Πρώτη Ηλεκτρονική Ιστορία της Κύπρου

image

Δωρεάν προσφορά σε ερευνητές, μελετητές, φοιτητές, μαθητές και δημοσιογράφους.

Από την Κύπρο στην αρχαιότητα, μέχρι την Κύπρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αγγλοκρατία, η ΕΟΚΑ, το πραξικόπημα, το σχέδιο Ανάν, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αρχείο Παναγιώτη Παπαδημήτρη

papademetris-pΜοναδικό αρχείο στο οποίο μπορείτε να προστρέξετε και να αναζητήσετε εύκολα και γρήγορα αυτό που θέλετε για μια περίοδο 8.000 ετών για την Ιστορία της Κύπρου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

20.8.1954: Ο Στρατάρχης Παπάγoς εξηγεί γιατί απoφάσισε vα πρoσφύγει στα Ηvωμέvα Εθvη για τηv Κύπρo (πρακτικά Βoυλής τωv Ελλήvωv συvεδρία ΛΘ, 7 Φεβρoυαρίoυ, 1955

S-1033

20.8.1954: Ο ΣΤΡΑΤΑΡΧΗΣ ΠΑΠΑΓΟΣ ΕΞΗΓΕΙ ΓΙΑΤΙ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ ΝΑ ΠΡΟΣΦΥΓΕΙ ΣΤΑ ΗΝΩΜΕΝΑ ΕΘΝΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ (ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ, ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΛΘ, 7 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ,1955)

Ο πρώην κυβερνήτης της Κύπρου Σερ Αντριου Ραϊτ, με τον πρεσβευτή της Βρετανίας Σερ Τσιαρλς Πικ στην Αθήνα

Η απόφαση του Πρωθυπουργού της Ελλάδας Αλέξανδρου Παπάγου να προσφύγει στα Ηνωμένα Εθνη δεν ήταν απόφαση της στιγμής αλλά προηγήθηκαν πολλά γεγονότα τα οποία τον ανάγκασαν να προχωρήσει.

Ολα τα γεγονότα τα εξήγησαν ο στρατάρχης Παπάγος και ο υπουργός του των Εξωτερικών Στέφανος Στεφανόπουλος στη Βουλή των Ελλήνων ύστερα από ένα χρόνο (Πρακτικά συνεδρίασις Λθ, 7 Φεβρουαρίου, 1955):

Α. ΠΑΠΑΓΟΣ (Πρόεδρος Κυβερνήσεως): Κύριοι βουλευταί ευθύς από της επομένης των εκλογών, η προσοχή της Κυβερνήσεως εγράφη προς την Κυπριακήν υπόθεσιν. Η Κυβέρνησις είχε και έχει συναίσθησιν της ιστορικής ευθύνης της, όσον αφορά το εθνικόν τούτο ζήτημα,.

ΚΥΠΡΟΣ 13 9 1954

Την 4ην Δεκεμβρίου 1952 απαντών εις συγχαρητήριον τηλεγράφημα του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, του έλεγα και τον διαβεβαίωνα αυτόν και δι' αυτού τον Κυπριακόν Λαόν, ότι τόσον εγώ όσο και η υπ' εμέ Κυβέρνησις θα πράξωμεν το παν, ώστε το κυπριακόν ζήτημα να λάβη την εμπρέπουσαν θέσιν και λύσιν εντός του πλαισίου της σημερινής πραγματικότητος. Ομοίως εις τας προγραμματικάς δηλώσεις της Κυβερνήσεως, τας γενομένας την 17ην Δεκεμβρίου 1952, αντιμετωπίσωμεν το Κυπριακόν ζήτημα, το οποίον συνέχει τας καρδίας και τας ψυχάς όλων των Ελλήνων, εντός του πλαισίου της σημερινής πραγματικότητος.

