Πρώτη Ηλεκτρονική Ιστορία της Κύπρου

image

Δωρεάν προσφορά σε ερευνητές, μελετητές, φοιτητές, μαθητές και δημοσιογράφους.

Από την Κύπρο στην αρχαιότητα, μέχρι την Κύπρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αγγλοκρατία, η ΕΟΚΑ, το πραξικόπημα, το σχέδιο Ανάν, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αρχείο Παναγιώτη Παπαδημήτρη

papademetris-pΜοναδικό αρχείο στο οποίο μπορείτε να προστρέξετε και να αναζητήσετε εύκολα και γρήγορα αυτό που θέλετε για μια περίοδο 8.000 ετών για την Ιστορία της Κύπρου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

15.8.1974: Το Δεκαπενταύγουστο του 1974 οι Εθνοφρουροί παρακολουθούν από το ύψωμα του Πενταδακτύλου "Κυπαρισσόβουνος" τα τουρκικά αεροπλάνα βομβαρδίζουν στόχους στην περιοχή του Δυτικού Μετώπου, ενώ σε λίγο αρχίζει η υποχώρηση της ντροπής.

S-2302

15.8.1974: ΤΟ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟ ΤΟΥ 1974 ΟΙ ΕΘΝΟΦΡΟΥΡΟΙ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΑΠΟ ΤΟ ΥΨΩΜΑ ΤΟΥ ΠΕΝΤΑΔΑΚΤΥΛΟΥ "ΚΥΠΑΡΙΣΣOΒΟΥΝΟΣ" ΤΑ ΤΟΥΡΚΙΚΑ ΑΕΡΟΠΛΑΝΑ ΝΑ ΒΟΜΒΑΡΔΙΖΟΥΝ ΣΤΟΧΟΥΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΔΥΤΙΚΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ ΕΝΩ ΣΕ ΛΙΓΟ ΑΡΧΙΖΕΙ Η ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΝΤΡΟΠΗΣ. (ΤΟ 9ο ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ ΤΟΥ ΕΦΕΔΡΟΥ ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΟΥ ΤΩΝ ΛΟΚ, ΔΑΣΚΑΛΟΥ ΣΑΒΒΑ ΠΑΥΛΙΔΗ ΑΠΟ ΤΟ ΛΑΡΝΑΚΑ ΤΗΣ ΛΑΠΗΘΟΥ)

Στο ένατο μέρος του ημερολογίου του ο έφεδρος ανθυπολοχαγός των ΛΟΚ, δάσκαλος Σάββας Παυλίδης, από το Λάρνακα της Λαπήθου, αναφέρεται στην υποχώρηση της ντροπής όπως τη χαρακηρίζει από το ύψωμα "Κυπαρισσόβουνος" στον Πενταδάκτυλο προς την περιοχή Πανάγρων- Μύρτου.

Γράφει:

15.8.1974: Πρωί, πρωί είδαμε την τουρκική αεροπορία να επαναλαμβάνει τους βομβαρδισμούς τόσο στρατιωτικών στόχων όσο και κατοικημένων περιοχών.

Συγκεκριμένα η προσοχή της τουρκικής αεροπορίας, συγκεντρώθηκε αρχικά στον βομβαρδισμό του Γερόλακκου. Τα τουρκικά αεροπλάνα κτυπούσαν κατά κύματα το χωριό και αποχωρούσαν στη συνέχεια για ανεφοδιασμό στην Τουρκία. Σαν έφευγαν άλλα σμήνη αεροπλάνων συνέχιζαν το έργο τους. Ετσι γινόταν ένας κύκλος από βομβαρδιστικά που κτυπούσαν συνεχώς κατοικημένες περιοχές και στρατιωτικούς στόχους κοντά στις περιοχές αυτές.

Από τις θέσεις μας ψηλά στο ύψωμα "Κυπαρισσόβουνος" μπορούσαμε να παρακολουθούμε όλες τις εξελίξεις. Είδαμε τα αεροπλάνα να βομβαρδίζουν ανενόχλητα όποιους στόχους ήθελαν. Βλέπαμε τους στρατιώτες μας να προβάλλουν αντίσταση αρχικά για να το βάλουν στα πόδια, καθώς τα τουρκικά άρματα μάχης πραγματοποιούσαν παρέλαση μετά τις καταστροφές που προξενούσε η τουρκική αεροπορία.

Πολύ γρήγορα καταλάβαμε πως οι φόβοι που είχαμε από αρκετές τώρα ημέρες, ότι ήταν πιθανόν οι τούρκοι να επιχειρούσαν συνένωση του προγεφυρώματος Γερολοάκκου με το προγεφύρωμα που έκαναν στο Πέντε Μίλι Κερύνειας, ακολουθώντας τον δρόμο Λευκωσίας-Κερύνειας μέσω Μύρτου, γινόταν τώρα πραγματικότητα.

