Πρώτη Ηλεκτρονική Ιστορία της Κύπρου

image

Δωρεάν προσφορά σε ερευνητές, μελετητές, φοιτητές, μαθητές και δημοσιογράφους.

Από την Κύπρο στην αρχαιότητα, μέχρι την Κύπρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αγγλοκρατία, η ΕΟΚΑ, το πραξικόπημα, το σχέδιο Ανάν, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αρχείο Παναγιώτη Παπαδημήτρη

papademetris-pΜοναδικό αρχείο στο οποίο μπορείτε να προστρέξετε και να αναζητήσετε εύκολα και γρήγορα αυτό που θέλετε για μια περίοδο 8.000 ετών για την Ιστορία της Κύπρου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

25.3.1965: Το δεύτερο τμήμα της έκθεσης του Μεσολαβητή των Ηνωμένων Εθνών για το Κυπριακό Γκάλο Πλάζα

S-1672

25 3 1965: ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ ΤΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗ ΤΩΝ

ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΕΘΝΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΓΚΑΛΟ ΠΛΑΖΑ

Γκ. Πλάζα

Ο μεσολαβητής των Ηνωμένων Εθνών για το Κυπριακό Γκάλο Πλάζα αναφέρει στο δεύτερο τμήμα της έκθεσης του για το Κυπριακό που υπέβαλε στις 25 Μαρτίου 1965 στο Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ Ου Θαντ:

- Προιστορία του προβλήματος.

15. Όσα έχω ν' αναφέρω σχετικά με τις θέσεις που έχουν υιοθετήσει τα ενδιαφερόμενα μέρη και τις προσπάθειές μου να βοηθήσω στην προώθηση μια ειρηνικής λύσεως και μιας συναινετικής διευθετήσεως του προβλήματος που αντιμετωπίζει η Κύπρος, μπορούν να εκτιμηθούν καλύτερα υπό το φως των περιστάσεων που οδήγησαν στην υιοθέτηση του συντάγματος του 1960, της ιδιαιτερότητας του συντάγματος αυτού, των εξελίξεων που οδή­γησαν στις ενδοκοινοτικές συγκρούσεις το Δεκέμβριο του 1963 και των γε­νικότερων συνθηκών που επικρατούν στο νησί από τότε. Τα θέματα αυτά εκτίθενται εν συντομία παρακάτω.

Α. - Οι Συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου

16. Το σημερινό σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, το οποίο χρονο­λογείται από την πρώτη μέρα της ανεξαρτησίας (16 Αυγούστου 1960), έχει τις ρίζες του στις συμφωνίες που επιτεύχθησαν μεταξύ των αρχηγών των κυβερνήσεων της Ελλάδας και της Τουρκίας στη Ζυρίχη στις 11 Φεβρουά­ριου 1959 κοι οι οποίες με τη σειρά τους ενσωματώθηκαν στις συμφωνίες στις οποίες κατέληξαν οι προαναφερθείσες κυβερνήσεις και η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου στο Λονδίνο, στις 19 Φεβρουάριου του ίδιου έτους. Την ίδια εκείνη μέρα οι εκπρόσωποί της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής κοινότητας συναποδέχθηκαν τις εν λόγω συμφωνίες και προσυπέγραψαν τις δηλώσεις των τριών κυβερνήσεων ως "το σύμφωνο θε­μέλιο για την οριστική διευθέτηση του προβλήματος της Κύπρου". Τελικά οι συμφωνίες αυτές ενσωματώθηκαν στις Συνθήκες και στο σύνταγμα, το οποίο υπογράφηκε στη Λευκωσία στις 16 Αυγούστου 1960. Κατ' αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκε το νομικό πλαίσιο για την ανεξαρτησία της Κύπρου.

