Πρώτη Ηλεκτρονική Ιστορία της Κύπρου

image

Δωρεάν προσφορά σε ερευνητές, μελετητές, φοιτητές, μαθητές και δημοσιογράφους.

Από την Κύπρο στην αρχαιότητα, μέχρι την Κύπρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αγγλοκρατία, η ΕΟΚΑ, το πραξικόπημα, το σχέδιο Ανάν, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αρχείο Παναγιώτη Παπαδημήτρη

papademetris-pΜοναδικό αρχείο στο οποίο μπορείτε να προστρέξετε και να αναζητήσετε εύκολα και γρήγορα αυτό που θέλετε για μια περίοδο 8.000 ετών για την Ιστορία της Κύπρου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

31.7.1974: Η Διμοιρία των ανθυπολοχαγών Σάββα Παυλίδη και Σάλωνα Γρηγορίου διεξάγει σκληρές μάχες στη διάρκεια της κατάπαυσης του πυράς στα υψώματα του Πενταδακτύλου παρά τα χωριά Σύσκληπος και Αγριδάκι για να παρεμποδίσει την προέλαση των εισβολέων.

S-2298

31.7.1974: Η ΔΙΜΟΙΡΙΑ ΤΩΝ ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΩΝ ΣΑΒΒΑ ΠΑΥΛΙΔΗ ΚΑΙ ΣΟΛΩΝΑ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΔΙΕΞΑΓΕΙ ΣΚΛΗΡΕΣ ΜΑΧΕΣ ΣΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΠΑΥΣΗΣ ΤΟΥ ΠΥΡΟΣ ΣΤΑ ΥΨΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΕΝΤΑΔAΚΤΥΛΟΥ ΠΑΡΑ ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΣΥΣΚΛΗΠΟΣ ΚΑΙ ΑΓΡΙΔΑΚΙ ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΡΕΜΠΟΔΙΣΕΙ ΤΗΝ ΠΡΟΕΛΑΣΗ ΤΩΝ ΕΙΣΒΟΛΕΩΝ. Ο ΛΟΚΑΤΖΗΣ ΚΩΣΤΑΣ ΠΙΤΤΑΣ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΝΑΓΡΑ ΠΕΦΤΕΙ ΑΠΟ ΕΧΘΡΙΚΟ ΒΟΛΙ. (ΤΟ 5o ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ ΤΟΥ ΕΦΕΔΡΟΥ ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΟΥ ΔΑΣΚΑΛΟΥ ΣΑΒΒΑ ΠΑΥΛΙΔΗ, ΑΠΟ ΤΟ ΛΑΡΝΑΚΑ ΤΗΣ ΛΑΠΗΘΟΥ)

Οι τούρκοι φαίνεται ότι εφάρμοσαν την τακτική της προώθησης προς τις θέσεις της Εθνικής Φρουράς στη διαρκεια της εκεχειρίας με τα όπλα χιαστί, πράγμα που προκαλούσε σύγχυση. Το ίδιο έγινε με την προώθηση των εισβολέων προς τις θέσεις της Διμοιρίας των Ανθυπολοχαγών Σάββα Παυλίδη και Σόλωνα Γρηγορίου που βρίσκονταν στα υψώματα των χωριών Σύσκληπου και Αγριδακίου ψηλά στον ΠενταδάκΤυλο. Η κίνηση αυτή τους επέτρεψε να δημιουργήσουν σύγχυση και μέχρι να υπάρξει αντίδραση οι εισβολείς προήλασαν σε μεγάλο βαθμό.

Συνεχίζει στο ημερολόγιο του για τις δραματικές μέρες που πέρασε η διμοιρία ο Σάββας Παυλίδης:

ΤΕΤΑΡΤΗ, 31 ΙΟΥΛΙΟΥ 1974: Κόντευε να ροδίσει η αυγή όταν με ξύπνησε έντρομος ο σκοπός της τελευταίας βάρδιας.

- Κύριε ανθυπολοχαγέ ξύπνα γρήγορα. Οι τούρκοι προωθούνται προς τις θέσεις μας. Κινδυνεύουμε άμεσα.

Πετάχτηκα σαν ελατήριο. Γύρισα το βλέμμα μου προς το σημείο του προωθημένου παρατηρητηρίου μας. Με δυσκολία μπορούσα να δακρίνω αυτό που έβλεπα: Αμέτρητες μορφές ανθρώπων, που δεν μπορούσα καλά, καλά να τις ξεχωρίσω από το σκοτάδι, κατευθύνονταν προς το μέρος μας. Ηταν όλοι ακροβολισμένοι και κρατούσαν τα όπλα τους. Κατάλαβα αμέσως περί τίνος επρόκειτο.

Ξυπνήσαμε αμέσως και τους άλλους κι' έδωσα οδηγίες στους συναδέλφους μου ανθυπολοχαγούς να τακτοποιήσουν τους στρατιώτες σε κατάλληλες θέσεις. Πήρα ύστερα τον ασύρματο και ενημέρωσα σχετικώς τη διοίκηση. Η απάντηση που πήρα ήταν ότι "δυνατόν να επρόκειτο περί φιλίων τμημάτων και ότι έπρεπε να τηρήσουμε τη διαταγή που ίσχυε από ημερών, να μη πυροβολήσουμε γιατί συμφωνήθηκε εκεχειρία".

Ζήτησα ενισχύσεις από τον διοικητή και έκλεισα τον ασύρματο. Υστερα έτρεξα προς τα πίσω και κατέβηκα στην είσοδο του χωριού Αγριδάκι. Συνάντησα τον υπολοχαγό κ. Φακούρα, τον οποίον ενημέρωσα και τον οποίο παρεκάλεσα να τοποθετήσει τους άνδρες του, σε κατάλληλες θέσεις, για να μας υποστηρίξουν με τα πυρά τους, εάν παρίστατο ανάγκη. Ο κ. Φακούρας ενδιεφέρθη αμέσως και η συνεισφορά του υπήρξε πολυτιμότατη.

Ειδοποίησα ύστερα τον συνάδελφο Σόλωνα Γρηγορίου που τα βράδια έμενε στο χωριό Αγριδάκι να έλθει γρήγορα στο ύψωμα. Υστερα πήρα και πάλι τον δρόμο της επιστροφής, περνώντας τοποθετούσα τους στρατιώτες σε κατάλληλες θέσεις και έδιδα τις απαραίτητες οδηγίες.