Διαπιστώσαμε αμέσως τον κίνδυνο να βρεθούν όλες οι δυνάμεις μας κυκλωμένες, αν κατάφερναν τα τουρκικά άρματα να αποκόψουν το δρόμο Γερολάκκου-Μύρτου. Γι' αυτό και ανησυχήσαμε αφάνταστα.

Με έκδηλη αγωνία παρακολουθούσαμε τις εξελίξεις, ενώ χίλιοι φόβοι, πλημμύριζαν την ψυχή μας. Κάτι μέσα μας μας έλεγε ότι οι τούρκοι θα κατάφερναν τελικά αυτό που δεν μπόρεσαν να καταφέρουν με την προέλαση των αρμάτων τους από τον "Κυπαρισσόβουνο" προς το Κέντρο ΠΙΑ ΠΕΛΛΑ. Ζούσαμε πια με την κρυφή ελπίλδα πως ήταν δυνατό να αντιμετωπισθεί τελικά ή τουρκική προέλαση. Διαφορετικά η θέση μας θα ήταν σε λίγο πολύ δύσκολη. Οι φόβοι μας άρχισαν να επαληθεύουν ύστερα από λίγες ώρες, όταν διαπιστώσαμε ότι όλες οι εστίες αντίστασης στον Γερόλακκο εξουδετερώθηκαν από την τουρκική αεροπορία.

Η αγωνία μας κορυφώθηκε όταν είδαμε τα τουρκικά άρματα να κατευθύνονται προς το χωριό Γερόλακκος και να διασχίζουν ύστερα το χωριό και να παίρνουν το δρόμο προς τον Αγιο Βασίλειο.

Κι' όταν στη συνέχεια είδαμε την τουρκική αεροπορία να πλήττει τον Αγιο Βασίλειο, βεβαιωθήκαμε ότι οι τούρκοι βάλθηκαν να υλοποιήσουν το σχέδιο που φοβόμαστε.

Σε λίγο βομβαρδίστηκε ο Αγιος Βασίλειος. Τίποτε δεν έμεινε όρθιο. Και τα τουρκικά άρματα έφθασαν σε λίγη ώρα μέσα το χωριό.

Τα πράγματα ακολουθούσαν στη συνέχεια την πορεία τους. Η τουρκική αεροπορία, αφού ξόφλησε με τον Αγιο Βασίλειο έβαλε σαν στόχο της την Σκυλλούρα μόνο που εδώ οι δυνάμεις μας, πρόβαλαν πιο σθεναρή αντίσταση. Κι' όταν αργότερα τα τουρκικά άρματα μάχης πραγματοποιούσαν προέλαση προς το χωριό βρέθηκαν αντιμέτωπα με δικά μας. Εγιναν φοβερές συγκρούσεις. Τέσσερα περίπου τουρκικά άρματα βλήθηκαν καίρια και ακινητοποιήθηκαν.

Η δική μας αντίσταση ήταν ικανοποιητική. Δυστυχώς όμως δεν μπορούσε να κρατήσει πολύ. Μόλις σώθηκαν τα πυρομαχικά τα άρματα μας αναγκάσθηκαν να απομακρυνθούν. Επίσης και μια πυρβολαρχία που έδρευε στην περιοχή πρόβαλε σθεναρή αντίσταση τελικά όμως αναγκάστηκε να αποχωρήσει κάτω από την πίεση της τουρκικής αεροπορίας που ανενόχλητη εντελώς, είχε την ευχέρεια να επιλέξει οποιοδήποτε στόχο έκρινε σαν εμπόδιο στα σχέδια της.

Αργότερα πληροφορηθήκαμε ότι ένα από τα άρματα που πρόβαλαν αντίσταση στην περιοχή Σκυλλούρας ήταν εκείνο που πήραμε από τους τούρκους στον "Κόρνο".

Κρίμα, αλήθεια που δεν είχαμε κι' εμείς περισσότερα από αυτά τα άρματα. Και πόσο καλύτερα θα ήταν τα πράγματα αν διαθέταμε κι' εμείς μερικά σμήνη βομβαρδιστικών αεροπλάνων.

Μετά την κατάληψη της Σκυλλούρας η δική μας θέση ήταν πια απελπιστική.

Ενώ οι τούρκοι προχωρούσαν τώρα προς τον Κοντεμένο, τον οποίο η τουρκική αεροπορία άρχισε κι' όλας να βομβαρδίζει εμείς βρισκόμαστε ακόμα στον Πενταδάκτυλο και διατρέχαμε τον άμεσο κίνδυνο να αποκοπούμε και να βρεθούμε σε λίγο κυκλωμένοι.