17. Θα αναφέρω, εν συντομία μόνο, τις συνθήκες που υπαγόρευσαν αυτές τις συμφωνίες. Αν και δεν νομίζω ότι αυτή η αναφορά γίνεται στον κατάλληλο χώρο για να εξετασθεί με λεπτομέρειες η μακρά και σύνθετη ι­στορία της Κύπρου, επειδή όμως έχει διαδραματίσει συγκεκριμένο ρόλο στις σχέσεις μεταξύ των κοινοτήτων της Κύπρου πρέπει ως εκ τούτου να ληφθεί υπ' όψη. Εκτός της μικρής βρετανικής κοινότητας και των ακόμα μικρότερων κοινοτήτων Αρμενίων, Μαρωνιτών και άλλων, οι οποίοι στο σύνολό τους έχουν συνδεθεί περισσότερο με την ελληνική παρά με την τουρκοκυπριακή κοινότητα, ο λαός της Κύπρου αποτελείται ουσιαστικά από άτομα ελληνικής και τουρκικής καταγωγής σε ποσοστό 80 τοις εκατό προς 18 τοις εκατό περίπου. Μέσα στους αιώνες, οι δύο αυτές κύριες κοινότητες, μολονότι αναμείχθησαν, παρέμειναν απο πολλές απόψεις διακε­κριμένες και ξεχωριστές. Ειδικότερα, κάθε κοινότητα διατήρησε τη θρη­σκεία της και κατ' επέκταση το δικό της εκπαιδευτικό σύστημα, τουλάχι­στον στην πρωτοβάθμια και σε μεγάλο βαθμό στη δευτεροβάθμια εκπαίδευ­ση κι ακόμα, τους δικούς της νόμους, ήθη και έθιμα σε ζητήματα όπως ο γάμος και η προσωπική κατάσταση. Οι δύο γλώσσες διατηρήθηκαν, παρ' όλο που και στις δύο κοινότητες υπάρχουν πολλοί που μιλάνε και τις δύο, όπως επίσης υπάρχουν πολλοί που, λόγω της ογδοντατριάχρονης βρετανι­κής διοίκησης, μιλάνε και αγγλικά. Λιγότερο αισθητό αλλά όχι μικρότερης σημασίας είναι το γεγονός ότι κάθε κοινότητα έχει διατηρήσει τόσο τους φυσικούς όσο και τους συναισθηματικούς

ΧΑΡΑΥΓΗ 1 4 1965

δεσμούς και συμφέροντα με τη μητέρα πατρίδα και δεν μπορεί κανείς να ισχυρισθεί ότι η Κύπρος μπόρε­σε ή θέλησε ποτέ να απομονωθεί εντελώς από την εξέλιξη και την τύχη που είχαν οι σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας, από γενιά σε γενιά.

18. Είναι εξ ίσου όμως σημαντικό να κατανοήσουμε ότι αυτά τα διακρι­τικά γνωρίσματα των δύο κοινοτήτων δεν υποδηλώνουν ότι υπό φυσιολο­γικές συνθήκες διαχωρίσθηκαν η μία από την άλλη. Οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι είχαν διασπαρεί ευρέως στο νησί, όχι σύμφωνα με κά­ποιο προσδιορισμένο σχέδιο γεωγραφικού διαχωρισμού αλλά μάλλον ως α­ποτέλεσμα των συνηθισμένων παραγόντων, που διέπουν διαχρονικά τη με­τακίνηση και εγκατάσταση των πληθυσμών: Παραδείγματος χάρη, αναζήτη­ση καλλιεργήσιμης γης και εργασίας και παρόμοια οικονομικά και κοινω­νικά κίνητρα. Εντός των πλαισίων αυτής της ευρείας ανάμειξης του πληθυ­σμού υπάρχουν τοπικές συγκεντρώσεις όπου υπερισχύει πληθυσμιακά η μια είτε η άλλη κοινότητα κατά περίπτωση. Ετσι, σύμφωνα με την τελευταία α- πογραφή, επί συνόλου 619 χωριών, τα 393 σημειώθηκαν ως αμιγώς ή κατά πλειοψηφία ελληνικά, τα 120 ως τουρκοκυπριακά και 106 προσδιορίσθηκαν ως μικτά. Αλλά τα χωριά δεν βρίσκονται συνήθως ομαδοποιημένα με τρόπο που να υπερισχύει η μια ή η άλλη κοινότητα. Η συνηθέστερη κατά­σταση σε οποιαδήποτε περιοχή είναι να συναντώνται τόσο ελληνοκυπριακά όσο και τουρκοκυπριακά και μικτά χωριά. Η πρωτεύουσα Λευκωσία και άλλες μεγάλες πόλεις, όπως η Αμμόχωστος, η Λεμεσός και η Λάρνακα, είναι επίσης μικτές πληθυσμιακά. Εκεί, όπως και στα μικτά χωριά, οι πλη­θυσμοί των δύο κοινοτήτων τείνουν να συγκεντρώνονται σε χωριστές συ­νοικίες. Παρ' όλα αυτά, αν και οι μικτοί γάμοι είναι σπάνιοι - οι διαφο­ρές στη θρησκεία είναι μάλλον το κυριότερο εμπόδιο - υπάρχουν αποδεί­ξεις ουσιαστικής ανάμειξης των δύο κοινοτήτων, περισσότερο σε επίπεδο απασχόλησης και εμπορίου αλλά ως ένα βαθμό και σε κοινωνικό επίπεδο.

