Πρώτη Ηλεκτρονική Ιστορία της Κύπρου

image

Δωρεάν προσφορά σε ερευνητές, μελετητές, φοιτητές, μαθητές και δημοσιογράφους.

Από την Κύπρο στην αρχαιότητα, μέχρι την Κύπρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αγγλοκρατία, η ΕΟΚΑ, το πραξικόπημα, το σχέδιο Ανάν, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αρχείο Παναγιώτη Παπαδημήτρη

papademetris-pΜοναδικό αρχείο στο οποίο μπορείτε να προστρέξετε και να αναζητήσετε εύκολα και γρήγορα αυτό που θέλετε για μια περίοδο 8.000 ετών για την Ιστορία της Κύπρου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

30.11.1943: Ο Τoπoτηρητής τoυ Αρχιεπισκoπικoύ Θρόvoυ Μητρoπoλίτης Πάφoυ Λεόvτιoς κηρύσσει με εγκύκλιo τoυ τηv Εκκλησία σε βαρύτατo πέvθoς.

S-756

30.11.1943: Ο ΤΟΠΟΤΗΡΗΤΗΣ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΙΚΟΥ ΘΡΟΝΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΛΕΟΝΤΙΟΣ ΚΗΡΥΣΣΕΙ ΜΕ ΕΓΚΥΚΛΙΟ ΤΟΥ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΕ ΒΑΡΥΤΑΤΟ ΠΕΝΘΟΣ

Εφημερίδα "Φωνή της Κύπρου" 30 6 2945

Τον Νοέμβριο του 1943, ένα σχεδόνχρόνο μετά τη διενέργεια των πρώτων δημοτικών εκλογών στην Κύπρο από το 1929, η Βρεττανία δεν ήταν ακόμα έτοιμη να επιτρέψει και τη διενέργεια εκλογών για την ανάδειξη Αρχιεπισκόπου.

Ετσι ο Κυβερνήτης, όταν πήρε στις 11 Νοεμβρίου ένα μακροσκελές υπόμνημα από τον Τοποτηρητή του Αρχιεπισκοπικού Θρόνου, Μητροπολίτη Πάφου Λεόντιο, με το οποίο του ζητούσε να επιτρέψει τη διενέργεια Αρχιεπισκοπικών εκλογών, έσπευσε απλώς να του απαντήσει στις 23 του μηνός ότι απλώς πήρε τη επιστολή του.

Οταν πήρε την αρνητική απάντηση του Κυβερνήτη ο Λεόντιος κήρυξε αμέσως, με εγκύκλιο του, την Εκκλησία σε "βαρύτατο πένθος" όπως τόνιζε για τις βαθύτερες οδύνες και βαρύτερες απώλειες λόγω της διατήρησης σε ισχύ των νόμων του 1937 που απαγόρευαν τη διενέργεια αρχιεπισκοπικών εκλογών.

Ανέφερε ο Αρχιεπίσκοπος Λεόντιος στην Εγκύκλιο του στις 30 Νοεμβρίου 1943:

"ΛΕΟΝΤΙΟΣ, ελέω Θεού Μητροπολίτης Πάφου

Υπέρτιμος και Εξαρχος Αρσινόης και Ρωμαίων

και Τοποτηρητής του Αρχιεπισκοπικού Θρόνου Κύπρου

Προς τον ευλαβή χριστιανικόν Ορθόδοξον ιερόν Κλήρον, και

προς τον ευσεβή Ελληνικόν Κυπριακόν Λαόν,

χάριν και ευλογίαν από του εν Τριάδι Θεού ημών,

Τέκνα εν Κυρίω αγαπητά.

Σήμερα συμπληρούνται δέκα ακριβώς έτη από της πενθίμου εκείνης ημέρας της 30 Νοεμβρίου του 1933, καθ' ην απελύομεν τη Εγκύκλιον ημών περί αναγκαστικής αναβολής της εκλογής Αρχιεπισκόπου Κύπρου.