Ισως η θέση μας να ήταν πολύ πιο δύσκολη και από τη θέση των στρατιωτών που βρίσκονταν στις περιοχές Αγίου Ερμολάου και βόρεια των χωριών Σκυλλούρας, Αγίου Βασιλείου- Σκυλλούρας-Κοντεμένου στην προσπάθεια τους να αποφύγουν τον αποκλεισμό. Δεν γνωρίζουμε φυσικά, πόσοι τελικά κατάφεραν να ξεπεράσουν τον δρόμο και πόσοι αναγκάστηκαν να παραμείνουν μέσα στον κλοιό.

Σ' αυτή την κρίσιμη στιγμή με φώναξαν οι Διοικητές. Με ενημέρωσαν για την κατάσταση που επικρατούσε και μου ανάφεραν ότι μόλις αυτή τη στιγμή λήφθηκε μέσω του ασυρμάτου διαταγή για οπισθοχώρηση. Μου ανέθεσαν δε την ευθύνη να οδηγήσω τους άνδρες των δυο Ταγμάτων προς την περιοχή Μύρτου- Δάσους Διορίου, όπου θα συγκεντρώνονταν όλοι οι στρατιώτες της περιοχής που απειλούντο με αποκλεισμό.

Φώναξα αμέσως τους τρεις συναδέλφους μου Καλογήρου Αργυρόν, Δημήτρη Δημήτρη και Κόκο Δικωμίτη και της ενημέρωσα. (Οι άλλοι τέσσερις συνάδελφοι έφεδροι καταδρομείς απουσίαζαν με άδεια από χθες). Υστερα συνεννοήθηκα και με μερικούς άλλους συναδέλφους άνθυπολοχαγούς του Πεζικού που ηγούντο Διμοιριών των δυο ταγμάτων (Κύκκου, Γεωργίου και μερικούς άλλους των οποίων τα ονόματα μου διαφεύγουν) και καθορίσαμε το δρομολόγιο που θα ακολουθούσαμε κατά την υποχώρηση αφού αναφερθήκαμε τους πιθανούς κινδύνους θα αντιμετωπίζαμε και προφυλακτικά μέρα που έπρεπε να πάρουμε, αν παρίστατο ανάγκη.

Σημειωτέον ότι εμείς θα διαφεύγαμε με τα πόδια, διότι τα αυτοκίνητα έπρεπε να μεταφέρουν τον εξοπλισμό (κουβέρτες, τρόφιμα, μερικά βαρειά όπλα κλπ) και μερικούς άνδρες που ήσαν προωθημένοι στον Κυπαρισσόβουνο. Οι διοικητές θα προπορεύονταν της αυτοκινητοπομπής με τα Λαντ Ρόβερ που θα ακολουθούσε το δρομολόγιο Βασίλειας-Μύρτου- Διορίου.

Ετσι γύρω στις 4η ώρα το απόγευμα, άρχιζε η μεγάλη υποχώρηση. Προπορευόμενος και έχοντας κοντά μου τους τρεις συναδέλφους μου, καθώς και τον ομοοχώριό μου βοσκό Θεοφάνη Λεωνίδου, που ήξερε καλά τα μονοπάτια της περιοχής, παίρναμε τον κατήφορο κατά μήκος του ποταμού των Πανάγρων.

Κοίταξα για τελευταία φορά προς την κατεύθυνση του χωριού μου, τον Λάρνακα της Λαπήθου και με σφιγμένη την καρδιά και την αβεβαιότητα για το μέλλον μας βαθειά ζωγραφισμένη στο πρόσωπο μου, πήρα- επικεφαλής των ανδρών των δυο ταγμάτων- τον δρόμο της υποχώρησης, τον δρόμο της ντροπής.

Κατηφορίζοντας από τον Κυπαρισσόβουνο προς τον ποταμό των Πανάγρων περάσαμε από την περιοχή Παληόμυλος. Είναι μια γραφική περιοχή με τρεχούμενο νερό και πρασιάδες όπου κατάλυαν τα μεσημέρια οι βοσκοί της περιοχής για να ποτίσουν τα κοπάδια τους, να πάρουν το γεύμα τους και να απλώσουν ύστερα στη δροσιά της κοιλάδας, κάτω από τα καταπράσινα δέντρα για να ξαποστάσουν το κουρασμένο τους κορμί.

Ο συγχωριανος μου Λεωνίδας πέρασε ολόκληρη τη ζωή του στα μέρη αυτά και δέθηκε με το τοπίο. Σαν αντίκρυσε τη βρύση μου είπε:

- Δάσκαλε πιες τώρα για τελευταία φορά το δροσερό νερό του Παλιόμηλου. Ποιος ξέρει πότε θα ξαναδούμε αυτά τα μερη. Και προσφέροντας τις τελευταίες λέξεις γύρισε προς τα πίσω αφήνοντας τα μάτια του να βουρκώσουν. Ηταν μια σκηνή που με άγγιξε πολύ και πολύ με συγκίνησε ως τα τρίσβαθα της ψυχής μου. Ηαν ο πόνος του αποχωρισμού. Ηταν η πρώτη γεύση του ξεκληρισμού.

