Πρώτη Ηλεκτρονική Ιστορία της Κύπρου

image

Δωρεάν προσφορά σε ερευνητές, μελετητές, φοιτητές, μαθητές και δημοσιογράφους.

Από την Κύπρο στην αρχαιότητα, μέχρι την Κύπρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αγγλοκρατία, η ΕΟΚΑ, το πραξικόπημα, το σχέδιο Ανάν, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αρχείο Παναγιώτη Παπαδημήτρη

papademetris-pΜοναδικό αρχείο στο οποίο μπορείτε να προστρέξετε και να αναζητήσετε εύκολα και γρήγορα αυτό που θέλετε για μια περίοδο 8.000 ετών για την Ιστορία της Κύπρου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

10.7.1821: Οι σφαγές συvεχίζovται. Όργιo δoλoφovιώv και εκτελέσεωv σε oλόκληρη τηv Κύπρo.

S-86

10.7.1821: ΟΙ ΣΦΑΓΕΣ ΣΥΝΕΧΙΖΟΝΤΑΙ. ΟΡΓΙΟ ΔΟΛΟΦΟΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΝ ΣΕ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

Η Εκκλησία Φανερωμένης στη Λευκωσία. Τα οστά τους μεταφέρθηκαν σε οστεοφυλάκιο στο προαύλιο της

Οι σφαγές δεν έληξαν την 9η Ιουλίου, αλλά κράτησαν για σαράντα ολόκληρες μέρες παρά την εισήγηση του Βεζύρη όπως αυτές τελειώσουν στις 20 Ιουλίου 1821.

Ο Κουτσιούκ Μεχμέτ για να μπορέσει να ολοκληρώσει το όργιο των σφαγών κατακράτησε τη διαταγή του Βεζύρη για 40 μέρες και άφησε το οθωμανικό στοιχείο να οργιάσει.

Οι κρεμάλες στήνονταν καθημερινά και ένας, ένας οι αξιωματούχοι της εκκλησίας και οι προύχοντες των διαφόρων κοινοτήτων εκτελούνταν χωρις οίκτο και δικαιολογία.

Ο Κηπιάδης στο βιβλίο του "Απομνημονεύματα των κατά το 1821 εν τη νήσω Κύπρω τραγικών σκηνών" που εξέδωσε το 1888 στην Αλεξάνδρεια και ανατύπωσε το υπουργείο Παιδείας της Κύπρου το 1972, αναφέρει ότι πήρε πληροφορίες για τις σφαγές από το Χατζηκυριάκο Πιερίδη, ο οποίος όπως σημειώνει "κατά την πολυστένακτον εκείνην εποχήν διετέλει γραμματεύς του γραφείου της δημογεροντίας εν τω σεραγίω" και ήταν αυτόπτης μάρτυρας των τραγικών σκηνών που ακολούθησαν, όπως επίσης και από το γέροντα Ν. Φυλακτό από τον Καραβά.

Αναφέρει ο Κηπιάδης τη συνέχεια των γεγονότων της 9ης Ιουλίου 1821 (μεταγλώττιση):

"Την επομένη ημέρα 10 Ιουλίου απήγαγαν στην αγχόνη τον ηγούμενο της ευαγούς και βασιλικής Μονής του Κύκκου Ιωσήφ, άνδρα λόγιο, εύσωμο και καλλίφωνο, μουσικό, καταγόμενο από το χωριό Πενταλιά της Πάφου, ο οποίος από παιδί είχε καταταχθεί στη Μονή του Κύκκου και είχε σταλεί με δαπάνη της Μονής για εκπαίδευση στη σχολή του Γένους στην Κωνσταντινούπολη, και ο οποίος το 1817 μετά από πολύχρονες υπηρεσίες έγινε ηγούμενος.

Τον απαγχόνισαν αφού τον κρέμασαν στη συκαμινέα έναντι του τζαμίου του Σεραγίου.