Είχε πια ξημερώσει για καλά σαν ξαναγύρισα στις θέσεις της διμοιρίας ψηλά στο βουνό, στους πρόποδες της κορυφής του Κυπαρισσόβουνου. Απέναντι μας εξακολουθούσαν να βρίσκονται οι άνδρες του τουρκικού στρατού οι οποίοι ακροβολισμένοι σε όλο το πλάτος του υψώματος προχωρούσαν σιγά, σιγά και με προφυλάξεις προς τις θέσεις μας. Υπολόγισα ότι η δύναμη τους θα ανερχόταν σε 500 τουλάχιστον άτομα. Επρόκειτο για οργανωμένο τάγμα που επροχωρούσε με σύστημα και οδηγίες ανωτέρων αξιωματικών.

Μπροστά σ' αυτό το ανατριχιαστικό θέαμα εμείς στεκόμαστε σαστισμένοι στις θέσεις μας, επάνω σο ύψωμα που δέσποζε της όλης περιοχής.

Αναμετρήσαμε τις δυνάμεις μας και καταλάβαμε τη δοκιμασία που μας περίμενε. Η διαταγή όμως του διοικητή μας μέσω του ασυρμάτου ήταν σαφής:

- Μείνετε στις θέσεις σας αλλά μην ανοίξετε πρώτοι πυρ εναντίον του εχθρού. Πιθανόν ο σκοπός της προελάσεως τους να είναι να σας υποχρεώσουν να το βάλετε στα πόδια.

Ζητήσαμε και πάλι ενισχύσεις και πήραμε την υπόσχεση:

- Ετοιμάζεται ένας λόχος και θα προωθηθεί αμέσως προς το μέρος σας. Αργότερα θα ακολουθήσει και η αποστολή άλλων ενισχύσεων.

Στο μεταξύ οι τούρκοι προχωρούσαν σταθερά προς το μέρος μας και προσπαθούσαν μάλιστα να μας δώσουν την εντύπωση πως έρχονταν σαν φίλοι και με καλές διαθέσεις. Αρκετοί κρατούσαν τα όπλα στους ώμους σαν γκλίτσα και μερικοί άλλοι μας χαιρετούσαν από μακρυά μιλώντας ελληνικά και κουνώντας τα χέρια φιλικά. Ηταν φανερό πως προσπαθούσαν να μας παραπλανήσουν και να μας κάνουν να πιστέψουμε πως επρόκειτο για φίλια τμήματα.

Μετακινηθήκαμε τότε προς το βορειότερο σημείο των θέσεων της διμοιρίας. Οι τούρκοι είχαν πλησιάσει κιόλας στα διακόσια περίπου μέτρα κοντά μας. Φυσικά η θέση μας ήταν πλεονεκτικότερη από τη δική τους γιατί εμείς βρισκόμαστε σε ύψωμα που δέσποζε της περιοχής.

Στο μεταξύ η διαταγή που πήραμε από τον ασύρματο, ήταν να τηρήσουμε την εκεχειρία. Φυσικά μέχρι της στιγμής οι τούρκοι δεν άνοιξαν πυρ. Είχαν όπως προχωρήσει από το ύψωμα που κατείχαν κάπου ενάμισυ χιλιόμετρο μακρά (ίσως και περισότερο) προς τις δικές μας θέσεις και μας απειλούσαν.

Τότε με φώναξε ιδιαιτέρως ο Λοχίας Δικωμίτης. Μου ανέφερε ότι επρόσεξε ότι πολλοί τούρκοι στρατιώτες εχάνοντο ξαφνικά κάπου στους πρόποδες του κυπαρισσόβουνου περίπου 300-400 μέτρα πιο πίσω από τις θέσεις μας.

Το φαινόμενο αυτό μας ανησύχησε ιδιαίτερα. Εάν συνέβαινε πραγματικά κάτι τέτοιο, τούτο εσήμαινε πως σημαντική δύναμη τούρκων στρατιωτών επροωθείτο αθόρυβα στο ύψωμα που βρισκόταν βορειότερα μας και που ήταν το ψηλότερο της περιοχής. Ετσι υπήρχε ο κίνδυνος να βρεθούμε ξαφνικά κυκλωμένοι.

Δεν έχασα καιρό. Φώναξα τον συνάδελφο ανθυπολοχαγό Τρύφωνα Παπατρύφωνος από την Περιστερώνα Μόρφου και δυο στρατιώτες (τον χειριστή και προμηθευτή ενός οπλοπολυβόλου μπρεν) και πήραμε τον ανήφορο προς το ύψωμα. Σε λίγα λεπτά φτάσαμε στην κορυφή κάθιδροι και κατάκοποι. Ξαφνικά μας κόπηκαν κυριολεκτιά τα πόδια όχι από την κούραση αυτή τη φορά, αλλά από το τρομερό θέαμα που αντικρύσαμε.

Μόλις εκατόν πενήντα μέτρα μακρυά μας, βρίσκονταν ακροβολισμένοι και καλυμμένοι πίσω από τους πελώριους βράχους του Πενταδακτύλου πολλοί τούρκοι στρατιώτες δυνάμεως ενός λόχου τουλάχιστον. Προχωρούσαν σταθερά και ελάμβαναν θέσεις, ως εάν να επρόκειτο να εφορμήσουν ξαφνικά εναντίον των θέσεων μας. Ακούαμε καθαρά τις οδηγίες που έδιδαν οι τούρκοι αξιωματικοί και διακρίναμε κάθε τόσο τις κινήσεις τους.

Παγώσαμε. Μόλις είχαμε προλάβει την κύκλωση. Αλλά και τώρα που την προλάβαμε, τι μπορούσαμε να κάνουμε; Είμαστε όλοι τέσσερα άτομα στο ύψωμα. Προσωπικά κρατούσα ένα τσέχικο όπλο με τρεις πλήρεις σφαιροθήκες κι' ο συνάδελφος Τρύφωνος ένα Τόμσον με δυο μόνο σφαιροθήκες. Ο χειριστής του μπρεν είχε στη διάθεση του μόνο μισό κιβώτιο σφαιροθήκες και όχι όλες πλήρεις, ενώ ο προμηθευτής κρατούσε ένα τυφέκιο αρ. 4 με μια τελαμώνα σφαίρες.