Εις διαφόρους συνομιλίας, κύριοι βουλευταί, τας οποίας είχον με τον ενταύθα πρέσβυν της Μεγάλης Βρεττανίας τον Σερ Τσιαρλς Πηκ, του ετόνιζον ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρξη Κυβέρνησις ελληνική, η οποία να αδιαφορήση διά το Κυπριακόν ζήτημα, δεν είναι δυνατόν να υπάρξη Ελλην ο οποίος να αδιαφορήση διά την τύχην 400 χιλιάδων Ελλήνων, και ότι θα έπρεπε να εξευρεθή μία λύσις, λύσις τοιαύτη η οποια ικανοποιούσα τους κυπρίους, να μη έχη ως αποτέλεσμα την διαταραχήν των σχέσεων και της φιλίας με την Μεγάλην Βρεττανίαν, εις την οποίαν φιλίαν, τόσον εγώ, όσον και η Κυβέρνησις μου αποδίδομεν μεγάλην σημασίαν και θεωρούμεν αυτήν ως ένα ακρογωνιαίον λίθον της εξωτερικής πολιτικής της χώρας.

Του έλεγον ότι μία συζητητέα λύσις θα ήτο η παραχώρησις ενός φιλελευθέρου συντάγματος υπό την προϋπόθεσιν διενεργείας δημοψηφίσματος εντός 2 ή 3 ετών. Και προσέθετον ότι διά την εξασφάλισιν των στρατηγικών αναφερόντων και απαιτήσεων της Βρεττανικής στρατιωτικής πολιτικής εν τη Μέση Ανατολή θα είμεθα διατεθειμένοι όχι μόνον βάσεις να παραχωρήσωμεν (επί) της Μεγαλονήσου, αλλά και εις την ηπειρωτικήν και νησιωτικήν Ελλάδα.

Ο πρέσβυς της Μεγαλης Βρεττανίας με ήκουε πάντοτε μετά προσοχής και με την διακρίνουσαν αυτόν ευγένειαν με διεβεβαίωνεν ότι όσα του έλεγον διεβιβάζοντο εις το Υπουργείον των Εξωτερικών της Μεγάλης Βρεττανίας, αλλα ότι αυτός δεν εθεώρει εύθετον την στιγμήν διά την ανακίνησιν του Κυπριακού προβλήματος.

Ο Κυβερνήτης της Κύπρου Σερ Ρόμπερτ Αμριτεϊτζ επιθεωρεί στρατιωτικό απόσπασμα

Επί του σημείου τούτου κύριοι βουλευταί, διεφώνουν απολύτως, διότι ολοέν μας ήρχοντο και δυσάρεστα νέα από την Κύπρον. Αι εκεί βρεττανικαί αρχαί ελάμβανον σειράν μέτρων εκπαιδεύσεως, τα οποία απέβλεπον εις τον αφελληνισμόν της νήσου. Η ύπαιθρος εστέναζεν από μέτρα οικονομικής πιέσεως, αποσκοπούντα εις την αποθάρρυνσιν και την ηθικήν υποδούλωσιν των κατοίκων.

Την 27 Απριλίου 1953 ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, ενεργών εν ονόματι της Εθναρχίας της Κύπρου, εζήτησεν από τον αρμοστήν της Νήσου, όπως προαγάγη προς πραγματοποίησιν το προς αυτοδιάθεσιν δικαίωμα του Κυπριακού Λαού κατόπιν αποφάσεως των Ηνωμένων Εθνών της 10 Δεκεμβρίου 1952 και το προαγάγη προς πραγματοποίησιν, είτε διά της αξιοποιήσεως κατά τον Ιανουάριον του 1950 δημοψηφίσματος, είτε και διά διενεργείας νέου. Τον Μάϊον του 1953 ο Κυβερνήτης της Κύπρου απήντησεν ότι η Βρετανική Κυβέρνησις δεν αντιμετωπίζει μεταβολήν του καθεστώτος εις την Κύπρον, επομένως το ζήτημα είναι κλειστόν.

Δύνασθε να αντιληφθήτε κύριοι βουλευταί την αλγεινήν εντύπωσιν την οποίαν επροξένησεν η δήλωσις αύτη του Κυβερνήτου, τόσον εν Κύπρω όσον και εν Ελλάδι.