19. Μου ελέχθη ότι η παρουσία της βρετανικής εξουσίας, η οποία επεβλήθη πάνω σ' αυτά τα δύο βασικά στοιχεία του πληθυσμού, έτεινε να απο­κρύψει ή να περιορίσει θεμελιώδεις πολιτικές διαφορές ανάμεσά τους κατά τα έτη πριν από την ανεξαρτησία. Τούτο πιθανόν να είναι αλήθεια ως προς την ηγεσία κάθε πλευράς, αν και θα δίσταζα να αποφανθώ πόσο βαθιά οι πολιτικές διαφορές τούς διείσδυσαν στα κοινωνικά στρώματα των δύο κοινοτήτων. Ωστόσο είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση ότι η αντίστα­ση κατά της βρετανικής εξουσίας ήταν περισσότερο ελληνοκυπριακή παρά τουρκοκυπριακή υπόθεση. Και τούτο οδηγεί στο επόμενο ουσιαστικό ση­μείο: Οτι δηλαδή αν και η αντίσταση κατά της βρετανικής εξουσίας ήταν ελληνοκυπριακή υπόθεση - η Κύπρος ήταν εκείνο τον καιρό βρετανική α­ποικία - ο στόχος της ανεξαρτησίας δεν επιτεύχθηκε διά της συνηθισμένης οδού ενός τοπικού εθνικού κινήματος που κερδίζει την εθνική του κυριαρ­χία μέσω διαπραγματεύσεων ή με ένοπλο αγώνα κατά της αποικιακής εξου­σίας και μόνο. Η εντονότερη εσωτερική πολιτική πίεση που εκδηλώθηκε στα 1955 εκ μέρους των Ελληνοκυπρίων και οδήγησε σε ένοπλη εξέγερση δεν απέβλεπε στην ανεξαρτησία καθεαυτή αλλά στην Ένωση με την Ελλά­δα. Τούτο προκάλεσε τη δημιουργία μιας αντίθετης πίεσης, η οποία χωρίς αμφιβολία υποκινείτο τουλάχιστον εν μέρει από το φόβο μιας ελληνικής κυριαρχίας, εκ μέρους της τουρκοκυπριακής ηγεσίας: Γενικά προβάλλετο μια αντίσταση κατά της ιδέας της Ένωσης και εν τέλει μια επιμονή ότι η τουρκοκυπριακή κοινότητα είχε αντίστοιχο δικαίωμα ένωσης με την Τουρ­κία, το οποίο θα πραγματωνόταν με τη διχοτόμηση της χώρας (Taxim).

20. Έτσι όχι μόνον η Βρετανία, ως αποικιακή δύναμη και με στρατηγικά συμφέροντα στο νησί, αλλά και η Ελλάδα και η Τουρκία επίσης προέβαλαν ζωτικό ενδιαφέρον για το νησί. Τα

ΧΑΡΑΥΓΗ 11 4 1965

συμφέροντα των τρίτων ενδιαφερόμενων μερών προσέδωσαν στο Κυπριακό μια πολυπλοκότητα ζητημάτων που ξεπερνούσαν το άμεσο ζήτημα της ευημερίας του κυπριακού λαού. Τα ζητή­ματα αυτά συμπεριλάμβαναν, ειδικότερα, τις σχέσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, καθώς και τη σχέση των χωρών αυτών με το Ηνωμένο Βασίλειο. Το μέλλον των βρετανικών βάσεων στο νησί δεν συνιστούσε μόνο βρετανικό εθνικό συμφέρον, αλλα αποτελούσε και συμφέρον της στρατιωτικής συμμαχίας, της οποίας μέλη ήσαν και οι τρεις δυνάμεις. Στα ζητήματα αυτά συμπεριλαμβανόταν επίσης το ενδιαφέρον την Τουρκίας, τόσο από εθνική όσο και από διεθνή σκοπιά, αναφορικά με θέματα εσωτε­ρικής ασφάλειας σ' ένα νησί, το οποίο βρίσκεται πολύ κοντά στις ακτές της. Και δεν είναι με κανέναν τρόπο ασήμαντοι παράγοντες όπως εθνική τιμή, περηφάνεια κι άλλα συναισθηματικής φύσεως στοιχεία, τα οποία έχουν ως πηγή τους στενούς εθνικούς δεσμούς των Ελλήνων με τους Ελλη­νοκυπρίους και των Τούρκων με τους Τουρκοκυπρίους.