Την ίδια μέρα αποκεφάλισαν στη ίδια πλατεία τον Δοσίθεον Οικονόμο του ιερού μναστηρίου του Σταυρού στο Ομοδος, επίσης τον αρχιμανδρίτην και ηγούμενο του μοναστηρίου

Το μνημείο που έγινε προς τιμή των θυμάτων του Κουτσιούκ Μεχμέτ την 9η Ιουλίου 1821

των Ιεροσολύμων Χρυσοστόμου, τους δύο δε επίσης αντιπροσώπους κληρικούς του Ορους Σινά των οποίων τα ονόματα μετά παρέλευση χρόνων παραδόθηκαν σατη λήθη.

Παρά δε την γέφυρα κατά την αγορά Πασματζίδικα αποκεφάλισαν επίσης τον ιερομόναχο της ιεράς Εκκλησίας της Φανερωμένης της Λευκωσίας Λαυρέντιο, τον οποίο κατήγγειλαν ότι είχε κρυμμένη πυρίτιδα.

Επίσης αποκεφάλισαν τον Χριστόδουλο Κουρτελλαρίδη, δημογέροντα του Κριτηρίου Λευκωσίας, τους δύο δημογέροντες του Σεραγίου Πέτρο Οικονομίδη και Γιαννάκη Αντωνόπουλο.

Του Αντωνόπουλου συνέλαβαν και τις τρεις κόρες Παγώνα, Πεζούνα και Αγγελέττα, τις οποίες για πολλές ημέρες προφυλάκισαν την κάθε μια σε ιδιαίερο δωμάτιο προσπαθώντας πότε με υποσχέσεις και πότε με απειλές να πείσουν να εξομώσουν, αλλά αυτές υπέστησαν καρτερικά κάθε δοκιμασία και παρέμειναν πιστές στην πίστη των πατέρων τους και χάρη στις αγαθές συμβουλές του ευνοουμένου Χρυσοχόου του ηγεμόνα Ευαγγέλη Γρηγορίου, πατέρα του επιζήσαντος καλοκάγαθου γέροντος εμπόρου Ιωάννου Ευαγγελίδου, ο οποίος με τα ισχυρά του μέσα κατόρθωνε να τις επισκέπτεται μέχρι που επιτεύχθηκε η απελευθέρωση τους, μέσω πολλών ισχυρών μέσων.

Στις 10 Ιουλίου επίσης αποκεφάλισαν στην ίδια πλατεία τους διαπρέποντες στη Λευκωσία Μιχαήλ Γλυκύ, πατέρα του προ τινος αποβιώσαντος ευπαιδεύτου Γεωργίου Γλυκύ, Χατζη Νικόλαον Ζωγράφον, Σαντζάκ Βέη της Λευκωσία, τον Χατζή Νικόλαο, αδελφό του αποκεφαλισθέντος το 1808 στην Κωνσταντινούπολη δραγομάνου Χατζηγεωργάκη (Κορνέσιου) και πατέρα του διατελέσαντος δραγομάνου του Σεραγίου Γιάγκου Γεωργιάδου, γνωστού ως Τσελεπή Γιάγκου, τον Σ. Συμεώπουλον, τον Χατζή Νικόλαο Πετσοπούλλη, τον Χατζή Γιαννάκη Πασπαλλίδη, και τον Χατζή Γιαννάκη Γεμενιτζή.

Ο τελευταίος παρ' όλον ότι δεν ήταν ανάμεσα στους προγραφέντες καταγγέλθηκε όμως και έτυχε του μαρτυρικού θανάτου από τον συνέταιρο του οθωμανό, για να επωφεληθεί της περιουσίας του, με την επόμενη διαβολή.

(Τότε) με αυστηρή διαταγή της Κυβέρνησης διατάχθηκαν οι χριστιανοί ραγιάδες ανεξαίρετα να γκρεμίσουν τα ανώγια των κατοικιών τους διότι τέτοια επιτρεπόταν να έχουν μόνο οι οθωμανοί.