Η θέση μας ήταν απελπιστική. Ο κίνδυνος αφανισμού μας άμεσος. Βαλθήκαμε να φωνάζουμε με όλη τη δύναμη της ψυχής μας προς τους τούρκους να μη προχωρήσουν άλλο, γιατί θα ανοίγαμε πυρ.

- Αν φοβάσαι κάποιον δοκίμασε να τον κάνεις να σε φοβηθεί από την αρχή, σκεφτήκαμε.

Ομως το κόλπο μας δεν έπιασε. Οι τούρκοι συνέχισαν να παίρνουν τις κατάλληλες θέσεις για να μας επιτεθούν.

Εμείς στηλώσαμε τα μάτια προς το μέρος τους και με κρατημένη την ανάσα περιμέναμε τς εξελίξεις. Ταμπουρωθήκαμε πρόχειρα πίσω από μερικές πέτρες και αναμέναμε...

Προσωπικά τοποθετήθηκα στη νότια κορυφή του υψώματος. Από τη θέση μου αυτή μπορούσα να βλέπω και όλους τους άλλους άνδρες της διμοιρίας μου, που βρίσκονταν στο χαμηλότερο ύψωμα.

Οι στιγμές ήταν τραγικές και η αγωνία μας απερίγραπτη. Ωρες, ώρες μας περνούσε από το μιαλό η σκέψη να το βάλουμε στα πόδια.

Ωπλιστήκαμε με θάρρος και αυταπάρνηση και περιμέναμε...

Εκείνη την στιγμή πρόσεξα ένα τούρκο αξιωματικό που ανέβηκε πάνω σε ένα πελώριο βράχο κι' έκανε νοήματα με τα χέρια του στους στρατιώτες του για να προχωρήσουν. Τον έφερα στο σημάδι και περίμενα.

Πρόσεξα πως πολλοί τούρκοι στρατιώτες προωθούνταν βορειότερα κατά μήκος των βράχων, έτσι που να ακροβολίζονται και να έχουν μέτωπο προς το μέρος μας. Κατάλαβα ότι γίνονταν οι τελικές προετοιμασίες για επίθεση. Η θέση μας ήταν απελπιστική. Μόλις που μας χώριζε μια απόσταση 200-250 μέτρων από τους τούρκους. Κι'είμαστε όλοι κι' όλοι τέσσερις άνθρωποι στο ύψωμα με ελάχιστα πυρομαχικά. Και το μόνο υποφερτό όπλο που είχαμε ήταν το πολολυβόλο μπρεν...

Συμφώνησα και πάλι με τους υπόλοιπους συναδέλφους να φωνάξουμε όλοι μαζί στους τούρκους στρατιώτες να μη προχωρήσουν άλλο, γιατί θα ανοίγαμε πυρ. Δυτυχώς όμως το κόλπο μας δεν έπιαινε...

Με έκδηλη την αγωνία στο πρόσωπο μας παρακολουθούσαμε βουβοί τους τούρκους στρατιώτες να συνεχίζουν να εκροβολίζονται και να ετοιμάζονται για επίθεση. Κάθε τόσο ακούαμε και διάφορα συνθήματα, ενώ συνεχίζαμε να παρακολοθούμε τον τούρκο αξιωματικό να δίνει οδηγίες στους στρατιώτες του ανεβασμένος στον πελώριο βράχο.

Ξαφνικά οι υπόλοιποι τούρκοι στρατιώτες που βρίσκονταν νοτιότερα και προσπαθούσαν από αρκετή ώρα να απασχολούν με κουβέντες και χαιρετισμούς τους άνδρες της διμοιρίας μας που βρίσκονταν στο πιο κάτω ύψωμα, έγιναν άφαντοι. Φαίνεται ότι είχαν ένα πολύ προσχεδιασμένο σχέδιο να δώσουν την εντύπωση ότι έρχονταν μάλλον σαν φίλοι, έτσι που να αποφύγουν δική μας αντίδραση, μέχρις ότου προλάβουν οι άνδρες τους να προωθηθούν βορειότερα. Και ήταν πια φανερό πως τώρα που πέτυχαν τον σκοπό τους πήραν διαταγή να καλυφθούν πίσω από μεγάλες πέτρες και βράχους...

Κατάλαβα πια πως είχαν συμπληρωθεί όλες οι προετοιμασίες για την επίθεση. Δεν ξερω πως μου ήρθε εκείνη την ώρα στο μυαλό η λαϊκή παροιμία "παρά παπάς σκοτωμένος καλύτερα φονιάς". Αυτή η σκέψη στάθηκε ικανή να με κάμει πια να αντιδράσω ενεργητικά. Κι' έτσι, όταν πια καμμιά ελπίδα για αναβολή ή ματαίωση της τουρκικής εφόδου εναντίον μας, δεν διαφαινόταν φώναξα στους συναδέλφους μου, και ιδιαίτερα στον χειριστή του μπρεν και τους είπα να οικονομήσουν τα πυρομαχικά όσο μπορούν περισσότερο γιατί διέβλεπα ότι οι τούρκοι θα πραγματοποιούσαν να ενώσουν τον θύλακα τους με το Αγριδάκι-Λάρνακα Λαπήθου-Βασίλεια ώστε να ζώσουν την οροσειρά του Πενταδακτύλου και να περικυκλώσουν τις δυνάμεις της εθνοφρουράς που δρούσαν ακόμη στις κορυφές Γομαρίστρα και Κυπαρισσόβουνος.

