Ου Θαντ, συνεχίζοντας την αντεπίθεση της σε οιαδήποτε ανάμιξη των Ηνωμένων Εθνών στο Κυπριακό, αλλά επίσης και γιατί υποστήριζε ότι οι συνομιλίες ήταν διερευνητικές.

Ετσι έστω και αν υπήρχε κάποια συμφωνία θα μπορούσε να υπαναχωρήσει (με το πρόσχημα ότι διεξάγονταν απλώς βολιδοσκοπήσεις) όπως και έκανε αργότερα, ενώ αν στις συνομιλίες παρευρισκόταν τρίτο πρόσωπο και μάλιστα ως εκπρόσωπος των Ηνωμενων Εθνών, τέτοια υπαναχώρηση θα ήταν δύσκολη ή τουλάχιστο όχι χωρίς συνέπειες. Προσχήματα για υπαναχώρηση αντλούσαν οι τούρκοι από την ένταση της εσωτερικής κατάστασης και ορισμένες δημόσιες ομιλίες για την Ενωση κυρίως από τον υπουργό Εσωτερικών Επαμεινώνδα Κωμοδρόμο.