21. Η διευθέτηση του 1959 απέβλεπε στη δημιουργία μιας Δημοκρατίας με καθεστώς ειδικά προσαρμοσμένο τόσο στην εθνολογική σύνθεση του πληθυ­σμού (περίπου 80 τοις εκατό ελληνικής και 18 τοις εκατό τουρκικής κατα­γωγής) όσο και σε ό,τι αναγνωριζόταν ως ειδική σχέση ανάμεσα στην Κυ­πριακή Δημοκρατία και τα τρία άλλα κράτη που αναμείχθησαν στις συμφω­νίες. Στην αρχική τους μορφή οι συμφωνίες επεδίωκαν να αναγνωρίσουν και να διατηρήσουν συνταγματικά μια διάκριση ανάμεσα στις δύο κοινότη­τες και να συντηρήσουν μια συγκεκριμένη ισορροπία ανάμεσα στα αντίστοι­χα δικαιώματα και συμφέροντά τους. Στην κατοπινή μορφή τους σκοπό είχαν να παράσχουν, μέσω συνθηκών, μια πολυμερή εγγύηση διατήρησης της καταστάσεως πραγμάτων πού 0ά εγκαθιδρύετο από το προτεινόμενο σύ­νταγμα. Τόσο η ένωση της Κύπρου με οποιοδήποτε άλλο κράτος όσο και η διχοτόμησή της αποκλείσθηκαν ρητά. Η διευθέτηση επέτρεψε επίσης στο Η­νωμένο Βασίλειο να διατηρήσει την κυριαρχία του σε δύο περιοχές της Κύ­πρου για να τις χρησιμοποιεί ως στρατιωτικές βάσεις. Στην ουσία αυτές οι περιοχές εξαιρέθηκαν από την επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Β. - Το Σύνταγμα της 16ης Αυγούστου 1960

22. Το σύνταγμα, το οποίο τελικά χαράχθηκε εντός των αυστηρών πλαι­σίων των Συμφωνιών της Ζυρίχης και του Λονδίνου και το οποίο ίσχυσε από την ημέρα της ανεξαρτησίας της Δημοκρατίας, ουσιαστικά αποτελείται από τέσσερις ενότητες προνοιών. Η πρώτη ενότητα αποτελείται από τις πρόνοιες που αναγνωρίζουν σε κάθε μια απο τις δύο κοινότητες ξεχωριστή ύπαρξη. Η δεύτερη συμπεριλαμβάνει τους συνταγματικούς μηχανισμούς που εξασφαλίζουν τη συμμετοχή της κάθε κοινότητας στις κυβερνητικές λειτουργίες, ενώ επιδιώκεται να αποφευχθεί σε ορισμένα θέματα η ηγεμο­νία της μεγαλύτερης πληθυσμιακά (ελληνοκυπριακής) κοινότητας και εξα­σφαλίζεται επίσης η μερική διοικητική αυτονομία για κάθε κοινότητα. Στην τρίτη ενότητα προνοιών, το σύνταγμα σε κάποιο βαθμό προβλέπει εγγυή­σεις για τη διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών. Η τέταρτη ενότητα συνιστά ένα σύνθετο σύστημα εγγυήσεων για τη διασφάλιση της κυριαρχίας του συντάγματος.

23. Έτσι, μέσα από την πρώτη ενότητα προνοιών, οι δύο χωριστές κοι­νότητες προσδιορίζονται (Αρθ. 1) και ορίζονται (Αρθ. 2) από το σύνταγμα. Τους αποδίδεται ισότιμη θέση ως προς τις επίσημες γλώσσες του κράτους (Αρθ. 3 και 180), την επιλογή της σημαίας του κράτους, το δικαίωμα ανάρ­τησης της εθνικής σημαίας της Ελλάδας και της Τουρκίας κατά περίπτωση (Αρ. 4) και τον εορτασμό των εθνικών επετείων των εν λόγω χωρών (Αρθ. 5). Ολες οι εκλογές γίνονται βάσει χωριστών κοινοτικών εκλογικών καταλόγων (Αρ. 63 και 94) και με χωριστή

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ 2 4 1965

ψηφοφορία (Αρ. 1, 39, 62, 86, 173 και 178). Οι ώρες εκπομπής των ραδιοτηλεοπτικών μέσων μοιράζονται με­ταξύ των δύο κοινοτήτων με συγκεκριμένο τρόπο (Αρθ. 171). Στις κοινότη­τες αναγνωρίζονται δικαιώματα ειδικών σχέσεων με την Ελλάδα και την Τουρκία αντίστοιχα, συμπεριλαμβανομένου και του δικαιώματος αποδοχής επιχορηγήσεων για τη δημιουργία εκπαιδευτικών, πολιτιστικών, αθλητικών και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, καθώς και το δικαίωμα διορισμού δασκά­λων, καθηγητών και κληρικών από την ελληνική και την τουρκική κυβέρνη­ση αντίστοιχα (Αρθ. 108).