Ενώ δε αυτός (ο Γιαννάκης Γεμενιτζής) ασχολείτο με το γκρέμισμα του ανωγιού της οικίας του ο συνεταίρος του οθωμανός υποκριθείς ότι αγνοούσε την διαταγή προσήλθε και επληροφορήθη για ποιον το έκαμνε αυτό, ο δε Γεμενιτζής του απάντησε ότι η Κυβέρνηση έδωσε τη διαταγή και οφείλει να υπακούσει.

(Ομως) ο συνεταίρος του διέστρεψε την απάντηση του και τον κατήγγειλε στον ηγεμόνα ότι δήθεν απάντησε:" Τι να κάμωμεν αφού σας έχομεν ως την οργήν του Θεού στην κεφαλή μας. Αλλά μη σας μέλλει και σήμερα είναι δικόν σας, αλλά έχει ο θεός, αύριον είναι δικό μας (Αλλάχ κερίμ)". Τέτοιες διαβολές και συκοναντίες έγιναν τότε πολλές κατά διάφορους τρόπους.

Εκτός από τους αναφερόμενους αποκεφάλισαν την ίδια μέρα τους Λευκωσιάτες Χατζή Ανδρέα Γιαπανή, Ζαχαρία Καλλιόν και Γιώργιο Κουρελλά.

Επίσης τον Χατζή Πετρή, βοσκόν από το χωριό Φλάσου της Σολέας, γραμματοκομιστή των μυημένων με τη Φιλική Εταιρεία τον οποίο συνέλαβαν να μεταφέρει σε δερμάτινο χωρικό σάκκο (βούρκας καλουμένης κοινώς από τους κυπρίους) επιστολές των φιλικών προς τον

Η βάση του μνημείου των απαγχονισθέντων

Αρχιεπίσκοπο και Μιχαήλ Γλυκύ. Εκαρατόμησαν επίσης τον Σ. Σολωμή προύχοντα της κωμοπόλεως Μόρφου και τον αδελφό του Χατζή Κυριάκο Σολωμή, προύχοντα Σολέας.

Επίσης απηγχόνισαν τον ιεροδιάκονο Μόρφου Χριστόφορο και τον ανεψιό του απαγχονισθέντος Αρχιεπισκόπου Χατζη Σάββα και όπως λέγουν δύο φορές κατά τον απαγχονισμό του έσπασε (κόπηκε) το φονικό σχοινί της αγχόνης.

Την ίδια ημέρα εκαρατόμησαν τους απαχθέντες και διαπρέποντες πολίτες της Λάρνακας Χατζή Ηλιάσην Συμεού, Συμεών Ηλιάσην, Παυλήν Χάρταν, Χατζάντζουλον Παταρού, Νικόλαον Τσικκίνην, Νικόλαον Φράγκου, δημογέροντα Λάρνακας, Πιεράκην Δημητρίου, πατέρα του επιζώντος εκπαιδευτικού και σεβάσμιου γέροντος Δημητρίου Πιερίδου.

Επίσης εις Λεμεσόν εκαρατόμησαν τους Χριστόφορο Αραπούδι, Ανδρέα Δαβίδ δημογέροντα Λεμεσού και αδελφόν του όπως αναφέρθηκε καρατομηθέντος Γεωργίου Μασούρα

στου οποίου την οικία φιλοξενήθηκε ο Κουτσιούκ Μεχμέτ όταν κατερχόμενος από την Κωνσταντινούπολη αποβιβάστηκε αρχικά στη Λεμεσό.

Επίσης τον καλλίφωνο ψάλτη της Ιεράς Εκκλησίας Αγίας Νάπας Λεμεσού Γιονούζην, ο οποίος κατ' αρχάς είχε καταφύγει στην οικία του προξένου της Ρωσίας και Αγγλίας Δημητρίου Φραγκούδη, αλλά στη συνέχεια εγκατέλειψε το άσυλο του από φόβο και κατέφυγε στο ορεινόν

της νήσου και καταγγέλθηκε από κάποιαν χριστιανήγριά η οποία τον είδε κρυπτόμενο σε ελαιόδενδρο έξω από την πόλη.

