Πρώτη Ηλεκτρονική Ιστορία της Κύπρου

image

Δωρεάν προσφορά σε ερευνητές, μελετητές, φοιτητές, μαθητές και δημοσιογράφους.

Από την Κύπρο στην αρχαιότητα, μέχρι την Κύπρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αγγλοκρατία, η ΕΟΚΑ, το πραξικόπημα, το σχέδιο Ανάν, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αρχείο Παναγιώτη Παπαδημήτρη

papademetris-pΜοναδικό αρχείο στο οποίο μπορείτε να προστρέξετε και να αναζητήσετε εύκολα και γρήγορα αυτό που θέλετε για μια περίοδο 8.000 ετών για την Ιστορία της Κύπρου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

20.10.1950: Η παιδική ζωή τoυ Μιχαήλ Μoύσκoυ (Αρχιεπισκόπoυ Μακαρίoυ Γ) στηv Παvαγιά.

S-913

20.10.1950: Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΜΟΥΣΚΟΥ (ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΜΑΚΑΡΙΟΥ Γ) ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ

Ο Μακάριος Κυκκώτης στην Ιερά Μονή Κύκκου, σε φωτογραφία του που δημοσιεύθηκε στο εξώφυλλο του κυπριακού περιοδικού Times Of Cyprus της 13ης Οκτωβρίου 1957

Ενας από τους πρώτους που μελέτησαν τη παιδική ζωή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και ήλθε σε επαφή με πολλούς γνωστούς και συγγενείς του, ήταν ο Λεωνίδας Καραγιάννης, ο οποίος έγραψε το 1957 σε μυθιστορηματικό τρόπο σε άρθρα του στο περιοδικό "Times Of Cyprus" (τεύχη 8-12 ) τα πιο κάτω γύρω από τα παιδικά του χρόνια μέχρι την εκλογή του στο θρόνο του Αποστόλου Βαρνάβα:

"Το κοπάδι είχε πάρει τ' ανηφόρι κι' ο νέος ακολουθούσε με γρήγορα, πεταχτά βήματα. Σωστός λεβέντης με δυνατούς ορμούς, ίδιος ο αηγιώργης. Ζερβά η λοφοπλαγιά της Παναγιάς, δεξιά το βουνό της Χρυσορογιάτισσας και πέρα, μακριά η απέραντη πεδιάδα με τ' αχνογάλαζα χρώματα.

- Ελα Ρούσα μου, άϊντε να σε δω. Πέταγε ψηλά τη γκλίτσα, τη στριφογύριζε στον αγέρα και τη ξανάδραχνε στα χοντρά δάχτυλα κάνοντας το γερό ξύλο να τρίζη μέσα στη σάρκινη τανάλια. Ψηλότερα, ακόμα ψηλότερα τάχυνε το βήμα και βάλθηκε να ρίχνη το ραβδί όσο που γινόταν πιο ψηλά και να το αναδέχεται στα χέρια.

- Αϊντε Ρούσα, άϊντε καλή μου.

Ενα τσούρμο χωριανοί γύρναγαν στο χωριό με τα ζωντανά φορτωμένα σταφύλια.

- Εϊ, έϊ, γιά σου κουμπάρε Χριστοδουλε.

Τον κύκλωσαν ολομεμιάς οι άντρες. Οι γυναίκες στάθηκαν παρέκει χαμογελώντας.

- Τα μάτια του. Α. Δεσπουνού, για δες τα για μια μονάχα στιγμή. Καλά τόλεγε η μάννα. Τα πιο φωτεινά μάτια της Παναγιάς.

Η κοπέλλα σώπασε βυθισμένη σα σε έκσταση κι έμεινε να κοιτάζη το παληκάρι. Η δεσπουνού ξεθάρρεψε, σίμωσε κοντά στο τσούρμο των αντρών κι είδε με τρόπο κατά τη θωριά του νέου που γελαστός, ολόϊσος, σαν τους κέδρους του Κύκκου στεκόταν κι άκουγε τους άλλους που μιλούσαν όλοι μαζί, και κρυφογέλαγαν και τον χτυπούσαν χαϊδευτικά στον ώμο.

- Α τα μάτια του.

Κι έμεινε ασάλευτη.