Και ακριβώς επάνω στην πιο κρίσιμη, την ύστατη στιγμή, καθώς επικρατούσε γύρω βουβαμάρα, σύγκρυο και παγωνιά στην ψυχή, έφερα και πάλι στο σημάδι τον τούρκο αξιωματικό που εξακολουθούσε να βρίσκεται ακόμη σκαρφαλωμένος στον πελώριο βράχο απέναντι μας και να δίδει στους στρατιώτες του τις τελικές οδηγίες για την επίθεση. Τον κοιτούσα στο σημάδι αρκετή ώρα, αλλά δίσταζα. Η στιγμή για μένα ήταν τραγική. Ηξερα ότι από στιγμή σε στιγμή η δική μας ζωή έμπαινε σε άμεσο κίνδυνο από τη δράση αυτών των ανθρώπων κι' όμως δεν ήθελα να πατήσω την σκανδάλη. Σημάδεψα ξανασημάδεψα, μα δεν τολμούσα... Η δοκιμασία μου ήταν σκληρή. Σ' αυτή ακριβώς την στιγμή του δισταγμού μου πρόσεξα πως οι τούρκοι στρατιώτες στάθηκαν πίσω από τους βράχους κρατώντας στα χέρια τα όπλα τους. Δεν υπήρχε αμφβολία πως περίμεναν το συνθημα για να επιτεθούν και τώρα ακριβώς ήταν που πάτησα τη σκανδάλη... Ο ανατριχιαστικός θόρυθος του τσέχικου ημιαυτόματου που κρατούσα, αντήχησε στα αφτιά μου ξεκουφαίνοντας με και χαλώντας την ανήσυχη ηρεμία που επικρατούσε για αρκετή ώρα. Και αμέσως, μετά είδαμε τον τούρκο αξιωματικό να χάνει τη ισορροπία του και να πέφτει βαρύς από τον πελώριο βράχο δημιουργώντας κι' ένα δυνατό θόρυβο..

- Επεσε κύριε ανθυπολοχαγέ, έπεσε, φώναξε ο χειριστής του μπρεν.

Ισως να περίμενε κανένας πως θα ένοιωθα περήφανος για το κατόρθωμά μου. Συνέβηκε όμως ακριβώς το αντίθετο. Μόλις τον είδα να πέφτει, πάγωσα. Ενας κρύος ιδρώτας με περιέλουσε. Το μυαλό μου στράφηκε στην οικογένειά του... Αρχισα να "ψιλαφώ" με τον εαυτό μου αγνοώντας ολότελα το τι συνέβαινε γύρω μου παρά την κόλαση της μάχης που φούντωνε αμέσως μετά τη δική μου ντουφεκιά. Η σκέψη μου στράφηκε αλλού και έπαιρνε και μένα μαζί της.

Πού βρέθηκε τώρα αυτός ο άγνωστος μπροστά μου; Πώς τα κατάφερα και τον σκότωσα; Πώς μπόρεσα; Γιατί να βρεθώ σ' αυτή την δύσκολη θεση; Αραγε έχει κι' αυτός γυναίκα και παιδιά, που τον καρτερούν; Μα κι' αν δεν είναι έγγαμος, σίγουρα κάποια μάνα θα τον περιμένει. Αλήθεια, ποια μοίρα μας καρτερεί κι' εμάς; Θάχουμε την τύχη του; Θα ξαναδούμε άραγε τους δικούς μας ή θα πετάξουμε κι' εμείς το τομάρι στον Πενταδάκτυλο;

Δεν ξέρω για πόση ώρα έμεινα έτσι απομονωμένος στον εαυτό μου. Ισως λίγα λεπτά ίσως μερικά δευτερόλεπτα. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι για να συνέλθω χρειάστηκε να κτυπήσει μια σφαίρα ακριβώς μπροστά στο πρόσωπο μου έτσι που να πεταχθούν τα χώματα στο στόμα και στα μάτια μου... Ολο αυτό το διάστημα είχα ταυτισθεί με τον σκοτωμένο τούρκο αξιωματικό και ζούσα το δράμα το δικό του σαν να επρόκειτο για μένα τον ίδιο. Αλήθεια πόσο μικρή ή μεγάλη μπορεί να είναι η διαφορά;

Σαν συνήλθα συνειδητοποίησα το κακό που γινόταν δίπλα μου και άρχισα να βάλλω και να δίδω οδηγίες στους άνδρες της διμοιρίας. Από τη θέση μου είχα πραγματική εποπτεία και των υπολοίπων συναδέλφων μου που αγωνίζονταν στο πιο κάτω ύψωμα... Παρ' όλα αυτά όμως μέσα μου κάτι είχε σπάσει. Ενοιωθα απέχθεια προς τον πόλεμο κι' είχα γίνει κιόλας ένας φανατικός αντιμιλιταριστής. Κατάρα ο πόλεμος έλεγα και ξανάλεγα μέσα μου. Διερωτώμουν αν άξιζε τον κόπο να σκοτώνονται οι άνθρωποι πολεμώντας.

Εδώ όμως που έφτασαν τα πράγματα δεν μπορούσα να κάνω αλλοιώς. Ετσι συγκέντρωσα όλη μου την προσοχή στη μάχη, με την ελπίδα πως θα καταφέρναμε τελικά να κρατηθούμε στις θέσεις μας. Πραγματικά οι τούρκοι πάθανε πανωλεθρία. Καθώς υπερτερούσαμε ως προς τη θέση τους, τους προξενήσαμε πολύ σοβαρές ζημιές και τα θύματα που είχαν στην εξέλιξη της μάχης ήταν πάρα πολλά. Φαίνετραι πως ο θάνατος του αξιωματικού τους με την πρώτη βολή μας την ώρα ακριβώς που ετοιμάζονταν για την τελική έφοδο, τους επηρέασε ψυχολογικά και δεν πολεμούσαν για να προελάσουν. Προτιμούσαν να μας ρίχνουν με τα πολυβόλα μπράουνιγκ, τα αυτόματα, τους όλμους και τα άλλα όπλα υποστηρίξεως που ήταν καλυμμένα πίσω από τους βράχους του Πενταδακτύλου.

Αλλωστε καθώς εμείς ρίχναμε τα βόλια μας με περισυλλογή και οικονομία, μια και ελάχιστα πυρομαχικά διαθέταμε, οι τούρκοι νόμισαν πως είχαν να αντιμετωπίσουν ελεύθερους σκοπευτές που έρριχναν μόνον όταν υπήρχε στόχος... Ετσι επιβάλαμε το δικό μας ρυθμό στη μάχη και καταφέραμε να καταρρακώσουμε το ηθικό του εχθρού. Τα πολλά θύματα που είχαν στις γραμμές τους, οι τούρκοι, τους έκαναν να αλλάξουν γνώμη και να μην επιχειρήσουν προέλαση. Συναντούσαν επί τέλους κάποιαν αντίσταση και είχαν για πρώτη φορά ίσως να αντιμετωπίσουν μιαν οργανωμένην άμυνα, έστω και απο λιγοστούς άνδρες αποφασισμένους όμως για όλα.