Εκτοτε η πενθούσα Εκκλησία του Αποστόλου Βαρνάβα διήλθε διά δυσχερών περιστάσεων και μεγάλων κινδύνων και πολλά και επανειλημμένα υπήρξαν τα διαβήματα ημών προς την Κυβέρνησιν της Μεγάλης Βρεττανίας (της κυβερνώσης την νήσον ημών Κύπρον, την ακουσίως κεχωρισμένην της Μητρός αυτής Ελλάδος, όπερ είναι η αιτία των δεινών αυτής όλων) διά την απαλλαγήν αυτής από των ανυπερβλήτων κωλυμάτων αυτής και αποκατάστασιν της περί αυτών Ιεράς Συνόδου.

"Φωνή της Κύπρου" 8 9 1945

Εκ ποιμαντορικού δε καθήκοντος προς ημάς, το πολύτιμον ημών ποίμνιον, απολύομεν την ανά χείρας εγκύκλιον προς υμετέραν πληροφορίαν, ότι εκτός των άλλων επιστολών ημών και υπομνημάτων διά την κανονικήν λύσιν του τωρινού αρχιεπισκοπικού ζητήματος, απεστείλαμεν προς την βρεττανικήν Κυβέρνησιν και τα υπό ημερομηνίας 21 Δεκεμβρίου 1937 και 11 Ιουνίου 1938 και 6 Αυγούστου και δεύτερον της αυτής ημερομηνίας 6 Αυγούστου 1938 (Ιδε και τα τέσσερα εν τω "Αποστόλω Βαρνάβα" τεύχος 4, Απρίλιος 1941, εν σελιδι 74 έως 99). Πλήρης όμως κατάλογος παραπομπών εις επίσημα έγγραφα (δημοσιευθέντα εν τω εκκλησιαστικώ ημών περιοδικώ "Απόστολος Βαρνάβας" και σχετιζόμενα προς τούτο το δεύτερον αρχιεπισκοπικόν ζήτημα Κύπρου) παρατίθενται εν τω Τεύχει 3 του Αυγούστου- Δεκεμβρίου 1943.

Είναι γνωστόν ότι όταν η Μήτηρ ημών Πατρίς Ελλάς αμυνόμενη κατά των ξένων επιδρομέων εισήλθεν εις τον παγκόσμιον πόλεμον και εν συμμμαχία μετά της Αγγλίας εξηκολούθησε τον απελευθερωτικόν αγώνα και ημείς μετ' αυτής ολοψύχως εισήλθομεν εις αυτόν, ο ελληνικός κυπριακός Λάος, εγκαρδίως συμμετασχών και συμμετέχων του ιερού τούτου αγώνος υπέρ της δικαιοσύνης και της ελευθερίας, Πάντες δε ηλπίζομεν ότι η κρατούσα της Κύπρου Σύμμαχος Δύναμις συμφώνως προς τας αρχάς ταύτας και εν τω πνεύματι της αιωνίας συμμαχίας του βρεττανικού και του ελληνικού ημών Εθνους και έσπευδε να καταργήση όχι μόνον τους άλλους ανελευθέρους αντιλαϊκούς αυτής νόμους ως τους αντικυπριακούς ανθελληνικούς νόμους και προγράμματα περί Παιδείας (ίδε σχετικά υπομνήματα ημών υπό ημερομηνίας 24 Δεκεμβρίου 1934 και 18 Νοεμβρίου 1935 και 3 Φεβρουαρίου 1936 και τα τρία δημοσιευμένα εν τω " Αποστόλω Βαρνάβα" Τεύχος 5 Μαϊος, 1941) εν σελίδι 113 έως 133) και λοιπούς νόμους και διατάγματα, αλλά και τους περί Αρχιεπισκοπικής εκλογής Κύπρου νόμους υπ' αριθμούς 33,34 και 35 του 1939, οίτινες αποτελούσι βέβαιον κίνδυνον υποδουλώσεως της απ' αιώνων ελευθέρας Εκκλησίας ημών.

Επί τη ελπίδι της ακυρώσεως των ειρημένων νόμων απηυθύναμεν δι' επιστολών διαδοχικών επανειλημμένως προς την Βρεττανικήν Κυβέρνησιν και κατά την πολεμικήν περίοδον ταύτην, τη δε 17 Νεομβρίου 1943 απεστείλαμεν την κάτωθι επιστολήν (ανωτέρω).