Στις 12 Ιουλίου απαγχόνισαν έξω από το φρούριο της Λευκωσίας άλλον ανεψιό του Αρχιεπισκόπου και στην πλατεία του Σεραγίου τον Παπα Μάρκον από το προάστιο Αγιος Δομέτιος της Λευκωσίας.

Εκαρατόμησαν δε και τους γραμματείς των Δημογερόντων των επαρχιών Πάφου Κτήματος και Χρυσοχού Χριστούδιαν και Χατζή Ζαχαρίαν.

Στις 13 Ιουλίου απήγαγαν και καρατόμησαν στην ίδια πλατεία τον Χατζή Ηλία από την κωμόπολη Λαπήθου μαζί με άλλους 17 προεστούς κτηματίες συγχωριανούς του, των οποίων τα ονόματα με την παρέλευση των χρόνων παραδόθνηκαν στη λήθη.

Αυτούς λέγεται ότι κατήγγειλε ο Μουτεβελής (επιτετραμμένος) των Βακουφίων Λαπήθου και Καραβά Μεχμέτ Αγάς, για να επωφεληθεί των βακουφικών τους κτημάτων και νερών του αφιερώματος Μεδινάς. Μαζί τους συναπήχθηκε και καρατομήθηκε και ο δημογέροντας Λαπήθου -Καραβά, πλουσιώτατος κτηματίας Χατζή Νικόλας Λαυρεντίου Πρωτοσύγγελλου από το χωριό Καραβάς, τον οποίο αποπειράθηκε να λυτρώσει ο Σέϊκ -Μεχμέταγας που τον ευνοούσε, αλλά ο Μουτεβελής των Βακουφίων απείλησε τον Κουτσιούκ Μεχμέτ ότι θα τον καταγγείλει λόγω της χάριτος αυτής στον Σουλτάνο, γι' αυτό και τον καρατόμησαν.

Ακόμα μια φωτογραφία του μνημείου για τα θύματα της 9ης Ιουλίου 1821

Αυθημερόν απήγαγαν στη Λευκωσία και καρατόμησαν τους διαπρέποντες σε κτήματα και πλούτο από την Κυθραία Χατζή Ιωνάν και Χατζή Αττάλλαν, τον Πρωτόπαπα Χριστόδουλον από το Εξω Μετόχι και τον Παπά Ιωάννη από τη Βώνη.

Στις 14 Ιουλίου συνέλαβαν και Χατζή Συμεών Γλυκύ που αναζητείτο από ημέρες και κρυβόταν σε κάποια κρύπτη οικίας στη συνοικία Φανερωμένη της Λευκωσίας,

τον οποίο κατήγγειλε ο γείτονας του χριστιανός από τη Συρία Χαπίπης, ο οποίος τον είδε ενώ εξερχόταν τη νύκτα από το άσυλο του και τον οποίο απαγχόνισαν αφού τον κρέμασαν στο παράθυρο της οικίας του.

Τα μαρτυρικά λείψανα των θυσιασθέντων ιερωμένων και λαϊκών μερικά μεν ερρίφθησαν από το φρούριο έξω από την πόλη από χριστιανούς που αγγαρεύθηκαν για τον σκοπό αυτό, οπόθεν άλλοι ομογενείς τα παρέλαβαν και τα έθαψαν αλλά, μεν στο νεκροταφείο της Παλλουριώτισσας, άλλα δε στο νεκροταφείο των Αγίων Ομολογητών, ενώ τάφηκε και (η σορός) του Ανδρέα Δαβίδη την οποία μετέφεραν και έθαψαν στον περίβολο της Ιεράς Εκκλησίας Φανερωμένης, "εν άκρα σιγή και βαθείας νυκτός". Τα μεν πτώματα των Αρχιερέων και Κληρικών σε ιδιαίτερο τάφο, τα δε των λαϊκών επίσης παραπλεύρως. Τον τόπο δε της μετακομιδής αργότερα των μαρτυρικών αυτών λειψάνων δεικνύει πλάκα που φέρει την ακόλουθη επιγραφή:

Το μνημείο στην αυλή της Εκκλησίας Φανερωμένης προς τιμή των θυμάτων της 9ης Ιουλίου 1821