Τα μάτια του ήταν γαλάζια και το φως τους ερχόταν θαρρεις ολόϊσια από το χρυσό θρονί της Θεοτόκου. Στα παλιά χρόνια ζούσαν άνθρωποι που κάνουν το μάρμαρο να παίρνη ζωή και να φωτίζεται μονάχα από μέσα του. Τα χρόνια πέρασαν, ήρταν άλλοι χρόνοι, άλλοι καιροί. Οι άνθρωποι που ζωντάνευαν τα μάρμαρα πέθαναν κι η τέχνη τους με τον καιρό άλλαξε. Εμεινε όμως η γης τους, που τους σήκωσε στην άφθαρτη πλάτη της και τους συντρόφευε το γέλιο και το κλάμα τους, το χρώμα που τους δέχτηκε κι αφωμοίωσε η ιερή σπίθα στα σπλάχνα του. Οταν σημαίνουν οι ώρες, όταν η στιγμή φτάση, που κάτι μεγάλο είναι νάρτη, τότε η κοιμισμένη σπίθα ξαναζωντανεύει και παίρνει έκφραση και κίνηση και φως.

Αυτή η σπίθα φώτισε τα μάτια του παλληκαριού, τα μάτια της Παναγιάς, κι έκανε τους χωριανούς άντρες, γυναίκες και παιδιά να μαζεύουνται στο πέρασμα του άντρα, αδιάφοροι τάχατες, για να δουν και να νοιώσουν τη ζεστασιά της γαλανής θωριάς. Τα μάτια του Χριστόδουλου του Μούσκου.

- Μ' άλλα λόγια κουμπάρε Χριστόδουλε, τον έκανες το γιο. Να σου ζήση, να τρυγάη σταφύλι και κοπελιές.

Ο Μακάριος Κυκκώτης σε νεαρή ηλικία

- Φχαριστώ, φχαριστώ. Μόνο, να με συμπαθάτε... τόσκασαν τα καταραμένα. Κι αν ξεχυθούν στ' αμπέλια του μοναστηριού, ποιος τα μαζεύει.

Η Ρούσα ροκάνιζε κιόλας ένα φρεσκοβλάσταρο της Θεοτόκου της Χρυσορογιάτισσας.

Κανένας δε θυμάται πότε ακριβώς γένηκαν όλα τούτα, κανένας δε μπορεί να πη πότε ο γαλανομάτης βοσκός της Παναγιάς έκανε τον πρώτο του γιο.

"Και το όνομα αυτού Μιχαηλ". Τι παρά κάνουν οι ημερομηνίες και τα ρέστα που γιομίζουνε μ' αυτά τον καιρό τους οι αργόσχολοι, ένα παιδί παραπάνω, ένα λιγώτερο, δουλειά του πατέρα του κι άλλουνού κανενός. Α. όχι... Ηταν κι η μάννα. Η Ελένη.

ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ 31 1 1951

Γυρνώντας σπίτι ο γαλανομάτης άδραχνε το μωρό στα χέρια και το κοιτούσε, το κοιτούσε ώρα πολλή. Το πρώτο του αγόρι, που μεθαύριο θα μεγάλωνε και θα μέστωνε και θ' άρπαζε χοντρό ραβδί και θάβγαινε στις πλαγιές να πή κι αυτό τα παλιά τραγούδια που μιλούσαν για τους ανθρώπους και τα συνήθεια τους, να πη κι αυτός σε μια προβάτα " Αϊντε, άϊντε Ρούσα μου" να τρυγήση σταφυλια και να πιη κρασί και ζιβανία. Περ' απ' αυτά ήταν ένα πράμα ακαθόριστο, άσπρο και άχρωμο συνάμα, αξεδιάλυτο, για τον γαλανομάτη δεν ήταν τίποτε, για το χρόνο που έβλεπε μακρύτερα και πίστευε τ' απίστευα ήταν ένα χρυσό θρονί, ναι ένα θρονί ολόχρυσο, κι ένας μανδύας πορφυρένιος σαν αίμα, κι ακόμα μια κόκκινη υπογραφή που έλεγε:

Μακάριος ο Γ.

