Πρώτη Ηλεκτρονική Ιστορία της Κύπρου

image

Δωρεάν προσφορά σε ερευνητές, μελετητές, φοιτητές, μαθητές και δημοσιογράφους.

Από την Κύπρο στην αρχαιότητα, μέχρι την Κύπρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αγγλοκρατία, η ΕΟΚΑ, το πραξικόπημα, το σχέδιο Ανάν, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αρχείο Παναγιώτη Παπαδημήτρη

papademetris-pΜοναδικό αρχείο στο οποίο μπορείτε να προστρέξετε και να αναζητήσετε εύκολα και γρήγορα αυτό που θέλετε για μια περίοδο 8.000 ετών για την Ιστορία της Κύπρου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

16.8.1974: Οι άνδρες του ανθυπολοχαγού Σάββα Παυλίδη δημιουργούν θέσεις σα υψώματα "Πυργόλοφος" στην περιοχή Σκουριώτισσας-Λεύκας, ενώ ο κόσμος πανικόβλητος εγκαταλείπει τις περιοχές προς το άγνωστο

S-2303

16.8.1974: ΟΙ ΑΝΔΡΕΣ ΤΟΥ ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΟΥ ΣΑΒΒΑ ΠΑΥΛΙΔΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΝ ΘΕΣΕΙΣ ΣTΑ ΥΨΩΜAΤΑ "ΠΥΡΓΟΛΟΦΟΣ" ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΣΚΟΥΡΙΩΤΙΣΣΑΣ- ΛΕΥΚΑΣ ΕΝΩ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΠΑΝΙΚΟΒΛΗΤΟΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΕΙ ΤΙΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ. (ΤΟ 10ο ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ ΤΟΥ ΕΦΕΔΡΟΥ ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΟΥ ΤΩΝ ΛΟΚ, ΔΑΣΚΑΛΟΥ ΣΑΒΒΑ ΠΑΥΛΙΔΗ ΑΠΟ ΤΟ ΛΑΡΝΑΚΑ ΤΗΣ ΛΑΠΗΘΟΥ)

Στο δέκατο και τελευταίο μέρος του ημερολογίου του ο έφεδρος ανθυπολοχαγός των ΛΟΚ, δάσκαλος Σάββας Παυλίδης, από το Λάρνακα της Λαπήθου, γράφει:

16 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1974: Την άλλη μέρα προσπαθήσαμε να έρθουμε σε επαφή με τις φίλιες δυνάμεις από τις οποίες ξεκόψαμε το βράδυ, κατά τη διάρκεια της διαδρομής Διορίου- Μόρφου- Κακοπετριάς.

Υστερα από πολλές περιπλανήσεις πήραμε οδηγίες από την Ανώτερη Στρατιωτική Διοίκηση της περιοχής να κινηθούμε προς την περιοχή της Λεύκας, όπου βρίσκονταν και οι υπόλοιπες φίλιες δυνάμεις. Η διαταγή που πήραμε ήταν να προχωρήσουμε προς το ύψωμα "Πυργόλοφος", που θα έπρεπε να εγκαταστήσουμε φυλάκια για να επιτηρούμε τις θέσεις των τούρκων, που βρίκονταν μόλις ένα μίλι μακρύτερα νότια της Λεύκας.

Μέχρι να μας δοθούν οδηγίες και εξηγήσεις, είχε κιόλας σουρουπώσει. Ετσι ξεκινήσαμε νυκτιάτικα από την περιοχή Πλατάνια της Κακοπετριάς για να κινηθούμε προς την περιοχή της Λεύκας. Το άσχημο ήταν ότι δεν είχαμε μαζί μας κανένα που να ξέρει την περιοχή κι' έτσι καθώς προχωρούσαμε με το φορτηγό αυτοκίνητο του Ιουστινιανού Κυριάκου, χωρίς να ξέρουμε προς τα πού πηγαίναμε και μέχρι που βρίσκονταν οι φίλιες θέσεις, νοιώσαμε μεγάλο φόβο και ανασφάλεια. Οι φόβοι μας μεγάλωσαν περισσότερο σαν διασχίσαμε την Γαλάτα και κατευθυνθήκαμε μέσα από χωματόδρομους προς την περιοχή του μεταλλείου Σκουριώτισσας.

Θυμούμαι πως για διόμισυ περίπου ώρες περιπλανόμαστε μέσα στα χωράφια, χωρις να βρίσκουμε διέξοδο και χωρίς να γνωρίζουμε προς τα πού ακριβώς έπρεπε να κινηθούμε. Μας έδερνε η έγνοια μήπως πέσουμε στα χέρια του εχθρού.