Εις την ανωτέρω επιστολήν ημών η Βρεττανική Κυβέρνησις απέστειλε τη κατωτέρω ξηράν απάντησιν, ημερομηνίας 23 Νοεμβρίου 1943:

"Σεβασμιώτατε,

Ενετάλην υπό του Κυερνήτου να γνωρίσω λήψιν της επιστολής σας, της 17.11.1943, επί του ζητήματος της χηρείας του Αρχιεπισκοπικού θρόνου.

Εχω την τιμήν να είμαι,

Σεβασμιώτατε,

ευπειθής υμών θεράπων

Χ.Γ.ΡΙΤΣΑΡΤΣ

Προσωρινός Αποικιακός Γραμματέας

Τέκνα της Εκκλησίας ευλογημένα,

Είναι ανέκφραστος η λύπη ημών εκ της ανωτέρω κυβερνητικής απαντήσεως, ήτις και πάλιν απλώς αναγγέλλουσα παραλαβήν της επιστολής ημών, δεν περιέχει την από τόσου χρόνου ανυπομόνως ανανεομένην απάντησιν, την οποίαν ηλπίζομεν απαλλαγήν εκ των δεινών της τυραννουμένης αποστολικής ημών εκκλησίας της οποίας (διά της ακυρώσεως των νόμων 33,34 και 35 του 1937).

Θα συνεχισθώσι κατ' ανάγκην αι ανυπολόγιστοι απώλειαι και η λίαν επιζήμιος περί πάντα εν τη Κυβερνήσει της εκκλησίας στασιμότης, (ίδε και άρθρον 18 του καταστατικού της αγιωτάτης εκκλησίας Κύπρου) συνεχιζομένου του δικαίου (και εξ υπερτάτου καθήκοντος διεξαγομένου) αμυντικού αυτής αγώνος, προς αποσόβησιν του επικρεμαμένου βεβαίου κινδύνου απωλείας της πατροπαραδότου ελευθερίας αυτής.

"Φωνή της Κύπρου" 7 12 1946

Γνωρίζετε ότι η πάνσεπτος ημών εκκλησία πρεπόντως ευρίσκεται από του 1933, μέχρι σήμερον εις Πένθος, ένεκα των μακρών ταλαιπωριών εκ της ορφανίας και των ποικίλων συμφορών της διελθούσης εν χηρεία δεκαετίας από σήμερον όμως κηρύσσομεν, βαρύ και βαθύτατον πένθος, διά τη αναγκαστική στασιμότητα και διά τας προβλεπομένας βαθυτέρας οδύνας και βαρυτέρας απωλείας ένεκα της εξακολουθήσεως παραμονής εν ισχύϊ των ειρημένων νόμων του 1937, των εμποδιζόντων την εκλογήν Αρχιεπισκόπου και Κιτίου και συνεπώς και την πλήρωσιν των κενών ανωτέρων θέσεων, εν ταις χηρευούσαις επισκοπαίς και Μοναίς και την συγκρότησιν κανονικής Ιεράς Συνόδου επί τόπου, η οποία ως ανωτάτη αρχή, εν τη Αυτοκεφάλω Κυπριακή Εκκλησία, θα αναλάβη την Νομοθετικήν, Διοικητικήν, Δικαστικήν και Εκτελεστικήν Εξουσίαν, κατά την εκκλησιαστικήν ημών παράδοσιν ελευθερίαν και αδούλωτον, ενώ οι ρηθέντες πολιτικοί νόμοι του 1937, αποτελούσιν αυτόχρημα υποδούλωσιν της απρομνημονεύτων χρόνων ανεξαρτήτου Εκκλησίας Κύπρου.