24. Το ίδιο το πολιτικό σύστημα συνεχίζει αυτή τη διάκριση μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Ο πρόεδρος, που πρέπει να είναι Έλληνας, και ο αντι­πρόεδρος, που πρέπει να είναι Τούρκος, εκλέγονται από τις αντίστοιχες κοινότητες (Αρθ. 1) και μπορεί έτσι να πει κανείς ότι είναι οι αδιαφιλονί­κητοι ηγέτες και εγγυητές των δικαιωμάτων των δύο κοινοτήτων σε κάθε περίπτωση. Διορίζουν χωριστά τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου (επτά Έλληνες και τρεις Τούρκοι υπουργοί) (Αρθ. 46). Στη Βουλή των Αντιπρο­σώπων επίσης ο πρόεδρος πρέπει να είναι Έλληνας και ο αντιπρόεδρος Τούρκος, ο καθένας δε εκλέγεται χωριστά από τη δική του ομάδα βουλευ­τών (Αρθ. 72).

25. Στη δεύτερη ενότητα προνοιών, όλα τα όργανα του κράτους έχουν σχεδιασθεί έτσι ώστε να διασφαλίζεται η συμμετοχή των δύο κοινοτήτων κι ως προς τη σύνθεση και ως προς τη λειτουργία τους. Ωστόσο η βάση αυτού του διαχωρισμού ποικίλλει στα διάφορα όργανα. Σε μερικά εκφράζε­ται με αριθμητική ισότητα, είτε με ισότητα λειτουργιών (το δικαστικό σώμα ως σύνολο) είτε χωρίς τέτοια ισότητα (πρόεδρος και αντιπρόεδρος) (Αρθ. 36 - 43). Ένας αριθμός "Ανεξαρτήτων Αξιωματούχων", και συγκεκρι­μένα ο Γενικός Εισαγγελέας, ο προϊστάμενος του Λογιστηρίου του Κρά­τους και ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας (Αρθ. 112 - 121) και οι επι- κεφαλείς του Στρατού, της Αστυνομίας και της Χωροφυλακής (Αρθ. 131) μπορούν να διορίζονται από τις κοινότητες, αλλά ο καθένας πρέπει να έχει ένα βοηθό, ο οποίος διορίζεται από την άλλη κοινότητα. Σε άλλες πε­ριπτώσεις, η συμμετοχή βασίζεται σε καθορισμένο ποσοστό. Έτσι στο στρα­τό, ο οποίος αριθμεί 2.000 άνδρες, οι Έλληνες και οι Τούρκοι συμμετέχουν σε ποσοστά 60 τοις εκατό και 40 τοις εκατό αντίστοιχα (Αρθ. 129). Το ίδιο ποσοστό ισχύει επίσης μεταβατικά στην Αστυνομία και τη Χωροφυλακή.

Ένα διαφορετικό ποσοστό (70 τοις εκατό προς 30 τοις εκατό) προβλέπεται για τη σύνθεση του υπουργικού συμβουλίου (Αρθ. 46), τη Βουλή των Αντιπροσώπων (Αρθ. 62), τη Δημόσια Υπηρεσία (Αρθ. 123) και από κά­ποια στιγμή στην Αστυνομία και τη Χωροφυλακή (Αρθ. 130).

26. Εκτός από τον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο, που μπορούν να δρουν χιοριστά σ' ένα μεγάλο αριθμό θεμάτων, οι θεσμοί και τα όργανα αυτά είναι κατ' αρχήν ενιαία, με την έννοια ότι τα μέλη τους μπορούν να συμμετέχουν σ' αυτά, κατά γενικό κανόνα, χωρίς να γίνεται διάκριση ανα­φορικά με την καταγωγή τους. Πρακτικά, ωστόσο, ορισμένα απ' αυτά ενδέ­χεται να διαιρούνται και σε ορισμένες περιπτώσεις επιβάλλεται να διαιρού­νται σε δύο χωριστές κοινοτικές ομάδες. Έτσι, αν και οι νόμοι και οι απο­φάσεις της Βουλής των Αντιπροσώπων γενικά ψηφίζονται με απλή πλειοψηφία του συνόλου των παρευρισκομένων βουλευτών, για την

ΧΑΡΑΥΓΗ 4 4 1965

τροποποίηση του εκλογικού νόμου, καθώς και για την έγκριση οποιουδήποτε νόμου ο ο­ποίος σχετίζεται με τους δήμους ή προβλέπει επιβολή δασμών ή φόρων, α­παιτείται η πλειοψηφία της κάθε κοινοτικής ομάδας χωριστά (Αρθ. 78). Για την τροποποίηση των σχετικά λιγότερο σημαντικών άρθρων του συντάγμα­τος, τα οποία και είναι δεκτικά τροποποιήσεως, απαιτείται χωριστή πλειο­ψηφία δύο τρίτων (Αρθ. 182).

