Πρώτη Ηλεκτρονική Ιστορία της Κύπρου

image

Δωρεάν προσφορά σε ερευνητές, μελετητές, φοιτητές, μαθητές και δημοσιογράφους.

Από την Κύπρο στην αρχαιότητα, μέχρι την Κύπρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αγγλοκρατία, η ΕΟΚΑ, το πραξικόπημα, το σχέδιο Ανάν, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αρχείο Παναγιώτη Παπαδημήτρη

papademetris-pΜοναδικό αρχείο στο οποίο μπορείτε να προστρέξετε και να αναζητήσετε εύκολα και γρήγορα αυτό που θέλετε για μια περίοδο 8.000 ετών για την Ιστορία της Κύπρου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

15.8.1974: Τριακόσιοι Ελληνες εγκλωβισμένοι στη Μόρφου μεταφέρονται σε πρόχειρους καταυλισμούς συγκέντρωσης όπου υφίστανται τα πάνδεινα.

S-2265

15.8.1974: ΤΡΙΑΚΟΣΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΕΝΟΙ ΣΤΗ ΜΟΡΦΟΥ ΜΕΤΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΕ ΠΡΟΧΕΙΡΟΥΣ ΚΑΤΑΥΛΙΣΜΟΥΣ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΟΠΟΥ ΥΦΙΣΤΑΝΤΑΙ ΤΑ ΠΑNΔΕΙΝΑ.

Στις 14 Αυγούστου 1974, πρώτη ημέρα της δεύτερης φάσης της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, γύρω στο απόγευμα, τα τουρκικά στρατεύματα φθάνουν στην Μόρφου, την υπερφαλαγγίζουν αλλά δεν εισέρχονται στην κωμόπολη παρά την επομένη 15 του μήνα.

Πρώτος στόχος τους η προώθηση τους μέχρι τα Κόκκινα, στα οποία ουσιαστικά δεν έφθασαν ποτέ γιατί κάποιοι στον Πύργο Τηλλυρίας, που βρισκόταν στο δρόμο τους μετά το Λιμνίτη, τους εμπόδισαν.

Ο δρόμος ήταν ορεινός και δεν είχαν τη διάθεση να διακινδυνεύσουν άνδρες τους.

Στις δύο το απόγευμα της 15ης Αυγούστου, ο Νικόλας Αλεξάνδρου Κάτσης πηγαίνει στο συνεργατικό της Μόρφου με το ποδήλατό του για να αγοράσει λάδι. Του το έχει ζητήσει η σύζυγος του Αναστασία που έχει μείνει μαζί του επίσης στη Μόρφου για να μαγειρέψει.

Ο Κάτσης προχωρεί στο συνεργατικό. Ολα τα καταστήματα είναι κλειστά. Παντού ερημιά. Κοντά στο συνεργατικό συναντά τον Μιχάλη Σιακαλλή. Κάθονται και οι δυο στο καλντερίμι και συνομιλούν για λίγο.

Την ερημιά όμως της κωμόπολης διακόπτει ο θόρυβος ενός αυτοκινήτου. Κοιτάζουν προς την πλευρά του αυτοκινήτου καλύτερα και διαπιστώνουν ότι πρόκειται για στρατιωτικό αυτοκίνητο. Στην αρχή υπολογίζουν ότι πρόκειται για αυτοκίνητο της Εθνικής Φορυράς, αλλά όταν αυτό σταματά δίπλα τους και ακούν τον οδηγό να τους μιλά στα τούρκικα αλλάζουν διάθεση.