Κηρύσσομεν τη επί δέκα πλήρεις ενιαυτούς πενθούσαν Εκκλησίαν του Ελληνικού Κυπριακού Λαού από σήμερον εν Βαρεί πένθει ουχί μοιρολατρείας αλλά βαθυτάτω πένθει εγρηγόρσεως ίνα κλήρος και λαός γρηγορήτε και μη αφήσητε την υμετέραν Εκκλησίαν αβοήθητον, αλλά μιμούμενον προς υμετέρους πατέρας προσέχητε τον νούν κυρίως και πρωτίστως εις τούτο το μέγα προπύργιον της σωτηρίας των λαών την υμετέραν Εθναρχικήν Εκκλησίαν κινδυνεύουσαν τον έσχατον κίνδυνον και τείνητε χείρα βοηθείας εις επικουρίαν ημών προς διαφύλαξιν της ακεραιότητος της υμετέρας Ιστορικής Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Εν θλίψει λοιπόν ενθυμούμενοι τον Παντοδύναμον ημών θεόν, προσεύχεσθε εν βαρεί πένθει και βαθυτάτη εγρηγόρσει αιτούντες, παρά του Νυμφίου της εκλκησίας, όπως ταις προσβείαις του Αποστόλου Βαρνάβα απαλλάξη την εκκλησίαν αυτού από των ειρημένων αστικανονικών και αντικαθεστωτικών νόμων της Κυβερνήσεως Κύπρου, ούτε δε διαφυλαχθή το παλαίφατον δίκαιον και η αυτοκέφαλος διπλή ανεξαρτησία της κυπριακής Εκκλησίας αναλαβή και ακεραία οίαν εκληρονόμησαν οι Αγιοι Πατέρες ημών παραλαβόντες αυτήν από των Αποστόλων του Κυρίου Ιησού, δικαιώσαντος αυτή και ελευθερώσαντος διά του Τιμίου αυτού αίματος εν τω σταυρώ του Γολγοθά.

Και ημείς ευχόμενοι τη από του Ουρανίου δομήτορος της επειγείου εκκλησίας παρηγορίαν από του συνέχοντος ημάς βαρέως και βαθητάτου πένθους και την από του παρακλήτου παραμηθείαν εν τη λυτρώσει εκ των απειλουσών ημάς εθνικών θυελλών και εκκλησιατικών καταιγίδων (προς άμεσον εκκλησιαστικήν και πλήρη μετά της αντισταμένης Μητρός ημών Πατρίδος Μεγάλης Ελλάδος εθνικήν ημών αποκατάστασιν) και επικαλούμενοι επί πάντας υμάς την ευλογίαν του Θεού Πατρός.

"Φωνή της Κύπρου" 7 12 1946

Διατελούμεν

εν Χριστώ Ευχέτης διάπυρος

Ο ΠΑΦΟΥ ΛΕΟΝΤΙΟΣ

Τοποτηρητής του Αριχεπισκοπικού

Θρόνου Κύπρου

Εν τη Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου, τη 30 Νοεμβρίου 1943.

ΣΗΜ: Επειδή η εγκύκλιος αύτη ΔΕΝ θα αναγνωσθή επ' Εκκλησίαις εν τη Θεία Λειτουργία εντελλόμενα ίνα εκ των αποσταλέντων αντιτύπων το μεν εν αναρτηθή επί της θύρας του Ναού, τα δε άλλα αναρτηθώσι εν ταις πλατείαις της κοινότητος, ώστε να αναγνωσθώσιν υπό των ευσεβών Eλλήνων κατοίκων αυτής".

Η επίσημη απάντηση της κεντρικής Βρεττανικής Κυβέρνησης ήλθε με δηλώσεις τη Βουλή των Κοινοτήτων σε ερώτηση του εργατικού βουλευτή Σόρενσεν και ήταν και πάλι αρνητική.

Ο Σόρενσεν υπέβαλε στον Υπουργό Αποικιών Εμου Εβανς, στα μέσα Φεβρουαρίου 1944 την ακόλουθη ερώτηση: "Ποιοι ήσαν οι περιορισμοί που παρεμποδίζουν την εκλογή νέου Αρχιεπισκόπου Κύπρου και εάν η Κυβέρνηση είναι τώρα προετοιμασμένη να επιτρέψει λύση του ζητήματος σύμφωνα προς την επιθυμία του κυπριακού λαού και χωρίς τους κυβερνητικούς περιορισμούς ή της Κυβερνητικής επέμβασης".