Ομως η στιγμή δεν προσφερόταν για συγκινήσεις. Παραμερίζοντας τα συναισθήματα τραβήξαμε προς την κοίτη του ποταμού των Πανάγρων. Παρ' όλο που ο ήλιος κατηφόριζε προς την δύση, η ζέστη του Αυγούστου ήταν αφόρητη. Πίσω μας ακολουθούσαν σε σχήμα πορείας "φάλαγγα κατ' άνδρα" όλοι οι στρατιώτες που υπηρετούσαν στον Πενταδάκτυλο. Είχαμε κιόλας σχηματίσει μια πορεία που έφτανε σε μήκος τρία μίλια. Κι' ακόμα υπήρχαν στον Κυπαρισσόβουνο πολλοί στρταιώτες που δεν είχαν ξεκινήσει.

Μπροστά, μπροστά προχωρούσαμε οι τέσσερις έφεδροι καταδρομείς (Παναγίδης, Καλογήρου, Δημήτρη και Δικωμίτης μαζί με τον συγχωριανό μου βοσκό Λεωνίδα Θεοφάνους που εκτελούσε καθήκοντα οδηγού.

Οι άλλοι τέσσερις συνάδελφοι έφεδροι καταδρομείς έτυχε να λείπου με άδεια τις τελευταίες δύο μέρες και έτσι δεν βρίσκοντα μαζί μας. Ετσι μείναμε από τώρα μόνο τέσερις καταδρομείς.

Καθώς προχωρούσαμε αναγκαζόμαστε κάθε τόσο να ξαπλώνουμε μπρούμυτα στους θάμνους για να φυλαγόμαστε από την τουρκική αεροπορία, που πολύ συχνά πετούσε πάνω από τα κεφάλια μας καθώς κατευθυόταν προς το χωριό Κοντεμένος, το οποίο και βομβάρδιζε ανελέητα.

Ο κίνδυνος να μας επισημάνει η αεροπορία καθώς προχωρούσαμε κατά μήκος του ποταμού και μάλιστα σε τόσο μεγάλη απόσταση ήταν άμεσος. Και η τύχη μας τότε θα ήταν άγνωστη. Πολύ εύκολα θα μπορούσε η αεροπορία να βομβαρδίσει ή μυδραλλιοβολήσει την κοίτη του ποταμού, οπότε η ζωή μας θα παιζόταν κορώνα- γράμματα. Ευτυχώς όλοι οι σρατιώτες είχαν συνειδηοποιήσει τον κίνδυνο που αντιμετωπίζαμε και έμεναν ακίνητοι εντελώς κάθε φορά που η αεροπορία υπερίπτατο των θέσεων μας.

Ενώ όμως η προφύλαξη αυτή που παίρναμε, αποδεκνυόταν σωτήρια από τη μια μερικά, συναντούσε θανάσιμο κίνδυνο από την άλλη γιατί με την καθυστέρηση που γινόταν, ήταν ενδεχόμενο να μη προλάβουμε να φθάσουμε στον δρόμο Μύρτου-Πανάγρων και να παρακάμψουμε έγκαιρα την Μύρτου για να κατευθυνθούμε προς το Διόριος, πριν προλάβουν τα τουρκικά άρματα να αποκλείσουν το δρόμο Κοντεμένου-Μύρτου.

Γι' αυτό οι στιγμές που περνούσαμε καθηλωμένοι στον ποταμό των Πανάγρων ήταν γεμάετς αγωνία. Οι φόβοι μας όμως κορυφώθηκαν ξαφνικά σαν διαπιστώσαμε πως η τουρκική αεροπορία σταμάτησε πια να βομβαρδίζει τον Κοντεμένο και έστρεψε την προσοχή της στον βομβαρδισμό της Μύρτου. Ηταν φανερό πως είχε πια καθαρίσει κάθε εμπόδιο στην περιοχή Κοντεμένου- Ασωμάτου και πως απόμεινε τώρα η εκκαθάριση της περιοχής Μύρτου.

Οσο σκεφτόμαστε πως τα τουρκικα άρματα μάχης κατευθύνονταν κιόλας ανενόχλητα προς τη Μύρτου με κίνδυνο να μας αποκόψουν, μας έπιανε ρίγος απελπισίας. Θέλαμε να σηκωθούμε από τις κρύπτες μας και να τρέξουμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε προς τον δρόμο των Πανάγρων για να παράμψουμε την Μύρτου και το Διόριος, μια ώρα αρχίτερα...