27. Επίσης, οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι υπουργοί, αν και είναι ίσοι μεταξύ τους, αναφέρονται στον πρόεδρο ή τον αντιπρόεδρο ανά­λογα με την καταγωγή τους (Αρθ. 48 και 49). Οι Τουρκοκύπριοι και οι Ελ­ληνοκύπριοι δικαστές είναι κατά παρόμοιο τρόπο ίσοι μεταξύ τους, αλλά γενικά ασκούν το λειτούργημά τους μόνο ως προς τα μέλη των δικών τους κοινοτήτων (Αρθ. 159). Οι δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς και οι ένοπλες δυ­νάμεις της Δημοκρατίας, που βρίσκονται σε τμήματα της χώρας τα οποία κατοικούνται σε ποσοστό που πλησιάζει το 100 τοις εκατό από μέλη της μιας κοινότητας απαιτείται να είναι μέλη αυτής της κοινότητας (Αρθ. 123 και 132). Επιπλέον, η κατανομή στις δύο κοινότητες των αξιωμάτων των "Ανεξαρτήτων Αξιωματούχων" και άλλων σημαντικών θέσεων, καθώς και των βοηθών τους, απ' όσα έχω πληροφορηθεί, έτεινε να λειτουργεί ως πρό­τυπο για το σύνολο του ανώτατου στρώματος της δημόσιας υπηρεσίας.

28. Υπάρχει ένας αριθμός προνοιών στο σύνταγμα, που έχουν σχεδιασθεί ώστε να επιβάλλουν σε ορισμένους τομείς δραστηριότητας μια ισότητα λειτουργιών ανάμεσα στις δύο κοινότητες, ακόμα κι εκεί που η εκπροσώ­πησή τους είναι άνιση. Έδωσα παραπάνω το παράδειγμα της Βουλής των Αντιπροσώπων σχετικά με ορισμένους τύπους νομοθεσίας ιδιαίτερης σπου- δαιότητας για τα κοινοτικά συμφέροντα. Ένας αριθμός αποφάσεων εντός των πλαισίων των εξουσιών του προέδρου και του αντιπροέδρου απαιτούν τη συμφωνία και των δύο: Παραδείγματα, η επιλογή της σημαίας (Αρθ. 4), η δημοσίευση νόμων (Αρθ. 51) και αποφάσεων του υπουργικού συμβουλίου (Αρθ. 46), ο διορισμός υπουργών (Αρθ. 47) και μελών του Ανωτάτου Συ­νταγματικού Δικαστηρίου (Αρθ. 133), μελών του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αρθ. 153) και ορισμένων αξιωματούχων της δημόσιας υπηρεσίας και των επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεων (Αρθ. 112, 115, 118, 124, 126, 131, 133, 153), η εισαγωγή της καθολικής στρατιωτικής θητείας (Αρθ. 129) και η αύ­ξηση ή μείωση της δυνάμεως του στρατού (Αρθ. 130).

29. Τόσον ο πρόεδρος όσο και ο αντιπρόεδρος έχουν δικαίωμα να καθυ­στερήσουν αποφάσεις σε πολλά θέματα και να ασκήσουν veto σε άλλα. Είτε χωριστά είτε από κοινού, έχουν δικαίωμα άσκησης οριστικού veto σε οποιοδήποτε νόμο ή απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων αναφορικά με θέματα εξωτερικών υποθέσεων, αλλά με ορισμένες εξαιρέσεις. Επίσης σε ορισμένα θέματα άμυνας και ορισμένα θέματα ασφαλείας (Αρθ. 50). Εξ άλλου, είτε χωριστά είτε από κοινού έχουν το δικαίωμα να αναπέμπουν στη Βουλή για επανεξέταση οποιοδήποτε νόμο και απόφαση (Αρθ. 51) και να ζητούν παρομοίως από το υπουργικό συμβούλιο να επανεξετάσει οποια­δήποτε απόφασή του (Αρθ. 57). Όμως και στις δύο αυτές περιπτώσεις ο­φείλουν, με εξαίρεση τις περιπτώσεις όπου έχουν δικαίωμα άσκησης veto, να αποδέχονται τις αποφάσεις των παραπάνω οργάνων όταν αυτές επι­στρέφουν μετά την επανεξέτασή τους.