Ο Εβανς απάντησε σύμφωνα με τη εφημερίδα "Ελευθερία" της 17 Φεβρουαρίου:

"Οσον αφορά την Κυβέρνηση η Εκκλησία Κύπρου είναι ελεύθερη να χωρήσει στην εκλογή Αρχιεπισκόπου οποτεδήποτε. Η πρωτοβουλία εναπόκειται στον τοποτηρητή του Αρχιεπισκοπικού θρόνου, αλλά αυτός αρνήθηκε μέχρι τούδε να προβεί σε οποιανδήποτε ενέργεια πριν από την άρση ορισμένων Νόμων, που θεσπίστηκαν στην Κύπρο το 1937. Οι νόμοι αυτοί απαγορεύουν την εκλογή ως Αρχιεπισκόπου οποιουδήποτε προσώπου, το οποίο έχει απελαθεί ή καταδικασθεί για στάση ή για οποιονδήποτε αδίκημα που τιμωρείται με φυλάκιση πέραν των δύο χρόνων ή κάθ' ενός ο οποίος δεν είναι ιθαγενής Κύπριος. Οι ίδιοι Νόμοι προνοούν επίσης ότι πρέπει να παρασχεθεί η έγκριση του Κυβερνήτη προτού ο εκλελεγμένος Αρχιεπίσκοπος ενθρονισθεί.

Οσον αφορά το τελευταίο μέρος της επερώτησης δεν φρονείται ότι οι παρούσες περιστάσεις είναι κατάλληλες για αναθεώρηση των Νόμων αυτών".

Ο υφυπουργός επέρριψε με τις δηλώσεις του το βάρος όλο στον Τοποτηρητή πράγμα που ο Λεόντιος δεν το δεχόταν μέ κανένα τρόπο. Ετσι με μια νέα μακρά επιστολή του στον υπουργό Αποικιών προσωπικά, με αντίγραφα στον Αρχιεπίσκοπο Κανταβρυγίας, το Μητροπολίτη Θυατείρων και τον Πρωθυπουργό Τσέρσιλ και άλλους βρεττανούς παράγοντες τόνιζετόνιζε:

Αριθμός Πρωτοκόλλου, 24.

Εν Λευκωσία τη 19 Φεβρουαρίου 1944

Προς τον εντιμότατον

Υπουργόν των Αποικιών

Συνταγματάρχην

Ολιβερ Στάνλεϊ,

Εις Λονδίνον

Ανέγνων το δημοσιευθέν τηλεγράφημα της Επισήμου Βρεττανικής Υπηρεσίας μεταδίδον τας τελευταίας δηλώσεις της Υμετέρας Εντιμότητος, εις τας οποίας Αύτη προέβη απαντώσα εις σχετικάς επερωτήσεις εν τη Βουλή των κοινοτήτων περί του ζητήματος της εκλογής Αρχιεπισκόπου Κύπρου, όπερ προς μεγίστην βλάβην της εκκλησίας και του λαού παραμένει επί τοσαύτα έτη λυτόν, ουχί εξ αιτίας εμού, ως εδήλωσεν η Υμετέρα εντιμότης, αλλ' εξ υπαιτιότητος της Βρεττανικής Κυβερνήσεως.

Το σφάλμα κείται εις το ότι Αύτη θέτει ως προϋπόθεσιν την ύπαρξιν των νόμων της κυβερνήσεως υπ αριθμούς 33,34 και 25 του 1937. Οι πολιτικοί νόμοι όμως ούτοι εδημοσιεύθησαν μετά την εκκλησιαστικήν απόφασιν περί αμέσου διεξαγωγής της εκλογής και μετά την έναρξιν του προστασίου αυτής ακριβώς διά να περιορίσωσιν αυτή εντός του πλαισίου των ανέκαθεν κατακτητικών διεκδικήσεων της Κυβερνήσεως και των δήθεν εκλογικών προηγουμένων κατά τη Κυβερνητικήν πολιτικήν και εναντίον των απαραγράπτων και κεκτημένων λαϊκών δικαίων, ούτε δε ένεκα κυβερνητικής βίας αναγκαστικώς ανεστάλη και εκκρεμεί μέχρι τούδε η εκλογή.