Ομως πάνω από τα κεφάλια μας μούγκριζαν κιόλας κατά κύματα βομβαρδιστικά της τουρκικής αεροπορίας, που πετώντας ανενόχλητα σε πολύ χαμηλό ύψος, χυμούσαν σαν γεράκια εναντίον της ανυπεράσπιτης Μύρτου και ξερνώντςς φωτιά και σίδερο σκορπούσαν τον θάνατο και την καταστροφή.

Αναγκαστήκαμε να καθηλωθούμε και να μείνουμε για δυο ώρες περίπου ακίνητοι στις θέσεις μας. Καταλάβαμε πως βρεθήκαμε σε παγίδα. Μπροστά μας ήταν ανοικτός ακόμα ο δρόμος της σωτηρίας που τον φύλαγε όμως από πάνω με άγριες διαθέσεις ο δράκουλας του θανάτου.

Ετσι υποχρεωθήκαμε να παρακολουθούμε από τις θέσεις μας το φοβερό θέαμα του βομβαρδισμού της Μύρτου, να βλέπουμε πάνω ακριβώς από τα κεφάλια μας την τουρκική αεροπορία να σκορπά τις βόμβες της καταστροφής, να ακούμε τις τρομερές σε ένταση εκρήξεις, να αντικρύζουμε τις φλόγες που έζωναν κιόλας το χωριό (η Μύρτου βρισκόταν ακριβώς πάνω στο ύψωμα που δέσποζε του ποταμού των Πανάγρων) και να ζούμε με τον φόβο πως από λεπτό σε λεπτό ήταν δυνατό να επισημανθούμε από την τουρκική αεροπορία και να γίνουμε και μεις τα τραγικά θύματά της. Γι' αυτό και μαζευτήκαμε όσο καλύτερα μπορούσαμε σις κουφάλες των δένδρων και τους θάμνους που βρέθηκαν μπροστά μας ή σε κουφώματα που άνοιξε το νερό στις όχθες του ποταμού. Σε μερικές περιπτώσεις μας φαινόταν εκπληκτικό το γεγονός πως ένα τόσο δα μικρό νεροφάγωμα ήταν δυνατό να χωρέση ένα και δυο άντρες στην αγκαλιά του...

Τρυπωμένος κι' εγώ στη ρίζα ενός θάμνου παρακολουθούσα βουβά το δυσάρεστο εκείνο θέαμα. Ετρεμα στην σκέψη μήπως έστω και ένας στρατιώτης πραγματοποιήσει οποιαδήποτε αδέξια κίνηση, οπότε η επισήμανση μας από την αεροπορία θα εσήμαινε και το τέλος μας. Εκείνες τις ώρες νοιώθαμε το συναίσθημα του μελλοθανάτου, που καθισμένος στην ηλεκτρική καρέκλα, αναμένει τον δήμιο να πατήσει το κουμπί...

Υστερα το γεγονός ότι υπήρχε πραγματικά στην περίπτωση μας "μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα", μας έκανε να νοιώθουμε αμηχανία και αβεβαιότητα για το τι μας περίμενε.

Ανίκανος να κάνω οτιδήποτε σ' αυτή την κρίσιμη στιγμή άφησα το μυαλό μου να στροφογυρίζει ελεύθερο όπου του έκανε κέφι. Θυμήθηκα πως σήμερα ήταν Δεκαπενταύγουστο, και πως κάτω από κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να βρισκόμουν στο μοναστήρι της Παναγίας των Καθαρών (Παναγία η Καθαριώτισσα) λίγο έξω από το χωριό μου, που πανηγύριζε. Ηταν χρονιάρα μέρα το Δεκαπενταύγουστο για τους κατοίκου τους Λάρνακα της Λαπήθου, σκέφτηκα. Κι' όμως για μας είχε καταντήσει φέτος μέρα-εφιάλτης.

Υστερα θυμήθηκα την οικογένειά μου,τον μικρό Παυλάκη που δεν είχε ακόμα συμπληρώσει τα δυο του χρόνια και βρισκόταν κιόλας προσφυγόπουλο στον Σαϊτά. Τέλος μέσα μου ένοιωσα να με βασανίζει το ερώτημα, αν θα κατάφερνα τελικά να οδηγήσω όλους τους στρατιώτες στη σωτηρία, ή αν θα αναγκαζόμαστε να μείνουμε εγκλωβισμένοι μέσα τον τουρκικό κλοιό.

Η αγωνία μου ήταν μεγάλη και η δοκιμασία όλων μας απερίγραπτη. Κι' όσο σκεφτόμουν πως πάρα πολλοί ακόμα συνάδελφοί μας στο τέλος της μακράς φάλαγγας που σχηματίσαμε βρίσκονταν ακόμα στον Κυπαρισσόβουνο μου ερχόταν να τρελλαθώ.

