Πρώτη Ηλεκτρονική Ιστορία της Κύπρου

image

Δωρεάν προσφορά σε ερευνητές, μελετητές, φοιτητές, μαθητές και δημοσιογράφους.

Από την Κύπρο στην αρχαιότητα, μέχρι την Κύπρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αγγλοκρατία, η ΕΟΚΑ, το πραξικόπημα, το σχέδιο Ανάν, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αρχείο Παναγιώτη Παπαδημήτρη

papademetris-pΜοναδικό αρχείο στο οποίο μπορείτε να προστρέξετε και να αναζητήσετε εύκολα και γρήγορα αυτό που θέλετε για μια περίοδο 8.000 ετών για την Ιστορία της Κύπρου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

12.6.1925: Οι Ελληvες διαμαρτύρovται γιατί η Βρετταvία με τηv αvακήρυξη της Κύπρoυ σε Απoικία παραγvώρισε τoυς εθvικoύς τoυς πόθoυς. Η Βρετταvία απαvτά ότι τo θέμα της έvωσης έκλεισε μια για πάvτα και δεv πρόκειται vα ξαvαvoίξει.

S-394

12.6 1925: ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΟΝΤΑΙ ΓΙΑΤΙ Η ΒΡΕΤΤΑΝΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΚΗΡΥΞΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΣΕ ΑΠΟΙΚΙΑ ΠΑΡΑΓΝΩΡΙΣE ΤΟΥΣ ΕΘΝΙΚΟΥΣ ΤΟΥΣ ΠΟΘΟΥΣ. Η ΒΡΕΤΑΝΙΑ ΑΠΑΝΤΑ ΟΤΙ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΕΚΛΕΙΣΕ ΜΙΑ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΝΑ ΞΑΝΑΝΟΙΞΕΙ

 

ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ 2 5 1925. Η συνέχεια στη επόμενη σελίδα

Η αναγγελία της απόφασης της Βρεττανικής Κυβέρνησης να ανακηρύξει την Κύπρο σε Αποικία την 1η Μαϊου 1925 έγινε σε ειδική δημόσια τελετή στην Πλατεία των Δικαστηρίων της Λευκωσίας από το Διοικητή της πόλης Χαρτ Νταίηβις.

Στην τελετή παρέστησαν όλοι οι αξιωματούχοι, ο Αρχιεπίσκοπος, οι Ηγούμενοι Κύκκου και Μαχαιρά, ο Αρχιδικαστής, ο Μουφτής, οι δικαστές, ο δήμαρχος και μέλη του δημοτικού Συμβουλίου, οι μουκτάρες και οι διευθυντές των εφημερίδων.

Μετά την λήξη της τελετής στην οποία Αγγλοι στρατιώτες παρουσίασαν όπλα στους επισήμους και ενώ ο διοικητής κατερχόταν από την εξέδρα που είχε στηθεί ο Αρχιεπίσκοπος Κύριλλος πλησίασε το Διοικητή και του έδωσε σε τριπλούν με συνοδευτική επιστολή που απευθυνόταν προς τον Υπουργό Αποικιών, μέσω του Κυβερνήτη της νήσου, διαμαρτυρία των Ελλήνων Κυπρίων για την απόφαση της Βρεττανίας να παραγνωρίσει τα αιτήματα του Κυπριακού λαού για ένωση:

"Εντιμότατε,

Επί τη σημερινή επισήμω αναγγελία της εις αποικίαν ανακηρύξεως της Νήσου Κύπρου ημείς ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Κύπρου και Εθνάρχης του Ελληνικού της νήσου πληθυσμού, εξ ονόματος του Κλήρου και Λαού, εκφράζομεν την βαθυτάτην αυτού λύπην και υποβάλλομεν έντονον διαμαρτυρίαν επί τω ότι διά της πολιτικής ταύτης πράξεως παρωράθησαν και πάλιν τα απαράγραπτα ιστορικά δίκαια του Ελληνικού Λαού της νήσου διά την εθνικήν του αποκατάστασιν, την οποίαν προσεδόκα ταχείαν παρά Φιλελευθέρου Αγγλικού Εθνους και διακηρύττομεν ότι διακαής και αναλλοίωτος του Ελληνικού Λαού της νήσου πόθος ήτο, είναι και θα είναι πάντοτε η μετά της Μητρός Ελλάδος ένωσις αυτού.