Εις τας 10 Αυγούστου η Εθναρχία Κύπρου προσεφυγεν εις τα Ηνωμένα Εθνη, ζητούσα όπως ταύτα συστήσουν εις την Μεγάλην Βρεττανίαν να σεβασθή το προς αυτήν τιθέμενον δικαίωμα του Κυπριακού λαού, συμφώνως προς τας αρχάς των Ηνωμένων Εθνών συγχρόνως ο Μακάριος δι' επιστολής του προς εμέ, εζήτησε να υιοθετήση η ελληνική Κυβέρνησις την προσφυγήν ταύτην και να σταθή η ελληνική Κυβέρνησις παρά το πλευρόν του Κυπριακού λαού.

Παρά την αδυσώπητον πίεσιν των γεγονότων, δεν ηθέλησα κύριοι βουλευταί να συμμερισθώ τότε την άποψιν του Αρχιεπισκόπου, δεν ηθέλησα να προσφύγω εις τον Οργανισμόν Ηνωμένων Εθνών, διότι εθεώρουν ότι το ζήτημα ήτο δυνατόν να λυθή διά διμερών συνομιλιών. Δεν ηθέλησα εις τα Ηνωμένα Εθνη να γίνουν συζητήσεις, αι οποίαι θα μας παρίστανον ως διϊσταμένους προς την Μεγάλην Βρεττανίαν. Και επειδή τότε είχον πληροφορηθή ότι θα ήρχετο εις την Ελλάδα δι' ανάρρωσιν, ο υπουργός των Εξωτερικών κ. Ηντεν, αποφάσισα να συναντηθώ μαζί του και να ομιλήσω.

Εν τω μεταξύ εκλήθη από την Ν. Υόρκην ο αντιπρόσωπος της Ελλάδος κ. Κύρου και εις μίαν σύσκεψιν, η οποία εγένετο εδώ, απεφασίσθη να αποτρέψωμεν τον Μακάριον, να μεταβή

ΕΘΝΟΣ 26 6 1954

ΚΥΠΡΟΣ 20 9 1954

εις Αμερικήν διά να υποστηρίξη την προσφυγήν την οποίαν είχε κάμει. Ο δε αντιπρόσωπος της Ελλάδος κ. Κύρου ομιλών εις την Γενικήν Συνέλευσιν των Ηνωμένων Εθνών της 21 Δεκεμβρίου 1953, προέβη εις τας εξής δηλώσεις, τας οποίας θα έχω την τιμήν να σας αναγνώσω.

"Ο Πνευματικός και εθνικός αρχηγός των τεσσάρων πέμπτων του Εθνικού Ελληνικού πληθυσμού εζήτησεν από τον Γενικόν Γραμματέα να εγγραφή το ζήτημα της Κύπρου εις την ημερησίαν διάταξιν. Εζήτησε να συστήση ο Οργανισμός εις την βρεττανικήν Κυβέρνησιν όπως παρασχεθή το δικαίωμα του Κυπριακού Λαού προς αυτοδιάθεσιν, συγχρόνως προς απόφασιν των Ηνωμένων Εθνών της 16 Δεκεμβρίου 1952.

Εν τούτοις το κυπριακόν ζήτημα δεν είναι μεταξύ των θεμάτων της ημερησίας διατάξεως. Η ελληνική Κυβέρνησις παρ' όλην την ισχυράν πίεσιν της ελληνικής κοινής γνώμης, δεν εδέχθη να υιοθετήση την αίτησιν του Κυπριακού Λαού να αναλάβη πρωτοβουλίαν, διότι επιθυμεί πριν προσφύγη εις τα Ηνωμένα Εθνη, να ακολουθήση την μέθοδον των φιλικών διμερών συνομιλιών. Πριν καταφύγη κανείς εις την διαιτησίαν ή την δικαιοσύνην, εξαντλεί κάθε δυνατότητα απ' ευθείας συνεννοήσεως, όταν μάλιστα πρόκειται περί δύο χωρών, τας οποίας συνδέουν μακραί εγκάρδιαι σχέσεις. Υπαρχει πάντοτε ανοικτή οδός να καταφύγη κανείς εις τον δικαστήν, όταν ο συνήθης τρόπος της φιλικής συνεννοήσεεως δεν αποδώση".