Καθώς βλέπαμε τα τούρκικα βομβαρδιστικά να συνεχίζουν το έργο της καταστροφικής τους επιδρομής εναντίον της Μύρτου, χωρίς διάθεση να διακόψουν την προσπάθειά τους πριν φέρουν σε πέρας τον μακάβριο στόχο τους καταλήξαμε στο συμπέρασμα πως μοναδική ελπίδα σωτηρίας μας απέμενε το σκοτάδι της νύκτας που πλησίαζε. Θέλαμε να πιστεύουμε πως τα τουρκικά άρματα θα απέφευγαν να επιχειρήσουν προέλαση τους από τον Κοντεμένο-Ασώματο προς την Μύρτου μέσα στο σκοτάδι και πως θα μας παρεχόταν έτσι ο χρόνος να κινηθούμε συντομότερο νυχτιάτικα προς το Διόριος, αφού αποχωρούσε η τουρκική αεροπορία.

Κάποτε η νύκτα άπλωσε το σκοτεινό της πέπλος και κάλυψε με τα μελανά της χρώματα τα πάντα. Ηταν ίσως η μοναδική φορά στη ζωή μου που λαχτάρησα τόσο πολύ το σκοτάδι της νύκτας.

Ευτυχώς οι προσδοκίες μας επαλήθευσαν. Για άλλη μια φορά το θείο χέρι ήλθε να μας βγάλει από το αδιέξοδο.

Σαν σκοτείνειασε η τουρκική αεροπορία απεχώρησε. Αμέσως εμείς κινηθήκαμε γρήγορα κατά μήκος του ποταμού κι' όταν πλησιάσαμε στον δρόμο Μύρτου-Πανάγρων ανηφορήσαμε προς τα βορειοδυτικά της Μύρτου.

Σαν πλησιάσαμε περισσότερο ακούσαμε συνεχείς θορύβους μεγάλων στρατιωτικών αυτοκινήτων. Παγώσαμε. Νομίσαμε πως επρόκειτο για τουρκικά άρματα που προχωρούσαν κι' όλας από τον Κοντεμένο προς τη Μύρτου κι' απ' εκεί προς τα Πάναγρα.

Ευτυχώς, όμως, όπως δαπιστώσαμε αργότερα επρόκειτο για δικά μας στρατιωτικά οχήματα που ακολουθώντας τον δρόμο Λάρνακα-Λαπήθου-Βασίλειας-Πανάγρων κατευθύνονταν κι' αυτά προς τη Μύρτου, αναζητώντας τον δρόμο της σωτηρίας. Οπως πληροφορηθήκαμε είχε παγιδευτεί και η αυτοκινητοπομπή από την τουρκική αεροπορία στην περιοχή των Πανάγρων και έτσι δεν μπόρεσαν τα αυτοκίνητα να προωρχήσουν πριν σκοτεινιάσει. Ενα μάλιστα όχημα είχε βληθεί από τα βομβαρδιστικά και είχε πιάσει φωτιά. Ευτυχώς που δεν σημειώθηκαν θύματα.

Αφού εξακριβώσαμε ότι επρόκειτο για αυτοκίνητα της Εθνοφρυράς τρέξαμε γρήγορα προς τον δρόμο και σκαρφαλώσαμε σ' αυτά κατά δεκάδες.

Ετσι διανύσαμε τα τελευταία δύο μίλια της μακρινής μας πορείας από τον Κυπαρισσόβουνο στο Διόριος με αυτοκίνητα. Φθάσαμε στο Διόριος γύρω στις 10 η ώρα το βράδυ.

Στο μεταξύ όμως ακαλουθούσαν πίσω μας, εκατοντάδες συνάδελφοι που δεν είχαν ακόμη φθάσει στο Διόριος. Το φαινόμενο ήταν αποκαρδιωτικό. Ολοι οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από πεζούς στρατιώτες που κατευθύνονταν από την περιοχή βορείως της Μύρτου προς το Διόριος. Αλλοι πάλι προτιμούσαν να μη ακολουθήσουν τον δρόμο και να προχωρούν μέσα από το δάσος παράλληλα προς τον δρόμο.

Πρέπει να σημειωθεί πως εκτός από τα δικά μας τάγματα που είχαν έδρα τους το κέντρο ΠΙΑ ΠΕΛΛΑ (στον Πενταδάκτυλο) υπήρχαν στις περιοχές των χωριών Λάρνακα Λαπήθου- Βασίλεια-Λάπηθος πολλές άλλες φίλιες δυνάμεις που αναγκάστηκαν κι' αυτές να ακολουθήσουν το ίδιο δρομολόγιο κατευθυνόμενες προς το Διόριος.