Στο μεταξύ πολλοί από τους στρατιώτες που ήταν μαζί μας άρχισαν να διαμαρτύρονται και να μεμψιμοιρούν.

- Γλυτώσαμε από τον Πενταδάκτυλο και μας πάνε τώρα σαν πρόβατα στη σφαγή, έλεγαν.

- Δεν μπορούμε να ξεκουραστούμε κι' εμείς λίγο; Μας έφεραν από το ένα μέτωπο στο άλλο, χωρίς να μας δώσουν έστω και λίγες μέρες άδεια, πρόσθετε άλλος.

Οι περισσότεροι από τους στρατιώτες μεταξύ των οποίων βρεθήκαμε οι τέσερις καταδρομείς ήσαν αυτοί που είχαν μείνει στον Λάρνακα της Λαπήθου. Με τους πιο πολλούς γνωριζόμουνα προσωπικά, γιατί ήσαν χωριανοί μου. Γι' αυτό πήρα το θάρρος να τους εξηγήσω πως δεν έπρεπε να διαμαρτύρονται και πως η διαταγή που πήραμε έπρεπε να εκτελεσθεί.

Υστερα από παρέμβαση μου πολλοί συμφώνησαν και σιώπησαν. Αλλοι όμως εξακολουθούσαν να διαμαρτύρωνται ίσως όχι και άδικα, γιατί δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από το να σε οδηγούν στον κίνδυνο, χωρίς να γνωρίζεις προς τα πού πηγαίνεις ακριβώς και από που θα πρέπει να περιμένεις τον εχθρό.

Τελικά ένας συνάδελφος, που είχε μαζί του και το ιδιωτικό του αυτοκίνητο προχώρησε με δυο τρεις συναδέλφους μας μπροστά, ίσως κατάφερνε να έλθει σε επαφή με καμιά μονάδα της περιοχής. Για τρεις σχεδόν ώρες τον αναμέναμε και για το τι συμβαίνει γύρω μας. Οι ανησυχίες μας κορυφώθηκαν σε λίγο σαν ακούσαμε μέσα στη νύκτα ριπές αυτομάτων όπλων. Δεν ξέραμε τι να υποθέσουμε. Ούτε και μπορούσαμε να καταλάβουμε από που ακριβώς ακούγονταν οι πυροβολισμοί. Ετσι μείναμε άπρακτοι και περιμέναμε στη σκοτεινιά, ξεχασμένοι στα χωράφια, κάπου μεταξύ Γαλάτας και Σκουριώτισσας.

Η αγωνία μας έφτασε σε λίγο στο αποκορύφωμα της, σαν είδαμε από μακρυά να κατευθύνονται προς το μέρος μας διάφορα οχήματα, με χαμηλωμένα τα φώτα τους. Παραξενευτήκαμε και φοβηθήκαμε. Ομως περιμέναμε.

Σε λίγο έφτασαν κοντά μας μερικά στρατιωτικά αυτοκίνητα μερικά φορτηγά και δυο μοτοσυκλέτες. Ρωτήσαμε τι γίνεται και αντί άλλης απαντήσεως πήραμε τη συμβουλη να γυρίσουμε πίσω, γιατί επίκειται υποχώρηση. Μας είπαν ακόμη ότι όλοι οι στρατιώτες που βρίσκονταν μπροστά άρχισαν να οπισθοχωρούν και ότι θα ήταν ανοησία εκ μέρους μας να προχωρήσουμε στο σκοτάδι και μάλιστα μη γνωρίζοντας προς τα πού να κατευθυνθούμε. Σημειωτέον ότι όλοι αυτοί που συναντήσαμε έδειχναν φανερά πως ήθελαν να φύγουν προς τα πίσω. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι αρκετοί από αυτούς ούτε καν σταματούσαν να μας δώσουν πληροφορίες, παρ' όλο που τους παρακαλούσαμε να σταματήσουν. Αλλοι πάλι μας έλεγαν στα πετακτά μερικές κουβέντες, ελαττώνοντας ταχύτητα, αλλά συνεχίζοντας πάντοτε την πορεία τους προς τα πίσω.