Την επομένην ακριβώς ήτοι την 22 Δεκεμβρίου (Σεπτεμβρίου) του 1953 μετέβην εις την Βρεττανικήν Πρεσβείαν και συνηντήθην με τον κ. Ηντεν τον οποίον εγνώριζον από την εποχήν του πολέμου. Παρίστατο και ο πρσβευτής της Μεγάλης Βρεττανίας.

ΚΥΠΡΟΣ 10 10 1954

Εν αρχή ο κ. Ηντεν μοι διεβίβασεν επίσημον πρόσκλησιν της Βρεττανικής Κυβερνήσεως να επισκεφθώ το Λονδίνον. Είτα εισερχόμενος εις το θέμα του ανέπτυξα πως έχει το Κυπριακόν, εις ποίαν δύσκολον θέσιν ευρίσκετο η Ελληνική Κυβέρνησις, κατόπιν της προσφυγής της Εθναρχίας, διατί δεν υιοθέτησεν αυτήν και επέμενα επί της ανάγκης, όπως εξευρεθή μία λύσις του Κυπριακού προβλήματος διά διμερών φιλικών συνομιλιών, αι οποίαι διμερείς συνομιλίαι, ιδίως δεν θα πρέπει να έχουν ως αποτέλεσμα την εκτράχυνσιν των καλών σχέσεων, τας οποίας επιθυμούμεν να έχωμεν με την Μεγάλην Βρεττανίαν.

ΕΘΝΟΣ 17 9 1954

Ο κ. Ηντεν με ήκουσε με προσοχήν, εν τούτοις ξηρώς μου απήντησεν ότι "θα επαναλάβω εκείνο, το οποίον είπα και άλλοτε, δηλαδη διά την Βρεττανικήν Κυβέρνησιν δεν υφίσταται Κυπριακόν ζήτημα, ούτε εις το παρόν, ούτε εις το μέλλον. Του απήντησα τότε, κατόπιν της κατηγορηματικής ταύτης δηλώσεως, η ελληνική Κυβέρνησις θα χειρισθή πλέον το ζήτημα αυτό όπως κρίνει καλλίτερον και λυσιτελέστερον και ότι αποκτά πλέον πλήρη και απόλυτον ελευθερίαν ενεργείας (ζωηρά χειροκροτήματα).

Μετά τινα καιρόν και αφού ο κ. Ηντεν είχεν αναλάβει τα καθήκοντά του ως υπουργός των Εξωτερικών της Μεγάλης Βρεττανίας, διότι όταν είχεν έλθει εδώ ευρίσκετο εν αναρρώσει, εκάλεσα τον Πρεσβευτήν της Μεγάλης Βρεττανίας και του είπον αφού τον ηυχαρίστησα διά την διαβιβασθείσαν πρόσκλησιν της Βρεττανικής Κυβερνήσεως ότι θα μετέβαινον ευχαρίστως εις Λονδίνον, εν τη περιπτώσει καθ' ην μεταξύ των άλλων θεμάτων των συνομιλιών, θα ήτο και το κυπριακόν ζήτημα".

Εν η περιπτώσει όμως θα απεκλείετο όμως οιαδήποτε συζήτησις επί του Κυπριακού, εθεώρουν εμαυτόν στοιχειωδώς υποχρεωμένον να μην αποδεχθώ την πρόσκλησιν, (χειροκροτήματα).

Ο βρετανός πρέσβυς διεδίβασε τα ανωτέρω εις τον υπουργόν των Εξωτερικών και μετά τινα καιρόν έλαβον έγγραφον απάντησιν εκ μέρους του κ. Ηντεν, η οποία επί λέξει ήτο η εξής: "Ελπίζω έλεγε, να συναντήσω τον στρατηγόν Παπάγον εις Λονδίνον και θα ελυπούμην πολύ εάν το Κυπριακόν ζήτημα τον ημπόδιζε να έλθη. Δεν δύναμαι παρά ταύτα να μεταβάλω την στάσιν μου επί του Κυπριακού".