Η εντύπωση που μου δημιουργήθη ήταν ότι με την υποχώρηση αυτή παραδίναμε πια στους τούρκους την τύχη της βόρειας Κύπρου. Η δυσαρέσκεια και η απογοήτευση όλων ήταν εμφανής. Στο Διόριος πήραμε διαταγή να οργανώσουμε άμυνα και να προσπαθήσουμε να εμποδίσουμε τους τούρκους να προχωρήσουν, αν επιχειρούσαν προέλαση προς τη Μόρφου. Ομως δεν είχαμε στη διέθεση μας τον απαιτούμενο εξοπλισμό που θα μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στα τουρκικά άρματα, που θα επιχειρούσαν οπωσδήποτε προέλαση το πρωί.

Αλλωστε το ηθικό των στρατιωτών είχε πια κλονισθεί από τις δοκιμασίες και τις ταλαιπωρίες. Αλλά η πείρα της προηγουμένης έπεισε τους πάντες πως καμμιά δύναμη δεν θα μπορούσε να ανακόψει την πορεία των αρμάτων μάχης, χωρίς αντιαρματικόν εξοπλισμόν. Και πως ήταν αδύνατο να ανιμετωπισθεί η τουρκική αεροπορία με τυφέκια αρ. 4 χωρίς αντιαροπορικά πυρά. Παρ' όλα αυτά όμως άρχισαν να γίνονται προσπάθειες για οργάνωση κάποιας άμυνας οπότε λήφθηκαν πληροφορίες πως τα τουρκικά άρματα μάχης είχαν προχωρήσει από τον δρόμο Σκυλλούρας προς την Φιλιά και κατευθύνονταν προς τη Μόρφου.

Αν αυτή η πληροφορία ήταν αληθινή,τότε εσήμαινε πως από τη στιγμή σε στιγμή, κινδυνεύαμε και πάλι να βρεθούμε αποκλεισμένοι μεταξύ Μύρτου και Μόρφου και να πέσουμε την επομένη στα χέρια του εχθρού.

Με το άκουσμα της θλιβερής αυτής της είδησης όσο κι' αν ήταν ανεξακρίβωτη, δημιουργήθηκε πανικός μεταξύ των στρατιωτών. Οι περισσότεροι πήραν τον δρόμο Διορίου-Μόρφου με τα πόδια, είτε ακολουθώντας την άσφαλτον είτε προχωρώντας παράλληλα προς τον δρόμο μέσα από το Δάσος. Αλλοι πάλι ανέβηκαν σε ιδιωτικά ή φορτηγά αυτοκίνητα και τράβηξαν προς την Μόρφου. Στις πλείστες των περιπτώσεων τα φορτηγά αυτοκίνητα κουβαλούσαν πάνω από εκατόν πενήντα πρόσωπα.

Σ' αυτή την κρίσιμη στιγμή ακούσαμε στον ασύρματο την φωνή του υπολοχαγού Φακούρα. Ελεγε πως βρισκόταν ακόμα στον Κυπαρισσόβουνο και παραπονιόταν πως έφυγαν όλοι, χωρίς να τον ειδοποιήσουν και έτσι παρέμενε ακόμη με τους άνδρες του στον Κυπαρισσόβουνο. Ο διοικητής τον διέταξε να οδηγήσει αμέσως τους άντρες του στο Διόριος με τα πόδια ακολουθώντας την διαδρομή που ακολουθήσαμε κι' εμείς νωρίτερα.

Παρατήρηση μου πως ήταν ίσως καλύτερα να πάμε μερικοί με τα φορτηγά αυτοκίνητα να τους παραλάβουμε από το κέντρο ΠΙΑ ΠΕΛΛΑ απορρίφθηκε από την διοίκηση σαν πολύ επικίνδυνη ενέργεια. Ετσι περασμένα τα μεσάνυκτα, ο υπολοχαγός Φακούρας ξεκινούσε από τον Κυπαρισσόβουνο για το Διόριος. Ευτυχώς που ο ίδιος ο υπολοχαγός καταγόταν από το Διόριος και ήξερε πολύ καλά την περιοχή κι' έτσι κατάφερε τελικά να οδηγήσει τους άνδρες του στην σωτηρία.

Φαίνεται όμως πως παρόμοια περιπέτεια είχεν αντιμετωπίσει και κάποιος άλλος ανθυπολοχαγός που τον λέγαμε Μεττή (αν θυμούμαι καλά το όνομά του). Δυστυχώς όμως ο Μεττής δεν είχε την ίδια τύχη με τον Φακούρα. Είτε δεν ήξερε καλά την περιοχή, είτε γιατί δεν είχε στη διάθεση του ασύρματο, είτε γιατί προτίμησε να ακολουθήσει άλλο δρομολόγιο, είτε για οποιοδήποτε άλλο λόγο, δεν κατάφερε τελικά να οδηγήσειτους άνδρες του στη σωτηρία...