30. Αποτέλεσμα αυτών των μηχανισμών είναι οι περισσότερες από τις σημαντικές υποθέσεις του κράτους να υπόκεινται στη συμφωνία των εκ­προσώπων της ελληνικής και της τουρκικής

ΑΓΩΝ 6 4 1965

κοινότητας είτε με τη λήψη κοινών αποφάσεων, είτε με την αποποίηση του δικαιώματος veto. Η αρνη­τική πλευρά αυτής της κατάστασης έγκειται στο ότι μπορεί να οδηγήσει σε αδιέξοδο στην περίπτωση που για κάποιο θέμα οι δύο κοινότητες έχουν έ­ντονα αντίθετες απόψεις και πράγματι κάτι τέτοιο συνέβη - με αποτέλεσμα που συνέβαλαν σημαντικά στην παρούσα κρίση - στην περίπτωση της φο­ρολογικής νομοθεσίας και στο ζήτημα των δήμων. Η προσφυγή στο Ανώτα­το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν οδηγεί κατ' ανάγκη στο ξεπέρασμα τέ­τοιων αδιεξόδων, επειδή το δικαστήριο αυτό μπορεί να ασχοληθεί μόνο με θέματα ερμηνείας κι όχι με την επίλυση πολιτικών διαφορών.

31.Το σύνταγμα προβλέπει κι ένα άλλο επίπεδο πολιτικών οργάνων - εκείνα που είναι αμιγώς κοινοτικά στην εκπροσώπηση και στις λειτουργίες. Τα ανώτατα απ' αυτά είναι οι δύο κοινοτικές συνελεύσεις, που η καθεμιά εκλέγεται από την αντίστοιχη κοινότητα και ασκεί έλεγχο σε θέματα όπως θρησκεία, κουλτούρα, εκπαίδευση, προσωπική κατάσταση και κοινοτικοί θε­σμοί, όπως ο αθλητισμός, οι φιλανθρωπικές και συνεργατικές οργανώσεις, κλπ. (Αρθ 173). Είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι σύμφωνα με το σύ­νταγμα οι δήμοι αυτοί είναι τα μόνα όργανα τα οποία προβλέπεται να βα­σίζονται στον εδαφικό διαχωρισμό των δύο κοινοτήτων, εφ' όσον εφαρμό­ζονται στις πόλεις όπου οι περισσότεροι άνθρωποι κάθε ομάδας ζουν σε χωριστές κοινοτικές περιοχές.

33. Η τρίτη ενότητα προνοιών ασχολείται με τον προσδιορισμό και την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Αφού καθορίσει ότι κανένας νόμος ή εκτελεστική ή διοικητική απόφαση δεν μπορεί να με­ροληπτεί εις βάρος οιασδήποτε από τις δύο κοινότητες ή οιουδήποτε ατό­μου ως άτομο ή ως μέλος μιας από τις κοινότητες, το σύνταγμα ορίζει τα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες που παραχωρεί (Αρθ. 6 - 35). Μπο­ρούμε να παρατηρήσουμε ότι οι πρόνοιες αυτές ακολουθούν πιστά τις πρό­νοιες της ευρωπαϊκής σύμβασης για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δι­καιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών, την οποία η Κύπρος έχει προσυπο­γράψει.

34. Η ευθύνη της προστασίας κατά της παραβιάσεως του συντάγματος, και κατά συνέπεια των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών που πα­ραχωρεί, ανήκει και στα τακτικά δικαστήρια και στο Ανώτατο Συνταγματι­κό Δικαστήριο, το οποίο ουσιαστικά λειτουργεί όχι μόνο ως συνταγματικό δικαστήριο αλλά και ως διοικητικό δικαστήριο (Αρθ. 144 και 146). Σχετικά μ' αυτό το θέμα, πρέπει να σημειωθεί ότι στο δικαστικό σώμα έχουν δοθεί συγκεκριμένα χαρακτηριστικά προκειμένου να διατηρείται μία ισορροπία α­νάμεσα στις δύο κοινότητες. Στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο προΐ- σταται ένας ουδέτερος δικαστής και κατά τα άλλα αποτελείται από έναν Ελληνοκύπριο κι έναν Τουρκοκύπριο δικαστή (Αρθ. 133). Το Ανώτατο Δι­καστήριο, αν και απαρτίζεται από δύο Ελληνοκυπρίους δικαστές και μόνον έναν Τουρκοκύπριο, έχει επίσης πρόεδρο έναν ουδέτερο δικαστή, ο οποίος έχει δικαίωμα διπλής ψήφου.