Κατόπιν τούτου κύριοι βουλευταί, ελήφθη πλέον η απόφασις να προσφύγωμεν εις τα Ηνωμένα Εθνη.

Στη συνέχεια το λόγο έλαβε ο υπουργός Εξωτερικών Στέφανος Στεφανόπουλος ο οποίος είπε:

ΚΥΠΡΟΣ 27 9 1954

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ: Κύριοι βουλευταί,

Η Κυβέρνησις του Ελληνικού Συναγερμού όταν απεφάσισε να φέρη το Κυπριακόν ενώπιον της διεθνούς Κοινής Γνώμης, εγνώρισε καλώς ποίαι ήσαν αι επικρατούσαι διεθνείς περιστάσεις, εγνώριζε την υφισταμένην γενικώτερον εμπλοκήν, όπως επίσης εγνώριζε και τας υφισταμένας τότε δυσμενείς συνθήκας.

Ούχ Ηττον όμως, εκ παραλλήλου, εγνώριζε καλώς ότι αι δυσμενείς αύται και κρίσιμοι συνθήκαι, είχον ως αφετηρίαν και ως σκοπόν, την προάσπισιν της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας, εγνώριζεν, ακόμη, ότι δι' αυτήν την ελευθερίαν και δι' αυτήν την ανεξαρτησίαν, είχομεν, ήδη, αγωνισθή, ως αποκαλούμενα Ελεύθερα Εθνη, εναντίον των ορδών των μηχανοκινήτων του χιτλερισμού, εγνώριζεν ακόμη ότι διά την ελευθερίαν καιτην ανεξαρτησίαν, μεταπολεμικώς, είχον συνασπισθή, άπαντα τα ελεύθερα κράτη, διά να κατορθώσωμεν διά του συνασπισμού αυτού, την ελευθερίαν να την παγιώσωμεν και την ανεξαρτησίαν να την καταστήσωμεν απρόσβλητον, δι' αυτό το θέμα το κυπριακόν, το οποίον εφαίνετο ως θέμα ελευθερίας συνυφασμένον απολύτως με το θέμα της αυτοδιαθέσεως, ήτο θέμα σύμφωνον με το νόημα και το πνεύμα του αγώνος και των επιδιώξεων των καλουμένων ελευθέρων εθνών, ήτο θέμα σύμφωνον με εκείνο το οποίον αποτελεί την προμετωπίδα του Καταστατικού των Ηνωμένων Εθνών, διότι τα Ηνωμένα Εθνη, έχουν θέσει επί κεφαλής του Καταστατικού αυτών, την προάσπισιν της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας απάντων των λαών, εις τρόπον ώστε να είναι δυνατόν οι προσφεύγοντες εκεί, όπως υποτίθεται, να ευρίσκουν δικαιοσύνην και ικανοποίησιν.

Διά τούτο προ των δυσχερειών και των περιπλοκών των διεθνών περιστάσεων, ο Πρόεδρος της Κυβερνήσεως Στρατάρχης Παπάγος, σταθμίσας καλώς τας τας διεθνείς περιστάσεις ενόμισεν ότι είχε την υποχρέωσιν να λάβη αποφασιστικήν θέσιν έναντι του Κυπριακού ζητήματος, ενόμισεν ότι δεν επετρέπετο κανενός είδους επίσης δισταγμός, όταν θα επρόκειτο να παραμερισθή η ιδέα της ελευθερίας η ιδέα της ανεξαρτησίας. Η θέσις επομένως του αιτήματος του Κυπριακού λαού, ήτο λέγομεν, απολύτως σύμφωνος με το νόημα και με τας επιδιώξεις των ελευθέρων λαών, επεδίωκαν ως έλεγον, να οργανώσουν έναν κόσμον βάσει των αρχών της δικαιοσύνης και της ελευθερίας. Ελεγον ότι επεζήτουν να εξασφαλίσουν την διεθνή ειρήνην και ως μέσον διά την εξασφάλισιν αυτής εισηγούντο πάλιν την ελευθερίαν, εισηγούντο την δικαιοσύνην. Ημεθα, εν τάξει, λοιπόν σύμφωνοι με το διεθνές αυτό πνεύμα όταν εφέραμεν ενώπιον αυτών, το αίτημα του Κυπριακού λαού, το οποίον ήτο αίτημα της ελευθερίας το αρρήκτως συνδεδεμένον με το αίτημα της αυτοδιαθέσεως.