Οπως άκουσα τότε ο Μεττής, μαζί με την ομάδα του δεν φάνηκαν. Δεν γνωρίζω (Ιούνιος 1977) εάν αργότερα έδωσε σημεία ζωής ούτε αν περιλαμβάνεται στον κατάλογο των αγνοουμένων. Δεν γνωρίζω ακόμη πόσοι ακριβώς άνδρες ήσαν μαζί του και πόσοι γύρισαν ή αγνοούνται. Εκείνο που πληροφορήθηκα πολύ αργότερα, όταν απολύθηκα από την Εθνοφρυρά είναι ότι δυο από τους άνδρες που δεν κατάφεραν να ξεφύγουν τον αποκλεισμό, αφού παραπλανήθηκαν πολλές μέρες, κατάφεραν να βγουν στην ελεύθερη περιοχή, αφού ξέφυγαν από τους τούρκους, στην περιοχή Μόρφου. Νομίζω ότι τα παιδιά αυτά κατάγονται από την Περιστερώνα Μόρφου ή την περιοχή Μόρφου).

Στο μεταξύ η άτακτη φυγή από την περιοχή Διορίου προς την περιοχή Μόρφου συνεχιζόταν με ολοένα αυξανόμενο ρυθμό. Τελικα δόθηκαν οδηγίες για καθολική υποχώρηση. Θυμούμαι τότε πως βρήκα σε ένα φορτηγό αυτοκίνητο μαζί με τους άλλους τέσσερις συναδέλφους μου έφεδρους καταδρομείς οδηγούσε ο συγωριανός μου Ιουστινιανός Κυριάκου Σολωμού μέσα στο οποίο βρίσκονταν κατά μεγάλη πλειοψηφία συγχωριανοί μου έφεδροι στρατιώτες που υπηρετούσαν κι' αυτοί μέχρι τις 15 Αυγούστου μέσα στο χωριό Λάρνακα Λαπήθου, κάτω από τις διαταγές του επίσης συγχωριανού μου Ελευθερίου Χριστοδούλου, ο οποίος παρόλον ότι δεν ήταν στρατιωτικός, ούτε κάν στρατεύσιμος, ανέλαβε τον συντονισμό των προσπαθειών εκεί. Ο Χριστοδούλου έμεινε ως την τελευταία στιγμή στον Λάρνακα της Λαπήθου επικεφαλής μεγάλου αριθμού εφέδρων στρατιωτών που κατέφυγαν στο σωματείο "Μαυρομμάτης".

Διανύσαμε τον δρόμο Διορίου- Μόρφου όσο πιο γρήγοα μπορούσαμε γιατί φοβόμαστε το ενδεχόμενο να προλάβουν τα τουρκικα άρματα να να μας αποκλείσουν. Κατά μήκος του δρόμου συντούσαμε άνδρες που προτιμούσαν να καλύψουν τη διαδρομή με τα πόδια, γιατί πίστευαν πως έτσι ήταν ασφαλέστεροι. Φοβόντουσαν ότι τα αυτοκίνητα ήταν δυνατό να πέσουν σε κανένα μπλόκκο τούρκων στρατιωτών που πιθανόν να πρόλαβαν να αποκόψουν τον δρόμο, κι έτσι δεν δέχονταν να ανεβούν στα αυτοκίνητα. Φυσικα δεν γνωρίζω αν τελικά όλος αυτός ο κόσμος πρόλαβε να περάσει τη γραμμή του αποκλεισμού ή όχι. Πιστεύω όμως ότι ανέμεσα στον μεγάλο αριθμό αγνοουμένων θα πρέπει να συγκαταλέγονται και πολλοί από τους άνδρες αυτούς που προτίμησαν να κνηθούν μέ τα πόδια προς τη Μόρφου, γιατί πράγματι την επομένη ημέρα τα άρματα απέκοψαν τον δρόμο Φιλιάς- Μόρφου.

Τελικά εμείς χάσαμε επαφή με τα άλλα στρατιωτικά αυτοκίνητα. Καταλήξαμε αργά προς τις πρωινές ώρες στην περιοχη Πλατάνια, βορειότερα της Κακοπετριάς, όπου κοιμηθήκαμε στο ύπαιθρο με μια κυβέρτα. Η υγρασία ήταν πολλή και δεν μπορέσαμε να κλείσουμε μάτι. Ετσι πέρεασε η 15η Αυγούστου 1974, η τρομερή εκείνη και αξέχαστη μέρα της ντροπής της περιπέτειας και της παράδοσης.