2. Οι ρηθέντες νόμοι είναι βασικώς αντιθρησκευτικοί και αντικανονικοί ως καταναγκαστικώς και μη συγκατατεθείσης της εκκλησιαστικής Εξουσίας θεσπισθέντες υπό της κοσμικής εξουσίας, ήτις δεν δικαιούται να νομοθετή περί των εσωτερικών της Εκκλησίας υποθέσεων, ως αλλοεθνής και αλλόδοξος. Είναι νόμοι αντικαθεστωτικοί και αντεκκλησιαστικοί, ωδήγησαν δε εις αδιέξοδον επειδή αμελετήτως και απροειδοποιήτως εδημοσιεύθησαν από πολιτικής κυβερνητικής σκοπιμότητος προς συμπλήρωσιν του βρεττανικού σχεδίου εξαγγλισμού της απ' αιώνων ελληνικής Κύπρου, διά της υποδουλώσεως και της Εκκλησίας Κύπρου εις την Βρεττανικήν Κυβέρνησιν, ως δυστυχώς πρότερον εγένετο και κατά την Ελληνικήν Κυπριακήν Παιδείαν.

3. Κατά τας επισήμους του 1878 δηλώσεις του Εκπροσώπου της ανάσσης Βικτωρίας, ώφειλεν η Κυβέρνησις σεβομένη τας θρησκευτικάς και εκκλησιαστικάς ημών παραδόσεις και τα εθνικά θέσμια, χηρεύσαντος του αρχιεπισκοπικού Θρόνου, Κύπρου, να αναμείνη να αποκατατασταθή η Θρησκευτική εξουσία από Θεού συμφώνως προς τον καταστατικόν χάρτην της κυπριακής αποστολικής εκκλησίας και κατόπιν να προβή νομίμως κατ' αυτής. Επρεπε πρώτον να εκλεγή Αρχιεπίσκοπος κατά το καθεστώς και έπειτα να συγκροτηθή κανονική Ιερά Σύνοδος Κύπρου, μετά ταύτα δε η Κυβέρνησις να προσέλθη δεόντως εις διαπραγματεύσεις μετά της συνόδου περί διακανονισμού των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας εν Κύπρω, ουχί δε να προβή η Κυβέρνησις μονομερώς και τυραννικώς εις αντικανονικήν νομοθεσίαν προς αυταρχικήν διακανόνησιν των ειρημένων σχέσεων.

4. Οι ρηθέντες νόμοι, αντιμαχόμενοι προς την παλλαϊκήν θέλησιν και την μακραίωνα ιστορίαν του ελληνικού κυπριακού λαού, και αποκλείοντες την εκλογήν παντός άλλου Ελληνος μη Κυπρίου νόμοι αντικυπριακοί και ανθελληνικοί, οι μονοπλεύρως και δικτατορικώς θεσπισθέντες εν αγνοία της ενδιαφερομένης αυτοκεφάλου εκκλησίας πρέπει να καταργηθώσι σήμερον μάλιστα οπότε Ελληνες και Βρεττανοί μετά των συμμάχων συμπολεμώμεν κατά των επιδρομέων και των κατακτητών και των δικτατόρων υπέρ της δικαιοσύνης και της ελευθερίας και της αυτοδιαθέσεως των λαών. Προς επαξίαν δε τιμήν της υπέρ των ανωτέρω ιερών αρχών εθελουσίως αυτοθυσιασθείσης υπερδεδοξασμένης Μητρός ημών Πατρίδος Ελλάδος, η Μεγάλη Βρεττανία οφείλει από τώρα να απελευθερώση την ελληνικήν Κυπριακήν Παιδείαν και καταπαύουσα την κυβερνητικήν μακράν απόπειραν προς καθυπόταξιν και της εθναρχικής εκκλησίας Κύπρου και δικαιοσύνη πράττουσα να αφήσει αυτήν ελευθέραν, ως εύρεν αυτήν κατά την κατάληψιν της Νήσου και ως έζησεν από της αγγλικής κατοχής μέχρι σημερον.

Ο ΠΑΦΟΥ ΛΕΟΝΤΙΟΣ

Τοποτηρητής του Αρχιεπισκοπικού Θρόνου Κύπρου