Οι ιερωμένοι θύματα του Κουτσιούκ Μεχμέτ το 1821 (ΚΥΠΡΙΑΚΟΣ ΦΥΛΑΞ 12 7 1908). Ο κατάλογος των λαϊκών στην επόμενη σελίδα

"Εν τω υπό την ιεράν ταύτην Τράπεζαν κενοταφείω, κείνται τα οστά των κατά το 1821, 9-10 Ιουλίου απηγχονισθέντων και καρατομηθέντων ιερωμένων και λαϊκών και εντός του περιβόλου της Φανερωμένης ενταφιασθέντων".

Οταν ανακαινίστηκε η εκκλησία το 1872-1873 αποκομίσθησαν από τον προηγούμενο τάφο και τα ιερά οστά των τότε θανατωθέντων και τέθηκαν όπως αναφέρθηκε σε μνημόσυνο αιώνιο. Τα ονόματα τους είναι τα εξής: Κυπριανού Αρχιεπισκόπου, Χρυσάνθου Πάφου. Μελετίου Κιτίου, Λαυρεντίου Κυρηνείας, Ιωσήφ Ηγουμένου Κύκκου, Μελετίου Αρχιδιακόνου. Γ. Μασούρα. Π. Οικονομίδου, Μ. Γλυκύ, Πιεράκη, Ιωάννου Αντωνοπούλου, Π. Βοσκού, Ν. Ζωγράφου, Σ. Σολομή, Σ. Συμεωνοπούλου και Χρ. Κουρτελλαρίδη.

Αξία θαυμασμού είναι και η μέγιστη ευστάθεια του χαρακτήρα την οποία επέδειξε ο ιερός κλήρος "επί της καταξιώσεως του και κατ' έμπροσθεν της επονειδίστου αγχόνης και υπό ανθρωποκτόνον μάχαιραν".

Πολλοί από αυτούς προτρέπονταν να αρνηθούν τον Χριστόν για να σώσουν τη ζωή τους και να απολαύσουν πολλά άλλα εφήμερα αγαθά, αλλά όλοι μέχρι ενός "τον αγώνα τον κα λόν

ηγωνίσαντο, την πίστιν του σωτήρος Χριστού τετηρήκασι και ούτω του αμαράντου έτυχον στεφάνου της αιωνίου μακαριότητος, παρά του μεγάλου αθλοθέτου Θεού".

Αλλά οι τελευταίες στιγμές του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού, όπως βεβαίωσαν οι γνωρίζοντες, φάνηκαν πραγματικά "στιγμαί πίστεως ακραιφνούς οποίας τας προπαρασκευάζει εν περιστάσει τοιαύταις συνείδησις ακηλίδωτος, καρδία αγαθοποιός και μεγάλη, περιφρόνησις της προσκαίρου ζωής και προσδοκίας της μελλούσης και μακαρίας εκείνης, ην ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν".

Το πρώτο αυτό θύμα παίρνοντας τη θηλειά που κρατούσε ο δήμιος την ευλόγησε σταυροειδώς τρεις φορές και ύστερα με φωνή βαρειά είπε: "Εκτέλεσον ήδη την εντολήν του απεινούς κυρίου σου".

Μεταξύ των προγεγραμμένων Παφίων καταλέγονται οι και οι αδελφοί Χατζή Νικόλαος και Χατζή Γεώργιος Χατζή Τομάζου, Κοππατσής, από το χωριό Κρήτου Τέρας, πατέρας του Νικοδήμου Γεωργιάδου τελειοφοίτου του Εθνικού Πανεπιστημίου στης Θεολογίας και Φιλολογίας. Αλλά αυτούς οι εγχώριοι οθωμανοί μόλις άκουσαν έδραμαν και διέσωσαν από την

Ο κατάλογος λαϊκών που σφαγιάστηκαν από τον Κουτσιούκ Μεχμέτ το 1821. Η συνέχεια του καταλόγου στην επόμενη σελίδα