Οι τούρκοι είχαν την ελπίδα τους στην υπεροχή του πυρός που είχαν θα μας ανάγκαζε σιγά, σιγά να υποχωρήσουμε, βάζοντας το στα πόδια. Γελάστηκαν όμως οικτρά, γιατί όλοι οι άνδρες της διμοιρίας, καθώς και οι άνδρες του υπολοχαγού Φακούρα, που μας υποστήριζαν πιο πίσω, στάθηκαν ακλόνητοι στις θέσεις τους περιφρονώντας την βροχή των βλημάτων των όπλων, και των πυροβόλων που δεχόμαστε ακατάπαυστα.

Ηταν γύρω στις ενιάμιση το πρωί που ξέσπασε η μάχη κι' είχαν περάσει κι' όλας τέσσερις περίπου ώρες χωρίς οι τούρκοι να μπορέσουν να προελάσουν. Αντίθετα μάλιστα κατάλαβαν πως δεν θα μπορούσαν να κάνουν τίποτε άλλο, παρά να υποχωρήσουν...

Ηταν ευτύχημα για μας το γεγονός ότι δεν μπορούσαν τα τουρκικα άρματα να σκαραφαλώσουν στα υψώματα που κρατούσαμε. Η σκέψη μας να ταμπουρωθούμε γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο στα υψώματα αυτά αποδείκτηκε σωτήρια.

Ενώ όμως όλα έδειχναν πως με την οικονομία των πυρομαχικών που κάναμε και με το ακμαίο ηθικό που διατηρήσαμε, όλα θα πήγαιναν καλά, κι' ότι έτσι ήταν δυνατό να καταφέρουμε τελικά να αποκρούσουμε τον εχθρό και να κρατήσουμε τις θέσεις μας, δεχτήκαμε ξαφνικά καταιγιστικά πυρά πολυβόλων μπράουνιγκ ψηλά από τον Κυπαρισσόβουνο. Διατρέχαμε άμεσο κίνδυνο γιατί, εμείς τουλάχιστον του πρώτου υψώματος- είμαστε ακάλυπτοι και από ψηλά θα πρέπει να φαινόμαστε σαν μύγες μέσα στο γάλα.

Μα τι συνέβαινε λοιπόν; Οπως διαπιστώσαμε σε λίγο επρόκειτο για δικούς μας εθνοφρουρούς που είχαν υποχωρήσει από τα στρατόπεδα της περιοχής Γομαρίστρας, προς την περιοχή του Προφήτη Ηλία και είχαν κρυφτεί στη νότια πλευρά του βουνού για να μην γίνουν αντιληπτοί από τους τούρκους. Οταν άκουσαν τις απανωτές και πολύωρες ντουφεκιές της μάχης, νόμισαν πως ήταν τούρκοι που επιχειρούσαν επίθεση εναντίον τους από το Νότο. Αν μας πρόσεξαν από ψηλά μας νόμισαν για τούρκους και άνοιξαν πυρ εναντίον μας. Η αγωνία κι' ο κίνδυνος που περάσαμε όλες αυτές τις ώρες είναι κάτι που δεν μπορώ να το περιγράψω.

Είχαμε κυριολεκτικά ενσωματωθεί με τους μικρούς βράχους πίσω από τους οποίους είμαστε καλυμμένοι και φροντίζαμε να προφυλακτούμε τόσο από τα εχθρικά όσο και από τα φίλια πυρά που ήταν μάλιστα πιο επικίνδυνα και μας έρχονται από ψηλά. Για άλλη μια φορά η ασυνεννοησία και η ελλειψη συντονισμού έκανε το θαύμα της.

Συμφωνήσαμε τότε με τους άλλους συναδέλφους να φωνάζουμε κάθε τόσο δυνατά και ρυθμικά δίνοντας επεξηγήσεις ίσως αντιληφθούν την παρεξήγηση οι δικοί μας, Οι φωνές μας όμως πνίγονταν μέσα στο δαιμονισμένο θόρυβο της μάχης χωρίς αποτέλεσμα.

Φώναξα τότε έναν στρατιώτη της διμοιρίας, τον Κύπρο Ξ. Κυπριανού, που βρισκόταν ακριβώς νοτιότερα από τις θέσεις μας στο πιο κάτω ύψωμα και του είπα να προχωρήσει προς τα πίσω και στη συνέχεια να ανέβει στην πλαγιά του βουνού και να κατατοπίσει τους δικούς μας εθνοφουρούς για τις θέσεις μας και τις θέσεις των τούρκων. Ετσι και έγινε. Υστερα από δυο ώρες περίπου καταφέραμε να συνεννοηθούμε. Ετσι είχαμε τώρα με το μέρος μας και τα καταιγιστικά πυρά των πολυβόλων μπράουνιγκ που είχαν μαζί τους οι εθνοφρουροί... Κάτω από την πίεση των δικών μας πυρών (Διμοιρίας υποστηρίξεως και Εθνοφρουρών) οι τούρκοι άρχισαν να υποχωρούν. Είχαν κιόλας υποστή ανυπολόγιστες απώλειες σε άνδρες και είχαν πολλούς τραυματίες.

Με μεγάλη μας χαρά παρακολουθήσαμε τους τούρκους να υποχωρούν σιγά, σιγά, αλλά σταθερά. Καθώς έφευγαν δέχονταν και την συνοδεία των πυρών μας.

Ανησάναμε με ανακούφιση γιατί νομίσαμε πως ο εφιάλτης κόντευε να περάσει και πως σε λίγο θα μπορούσαμε να ξεκουραστούμε και να ρουφήξουμε μια σταλιά νερό που τόσο πολύ μας έλειψε όλες αυτές τις ώρες της μάχης. Τα χείλη μας είχαν κιόλας ξεφλουδιστεί από την ψηλή θερμοκρασία και την αγωνία που μας κρατούσε συνέχεια.