Ο Κάτσης προσπαθεί να εξηγήσει στον Τούρκο στρατιώτη ότι έχει έλθει για ψώνια. Ο Τούρκος όμως δεν φαίνεται να ανησυχεί γι' αυτούς. Κοιτάζει δεξιά, αριστερά, ανεβαίνει στο αυτοκίνηυτο του και προχωρεί προς τα καταστήματα που είναι δίπλα. Σταματά μπροστά από μια βιτρίνα και με το υποκόπανο του όπλου του σπάζει το γιαλί. Είναι ένα κατάστημα πώλησης ηλεκτρικών ειδών. Ο Τούρκος στρατιώτης βγαίνει αμέσως σε λίγο θυμωμένος και επιστρέφει με το αυτοκίνητο του κοντά στους δυο Ελληνες. Κάτι τους λέει και τους δείχνει το ρολόϊ του. Θέλει να μάθει πού μπορεί να βρει ρολόγια- όχι για να αγοράσει αλλά για να κλέψει. Οι δυο Ελληνες κουνούν τους ώμους τους. Ο στρατιώτης φεύγει. Σε λίγο ακούν τις βιτρίνες άλλων καταστημάτων να γίνονται θρύψαλα. Ο Τούρκος στρατιώτης επιμένει να βρει ρολόϊ...

Τα νέα για την είσοδο των Τούρκων στη Μόρφου δεν αργούν να διαδοθούν. Στην κωμόπολη έχουν παραμείνει πολλοί Ελληνες που εγκλωβίζονται. Οι περισσότεροι είναι ηλικιωμένοι. Ο αριθμός τους υπερβαίνει τους 300.

Οι εγκλωβισμένοι κρύβονται στα σπίτια τους, ενώ άλλοι έχουν καταφύγει μέσα στα περιβόλια με τα λεμονόδενδρα με την πίστη ότι οι Τούρκοι δεν θα τους βρουν και ότι θα φύγουν.

Στη Γεωργική Επαυλη της Μόρφου εργάζεται ο Μιχαήλ Τσιμπίδης, από τη Μια Μηλιά, αλλά τώρα κάτοικος Μόρφου, 63 χρόνων. Είναι απεσπασμένος στο Τμήμα Αγελάδων της Επαυλης. Μαζί του είναι και ο Παναγιώτης Ευσταθίου από τη Μόρφου, ο οποίος μετά την έναρξη της τουρκικής εισβολής θεωρεί ορθό να απομακρυνθεί από την κωμόπολη μέχρι να περάσει το κακό. Πλησιάζει τον Τσιμπίδη και τον καλεί να φύγει κι' αυτός.

"Εγώ θα μείνω στη φάρμα να προσέχω τις αγελάδες. είμαι γέρος εγώ, δεν θα μου κάμουν τίποτε και αν έρθουν οι τούρκοι", του απαντά.

Ομως οι Τούρκοι φθάνουν κάποτε. Από τότε κανένας δεν ξαναβλέπει τον Τσιμπίδη.

Τρεις άλλοι νέοι, οι Μιχαλάκης Σταύρου Κολωνάς, Λουκάς Γιώρκατσου και ο αδελφός του Βασίλης Λουκά, συλλαμβάνονται από τους Τούρκους και μεταφέρονται στις φυλακές της Τουρκίας. Ο πρώτος συλλαμβάνεται στη Μόρφου. Οι άλλοι δυο λίγο πιο κάτω, στο αμιγές τουρκικό χωριό Καζιβερά, στο δρόμο προς την Πεντάγια και τον Ξερό.

Στο ίδιο σημείο συλλαβάνονται επίσης οι Νικόλας Α. Ζινιέρης από τη Κάτω Πάφο, Γεώργιος Κυπριανού από το Παλιομέτοχο και Παναγιώτης Πάπαλλος από τη Λάπηθο. Είναι όλοι στρατιώτες και κατέφυγαν στη Μόρφου με τη ελπίδα ότι θα μπορέσουν να διαφύγουν στις ελεύθερες περιοχές.

Ενας από αυτούς που καταφεύγουν στους κήπους τους είναι ο Νικόλας Χατζηκυριάκος. Εγκαθίσταται με τη σύζυγο του Χρυσάνθη και τα παιδιά τους Ανδρέα, Νίκο και Δήμητρα στο περιβόλι του στην τοποθεσία "Γναφκιά".