αγχόνη, λέγοντες ότι αυτοί ήσαν όχι μόνον οι ευεργέτες και προστάτες ολόκληρης της επαρχίας αλλά και οι ταμίες του Σουλτάνου καθότι πληρώνουν τους φόρους των συγχωριανών τους. Και όμως μετά την καταστροφήν στην Πύλω του οθωμανικού στόλου έγινε δεύτερη σφαγή προς εκδίκηση και υπέκυψαν και αυτοί στο μοιραίο τέλος, επειδή δεν πρόλαβαν οι συγχωριανοί τους οθωμανοί να σπέυσουν και πάλι και να τους σώσουν από τα χέρια των δημίων τους.

Απο εκείνους που υπέσ

τησαν κατά το 1821 το μαρτύριο της φυλάκισης και επομένως διασώθηκαν ήταν ο Χατζή Μιχαήλ Αντωνίου ονομαζόμενος Μαρίνος, ο οποίος για να απαλλάξει τον εαυτόν του από το μαρτύριο αναγκάστηκε να προσποιηθεί τον φρενοβλαβή.

Ο Κουτσούκ Μεχμέτ αποπειράθηκε να απαγάγη και την εννιάχρονη τότε κόρη του Ανδρέα Βαβίδ και σύζυγο του Κωνσταντίνου Ρώτα Τερεζούν, αλλά αυτή όταν το πληροφορήθηκε δραπέτευσε από το παράθυρο του ανωγείου της οικίας του Γιαννάκη Πελεντρίδη, όπου είχε ζητήσει άσυλο μετά τη δήμευση της περιουσίας του και έτσι διέφυγε τον κίνδυνο και κατέφυγε με τη μητέρα της και τα άλλα αδέλφια της στη Λάρνακα.

Τις σφαγές επεσφράγησαν λεηλασίες και αρπαγές και οι δημεύσεις των κινητών και ακινήτων περιουσιών, οι οποίες δεν περιορίστηκαν μόνο σε όσους είχαν προγραφεί και θανατωθεί.

Οι περιουσίες των Μητροπόλεων, Μοναστηρίων και εκκλησιών, τα ιερά άμφια και σκεύη, ο διάκοσμος των ιερών εικόνων και κάθε άλλο κινητό και ακίνητο λεηλατήθηκαν, αρπάγησαν, δημεύθηκαν. Οι σύζυγοι και τα παιδιά των φονευθέντων ή όσων είχαν διαφύγει τη μάχαιρα και την αγχόνη ρίφθηκαν έξω από τα σπίτια τους και έμειναν άστεγα και στερούνταν και αυτών ακόμα των απολύτως αναγκαίων.

Εκτός από την κινητή περιουσία στην οποία άρπαξαν από την Αρχιεπισκοπή δήμευσαν και και το Μετόχιο της Αυγασίδος, το οποίο ύστερα, αγόρασε έναντι πολλών χρημάτων ο μακαρία τη λήξει Αρχιεπίσκοπος Πανάρετος, όπως επίσης και το πλούσιο σε προσόδους στην Κοντέα τα οποία κατέχουν ήδη τα παιδιά Λαπιέρ.

Την ίδια λεηλασία υπέστησαν οι Μητροπόλεις και οι Εκκλησίες της Πάφου, του Κιτίου και της Κερύνειας με εξαίρεση την Εκκλησία Χρυσοπολιτίσσης στη Λάρνακα της οποίας τα ιερά σκεύη πρόλαβε και διέσωσε ο πρόξενος της Αγγλίας Αντώνιος Βονδετσιάνος (Βοντιτσιάνος).

Το ιερό και βασιλικό Μοναστήρι του Μαχαιρά υπέστη την ιδία οικτρή λεηλασία, αλλά διασώθηκε μόνο η αγία εικόνα, την οποίαν κατόρθωσαν οι μοναχοί να βγάλουν από το

Ακόμα μερικά ονόματα σφαγιασθέντων το 1821. Οπως σημειώνει η εφημερίδα ΚΥΠΡΙΑΚΟΣ ΦΥΛΑΞ της 12 7 1908 ο κατάλογος δεν είναι πλήρης γιατί πολλά ονόματα έχουν ξεχασθεί με την πάροδο του χρόνου

μοναστήρι, αφού εξαπάτησαν τους Γενιτσάρους που το φρουρούσαν και την έκρυψαν σε κάποιο φαράγγι.