Μέχρι τις τρεις περίπου η ώρα το απόγευμα οι τούρκοι είχαν κιόλας απομακρυνθεί μέχρι τα 400-500 μέτρα μακρυά μας. Εκεί όμως που περιμέναμε πως όλα θα πήγαιναν καλύτερα να που συμβαίνει το αντίθετο... Σαν επρόσεξαν οι εχθρικές δυνάμεις υποστηρίξεως, ότι οι τούρκοι στρατιώτες υποχώρησαν κιόλας αρκετά πίσω από τις δικές μας θέσεις, άρχισαν να μας βάλλουν αδιάκριτα με όλα τα είδη βαριού οπλισμού που είχαν στη διάθεση τους, γνωρίζοντας τώρα πια πως δεν υπήρχε κίνδυνος να κτυπήσουν με τα πυρά τους, τους δικούς τους..

Οι εμπειρίες που αποκτήσαμε από αυτή την αδιάκριτη ρίψη πυρών από βαρειά όπλα εναντίον μας, παραμένουν τόσο ζωντανές και φρικιαστικές συνάμα στη μνήμη μου που θα μου είναι αδύνατο να ξεχάσω όσα χρόνια κι' αν περάσουν. Προσωπικά έχω ταυτίσει την έννοια του πολέμου με τις τρομακτικές αυτές ώρες που ζήσαμε από τις τρεις η ώρα το απόγευμα μέχρις αργά το ηλιοβασίλεμα αυτή της καταραμένης μέρας.

Από το ύψωμα απέναντι, όπου είχε μεταφερθεί πρόσφατα η φάρμα Μπέλα Παϊς, δεχόμαστε τα πυρά των πολυβόλων, των όλμων και κυρίως των πυροβόλων που είχαν εγκαταστήσει εκεί, οι τούρκοι. Δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου το αποκρουστικό και ανατριχιαστικό σφύριγμα των βλημάτων των όλμων που αφήνουν καθώς διασχίζουν τον αέρα στην πορεία τους προς τον στόχο. Και μου είναι αδύνατο να περιγράψω τον φόβο μας, καθώς περιμέναμε να ακούσουμε την έκρηξη των βλημάτων αυτών, για να διαπιστώσουμε αν μας πέτυχαν ή όχι. Και μου είναι αδύνατο να αναφερθώ στο αποκαρδιωτικό εκείνο συναίσθημα που μας καταλάμβανε καθώς ακούαμε δεύτερο, τρίτο, τέταρτο... βλήμα να κατευθύνεται προς τις θέσεις μας, προτού καλά, καλά συνειδητοποιήσουμε αν είχαμε αποφύγει ή όχι τον κίνδυνο από την έκρηξη του πρώτου βλήματος...

Αλλά και ο τρόμος και ο πανικός που σκορπούσαν τα βλήματα των πολυβόλων στο διάβα τους είναι κάτι που θα μείνει για πάντα ανεξίτηλο στη μνήμη μου.

Στο πέρασμα τους τα βλήματα των πυροβόλων σάρωναν τα πάντα σε διάμετρο δέκα μέχρι δεκαπέντε μέτρα. Είναι σαν να βουίζει ακόμη στα αφτιά μου το απερίγραπτο εκείνο βουητό που άφηναν στο διάβα τους τα βλήαμτα αυτά και είναι σαν να ξαναβλέπω τις αμέτρητες μικρές και μεγαλύτερες πέτρες να μετακινούνται με μεγλη ταχύτητα προς την κατεύθυνση που ακολουθούσαν τα βλήματα.

Τα κλαδιά των πεύκων λύγιζαν και έσπαζαν με θόρυβο μη μπορώντας να αντέξουν το ρεύμα που δημιουργούσαν τα αέρια. Είναι χαρακτηριστικό το φρικιαστικό θέαμα που είχα, καθώς παρακολουθούσα απέναντι τα εχθρικά άρματα μάχης, την ώρα που έβαλλαν εναντίον μας τα πυροβόλα τους: Κάθε φορά που έφευγε κι' ένα βλήμα από τη μπούκα του πυροβόλου του άρματος, το άρμα έμοιαζε να γονατίζει αρχικά και στη συνέχεια να ξεπετάγεται προς τα πάνω με δύναμη, θυμίζοντας τον τρόπο που αναγκάζει να σταθεί το άλογο σαν ο καβαλλάρης του τραβήξει απότομα και επίμονα το χαλινάρι, για να χαλαρώσει στη συνέχεια το λουρί, ώστε να μπορέσει και πάλι το άλογο να αναπτύξει ταχύτητα και να συνεχίσει το δρόμο του. Την ίδια στιγμή ένα πυκνό σύννεφο σκόνης σκέπαζε αρχικά ολάκερο το άρμα και σηκωνόταν ύστερα ψηλά στον ουρανό... Ευτυχώς που παρεμβαλλόταν στο μέσο της πορείας των βλημάτων ένα τρίτο υψηλό ύψωμα που μας προστάτευε κάπως και εμπόδιζε τους τούρκους να πετύχουν τον στόχο τους. Κι' ευτυχώς που είχαμε για προστασία μας τις "σιδερόπετρες" του Πενταδακτύλου.

Στο μεταξύ μια ώρα περίπου πριν από το ηλιοβασίλεμα, κατέφθασε επί τέλους μια διμοιρία από την Διοίκηση του ανθυπολοχαγού Μπιτσάκη για να μας ενισχύσει. Η βοήθεια τους ήταν πολύτιμη, ιδίως της ομάδας του Ανθυπολοχαγού Μαύρου.

Αυτή η κόλαση κράτησε συνολικά τέσσερις σχεδόν ώρες. Τα εχθρικά πυρά αραίωσαν μόνο σαν πλάκωσε το σούρουπο. Κι' ευτυχώς που μας πλάκωσε η νύκτα, γιατί τα πυρομαχικά μας είχαν πια εξαντληθεί...

Σαν σουρούπωσε για καλά βρήκαμε την ευκαιρία να μετακινηθούμε από τις θέσεις μας. Με αρκετές προυφυλάξεις πήγαμε προς τα πίσω για ξεκούραση. Είχαμε καθηλωθεί στις θέσεις μας από τις εννέα η ώρα το πρωί μέχρι που βράδιασε γι' αυτό και νοιώθαμε κατάκοποι και διψασμένοι.

Προτού όμως προλάβουμε να καθήσουμε, με φώναξε κάποιος στρατιώτης από το δεύερο ύψωμα:

- Κύριε Ανθυπολοχαγέ, τρέξε. Ο Πίττας (Λόκατζης Κώστας Πίτας από τα Πάναγρα) είναι βαρειά τραυματισμένος και δεν μπορεί να μετακινηθεί από τη θέση του.