Η στάση αυτών των στρατιωτών και πολιτών καθώς και οι πληροφορίες που μας έδωσαν σκόρπισαν πανικό ανάμεσα σε μερικούς από τους στρατιώτες που ήταν μαζί μας. Ετσι προέκυψε σύγχυση και συζήτηση. Μερικοί ήθελαν να γυρίσουμε πισω, άλλοι διαφωνούσαν, άλλοι έλεγαν πως έπρεπε να προχωρήσουμε. Επέμενα στην άποψη πως έπρεπε να περιμένουμε την επιστροφή του συναδέλφου που είχεν αναχωρήσει για να δούμε αν είχε κάποιο αποτέλεσμα η προσπάθεια του να έλθει σε επικοινωνία με φίλιες δυνάμεις. Ετσι κι' έγινε.

Κόντευαν τα μεσάνυκτα όταν ο συνάδελφος επέστρεψε, χωρίς δυστυχώς να καταφέρει να συνδεθεί με τις φίλιες δυνάμεις. Ετσι, ύστερα από αυτή την φοβερή περιπλάνηση αναγκασθήκαμε να γυρίσουμε πίσω. Καταλήξαμε έξω από την Ευρύχου όπου ξαπλώσαμε για ξεκούραση.

17 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1974: Με τα χαράματα σηκώθηκα με άλλους δυο συνάδελφους και κατευθυνθήκαμε και πάλι προς την περιοχή Λεύκας, αποφασισμένοι να πετύχουμε επαφή με την διοίκηση του τάγματος μας. Φτάσαμε πρώτα στην περιοχή Αγιος Επιφάνιος όπου συναντήσαμε κάποιον υπολοχαγό από τον οποίο πήραμε πολλές και χρήσιμες πληροφορίες για τις θέσεις των εχθρικών και των δικών μας δυνάμεων στην περιοχή. Υστερα μας υπόδειξε διαφόρους αγροτικούς δρόμους που θα μπορούσαμε να ακολουθήσουμε για να φτάσουμε στην περιοχή "Πυργόλοφος" που ήταν ένα ύψωμα στο μέσο περίπου της διαδρομής Σκουριώτισσας- Καλοπαναγιώτη.

Προχωρήσαμε προς τον Καλοπαναγιώτη με χίλιες προφυλάξεις. Οι πληροφορίες που είχαμε ήταν ότι οι τούρκοι είχαν κιόλας καταλάβει αρκετά υψώματα που βρίσκονταν στα βορειοδυτικά του δρόμου και έτσι διατρέχαμε τον κίνδυνο να πέσουμε στο πεδίο βολής του εχθρού.

Αφού καλύψαμε αρκετά μεγάλη απόσταση φτάσαμε κάποτε σε κάποια υψώματα τα οποία όπως υπολογίσαμε σύμφωνα με τον χάρτη που κρατούσαμε- θάπρεπε να ήταν τα υψώματα "Πυργόλοφος" επί των οποίων θα έπρεπε σύμφωνα με τη διαταγή που πήραμε, να εγκαταστήσουμε τους άντρες μας.

Πραγματικά αφού προχωρήσαμε λίγο ακόμη συναντήσαμε παρακάτω τον υπολοχαγό Φακούρα με τους άνδρες του. Είχαν καταλάβει ένα ύψωμα στην περιοχή, αλλά χρειάζονταν ενισχύσεις για να μπορέσουν να καλύψουν και άλλα υψώματα.

Αφού συνεννοηθήκαμε με τον Φακούρα αποφασίσαμε να μείνω εγώ στην περιοχή και να προχωρήσω πιο μπροστά, ώστε να εξερευνήσω την περιοχή και να επισημάνω κατάλληλες θέσεις για ανόρυξη φυλακίων. Ο Χριστοδούλου γύρισε πίσω στην Ευρύχου για να οδηγήσει το φορτηγό αυτοκίνητο με τους άνδρες στην περιοχή, ενώ ο Χριστοφόρου παρέμεινε μαζί μας.

Ψάχνοντας με τα κιάλια όργωσα κυριοκλετικά τη γύρω περιοχή. Επισήμανα τις θέσεις των τούρκων τόσο μέσα στο χωριό Λέυκα, όσο και στα υψώματα τριγύρω. Εντόπισα επίσης και τις θέσεις των δικών μας δυνάμεων που απλώνονταν από το φράκτη του Καλοπαναγιώτη και δυτικώτερα μέχρι και την περιοχή του μεταλλείου Σκουριώτισσας.