Πανάρχαιη σπίθα που είχε ζωντανέψει στη θωριά του γαλανομάτη θέριεψε το σώμα του και το παιδί που γεννήθηκε ήταν άξιο να τη δεχτή και να την πλάση,

"Μακάριος, ελέω Θεού, Αρχιεπισκοπος Νέας Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου". Τότε δεν υπήρχε τίποτα, έξω από εάν παιδί που κλαψούριζε σαν το φιλούσε ο κύρης του και του έτσουζε τα μάγουλάκια με τα μουστάκια του. Ενα πλασματάκι τοσοδά που μια μέρα" θα φώναζε άϊντε Ρούσα μου, άϊντε καλή μου". Τ' άλλα, πέρασαν πολλά χρόνια για νάρτουν.

Μόλις είχε κλείσει τα έξη του χρόνια ο Μιχαήλ όταν η μάννα του πέθανε, την έκλαψε και καλή του τη Ελένη ο γαλανομάτης, έκλαψε και για τα παιδιά που του άφηνε, το Μιχαήλ κι άλλα δυο ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, το Γιακουμή και τη Μαρία, δεν είχε να διαλέξη ο άντρας, τα παιδιά θέλαν μια μάννα, αυτός ολημερίς δούλευε. Πού να τα φροντίση για να

τα περιποιηθή. Παντρεύτηκε κι η δεύτερη γυναίκα του στάθηκε για τα παιδιά του σαν πραγματική μάννα. Υστερα από λίγα χρόνια έδωσε κι' αυτή του άντρα της ένα παιδί, το Γιώργη,

Οταν ο Μιχαήλ είδε τη νέα του μάννα, δεν είπε τίποτε, τη χαιρέτησε ταπεινά, στάθηκε λίγο με χαμηλωμένα μάτια για να τον φιλήση κι ύστερα πήρε και σκαρφάλωσε στον τοίχο που έφερνε γύρω στην αυλή του σπιτιού τους. Ηταν ένα δεντρί εκεί στερέωσε καλά το παλιοβράκι του και σκαρφάλωσε απάνω, βρήκε ένα κλωνάρι κάπως χοντρό και κόλλησε απάνω του, εδώ μπορούσε να σκεφτή τη μάννα του, την πρώτη τη μάννα του.

Ηταν Φθινόπωρο κι η Ελένη μάζεψε μια μέρα τα ρούχα του σπιτού και πήρε στα χωράφια του άντρα της, να πλύνη. Πήρε μαζί και τα παιδιά, στο δρόμο ξελαρυγγιάστηκε να τους φωνάζη:

- Για όνομα του Θεού, βρε Μιχάλη, Θα σκοτωθής γιε μου. Δες, δες τον χρυσό μου και γιο τον Γιακουμη... ϑ...".

Θεριό ανήμερο ο Μιχαήλ, σκαρφάλωσε στα κατσάβραχα, ανέβασε στα δεντριά χωνόταν ντυμένος όπως ήταν μέσα στις λάσπες.

Η γυναίκα παράτησε κάπου το κοφίνι και πήγε να βρη τον άντρα γης. Δεν ήταν εκεί. Πεντέξη γίδια είχαν μπη στα χωράφια του μοναστηριού κι ένας καλόγερος που τάχε πάρει μυρουδιά χαλούσε τον κόσμο από τις φωνές.

Εφερε νερό κι άρχισε να πλένη.

- Να χαρής, Μιχάλη μου, για πήγαινε να δώσης ένα χέρι του κύρη σου.

- Οπου νάναι, έρχουνται τα γίδια. Πήγε ο κύρης μου... Εγώ φοβάμαι τον Παπά.

Ο πατέρας του Μακαρίου Χριστόδουλος Μούσκος

Δεν μίλησε η γυναίκα. Αυτό το παιδί που δεν έδειχνε και πολλή προθυμία να κάνη θελήματα είχε ένα τρόπο που της έλεγε πως τη αγαπούσε πιο πολύ από τ' αλλα της παιδιά. Κι ας μην την άκουγε. Μα τι νάκανε τώρα...

Ο Μιχαήλ είχε βρη δουλειά να κάνη. Διάλεξε μια πλαγιά με λιθάρια και ξερό χώμα, άδεντρη κι απότομη, βγήκε στην κορφή, κάθησε κι αφέθηκε να κατρακυλάη με φόρα φωνάζονατς:

- Γεια σου, μάννα, πάω στην Πάφο... Εϊ γειά σου.

Δεν κρατήθηκε η γυναίκα.