Κατέβηκα γρήγορα προς τα κάτω. Ο Πίττας είχε πάρει θέση με το μπρεν του στους πρόποδες του δευτέρου υψώματος μέσα σε ένα μικρό βαθούλωμα του βράχου που έμοιαζε με μικρή σπηλιά. Απ' εκεί μαχόταν όλη μέρα. Σαν σουρούπωσε όμως, το οπλοπολυβόλο του άφηνε κάποια λάμψη, καθώς έβαζε κι' έτσι έγινε στόχος των τούρκων από απέναντι.

Φαίνεται ότι δέχθηκε επανειλημμένα τα πυρά του εχθρού, γιατί όπως πληροφορήθηκα είχαν τραυματισθεί στην ίδια περίπου περιοχή και άλλοι άνδρες της διμοιρίας. Ηδη ο Σωτήριος Κίμωνος είχε τραυματισθεί σοβαρά στο χέρι και είχε μεταφερθεί στο Νοσοκομείο από τον αδελφό του Γεώργιο Κίμωνος. Ο Συμεών Παναγίδης είχε τραυματισθεί στο πρόσωπο από ένα βλήμα όλμου και είχε αποχωρήσει. Και λίγο πιο πίσω ο Αντώνης Παλάζης τραυματίστηκε στα χέρια και στο σώμα από έκρηξη βλήματος όλμου και μεταφέρθηκε σε Νοσοκομείο.

Η μεταφορά του Πίττα ήταν προβληματική γιατί οι τούρκοι είχαν επισημάνει από ώρα τη θέση του και παρά το σκοτάδι που άρχισε να απλώνει έβαζαν σποραδικά προς την κατεύθυνση μας. Τελικά προωθήθηκαν προς τη θέση του Πίττα ο Πέτρος Ερωροκλρτου και μερικοί άλλοι άνδρες της δημοιρίας που ήξεραν καλά που βρισκόταν, ενώ εγώ και μερικοί άλλοι προχωρήσαμε κάπως πιο νότια, βάζοντας εναντίον των θέσεων των τούρκων, ώστε να τραβήξουμε την προσοχή τους προς το μέρος μας. Σαν τον έβγαλαν από τη σπηλιά, τον κρατήσαμε τέσσερα άτομα για να τον μεταφέρουμε. Ηταν όμως πάρα πολύ βαρύς γιατί είχε χάσει κι' όλας τις αισθήσεις του και φαινόταν εξαντλημένος από αιμορραγία. Πρόσεξα τότε πως έφερε ένα σοβαρό τραύμα στο μέτωπο. Η κατάσταση του μας ανησύχησε τρομερά. Προσωπικά είχα συνδεθεί συναισθηματικά με τον Πίττα γιατί τόσο στο Εξη Μίλι που πήγαμε, όσο και τις προηγούμενες περιπέτειες που ζήσαμε στα υψώματα αυτά, είχα σχεδόν πάντα μαζί μου τον Πίττα που αποδείχθηκε ένα πραγματικό παλικάρι, σωστός λεβέντης και πραγματικα ριψοκίδυνος και αποφασιστικός. Γι' αυτό ο πόνος που ένοιωσα σαν τον είδα σε αυτά τα χάλια δεν περιγράφεται.

Φώναξα τότε ένα στρατιώτη της διμοιρίας, ο οποίος έφερε μερικές κουβέρτες. Βάλαμε τότε τον Πίττα να ξαπλώσει και φτιάχνοντας ένα πολύ πρόχειρο φορείο, προσπαθήσαμε να τον μεταφέρουμε στο χωριό Αγριδάκι.

Η μεταφορά του ήταν πολύ δύσκολη υπόθεση, γιατί από τη μια ο ίδιος έγινε βαρύς και ασήκωτος και από την άλλη η πλαγιά του βουνού ήταν απάτητη, καθώς οι πελώριοι βράχοι και οι ακανθώδεις θάμνοι του Πενταδακτύλου μας εμπόδιζαν να προχωρήσουμε. Χρειαστήκαμε πάνω από μια ώρα μέχρι να τον κατεβάσουμε στο Αγριδάκι. Οκτώ άνδρες χρειαστήκαμε γι' αυτό τον σκοπό.

Στο μεταξύ σε όλο αυτό το διάστημα ο Πίττας ήταν εντελώς αναίσθητος. Το μόνο σημάδι ζωής που παρουσίαζε ήταν μια βαρειά ρυθμική αναπνοή που κάθε άλλο από φυσιολογική αναπνοή μπορούσε να χαρακτηρισθεί. Επρόκειτο μάλλον για ένα συνεχή βαρύ και μακρόσυρτο ρόγχο ίσως τον λεγόμενο ρόγχο του θανάτου...

Σαν φτάσαμε στο Αγριδάκι φώναξα τον εθελοντή Χοιροπούλη που βρισκόταν μαζί μας, να φέρει ένα αυτοκίνητο που βρέθηκε στα χέρια του. Εδωσα οδηγίες στους συναδέλφους ανθυπολοχαγούς να κανονίσουν σκοπιές για το βράδυ και μπήκα στο αυτοκίνητο μαζί με τον Μιχαήλ Αλεξάνδρου, συγγενή του τραυματία συναδέλφου μας. Θεώρησα υποχρέωση μου να μεταφέρω πρσωπικά τον Πίττα στο γιατρό, γιατί τον ένοιωθα περισσότερο σαν αδελφό παρά σαν ένα απλό στρατιώτη της διμοιρίας.

Η διαδρομή από το Αγριδάκι μέχρι τη Μόρφου μέσω Μύρτου κράτησε πάνω από μια ώρα παρ' όλον που ο οδηγός έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα. Μέχρι το χωριό Καπούτι, ο Πίττας ξεπλωμένος στο πίσω κάθισμα και μέσα στα χέρια του Αλεξάνδρου, εξακολουθούσε να έχει αυτόν τον ρόγχο κατά κανονικα διαστήματα. Γι' αυτό είχαμε ελπίδες...