Εν Λευκωσία 1 Μαϊου, 1925.

Προς την Α. Εντιμότητα

τον υπουργόν των Αποικιών

της Μεγάλης Βρεττανίας

εις Λονδίνον

(Μεταγλώττιση)

"Εντιμότατε,

Με την ευκαιρία της σημερινής επισήμου αναγγελίας της ανακήρυξης σε αποικία της Νήσου Κύπρου εμείς ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Κύπρου και Εθνάρχης του Ελληνικού πληθυσμού της νήσου, εξ ονόματος του Κλήρου και Λαού, εκφράζουμε την βαθύτατη του λύπη και υποβάλλουμε έντονη διαμαρτυρία για το ότι με την πολιτική αυτή πράξη παραβλέφθηκαν και πάλι τα απαράγραπτα

ιστορικά δίκαια του Ελληνικού Λαού της νήσου με την εθνική του αποκατάσταση, την οποία προσδοκούσε ταχέως από το Φιλελεύθερο Αγγλικό Εθνος και διακηρύσσουμε ότι διακαής και αναλλοίωτος πόθος του Ελληνικού Λαού της νήσου ήταν, είναι και θα είναι πάντοτε η ένωση του με τη Μητέρα Ελλάδα.

Ενα άλλο, μεγάλο παράπονο των Ελλήνων Κυπρίων-πέρα από την μη ικανοποίηση του πόθου τους για ένωση- ήταν το ότι δεν τους είχε δοθεί με τις νέες αποφάσεις, το δικαίωμα για τη διάθεση των δημοσίων προσόδων και να μετέχουν στη σύνταξη του προϋπολογισμού, ενώ διατηρείτο το ποσό των 92.000 λιρών για το τουρκικό χρέος ή ο φόρος υποτελείας και το δικαίωμα βέτο του Κυβερνήτη σε κάθε νόμο που θα ψήφιζαν τα μέλη στο Νομοθετικό.

Ετσι το Εθνικό Συμβούλιο που συνήλθε στη Λευκωσία στις 8 και 9 Μαϊου 1925, απάντησε στον Κυβερνήτη με ένα μακροσκελές ψήφισμα στο οποίο τόνιζε:

ΨΗΦΙΣΜΑ

Η σνέχεια του άρθρου του Μαγχεστιανού Φύλακος

Το Εθνικόν Συμβούλιον της Κύπρου συνελθόν σήμερον εις έκτακτον συνεδρίαν εν τω Αρχιεπισκοπικώ Μεγάρω υπό την προεδρίαν του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Κύπρου και διασκεφθέν επί των Βασιλικών Ανοικτών Γραμμάτων και των Βασιλικών Οδηγιών ημερομηνίας 10 Μαρτίου 1925 και του Βασιλικού Διατάγματος εν Συμβουλίω ημερομηνίας 6 Φεβρουαρίου 1925, δι' ων καθορίζεται το νέον πολίτευμα της Κύπρου ως αγγλικής Αποικίας ομοφώνως ψηφίζει:

1. Διαμαρτύρεται διά το ότι παρά πάσαν προσδοκίαν, αντί να αναγνωρισθή και πραγματοποιηθή το φυσικόν και απαράγραπτον δικαίωμα του Ελληνικού λαού της Κύπρου όπως αποκατασταθή εθνικώς, παρατείνεται η υπό ξένον ζυγόν διαβίωσις αυτού, παρά τας υπέρ ελευθερίας των μικρών λαών επαγγελίας αυτής ταύτης της Μεγάλης Βρεττανίας.

"2. Διαμαρτύρεται επί τω ότι διά του νέου συντάγματος παρεγνωρίσθη το δικαίωμα του Κυπριακού λαού όπως έχη γνώμην επί του τρόπου διακυβερνήσεως αυτού και όχι μόνον δεν ηξιώθη μειζόνων πολιτικών ελευθεριών, αλλά και αυτά τα σκιώδη αυτού δικαιώματα εν τω Νομοθετικώ Συμβουλίω περιορίσθησαν διά της παροχής του δικαιώματος εις τον Κυβερνήτην να έχη αρνητικήν φωνήν εν τη παρασκευή και επιφηψίσει πάντων των νόμων. Εκδηλοί δε την πικρίαν την οποίαν ο Κυπριακός λαός αισθάνεται, διότι παρ' όλας τας υπομνήσεις αυτού η Κυβέρνησις της Αυτού Μεγαλειότητος δεν ηυδόκησε να παράσχη εις τους εν τω Νομοθετικώ Συμβουλίω αιρετούς αντιπροσώπους αυτού το δικαίωμα να προτείνωσι ψήφισμα ή νόμον διά την διάθεσιν των δημοσίων προσόδων, ούτε να επιτρέψη εις αυτούς να μετέχωσι της συντάξεως του δημοσίου προϋπολογισμού".