Στην περιοχή των υψωμάτων "Πυργόλοφος", όπου βρισκόμουν, υπήρχε μια μεγάλη έκταση που ήταν ακάλυπτη από δικής μας πλευράς, ενώ απέναντι οι τούρκοι είχαν επανδρωμένα φυλάκια στη σειρά.

Με πολλές προφυλάξεις περνούσα από το ένα ύψωμα στο άλλο προς τις θέσεις των τούρκων στα απέναντι υψώματα και διάλεγα κατάλληλες θέσεις για ανόρυξη ορυγμάτων και εγκατάσταση φυλακίων. Ετσι, όταν αργότερα έφθασε το φορτηγό, πολύ γρήγορα σκορπίσαμε τους άνδρες στα διάφορα υψώματα και πιάσανε αμέσως δουλειά. Ηταν απαραίτητο να σκάψουμε τη γη, για λόγους ασφαλείας γιατί εδώ το έδαφος ήταν πολυ διαφορετικό από τον Πενταδάκτυλο.

Στον Πενταδάκτυλο είχαμε φυσική κάλυψη και προστασία από τους γρανιτένιους πελώριους βράχους της οροσειράς ενώ τα υψώματα ήταν καθαρά χωματένιοι όγκοι, όπου δεν μπορούσες να βρεις έστω και μια πέτρα να καθήσεις να ξεκουραστείς. Το γεγονός άλλωστε ότι τα υψώματα αυτά δέσποζαν της όλης περιοχής ήταν ένας επιπρόσθετος λόγος, που επέβαλλε την ανόρυξη ορυγμάτων, γιατί διαφορετικά θα γινόμαστε συνεχής στόχος για τον εχθρό. Και δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που οι τούρκοι, εντελώς απρόκλητα και αναπάντεχα, άνοιγαν πυρ εναντίον μας η έρριχναν αδέσποτα βλήματα όπλων καμπύλης τροχιάς προς τις θέσεις μας.

Μέχρι το βράδυ είχαμε κανονίσει το θέμα της εγκατάστασης των ανδρών στο ύψωμα. Μάλιστα ήλθε και ο Διοικητής του Τάγματος και έκανε επιθεώηση.

Το βράδυ κανονίσαμε σκοπιές. Ετσι αναλάβαμε από σήμερα ευθύνες και καθήκοντα, παρόμοια με εκείνα που μας είχαν ανατεθεί στον Πενταδάκτυλο τις τελευταίες μέρες πριν από την υποχώρηση της 15ης Αυγούστου.

18 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1974: Η έδρα του Τάγματος ήταν κάπου στην περιοχή. Εκεί υπήρχεν ένα κέντρο όπου κανονίσαμε και το φαγητό. Για τη διανομή του φαγητού χρησιμοποιούσαμε μικρά στρατιωτικά αυτοκίνητα, τα οποία μπορούσαν να σκαρφαλώνουν στα υψώματα. Στην αρχή είχαμε πολλά προβλήματα κυρίως με το νερό, σιγά, σιγά όμως οργανώσαμε καλά τα πάντα κι' έτσι μπήκαμε στη ρουτίνα.

Η αποστολή μας εδώ ήταν να εμποδίσουμε τυχόν προέλαση των τούρκων.

Μείναμε στα υψώματα αυτά ένα σχεδόν μήνα αντιμετωπίζοντας αρκετές ταλαιπωρίες και δοκιμασίες. Η μοίρα μας πέταξε από τις κορυφογραμμές του Πενταδακτύλου στα υψώματα "Πυργόλοφος" στους πρόποδες της οροσειράς του Τροόδους. Αυτή η πικρή αλήθεια μας έκανε όλους να νοιώθουμε αναστατωμένοι. Δεν μπορούσαμε να αποδεχτούμε αυτή την απαράδεκτη κατάσταση. Νοιώθαμε μέσα μας την επιθυμία να τα βάλουμε με του τούρκους, να ξεχυθούμε εναντίον τους και να τους διώξουμε απ' εκεί που μας ήρθαν. Από την άλλη όμως γνωρίζαμε καλά πως δεν είχαμε ούτε τον απαιτούμενο εξοπλισμό, ούτε το ανθρώπινο υλικό που χρειαζόταν. Γι' αυτό αναγκασθήκαμε να αναμένουμε άπρακτοι. Πνίγαμε μέσα μας τα συναισθήματά μας και αναλογιζόμαστε τις τόσες και τόσες θυσίες των συναδέλφων μας και τις τόσες ταλαιπωρίες και δοκιμασίες μας στον Πενταδάκτυλο που πήγαν χαμένες...