Καθώς όμως περάσαμε το Καπούτι και ενώ λίγη ήταν η διαδρομή που μας έμεινε μέχρι την Μόρφου, κάτι αλλαξε στον ρυθμό και τον ήχο της αναπνοής του. Αρχισε να έχει ένα πνικτό ρόγχο και κάτι μας έλεγε ότι η κατάσταση χειρότερευε. Φαινόταν σαν να είχε εσωτερική αιμορραγία. Σε λίγο μάλιστα άρχισε να χάνει και αίμα. Η θέση μας ήταν απελπιστική. Νοιώθαμε μέσα στα χέρια μας τον φίλο και αδελφό μας να χαροοπαλεύει κι' εμείς δεν μπορούσαμε να προσφέρουμε τίποτε.

Ο οδηγός άρχισε να τρέχει όσο μπορούσε περισσότερο. Σε λίγη ώρα που μας φάνηκε αιώνας, φθάσαμε στην κλινική των Αδελφών Καλαβά στη Μόρφου. Κατέβηκα γρήγορα από το αυτοκίνητο και μίλησα σχετικά στον γιατρό. Μας είπε να τον πάρουμε στο χειρουργείο και να τον ξαπλώσουμε στο τραπέζι εξετάσεως.

Μας κόπηκαν κυριολεκτικά τα γόνατα σαν είδαμε να γίνεται λίμνη το αίμα από το στόμα του Πίττα καθώς προσπαθούσαμε να τον μεταφέρουμε από το αυτοκίνητο στο χειρουργείο και καθώς περιλουστήκαμε με το αίμα του που πότιζε ακόμη και το δάπεδο της κλινικής καθώς προχωρούσαμε προς το ιατρικό τραπέζι εξετάσεως.

Μόλις τον βάλαμε στο χειρουγείο, ο γιατρός μας είπε να βγούμε έξω για να τον εξετάσει. Η πόρτα έκλεισε πίσω μας και μεις βαλθήκαμε να περιμένουμε με απερίγρπτη αγωνία την ιατρική γνωμάτευση. Οι στιγμές φαίνονται ατελείωτες.

Σε λίγο άνοιξε και πάλι η πόρτα και ο γιατρός φώναξε:

- Ποιος είναι ο υπεύθυνος αξιωματικός του;

Μπήκα τρεχάτος στο χειρουργείο. Εκδηλα ανήσυχος και στενοχωρημένος ο γιατρός μου είπε σιγανά:

- Δυστυχώς είναι πολυ αργά. Είναι ήδη νεκρός. Το πλήγμα ήταν καίριο. Δεν υπήρχαν καθόλου ελπίδες για σωτηρία από τη στιγμή του τραυματισμού του, γιατί επλήγη το κρανίο...

Τα λόγια του γιατρού με κτύπησαν σαν κεραυνός. Εμεινα για λίγο σαστισμένος. Τα είχα χαμένα. Γύρισα και είδα για τελευταία φορά τον Πίττα. Τώρα πια είχε ησυχάσει τελείως. Καμμιά ένδειξη ζωής. Ο φίλος ο συναγωνιστής άφηνε την τελευταία του πνοή υπερασπίζοντας τη γη των πατέρων του.

Σαν βγήκα από το χειρουργείο, τα μάτια μου βούρκωσαν. Εφερα στη μνήμη μου όλες τις ώρες που περάσαμε μαζί με τον Πίττα από τη μέρα που τον γνώρισα στο κέντρο Πία Πέλλα μέχρι την στιγμή που τον κουβαλήσαμε αναίσθητο στην κλινική. Μέσα μου ένοιωθα ότι δημιουγήθηκε ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Είχα διάθεση να κλάψω μα ντρεπόμουνα. Ευτυχώς αυτή τή δύσκολη στιγμή βρέθηκε στην κλινική κάποιος χωριανός μου, ο Κώστας Γ. Λοφίτης που με πλησίασε και μου μίλησε. Ηταν ένας τρόπος φυγής από την πραγματικότητα.

Στο μεταξύ οι νοσοκόμες προσφέρθηκαν να μας φιλέψουν με καφέ.

Στην τουαλέττα πλησίασα τον καθρέφτη. Τρόμαξα. Ξανφιάστηκα βλέποντας τον εαυτό μου και μη μπορώντας να τον αναγνωρίσω. Μαλλιά ξεσηκωμένα και ανακατεμένα σαν τα ξερά κλαδιά αγρίων δένδρων, μάτια ολοκόκκινα, πρόσωπο μαυρισμένο από τα αποκαϊδια, που άφησαν οι πυρκαγιές στο δάσος, χείλη ξεσχισμένα και ματωμένα από τη δίψα και τη ζέστη, ρούχα αιματοποτισμένα, παπούτισα γδαρμένα, όψη κιτρινισμένη.

Ξεπλυθήκαμε καλά με νερό και σαπούνι και γύρισα στον προθάλαμο. Κατάκοποι και θλιμμένοι, όπως είμαστε, ξαπλώσαμε εξω στο πεζοδρόμιο της κλινικής για λίγη ξεκούραση. Περιττό να αναφέρω ότι παρά την κούραση μας, δεν μπορέσαμε να κλείσουμε μάτι λόγω των θλιβερών εξελίξεων που είχαμε αντιμετωπίσει.

Σαν ξεκουραστήκαμε αποφασίσαμε να ειδοποιήσουμε τους συγγενείς του Πίττα για το θλιβερό συμβάν, ώστε να τον παραλάβουν τη επομένη το πρωί για ταφή. Πρώτα, πρώτα πήγαμε στον αστυνομικό σταθμό Μόρφου, όπου υπηρετούσε ο αδελφός του Αλεξάνδρου. Του είπαμε τα γεγονότα και τον παρακαλέσαμε να ειδοποιήσει τους γονείς και τους συγγενείς του Πίττα για τα περαιτέρω. Στη συνέχεια επισκεφθήκαμε τους δικούς του Αλεξάνδρου, από τους οποίους αποκρύψαμε την αλήθεια, σαν είδαμε τις συγκινητικές στιγμές που εκτυλίχθηκαν καθώς συνάντησαν τον Αλέξανδρο και καθώς πληροφορήθηκα ότι "έτυχε τάχα κάποιο ατύχημα στον Πίττα και τον φέραμε στην κλινική".

Φύγαμε καταστενοχωρημένοι, αφήνοντας την ευθύνη για τα υπόλοιπα στον αδελφό του Αλεξάνδρου...