Εκτοτε η Ελληνική Κυβέρνησις εθεώρησεν υποχρέωσιν της, να χαράξη σταθερώς την γραμμήν, την οποίαν ηκολούθει επί του Κυπριακού ζητήματος και θα την ηκολούθει και θα την συνέχιζε, χωρίς υπαναχωρήσεις και χωρίς διασταγμούς. Ηδη η προηγουμένη της παρούσης Κυβερνήσεως, κατά τον Μάϊον του 1952 είχε θέσει το Κυπριακόν ενώπιον της βρεττανικής κυβερνήσεως και διά σχετικού υπομνήματος τότε είχε εκθέσει την πίεσιν, την οποίαν υφίστατο η ελληνική Κυβέρνησις εκ μέρους της ελληνικής κοινής γνώμης και εξέθετε ταυτοχρόνως τους φόβους αυτής, εις την περίπτωσιν κατά την οποίαν θα συνεχίζετο η εκκρεμότης του Κυπριακού και τους κινδύνους, οι οποίοι εξ αυτής θα προέκυπτον. Η απάντησις όμως της Βρεττανικής Κυβερνήσεως υπήρξε ξηρά και κατηγορηματική.

Μετά τούτο η Ελληνική Κυβέρνησις τότε υπανεχώρησε και δεν επανήλθε πλέον επί του θέματος αυτού.

Οταν ο Στρατάρχης Παπάγος ανήλθεν εις την εξουσίαν κατόπιν της λαϊκής εντολής της 16ης Νοεμβρίου, αμέσως έλαβε σαφή θέσιν επί του Κυπριακού ζητήματος, εις τας προγραμματικάς αυτού δηλώσεις, ενώπιον μας, έλεγεν: "Οσον αφορά το Κυπριακόν ζήτημα, το οποίον, ως είναι φυσικόν, συνέχει, τας ψυχάς και τας καρδίας όλων των Ελλήνων, η κυβέρνησις θα το αντιμετωπίση εντός του πλαισίου της σημερινής πραγματικότητος". Ηδη από του Ιανουαρίου 1953 είχε τα πρώτας σχερτικάς επαφάς, όπως και προηγουμένως εξέθεσε, με τον πρεσβευτή της Μεγάλης Βρεττανίας.

Οι ηγούμενοι των Μονών, Τροοδίτισσας Παγκράτιος και Κύκκου Χρυσόστομος. Βρίσκονται πολύ συχνά στο πλευρό του Μακαριου σε διάφορες εκδηλώσεις την κρίσιμη αυτή περίοδο των προσπαθειών του για προσφυγή στον ΟΗΕ

Διακαής πόθος του στρατάρχου Παπάγου, ήτο όπως το Κυπριακόν θέμα ρυθμισθή δια διμερών συνομιλιών μετά της φίλης και συμμάχου Μεγάλης Βρεττανίας. "Εάν το Κυπριακόν, έλεγε τότε ο Στρατάχης Παπάγος, ελύετο κατ' αυτόν τον τρόπον, δηλαδή διά διμερών συνομιλιών, δεν θα ήτο η Κύπρος, η οποία θα προσαρτάτο εις την Ελλάδα, θα ηδυνάμεθα να είπωμεν ότι η Μεγάλη Βρεττανία θα προσήρτα την Ελλάδα ολόκληρον".