Στο περιβόλι του ο Χατζήκυριακος θα μείνει ανενόχλητος για 15 περίπου ημέρες, αλλά τελικά οι Τούρκοι όταν θέτουν την κωμόπολη υπό τον απόλυτο έλεγχο τους, αρχίζουν τις εξορμήσεις προς τα περιβόλια. Τον συλλαμβάνουν και τον μεταφέρουν σε ένα πρόχειρο καταυλισμό παρά τον φούρνο του Γιάννη Ττοουλαρά, όπου οι Τούρκοι έχουν συγκεντρώσει άλλα 200 περίπου άτομα.

Ενα άλλο καταυλισμό έχουν στήσει οι Τούρκοι και στο σχολείο της Μόρφου, όπου μεταφέρουν συνεχώς τους εγκλωβισμένους. Μεταξύ αυτών που συγκεντρώνονται στους καταυλισμούς είναι οι Δημήτρης Πασιαρτής, Μαριαννού Τσουρή, Ελένη Αντώνη Πηλαβά, Μηλιά Τάμπα, Θεοδώρα Κάττου, Μιχάλης Χρ. Χατζηλύρας, Μαρούλα Τζιωνή, Μιχάλης Κυριάκου, η σύζυγος του Αποστολού και η κόρη τους Γεωργία, Νικόλας Χατζηγιώρκου και η σύζυγος του Μερόπη Αγαθαγγέλου, Κόκος Σταύρου, Ευρυδίκη Θωμά, Γιαννής Τσαππής, Αγαθοκλής Χριστοφόρου, Ιουλία Σολομωνίδου Πεμπέτσιου, η κόρη της Κωνσταντία, ο πατέρας της Συμεών Πεμπέτσιου, Νίκη Χατζηγεωργίου Γεώργιος Χατζηγεωργίου, Μαρίτσα Αγαθόκλη, Ξενού Δαμιανού, Χρίστος Κτωρή Χειμαρή, Γιάννης Παπαγεωργίου και άλλοι.

Ο καταυλισμός συνεχίζει ακόμα να μεγαλώνει με τη μεταφορά και άλλων εγκλωβισμένων όπως του Πολύκαρπου Αγαθάγγελου, 55 χρόνων, που βρίσκεται στο περιβόλι του στην τοποθεσία "Καβαλλαρκά", τρία χιλιόμετρα έξω από τη Μόρφου. ο Αγαθαγγέλου μεταφέρεται στον καταυλισμό, 20 ημέρες μετά την κατάληψη της Μόρφου.

Τις περισσότερες μέρες, ελεύθερος στη Μόρφου τις περνά ο Γεώργιος Πέτρου Καπλάνιος, 55 χρόνων, βοσκός.

Ο Καπλάνιος, με την έναρξη της δεύτερης φάσης της τουρκικής εισβολής, καταφεύγει στο περιβόλι του όπου βόσκει ανενόχλητος τα πρόβατα του.

Πολλες φορές βλέπει τους Τούρκους να λεηλατούν τα περιβόλια, αλλά κανένας δεν τον ρωτά τι κάνει εδώ.

Τελικά όμως συλλαμβάνεται και αυτός στις 10 Δεκεμβρίου, δηλαδή ύστερα από ένα πεντάμηνο αποκλεισμό και μεταφέρεται στον καταυλισμό στο δημοτικό σχολείο, όπου βρίσκονται οι άλλοι εγκλωβισμένοι.

Με την εγκατάσταση τους στη Μόρφου οι Τούρκοι θέτουν σε λειτουργία τους φούρνους και αναγκάζουν μερικούς εγκλωβισμένους όπως τον Αγαθόκλη Χριστοφόρου, να εργάζωνται σ' αυτούς για να παράγουν ψωμιά.

Πολλοί από τους εγκλωβισμένους είναι ηλικιωμένοι και δεν αντέχουν στα μαρτύρια και τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης στο σχολείο ή στα ξένα σπίτια, όπου οι Τούρκοι τους συγέντρωσαν ομαδικά. Και αφήνουν την τελευταία τους πνοή εδώ.