- Βρε τι Πάφο και γειά σου μου ψέλνης. Ωχου, κι είναι το καλό σου πανταλόνι που φοράς. Βρέ σιδερένιο νάταν θα τάτρωγες με τα καμώματά σου... ϑα γιε μου... δεν είναι να δης χαίρι εσύ, ας είναι καλά ο Γιακουμής. Ετούτος αν είναι να μας παρασταθή μια μερα.

- Σιδερένιο πανταλόνι, σκεφτόταν ο Μιχαήλ. Θα γλυστρούσε καλύτερα. Και βάλθηκε να συνεχίζη τις φωνές του:

- Γειά σου, μάνα, πάω στην Πάφο να γίνω γιατρός να σου φέρω καινούργιο μαντήλι να το φοράς την Κυριακή στην Εκκλησία.

Γέλασε η Ελένη. Προσπάθησε νασ κρατηθή. Δε μπορούσε.

Ο πατέρας του τον βρήκε νάχη αγκαλιάση το κλωνάρι και να κοιτάη μακριά κατά τα χωράφια.

Τον φώναξε να κατέβη.

- Για έλα δω γιε μου... Σύρε, πέρα στον Αγιον Αντρόνικο να μου φέρης το μουλάρι.

"Καβάλλα" σκέφτηκε μεμιάς το παιδί και μ' ένα σάλτο βρέθηκε κάτω.

- Πάω αμέσως.

Και τόβαλε στα πόδια.

Βγήκε στο ξωπόρτι, ο Γαλανομάτης και του φώναξε:

- Μπας και το καβαλλικέψης γιατί δεν μου γλυτώνεις.

Να μη καβαλλήση, λέει; Αμ γιατί λοιπόν πήγαινε τρέχοντας.

Βρήκε το ζωντανό δεμένο σ ένα δεντρί. Στάθηκε λίγο, ζυγιάστηκε και μ' ένα πήδημα τόβαλε κάτω από τα σκέλια του. Αδραξε δυο βέργες από το δέντρο και βάρεσε το πλευρό του ζώου. Εκείνο τινάχτηκε και ξεχύθηκε στο κατηφορικό μονοπάτι. Κι ο Μιχαήλ όλο χτυπούσε. Φρένιασε το μουλάρι, σε μια στροφή, στάθηκε απότομα και τινάχτηκε σαν να το σκότωναν.

Χωρίς καν να το καταλάβη ο Μιχάηλ βρέθηκε με τη μύτη χωμένη σε κάτι λάσπες και το δεξί χέρι σπασμένο στον καρπό.

ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ 30 1 11951

Κάποιοι έτυχε να τον δουν, τρέξανε κοντά του και τον πήγανε σ' ένα τούρκο που έκανε το γιατρό στο χωριό. Ηταν ψηλός, μαυριδερός, φορούσε φέσι και τσιγκελωτά μουστάκια που βρίσκονταν όλη την ώρα μέσα στο στόμα του. Συνοφρυώθηκε σαν είδε το παιδί.

- Κακό παιδί, είπε,

Ο Μιχαήλ σώπαινε.

Ο Τούρκος του έδεσε το χέρι και στερέωσε τον σπασμένο καρπό με τρία τέσσερα κομμάτια ξύλο.

- Αμε κύρη σου τώρα, είπε. Και πες του περιμένω πλερωμή.

Στο χωριό- ήταν μια άλλη μέρα- όλοι τρέχαν στον κύριο δρόμο παρπατώντας στις δουλειές τους. Ενας μικρός αγναντεύοντας από ένα ύψωμα είδε το παράξενο μηχάνημα να σιμώνη την Παναγιά ξεφυσώντας και κάνοντας δαιμονισμένο θόρυβο. Το πρώτο αυτοκίνητο που έφτανε στο χωριό. Στο τελευταίο ανηφόρι τινάχτηκε μια μπρος και μια πίσω, πάσκισε λίγο να προχωρήση, δεν το κατώρθωσε ακόμα μια εξάτμιση και σταμάτησε. Ο οδηγός κατέβηκε γρήγορα, γρήγορα, βλαστήμησε έφτυσε το χώμα και βάλθηκε να ξαναβάλη μπρος τη μηχανή. Το μηχάνημα μούγκρισε, αντιστάθηκε μα τέλος ξεκίνησε.