3. Διαμαρτύρεται επί τω ότι αι δημόσιαι πρόσοδοι της πτωχής Κύπρου θα εξακολουθήσουν να βαρύνωνται ετησίως διά του δυσαναλόγου ποσού 92.799.11.3 ως μεριδίου της Κύπρου διά το δημόσιον τουρκικόν χρέος, και τούτο καθ' ην στιγμήν διά της Συνθήκης της Λωζάνης δι' ης εκυρώθη η προσάρτησις της Κύπρου, η Μεγάλη Βρεττανία ουδεμίαν ανέλαβεν υποχρέωσιν διά το δημόσιον τουρκικόν χρέος συνεπεία της προσαρτήσεως ταύτης. Αλλά και ανεξαρτήτως τούτου οιαδήποτε τοιαύτη υποχρέωσις έδει να είναι επιβάρυνσις της Μεγάλης Βρεττανίας και όχι της Κύπρου.

4. Διαμαρτύρεται διά το ότι ενώ διά του προγενεστέρου Συντάγματος τεθέντος εν ισχύϊ καθ' ην εποχήν η Κύπρος διετέλει ακόμη υπό την τουρκικήν επικυριαχίαν, η Ελληνική γλώσσα, ως γλώσσα της μεγάλης πλειονότητος του Κυπριακού λαού, ηξιώθη προτεραιότητος εν σχέσει προς την τουρκικήν, νυν διά του νέου διατάγματος του Νομοθετικού Συμβουλίου η τουρκική γλώσσα τίθεται εν προτεραιότητι εν σχέσει προς την γλώσσαν της μεγάλης πλειονότητος των 4/5 του πληθυσμού της νήσου, τούτο δε εν προφανεί αντιφάσει προς την υπό του ιδίου διατάγματος αναγνωρισθείσαν αύξησιν της αριθμητικής υπεροχής του Ελληνικού στοιχείου.

5. Αναθέτει εις την Α. Μ. τον Αρχιεπίσκοπον Κύπρου και Πρόεδρον του Εθνικού Συμβουλίου της Νήσου, όπως διαβιβάση δεόντως πιστόν αντίγραφον του ψηφίσματος τούτου εις τον εντιμότατον Υπουργόν των Αποικιών.

Εγένετο και εψηφίσθη σήμερον την 9ην Μαϊου, 1925.

Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου

ΚΥΡΙΛΛΟΣ

Πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου

(Μεταγλώττιση)

ΨΗΦΙΣΜΑ

Το Εθνικό Συμβούλιο της Κύπρου αφού συνήλθε σήμερα σε έκτακτη συνεδρία στο Αρχιεπισκοπικό Μέγαρο υπό την προεδρία του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Κύπρου και αφού διασκέφθηκε επί των Βασιλικών Ανοικτών

Αντιδράσεις στην Κύπρο από την πολιτική μεταβολή. (ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ 2 Μαϊου 1925)

Γραμμάτων και των Βασιλικών Οδηγιών ημερομηνίας 10 Μαρτίου 1925 και του Βασιλικού Διατάγματος εν Συμβουλίω ημερομηνίας 6 Φεβρουαρίου 1925, με τα οποία καθορίζεται το νέο πολίτευμα της Κύπρου ως αγγλικής Αποικίας ψηφίζει ομόφωνα:

1. Διαμαρτύρεται για το ότι παρά κάθε προσδοκία, αντί να αναγνωρισθεί και πραγματοποιηθεί το φυσικό και απαράγραπτο δικαίωμα του Ελληνικού λαού της Κύπρου όπως αποκατασταθεί εθνικώς, παρατείνεται η διαβίωση του υπό ξένο ζυγό, παρά τις επαγγελίες της Μεγάλης Βρεττανίας υπέρ ελευθερίας των μικρών λαών.