Παρά την έλλειψιν οιασδήποτε ανταποκρίσεως εκ μέρους της Βρεττανικής Κυβερνήσεως και παρά τα δυσάρεστα νέα, τα οποία συνεχώς ήρχοντο από την μαρτυρικήν Μεγαλόνησον, ένθα διά σειράς ανελευθέρων μέτρων εκπαιδευτικών και οικονομικών, επεδιώκετο η κάμψις της και αφελληνισμός του εκεί ελληνικού πληθυσμού, ο στρατάρχης Παπάγος, μη λησμονών τους μακρούς και στενούς δεσμούς, οι οποίοι μας συνδέουν με την Μ. Βρεττανίαν, επέμενε πάντοτε επί της φιλικής διευθετήσεως μετ' αυτής του Κυπριακού ζητήματος. Και όταν, όπως και ο ίδιος σας είπε, κατά τον Αύγουτον του 1953 η Εθναρχία αποφάσισε να προσφύγη εις τα Ηνωμένα Εθνη και εζήτησε την συμπαράστασιν της ελληνικής Κυβερνήσεως και πάλιν ο Στρατάρχης Παπάγος, αψηφών τον κίνδυνον ενδεχομένης παρεξηγήσεως, ήθελε να αποφύγη την αντιδικίαν, διότι ενόμιζεν ότι οιαδήποτε προσφυγή και συζήτησις ενώπιον των Ηνωμένων Εθνών, θα ήτο δυνατόν να έχη δυσαρέστους συνεπειας διότι θα παρίστα την Ελλάδα ως ευρισκομένην εις διάστασιν με την φίλην και σύμμαχον Μ. Βρεττανίαν.

Μετ' ολίγον ήλθε προς ανάρρωσιν εις την Ελλάδα ο Υπουργός της Μ. Βρεττανίας ο κ. Αντονυ Ηντεν, και ο Πρόεδρος της Κυβερνήσεως συναντήσας αυτόν κατά την 22 Σεπτεμβρίου, εξέθηκε τας δυσχερείας της ελληνικής Κυβερνήσεως συνεπεία της ολονέν ογκουμένης πιέσεως του ελληνικού αισθήματος και επί πλέον ωμίλει εις αυτόν περί των δυνατών λύσεων, αι οποίαι θα ήτο δυνατόν εις το θέμα τούτον να επέλθουν χωρίς να διαταραχθούν αι μεταξύ των δύο καρτών πετροπαράδοτοι σχέσεις.

Ουδεμία ελληνική Κυβέρνησις ετόνισεν ο στρατάρχης Παπάγος, είναι δυνατόν να παραβλέψη τον πόθον των 400.000 Ελλήνων της Κύπρου. Η απάντησις όπως σας είπον ήτο ξηρά και κατηγορηματική: " Θα σας επαναλάβω όσα είπον και εις την προηγουμένην ελληνικήν

ΚΥΠΡΟΣ 4 10 1954

Κυβέρνησιν. Ζήτημα Κύπρου διά την Βρεττανικήν Κυβέρνησιν δεν υπάρχει ούτε εις το παρόν , ούτε εις το μέλλον".

Και ο στρατάρχης Παπάγος απήντησεν ότι κατόπιν της στάσεως ταύτης της Βρεττανικής κυβερνήσεως, η ελληνική Κυβέρνησις θεωρεί πλέον εαυτήν αδέσμευτον και ότι θα ακολουθήση τον λυσιτελέστερον και επωφελέστερον δρόμον γιά την επίλυσιν του δικαίου αυτού αιτήματος. Η απόφασις περί της ακολουθητέας πολιτικής γραμμής ελήφθη τότε οριστική και αμετάκλητος χωρίς σπουδή και χωρίς βία, αλλά με ηρεμίαν και αποφασιστικότητα. Το Κυπριακόν θα προωθείτο προς την φυσικήν του λύσιν, διά των μέσων, τα οποία μας παρείχεν η διεθνής δικαιοσύνη και οι αρμόδιοι διεθνείς Οργανισμοί. Η πολιτική, η οποία έκτοτε εχαράχθη σαφώς και απαρεγκλίτως είναι γνωστή εις Υμάς. Θα αναμένομεν διμερείς διαπραγματεύσεις, διά να καταλήξωμεν εις μίαν λύσιν ανεκτήν επί του Κυπριακού ζητήματος και θα ανεμένομεν μέχρι της τελευταίας προθεσμίας της οποίας μας επέτρεπε το Καταστατικόν των Ηνωμένων Εθνών. Εάν παρέλθη το διάστημα αυτό, χωρίς να λάβουν χώραν αι διαπραγματεύσεις αύται, τότε η ελληνική Κυβέρνησις θα απευθυνθή προς τον ΟΗΕ.