Για τους πιρεσσότερους από μας οι μέρες κυλούσαν χωρίς κανένα νόημα. Η σκληρή πραγματικότητα μας έλεγε πως κατατακτήκαμε στις 20 Ιουλίου 1974, στον στρατό σαν νοικοκυραίοι και πως καταλήξαμε τώρα στα υψώματα "Πυργόλοφος", ύστερα μάλιστα από τόσες θυσίες και περιπλανήσεις χωρίς σπίτι, δουλειά και χωρίς περιουσίες. Οσο μάλιστα περνούσαν οι μέρες και νοιώθαμε πως οι πολεμικές επιχειρήσεις είχαν πια κοπάσει, ύστερα από την κατάληψη της βόρειας Κύπρου, κι' όσο συνειδητοποιούσαμε το κακό που μας βρήκε, τόσο περισσότερο στενεχωριόμαστε...

Η σκέψη πως οι οικογένειες μας βρίσκονταν από δυο κιόλας μηνών στην προσφυγιά και πως με την απόλυσή μας από τον στρατό θα είχαμε να αντιμετωπίσουμε αμέσως θέμα εξεύρεσης και ενοικίασης σπιτιού, μας έκανε να νοιώθουμε ακόμα πιο βαρύ το κτύπημα του Αττίλα.

Μας δόθηκε σήμερα διαταγή να μετακινηθούμε στην περιοχή Σινά Ορος, κοντά στην Κακοπετριά, για ανάπαυση. Επί τέλους, η διοίκηση μπόρεσε να μας αναγνωρίσει το δικαίωμα για ανάπαυση, ώστε να μπορέσουμε να πάρουμε και ολιγοήμερες άδειες για να επισκεφθούμε τις οικογένειας μας.

Οι στρατιώτες του τάγματος δέχθηκαν με ανακούφιση την απόφαση της διοίκησης. Πράγματι έφθασαν σε λίγο άνδρες άλλου τάγματος για αντικατάσταση μας. Ετσι μπορέσαμε επί τέλους, ύστερα από απανωτές, απατηλές υποσχέσεις για αντικατάσταση μας να μετακινηθούμε στην περιοχή του χωριού Σινά Ορος.

Εδώ οργανωθήκαμε καλύτερα. Είχαμε μάλιστα και επισκέψεις ανωτέρων αξιωματικών της Ανωτέρας Στρατιωτικής Διοικήσεως της περιοχής. Θυμούμαι μάλιστα πως ένας από αυτούς προσπαθούσε να επιρρίψει ευθύνες για τη δυσμενή έκβαση των στρατιωτικών επιχειρήσεων στην απροθυμία μας να αγωνιστούμε και στην αρνητική μας στάση στο μέτωπο.

Αυτό το κατηγορώ πίκρανε πολύ ιδιαίτερα τους συναδέλφους μου εφέδρους καταδρομείς, γιατί αποτελούσε ένα άδικο κατηγορώ και μια άρνηση στην αναγνώριση των υπηρεσιών μας. Πολύ περισσότερο, όμως αυτή η στάση του ανωτέρου Αξιωματικού της Ανωτέρας Τακτικής Διοικήσεως της περιοχής θα μπορούσε το λιγότερο να χαρακτηρισθεί σαν περιφρόνηση της θυσίας τόσων συναδέλφων μας που αγωνιζόμενοι τον αγώνα τον καλόν έπεσαν μαχόμενοι στο πεδίο της τιμής και του καθήκοντος.

Μη μπορώντας λοιπόν να ανεχτούμε αυτόν τον λίβελλο σε βάρος μας πήραμε το θάρρος να παρουσιασθούμε και οι τέσσερις έφεδροι καταδρομείς στην Διοίκηση του τάγματος και τους αξιωματικούς της Ανωτέρας Στρατιωτικής Διοικήσεως και να διαμαρτυρηθούμε για την πρόθεση να επιρριφθούν ευθύνες στους ώμους μας για την αποτυχία των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Υπενθυμίσαμε πως εμείς πολεμήσαμε και στον Καραβά και στον Σύσκληπο, και στον Κυπαρρισσόβουνο. Υπενθυμίσαμε πως στις φοβερές μάχες με τον εχθρό χάσαμε εκλεκτούς φίλους και συναδέλφους.

Υπενθυμίσαμε πως επιμέναμε να μην υποχωρήσουμε από το πεδίο της μάχης και όταν ακόμα μας δίνονταν επίμονες διαταγές για άμεση υποχώρηση.