35. Η τέταρτη και τελευταία σημαντική ενότητα συνταγματικών προ­νοιών, στην οποία πρέπει να δοθεί προσοχή, είναι εκείνη η οποία συνιστά ένα σύνθετο πλέγμα εγγυήσεων του συντάγματος. Οι πρόνοιες αυτές περι­λαμβάνουν κατ' αρχήν εγγυήσεις αμιγώς δικαστικής φύσης: Τη θεσμοθέτηση Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο μπορεί να ακυρώνει ο­ποιαδήποτε απόφαση ή νόμο τον οποίο κρίνει αντισυνταγματικό (Αρθ. 137, 138, 139, 144, 146), την πρόβλεψη ότι, όσον αφορά στα άρθρα του συντάγ­ματος που είναι δεκτικά τροποποιήσεως, η τροποποίηση αυτή πρέπει να εγκριθεί από χωριστές πλειοψηφίες των δύο τρίτων των βουλευτών κάθε κοινότητας στη Βουλή των Αντιπροσώπων (Αρθ. 182). Επίσης το μεγαλύτε­ρης πρακτικής σπουδαιότητας γεγονός ότι τα "Βασικά Αρθρα" του συντάγ­ματος - στην ουσία το θεμέλιο των Συμφωνιών της Ζυρίχης και του Λον­δίνου - δεν μπορούν να τροποποιηθούν καθόλου (Αρθ. 182) καθώς και τη διεθνή δέσμευση της Κυπριακής Δημοκρατίας σύμφωνα με τη Συνθήκη Εγ- γυήσεως, την οποία συνυπέγραψε με την Ελλάδα, την Τουρκία και το Ηνω­μένο Βασίλειο - η οποία είναι κατοχυρωμένη στο σύνταγμα (Αρθ. 181) - να σέβεται το σύνταγμα. Όπως εξηγήθηκε παραπάνω, το δικαστικό σώμα, το οποίο αποτελεί το φυσικό μέσο εγγύησης του σεβασμού προς το σύνταγ­μα και τους νόμους, διαθέτει ορισμένα χαρακτηριστικά για να διατηρείται μια ισορροπία ανάμεσα στις δύο κοινότητες.

36. Άλλες εγγυήσεις του συντάγματος είναι ενσωματωμένες στις διεθνείς συνθήκες (Λευκωσία, 16 Αυγούστου 1960), τις οποίες η Δημοκρατία συνυπέ­γραψε την πρώτη ημέρα της Ανεξαρτησίας - οι αρχές αυτών των συνθηκών είναι στην πραγματικότητα αναπόσπαστο τμήμα του σώματος των Συμφω­νιών της Ζυρίχης και του Λονδίνου. Η Κύπρος δεσμεύεται από τη Συνθήκη Εγγυήσεως που έχει συνάψει με την Ελλάδα, την Τουρκία και το Ηνωμένο Βασίλειο "να εξασφαλίζει τη διατήρηση της ανεξαρτησίας, εδαφικής ακεραι­ότητας και ασφάλειας, καθώς και να σέβεται το σύνταγμά της", "να μη λαμβάνει μέρος συνολικά ή εν μέρει σε οποιοδήποτε πολιτικό ή οικονομικό συνασπισμό με οποιοδήποτε κράτος" και "να απαγορεύει οποιαδήποτε δρα­στηριότητα, η οποία ενδέχεται να προωθήσει είτε την ένωσή της με άλλο κράτος είτε τη διχοτόμηση του νησιού" (Αρθ. I). Τα τρία άλλα συμβαλλόμε­να μέρη εγγυώνται επίσης την ανεξαρτησία, εδαφική ακεραιότητα και ασφά­λεια της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθώς επίσης και "την κατάσταση πραγ­μάτων που εγκαθιδρύεται με τα βασικά άρθρα του συντάγματος της" (Αρθ.ΙΙ). Ανέλαβαν επίσης να συνεργάζονται προκειμένου να διασφαλισθεί η τήρηση των προβλέψεων της Συνθήκης Εγγυήσεως και, στην περίπτωση που η κοινή ή συντονισμένη δράση δεν είναι δυνατή, κάθε μιά έχει το δικαίωμα "να αναλάβει δράση με μοναδικό σκοπό την επαναφορά της κατάστασης πραγμάτων που δημιουργήθηκε από την παρούσα συνθήκη" (Αρθ. IV).

37. Η Συνθήκη Συμμαχίας ανάμεσα στην Κύπρο, την Ελλάδα και την Τουρκία, η οποία όπως και η Συνθήκη Εγγυήσεως έχει συνταγματική ισχύ, αποτελεί άμεση στρατιωτική εγγύηση δια της εγκαταστάσεως τριμερούς στατηγείου στην Κύπρο, στο οποίο η Ελλάδα και η Τουρκία συνεισέφεραν στρατιωτικά αποσπάσματα 950 και 650 ανδρών αντίστοιχα (Αρθ. III και IV και Συμπληρωματικό Πρωτόκολλο No 1). Τέλος, η διατήρηση των στρα­τιωτικών βάσεων, στις οποίες το Ηνωμένο Βασίλειο διατήρησε την κυριαρ­χία σύμφωνα με την ξεχωριστή Συνθήκη Εγκαθιδρύσεως, μπορεί να θεωρη­θεί ότι αντιπροσωπεύει ώς ένα ορισμένο βαθμό μια συμπληρωματική στρα­τιωτική εγγύηση για την ακεραιότητα της Κύπρου και την εφαρμογή του συντάγματος.