2. Το Εθνικό Συμβούλιο διαμαρτύρεται γιατί με το νέο σύνταγμα παραγνωρίστηκε το δικαίωμα του κυπριακού λαού να έχει γνώμη στον τρόπο διακυβέρνησης του και όχι μόνο δεν αξιώθηκε να έχει περισσότερες πολιτικές ελευθερίες, αλλά και αυτά τα σκιώδη του δικαιωμάτα στο Νομοθετικό Συμβούλιο περιορίσθηκαν με την παροχή του δικαιώματος στον Κυβερνήτη να έχει αρνητική φωνή στην ετοιμασία και επιψήφιση όλων των νόμων. Εκδηλώνει δε την πικρία την οποία ο κυπριακός λαός αισθάνεται διότι παρόλες τις υπομνήσεις του η Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας δεν ηυδόκησε να δώσει στους αιρετούς αντιπροσώπους του στο Νομοθετικό Συμβούλιο το δικαίωμα να προτείνουν ψήφισμα ή νόμο για τη διάθεση των δημοσίων προσόδων, ούτε να επιτρέψει σ' αυτούς να μετέχουν στη σύνταξη του δημόσιου προϋπολογισμού.

3. Διαμαρτύρεται για το ότι οι δημόσιες πρόσοδοι της πτωχής Κύπρου θα εξακολουθήσουν να βαρύνονται ετησίως με το δυσανάλογο ποσό 92.799.11.3 ως μεριδίου της Κύπρου για το δημόσιο τουρκικό χρέος, και τούτο καθ' ην στιγμή με τη Συνθήκη της Λωζάνης με την οποία κυρώθηκε η προσάρτηση της Κύπρου, η Μεγάλη Βρεττανία καμμιά υποχρέωση δεν ανέλαβε για το δημόσιο τουρκικό χρέος λόγω της προσάρτησης αυτής. Αλλά και ανεξάρτητα αυτού οποιαδήποτε τέτοπια υποχρέωση έπρεπε να είναι επιβάρυνση της Μεγάλης Βρεττανίας και όχι της Κύπρου.

4. Διαμαρτύρεται για το ότι ενώ με το προγενέστερο Σύνταγμα που τέθηκε σε ισχύ καθ' ην εποχή η Κύπρος διατελούσε ακόμη υπό την τουρκική επικυριαχία, η Ελληνική γλώσσα, ως γλώσσα της μεγάλης πλειονότητας του Κυπριακού λαού, αξιώθηκε προτεραιότητας σε σχέση προς την τουρκική, τώρα με το νέο διάταγμα του Νομοθετικού Συμβουλίου η τουρκική γλώσσα τίθεται σε προτεραιότητα σε σχέση προς τη γλώσσα της μεγάλης πλειονότητας των 4/5 του πληθυσμού της νήσου, τούτο δε σε προφανή αντίφαση προς την αναγνωρισθείσα αύξηση της αριθμητικής υπεροχής του Ελληνικού στοιχείου από το ίδιοτο Διάταγμα.

5. Αναθέτει στην Α. Μ. τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου και Πρόεδρο του Εθνικού Συμβουλίου της Νήσου, όπως διαβιβάσει κατάλληλα πιστό αντίγραφο του ψηφίσματος αυτού στον εντιμότατο Υπουργό των Αποικιών.

Στη διαμαρτυρία του Aρχιεπισκόπου απάντησε στις 12 Ιουνίου ο Υπουργός Αποικιών διά του Αποικιακού Γραμματέα και στην απάντηση του επαναλάμβανε προηγούμενη θέση της αγγλικής Κυβέρνησης ότι το θέμα της Ενωσης με την Ελλάδα είχε κλείσει τελειωτικά και δεν μπορούσε να ξανανοίξει.