Υπενθυμίσαμε πως εγκαταλειφθήκαμε επτά έφεδροι αθυπολοχαγοί στο πεδίο των μαχών.

Υποδείξαμε τέλος ότι αν ήθελαν να αποδώσουν ευθύνες θα έπρεπε να στρέψουν την προσοχή τους αλλού αρχίζοντας ίσως από την κεφαλή.

Υστερα από τη διαμαρτυρία μας, μας καθησύχασαν λέγοντας πως δεν εννοούσαν εμάς, όταν έλεγαν ότι οι στρατιώτες μας δεν στάθηκαν όπως ώφειλαν να πολεμήσουν. Αντίθετα μας είπαν, εκτιμούν αφάνταστα τις υπηρεσίες της διμοιρίας των εφέδρων καταδρομέων, γιατί αν είχε κάποια σημαντική δράση να επιδείξει το τάγμα, αυτή η δράση την ακριβώς η ανεκτίμητη προσφορά της διμοιρίας των εφέδρων καταδομέων. Μας αποκάλυψαν μάλιστα πως σε τρεις ή τέσσερις εφέδρους ανθυπολοχαγούς της διμοιρίας θα εδίδετο και μετάλλιο για ανεκτίμητες υπηρεσίες στο πεδίο της μάχης.

Αργότερα με κάλεσε ο διοικητής και μου ζήτησε να υποδείξω πλην του εαυτού μου ακόμα δύο άτομα προς τα οποία θα γίνονταν απονομή μεταλλίων.

Εξήγησα ότι ο έπαινος δεν ανήκει σε άτομα, αλλά στο σύνολο των ανδρών της διμοιρίας και πολύ πρισσότερο η τιμή της διακρίσεως ανήκε στους νεκρούς που αφήσαμε πίσω μας στους Πίττα, Σκουφάρη και Ελευθερίου και όλους τους άλλους άγνωστους μας συναδέλφους που άφησαν την τελευταία τους πνοή στο πεδίο της μάχης.

Ο διοικητής συμφώνησε, αλλά μου υπόδειξε πως δεν ήταν δυνατό να δοθούν τιμητικές διακρίσεις σε τριάντα μέχρι τριάντα πέντε άτομα. Γι' αυτό θα έπρεπε να ξεχωρίσω δυο- τρία άτομα μόνο.

Επέμενα ότι σε τέτοια περίπτωση ήταν προτιμότερο να μη δίνονταν καθόλου τιμητικά μετάλλια. Γιατί διαφορετικά θα δημιουργούντο παρεξηγήσεις κι' αντιζηλίες (Προσωπικά είχα πικρή εμπειρία για τα θέματα αυτά από τη μάχη της Κοφίνου το 1967).

Ζήτησα από τον διοικητή να μου δώσει χρόνο να συζητήσω το θέμα με του άλλους συναδέλφους μου, πράγμα που έγινε αποδεκτό. Εξήγησα τις απόψεις και όλοι συμφώνησαν μαζί μου. Ετσι τελικά δεν δόθηκαν σε κανένα τιμητικες διακρίσεις.

Στην περιοχή του χωριού Σινά Ορος μείναμε για 10-15 μέρες περίπου. Στο διάστημα αυτό είχα την πικρή εμπειρία να διαπιστώσω πως διατηρούνταν ακόμα τα οδοφράγματα και πως πολλοί στρατεύσιμοι απόφευγαν συστηματικά να καταταγούν στον στρατό, διόμισυ μήνες μετά τη γενική επιστράτευση. Διαπίστωσα ακόμη πως τα κομματικά πάθη εξακολουθούσαν να διατηρούνται.

Κάποτε ήλθε η απόφαση να μας απολύσουν από τον στρατό. Ετσι, αρχές Σεπτεμβρίου του 1974 πήρα την απόλυση μου από την Εθνική Φρουρά και ακολούθησα τον ανηφορικό δρόμο της προσφυγιάς.

Τελειώνοντας το ημερολόγιο της ήττας και της ντροπής που μας χάρισαν οι "εθνοσωτήρες" εύχομαι να μπορέσω σύντομα να γράψω ένα άλλο ημερολόγιο, απαλλαγμένο από μίση, πάθη και μικρότητες, ένα ημερολόγιο που να μιλά για επιτυχίες, για επιστροφή των προσφύγων στα σπίτια τους για την απελευθέρωση της κατεχόμενης πατρίδος μας.

ΤΕΛΟΣ