Επί πλέον δημεύθηκε ο μήλος του μοναστηριού στο χωριό Πέρα, τον οποίον κατόπιν εξαγόρασε ο Οικονόμος Ιζεκιήλ, όπως επίσης και το πλούσιο σε γη και ελαιόδενδρα Μετόχιο στο Λιθροδόντα, το οποίο εξαγόρασε μετά ο ηγούμενος Καλλίνικος, όπως επίσης και το τσιφλίκι Κιόσκι παρά τη Λευκωσία και εκείνο της Τύμβου, τα οποία διατελούν μέχρι και σήμερα υπό ξένη κατοχή.

Από τους διασωθέντες χριστιανούς κυπρίους που μετανάστευσαν στην αλλοδαπή ήσαν και οι αδελφοί Σαρίπολοι Χριστόδουλος και Ιωάννης, πατέρας του αποβιώσαντος διαπρεπούς νομομαθούς καθηγητού Νικολάου Σαρίπολου.

Επίσης ο Χριστόδουλος Φραγκούδης και ο

Αρχιδιάκονος του Μητροπολιτικού θρόνου Κυπριανού, τους οποίους έσωσε ο Χατζή Ουσείν Εφένδης Σέχης του αρχαίου οθωμανικού τεμένους του Τεκκέ της Λάρνακας που βρίσκεται κοντά στην αλυκή.

Επίσης (διασώθηκαν) ο Χατζή Παταρός από τη Λάρνακα τον οποίο ο πρόξενος της Αμερικής Μαρίνος έκρυψε σε ένα βαρέλι για να τον επιβιβάσει σε ευρωπαϊκό πλοίο που απέπλεε.

Οι Δαβίδ Ανδρεάδης από τη Λεμεσό, ο οποίος κατέφυγε στη Βενετία και ύστερα στη Σύρο μετερχόμενος μέχρι το τέλος του τον συμβολαιογράφο, ο Ονούφριος Ιασωνίδης και ο Δημήτριος Σιβιτάνος, οι Χατζή Γιαννάκης από τη Λευκωσία, ο έξαρχος του Αρχιεπισκοπικού Θρόνου Ιωαννίκιος, ο οποίος αργότερα γνώρισε στο Παρίσι τους Χοσρέφ Πασιά και Φετίχ Πασιά και έγινε Αρχιεπίσκοπος της Κυπρου.

Ακόμη (διασώθηκαν) ο Χατζή Λοϊζής Ευαγόρας από τη Λάπηθο με τους δυο του γιους, από τους οποίους ο ένας ο Χατζηπαναγιώτης Ευαγόρας πήγε στην Ελλάδα και πήρε ενεργό μέρος από την αρχή μέχρι το τέλος στον Ιερό Αγώνα (ελληνική επανάσταση) και οι Χατζή Πετράκης και Χατζή Πασχαλής από την Κυθρέα από τους πιο πλούσιους γαιοκτήμονες.

Διεσώθη δε από το θάνατο και ο ηγούμενος της Μονής Μαχαιρά Γερμανός γιατί βρέθηκε τυχαία κατά τον χρόνο αυτό στο χωριό Πραστείο της Μεσαορίας και τον έσωσε ο Γεώργιος Λαπιέρ που πήρε αδρά χρηματικά λύτρα και δώδεκα καμήλους που ανήκαν στο μοναστήρι.

Σαράντα (κύπριοι), λόγω αδυναμίας χαρακτήρος εξόμωσαν και οι περισσότεροι "παρελθόντες του τρομερού και καταστρεπτικού κλύδωνος" προσήλθαν και απέθαναν με αφωσίωση στο πάτριο θρήσκευμα, οι μεν αφού μετανάστευσαν στο εξωτερικό οι δε διαμένοντες στην ίδια τους την πατρίδα.