Επομένως, τόνιζε, έπρεπε να το αντιληφθούν καλά αυτό οι Κύπριοι:

ΓΡΑΦΕΙΟ ΑΠΟΙΚΙΑΚΟΥ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑ

ΚΥΠΡΟΥ

12 Ιουνίου 1925

Νο 624/1925

Μακαριώτατε,

Σε σχέση με την επιστολή της Μακαριότητος Σας ημερομηνίας 1 Μαϊου 1925 που περικλείει υπόμνημα που απευθύνεται προς τον εντιμότατο υπουργό των Αποικιών με το οποίο διαμαρτύρεσθε κατά της κατακράτησης της Κύπρου ως μέρους των κτήσεων της Α. Μεγαλειότητος, εντάληκα από τον Κυβερνήτη να σας πληροφορήσω ότι το υπόμνημα σας διαβιβάστηκε δεόντως στον υπουργό των Αποικιών, ο οποίος παρακάλεσε την Α. Εξοχότητα να

ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ 29 11 1924

δηλώσει σε σας ότι έλαβε το υπόμνημα και επιθυμεί να πληροφορηθείτε ότι πρέπει σαφώς να κατανοήσετε ότι ως ήδη υποδείχθηκε σε σας περισσότερες από μια φορά ότι το ζήτημα της Ενωσης της Κύπρου με την Ελλάδα έκλεισε τελειωτικά και δεν μπορεί να επανανοίξει

Εχω την τιμήν να διατελώ

Μακαριώτατε

της Σεβασμιότητάς σας ευπειθής θεράπων

C.D.FENN

Αποικιακός Γραμματέας

Μακαριώτατον

Αρχιεπίσκοπο Κύπρου

Λευκωσία

Το Εθνικό Συμβούλιο επανήλθε και με μια νέα επιστολή διά του Αρχιεπισκόπου τόνιζε ότι ζητήματα εθνικής αποκατάστασης ενός δούλου λαού δεν τερματίζονται με μονομερείς αρνητικές δηλώσεις των κρατούντων (Ελευθερία 1.7.1925):

Εντιμότατε,

Λαμβάνομεν την τιμήν να εγκλείσωμεν αντίγραφον της εις την ημετέραν διαματυρίαν της 1ης Μαϊου 1925 απαντήσεως ην ο Αποικιακός Γραμματεύς απέστειλεν ημίν.

Επιθυμούμεν να λάβη σοβαρώς υπ' όψιν η υμετέρα Εντιμότης ότι ζητήματα εθνικής αποκαταστάσεως ενός δούλου λαού δεν τερματίζονται διά μονομερών αρνητικών δηλώσεων των κρατούντων αίτινες όσον περισσότερον είναι σαφείς και κατηγορηματικαί τόσον περισσότερον προκαλούν την δυσφορίαν και εξεγείρουν την εθνικήν συνείδησιν του αδικουμένου λαού αξιούντος και εμμένοντος ακλονήτου εις την πλήρωσιν των εθνικών αυτού πόθων".

(Μεταγλώττιση)

Εντιμότατε,

Λαμβάνουμε την τιμή να εγκλείσουμε αντίγραφο της απάντησης στη διαματυρία μας της 1ης Μαϊου 1925 την οποία ο Αποικιακός Γραμματέας απέστειλε σε μας.

Επιθυμούμε να λάβει σοβαρά υπ' όψη η Εντιμότητα Σας ότι ζητήματα εθνικής αποκατάστασης ενός δούλου λαού δεν τερματίζονται με μονομερείς αρνητικές δηλώσεις των κρατούντων οι οποίες όσο περισσότερον είναι σαφείς και κατηγορηματικές τόσο περισσότερο προκαλούν τη δυσφορία και εξεγείρουν την εθνική συνείδηση του αδικούμενου λαού που αξιώνει και εμμένει ακλόνητα στην πλήρωση των εθνικών του πόθων".

Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι οι Χριστιανοί δεν ικανοποιήθηκαν από τις αλλαγές που είχαν γίνει όταν προκηρύχθηκαν οι νέες εκλογές στο διευρυμένο Νομοθετικό που τώρα θα αποτελείτο από 12 Ελληνες βουλευτές, το Εθνικό Συμβούλιο με ανακοίνωση του που δημοσιεύθηκε στις 13 Μαϊου 1925 αποφάσισε όπως τεθεί τέρμα στην πολιτική της αποχής και όπως διεκδικήσει τις έδρες τις οποίες αυτοί θα εκλέγονταν θα τις κρατούσαν (δεν θα εκλέγονταν και να παραιτούνταν σε ένδειξη διαμαρτυρίας όπως συνέβαινε στο παρελθόν).