Οταν οι χωριανοί βαρέθηκαν να περιεργάζουνται το παράξενο πράμα και φύγανε, ο οδηγός του αυτοκινήτου, ένας Τουρκαλάς ως εκεί πάνω, άκουσε μια φωνούλα δίπλα του να του λέη:

- Δε με παίρνεις καμμιά βόλτα μπάρμπα;

Το Μετόχιο Κύκκου στη Λευκωσία (φωτογραφία 1957) όπου μετακόμισε ο Μακάριος Κυκκώτης για να σπουδάσει στο Παγκύπριο Γυμνάσιο

- Δουλειά έχω, δουλειά, του πέταξε εκείνος κοιτάζοντας το αγόρι που του είχε μιλήσει, από την κορφή ως τα νύχια.

- Πάρε με. Κάτι θα σου δώσω, επέμενε το παιδί.

- Και σαν τι μπορείς να δώσης;

- Είκοσι καρύδια... Καλά δεν είναι;

- Κάντα εκατό και βλέπουμε.

- Θα με πας πρώτα κι ύστερα θα στα δώσω.

Ο Τουρκαλάς κοίταξε τον τοσοδούλη ρωμιό που παζάρευε τόσο καλά.

- Και πως σε λένε βρέ;

- Μιχάλη.

- Α Μιχάλη... Αϊντε έλα μέσα.

Το παιδί μ' ένα σάλτο θρονιάστηκε στο μπροστινό κάθισμα. Και το θεριό ξεκίνησε.

Κατά το βραδάκι ο Μιχαήλ γύρισε στο χωριό...πεζός. Ο Τουρκαλάς τον είχε πάει μέχρι την Ασπρογιά, δυόμισι μίλια μακριά από την Παναγιά. Εκεί τον παράτησε, αφού φρόντισε να παραλάβη τα καρύδια...

Στο σχολείο τα κατάφερνε πολύ καλά ο Μιχαήλ. Δάσκαλος του ήταν κάποιος Καραολής από το Μυλικούρι, Πολλές φορές ο πατέρας Μούσκος τύχαινε να τον συναντήση και τούλεγε:

- Τι να σου πω, κυρ- δάσκαλε. Τάχω χαμένα μ' αυτό το παιδί, δεν θα γίνη ποτές του καλός βοσκός, ας είναι καλά ο Γιακουμής, ο άλλος μου γιος. Αλλοιώτικα...

Κι' ο Μιχαήλ βρήκε το δρόμο του.

ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ 10 2 1951

Τις Κυριακές που δεν είχε δουλειά μάζευε πεντέξη συνομήλικους του και τραβούσε σε μια απόμερη γωνιά του χωριού, σέρνοντας μαζί του την χοντρή ζώστρα του πατέρα του. Εκεί έριχνε το μαύρο ρούχο στους ώμους του και κουνώντας ένα μάτσο κλειδιά έμεινε ώρα πολλή ψέλλοντας κι ευλογώντας τους άλλους. Ο Θειός του ο Παπα- Πολύκαρπος, συνήθιζε να λέη γι' αυτόν: " Ο Μιχαήλ ο μικρός ο διάκος μου".

Πολύ του άρεσε του Μιχαήλ να μιλάη για το θειό του. Ωρες ολόκληρες καθόντουσαν πλάϊ-πλάϊ κάτω από το μεγάλο δέντρο που σήκωνε την καμπάνα του αη- Γιώργη και τα λέγανε, Ο γέρο-παπάς του μιλούσε για κάτι χρόνια δύσκολα, που οι εκκλησιές των χριστιανών γένηκαν σχολειά για να μαθαίνουν τα νέα βλαστάρια της φυλής " να γράφουν, ν' αναγνώθουν". Του μιλούσε για όμορφα παληκάρια που κορόϊδευαν μια παράξενη βροχή από δόρατα. Ο Μιχαήλ άκουγε και τα σκούρα μάτια του, εκφραστικά και αλλόκοτα για ένα παδί, καρφώνονταν πέρα μακριά, πιο πέρα κι από το μοναστήρι της Χρυσορογιάτισας, πιο πέρα κι από την πεδιάδα.

Ομως ο νεαρός Μιχάλης δεν θα κατέληγε στο γειτονικό μοναστήρι της Χρυσορογιάτισσας αλλά στο μοναστήρι του Κύκκου.