Δίκαιος αρετής έπαινος και ως εκ τούτου δεν πρέπει να περάσει σιωπηρά και η κατά την τόσο κρίσιμη εκείνη εποχή φιλάνθρωπος διαγωγή κάποιων ευρωπαίων προξένων, οι οποίοι άνοιξαν τα σπίτια τους όπου κατέφυγαν και γλύτωσαν αρκετοί άνδρες και γυναίκες και παιδιά που καταδιώκονταν και καταδυναστεύονταν και τίμησαν έτσι τους εαυτούς τους και τις σημαίες τους.

Στη Λάρνακα μεν ο πρόξενος της Αγγλίας Αντώνιος Βονδιτσιάνος, ο Κωνσταντίνος Περιστιάνης της Ρωσίας και Σουηδίας, πάππος του επιζώντος στη Λεμεσό διδάκτορος της Νομικής Θεοδώρου Περιστιάνη, και οι δυο Κεφαλλήνες το γένος.

Ο γάλλος Μεσιέν, ο Καπράρας της Αυστρίας, ο Καλημέρης της Νεάπολης, ο Μαρίνος και Ρόζεβικ των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, παρόλον ότι πρέπει να υπομνήσουμε ότι οι τελευταίοι τέσσερις πήραν αδρά λύτρα ζωής, και πλούτισαν ως εκ τούτου.

Στη Λεμεσό ο Δημήτριος Φραγκούδης της Ρωσίας και της Αγγλίας με τους οποίους συγκαταλέγεται και ο αγαθός την καρδίαν Χουσείν Εφένδης, προϊστάμενος, όπως αναφέρθηκε, του Οθωμανικού τεμένους κατά τις αλυκές.

Αλλά άλλοι όμως κατ' όνομα ευρωπαίοι Χριστιανοί, συμπεριφέρθηκαν ελάχιστα τίμια και φιλάνθρωπα και όχι μόνο ωφελήθηκαν και πλούτισαν από τις περιουσίες των δυστυχών χρηστιανών ραγιάδων, αλλά και διότι συνέβαλλαν στο θάνατο τους, προδίδοντες τους εμμέσως προς την Κυβέρνηση, όταν κατέφευγαν υπό την προστασία τους.

Μεταξύ αυτών πσεριλαμβάνεται ο Γιακουμέττος Ματέης, πρόξενος της Πρωσίας και σύμφωνα με την Ιστ. Εκκλ. Κύπρ. του Φ. Γεωργίου αναφέρεται και ο Διερμηνέας του γαλλικού προξενίου και επιστήθιος φίλος του ηγεμόνα Γεώργιος Λαπιέρ, ο οποίος καθόλο το διάστημα της απαγχόνησης και καρατόμησης του Αρχιεπισκόπου και των άλλων προυχόντων, βρισκόταν στο πλευρό του ηγεμόνα βλέποντας απαθώς τα θύματα.

Αλλά και ο εξομώτης Ανδρέας Σολομονίδης που μετονομάστηκε σε Χουρσίτ Αγά επέφερε πολλά εναντίον των ομογενεών του και επωφελήθηκε της περιουσίας πολλών από τα θύματα.

Αξιον πάντως θαυμασμού είναι ότι η θεία Δικαιοσύνη δεν καθυστέρησε να τιμωρήση όλους εκείνους οι οποίοι με προδοσία και αδικήματα εθησαύρισαν. Και απόδειξη αναμφισβήτητη είναι ότι ο πλούτος που συσσωρεύθηκε με αυτόν τον τρόπο, όχι μόνο δεν περιήλθε σε δεύτερη γενιά, αλλά και πολλοί από αυτούς τελείωσαν τη ζωή τους πάμπτωχοι, όσα δε κτήματα που αποκτήθηκαν άδικα περιήλθαν στην κατοχή των Ελλήνων κατοίκων της νήσου.

Αυτά είναι σε μικρογραφία τα γεγονότα της μαρτυρικής Κύπρου κατά το 1821".