Αλλων εξαφανίζονται τα ίχνη τους. Μεταξύ αυτών είναι και ο Γιαννακός Χρυσοστομίδης, άλλως αμερικάνος, 75 χρόνων και η σύζυγος του Αρχοντού, ο Μιχαλάκης Σιακαλής και ο Χρίστος Κουταλλίστρας ή Μακρυάς, 60 χρόνων.

Μια γριά εγκλωβισμένη περιέγραψε ως εξής τις συνθήκες διαβίωσης στη Μόρφου:

"Μια μέρα πήγα στο σπίτι της κόρης μου. Σαν μπήκα μέσα, η πόρτα ήταν ανοικτή και είδα όλα τα πράγματα του σπιτού της ανακατωμένα και τα ερμάρια ανοικτα. Δεν κατάλαβα αν έλειπε τίποτα. Μετά πήρα ορισμένα ρούχα, και τα έβαλα μέσα σε μια σακκούλα. Τα φόρτωσα στο μικρό μου αμαξάκι και ξεκίνησα για να πάω στο σπίτι μου, σπρώχνοντας το. Οσα σπίτια είδα στο δρόμο μου φαίνονταν ανοικτά.

Οπως προχωρούσα για το σπίτι μου. Σταμάτησε μπροστά μου ένα αυτοκίνητο γεμάτο Τούρκους στρατιώτες ένοπλους. Πήδησαν όλοι κάτω και αφού με πήραν από τα χέρια με έσυραν συρτή μέσα στο αυτοκίνητο τους. Πάνω στο αυτοκίνητο πέταξαν και το μικρό αμαξάκι μου και ξεκίνησαν.

Οπως με έρριξαν μέσα στο αυτοκίνητο εγώ πόνεσα πολύ, αλλά οι Τούρκοι με κοροϊδευαν. Από εκεί με πήραν στην Αστυνομία, με άφησαν καμιά ώρα και μετά αφού διάλεξαν μερικά ρούχα εκείνοι, τα υπόλοιπα μου τα έδωσαν. Με έβαλαν και πάλι πάνω στο αυτοκίνητο τους και με πήραν στο σπίτι μου.

Μια νύκτα ενώ κοιμώμουν άκουσα κτυπήματα πάνω στην πόρτα. Μέχρι να σηκωθώ να ανοίξω Τούρκοι στρατιώτες έσπασαν την πόρτα και όρμησαν μέσα. Εστρεψε το όπλο του εναντίον μου και ένας άλλος άρχισε να με κλωτσά και με τραβούσε από τα μαλιά. Αρχισα να κλαίω και να τους παρακαλώ να με αφήσουν ήσυχη. Αυτοί φώναζαν να τους ακολουθήσω. Αφού ντύθηκαν τους παρακάλεσα να με αφήσουν να πάρω μαζί μου και το κρεβάτι μου γιατί μου είπαν ότι θα με έπαιρναν στον καταυλισμό.

Στο σχολείο όπου με μετέφεραν περνούσαμε πολύ άσχημα. Οσοι δεν είχαν κρεβάτια έπεφταν στη γη. Φαγητό μας έφερναν οι Τούρκοι. Μας έδιναν όσπρια, κονσέρβες αλλά δεν μας άφηναν να φεύγουμε από το σχολείο".

Ετσι οι εγκλωβισμένοι, μη αντέχοντας τις δύσκολες συνθήκες αναγκάζονται να ζητήσουν να μεταφερθούν στις ελεύθερες περιοχές. Αυτό ήταν που ήθελαν και οι εισβολείς. Σιγά, σιγά και η Μόρφου εκκενώνεται και νέοι "κάτοικοι" Τουρκοκύπριοι κουβαλητοί κυρίως, παρά έποικοι, μεταφέρονται εδώ και νέμονται τις ελληνικές περιουσίες και τα περιβόλια με τα εσπεριδοειδή, δηλώνοντας πλέον ότι είναι δικά τους...