Πάντως προσέθεσεν ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως, χαράσσων την πολιτικήν αυτήν, η ελληνική Κυβέρνησις θέτουσα εις εφαρμογήν την επί του Κυπριακού πολιτικήν της και ουδέν θα πράξη όπερ τότε, όπως είμεθα και πάντοτε αποφασισμένοι, όπως η διαφορά μας με την βρεττανικήν Κυβέρνησιν, εφ' όσον βέβαια τούτο εξαρτάται από ημάς, ουδαμώς επηρεάση τας σχέσεις του ελληνικού λαού προς τον βρεττανικόν λαόν, ζητούντες από ένα διεθνές δικαστήριον δικαιοσύνην, επί ενός τοιούτου θέματος. Είμεθα αποφασισμένοι να μη επιτρέψωμεν, εφόσον βεβαίως εξαρτάται από ημάς, όπως επηρεασθούν οι μεταξύ της Ελλάδος και της Μεγάλης Βρεττανίας υφιστάμενοι πατροπαράδοτοι δεσμοί. Φείδομαι, κύριοι βουλευταί του χρόνου σας και δεν θα επαναλάβω ενώπιον σας όσα άλλωστε ο κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως προηγουμένως σας εξέθεσε σχετικώς με τας ενεργείας εις τας οποίας εν τω μεταξύ προέβη η ελληνική Κυβέρνησις αλλά φείδομαι και της ψυχικής σας ηρεμίας μη επαναφέρων εις την μνήμην σας όσα εκ μέρους της Βρεττανικής πλευράς ελέχθησαν και επράχθησαν κατά το διάστημα αυτό.

Δεν επιθυμώ να υπενθυμίσω προς υμάς την καταπληκτικήν δήλωσιν καθ' ην μόνη η Κύπρος ειδικώς και εξαιρετικώς εξ όλων των εδαφών της Κοινοπολιτείας, δεν θα αποκτήση ποτέ την ανεξαρτησίαν της, ούτεε τη θλιβεράν φράσιν ότι η Ελλάς είναι μία ασταθής, αν και φιλική χώρα. Οι λόγοι αυτοί όσον και εάν μεταγενεστέρως κατεβλήθη προσπάθεια διά να μειωθή η εξ αυτών εντύπωσις, τραυματίζουν βαθύτατα την ευαίσθητον ελληνικήν ψυχήν.

Ημείς τουλάχιστον, είμεθα υπεράνω τοιούτων κρίσεων, αλλά ταυτοχρόνως, διά το δίκαιον του αιτήματος θα συνεχίσωμεν τον αγώνα μας υπέρ της δικαιώσεως χωρίς εν τούτοις να εκτρέψωμεν διά αδικαιολογήτου οξύτητος τον αγώνα τούτον, τον δίκαιον, τον ευγενή επί του διεθνούς πεδίου, εις αγώνα ανταγωνισμού μεταξύ Ελλάδος και Μεγάλης Βρεττανίας. Τοιουτοτρόπως εφθάσαμεν εις την προσφυγήν. Απετέλει αύτη, καθ' ημάς υπό τας δημιουργηθείσας από την Βρεττανικήν αδιαλλαξίαν συνθήκας, δι' ημάς το μόνον δυνατόν ειρηνικόν μέσον προς επίλυσιν της μεταξύ της Ελλάδος και της βρεττανικής Κυβερνήσεως διαφοράς".