Πρώτη Ηλεκτρονική Ιστορία της Κύπρου

image

Δωρεάν προσφορά σε ερευνητές, μελετητές, φοιτητές, μαθητές και δημοσιογράφους.

Από την Κύπρο στην αρχαιότητα, μέχρι την Κύπρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αγγλοκρατία, η ΕΟΚΑ, το πραξικόπημα, το σχέδιο Ανάν, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αρχείο Παναγιώτη Παπαδημήτρη

papademetris-pΜοναδικό αρχείο στο οποίο μπορείτε να προστρέξετε και να αναζητήσετε εύκολα και γρήγορα αυτό που θέλετε για μια περίοδο 8.000 ετών για την Ιστορία της Κύπρου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

15.8.74ΤοΒαρώσι πέφτει στα χέρια των τούρκων,οι οποίοι αρχικά αναζητούν τις τοπικές αρχές για να κάνουν εκεχειρία.Στη συνέχεια καταλαμβάνουν σταδιακά την έρημη πόλη και στήνουν οδοφράγματα όπου προβαίνουν σε ομαδικές εκτελέσεις στα"περβόλια της Πάρτζιενας

S-2255

15.8.1974: ΤΟ ΒΑΡΩΣΙ ΠΕΦΤΕΙ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΑΡΧΙΚΑ ΑΝΑΖΗΤΟΥΝ ΤΙΣ ΤΟΠΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΝΟΥΝ ΕΚΕΧΕΙΡΙΑ. ΣΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΚΑΤΑΛΑΜΒΑΝΟΥΝ ΣΤΑΔΙΑΚΑ ΤΗΝ ΕΡΗΜΗ ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝΟΥΝ ΟΔΟΦΡΑΓΜΑΤΑ ΟΠΟΥ ΠΡΟΒΑΙΝΟΥΝ ΣΕ ΟΜΑΔΙΚΕΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΙΣ ΣΤΑ "ΠΕΡΒΟΛΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΤΖΙΕΝΑΣ"

Στις 15 Αυγούστου 1974, επομένη της έναρξης της δεύτερης φάσης της τουρκικής εισβολής μετά την κατάρρευση του μετώπου της Μιάς Μηλιάς, παρά τη Λευκωσία, που άφηνε ανοικτό το δρόμο για τους Τουρκους μέσω της Μεσαορίας μέχρι την Παλαιά Αμμόχωστο, μια απόσταση 70 χιλιομέτρων περίπου, οι Τούρκοι εισβολείς ενώνουν το προγεφύρωμα Κερύνειας-Λευκωσίας με την τουρκική συνοικία της Αμμοχώστου.

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα όλοι οι Ελληνες που βρίσκονται σε μια τεράστια ζώνη από την Κερύνεια μέχρι την επαρχία Λευκωσίας, την Μεσαορία και την Καρπασία να εγκλωβισθούν.

Η γραμμή, ωστόσο, μέχρι την Αμμόχωστο, είναι διάτρητη τις πρώτες ημέρες, καθώς δεν έχουν ακόμα εγκατασταθεί σταθμοί ελέγχου ή φυλάκια του τουρκικού στρατού, ο οποίος όμως περιπολεί και ελέγχει τα πάντα- τουλάχιστον στη διάρκεια της ημέρας.

Πολλοί Εθνοφρουροί και οργανωμένες μικρές ομάδες κατορθώνουν να περάσουν τη γραμμή Αττίλα όπως ονομάστηκε η γραμμή από τη Λευκωσία μέχρι την Αμμόχωστο και να καταφύγουν στις ελεύθερες περιοχές.

Αλλοι ακόμα μπορούν να διαφύγουν μέσω της αφρούρητης πόλης της Αμμοχώστου, που αφέθηκμε από την πολιτική και στρατιωτικη ηγεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας απροστάτευτη και στο έλεος του Αττίλα, και από εκεί να μεταβούν μέσω της Κάτω Δερύνειας στα Κοκκινοχώρια και στη βρετανική βάση της Δεκέλειας νοτιότερα.

Ομως οργανωμένη διαφυγή στρατιωτικών μονάδων με τον οπλισμό τους που έχουν αποκλειστεί στην περιοχή, δεν μπορεί να γίνει.

Πολλοί στρατιώτες έχουν διαφύγει από την καταληφθείσα περιοχή πριν ακόμα οι Τούρκοι φθάσουν στην Αμμόχωστο. Ομως λίγοι από αυτούς έμειναν ακόμα στην περιοχή και ιδιαίτερα στην περιοχή του λιμανιού της πόλης και στο στρατόπεδο γνωστό ως στρατόπεδο του "διόμισυ μιλίου" στον παλαιό δρόμο Λευκωσίας-Αμμοχώστου.

Οι άνδρες αυτοί διατάσσονται να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους και διασκορπίζονται σε πολλές περιοχές. Αλλοι που βρίσκονται στο στρατόπεδο "Καράολος" ανατολικά της Αμμοχώστου, ακολουθούν αντίθετη πορεία και κατευθύνονται ανατολικότερα προς το Τρίκωμο όπου συλλαμβάνονται αργότερα από τους εισβολείς σαν άρχισαν τις εκκαθαρίσεις στην κατεχόμενη περιοχή.

Με την έναρξη της δεύτερης φάσης της εισβολής έχει εκκενωθεί επίσης και ο ελληνικός τομέας της Αμμοχώστου, γνωστός περισσότερο ως Βαρώσι ή Βαρώσια. Ελάχιστοι κάτοικοι παρέμειναν αλλά οργανωμένη άμυνα στην πόλη δεν υπάρχει. Οι περισσότεροι έχουν διαφύγει προς την περιοχή της Κάτω Δερύνειας, που συνορεύει με το Κάτω Βαρώσι και τον Αγιο Μέμνωνα πιο ανατολικά.

Μόλις οι Τούρκοι σταθεροποιούν τις θέσεις τους στην τουρκική συνοικία της Αμμοχώστου όπου έφθασαν το βράδυ της 15ης Αυγούστου αρχίζουν τις εξόδους τους προς τον ελληνικό τομέα της πόλης όπου δεν υπάρχει κανένας για να τους εμποδίσει.

Σ' αυτές τις εξόδους μάλιστα, όπως γνώστηκε αργότερα, ένας τούρκος αξιωματικός συναντά ένα σουηδό αξιωματικό της ΟΥΝΦΙΚΥΠ και απορημένος γιατί έχουν φύγει οι Ελληνες από την πόλη- γιατί προφανώς το σχέδιο Αττίλα δεν προέβλεπε κατάληψη του Βαρωσιού, τον ρωτά:

- Μα πού είναι οι αρχές της πόλης για να συνθηκολογήσουμε;

Ο Σουηδός αξιωματικός του απαντά ότι όλοι έχουν φύγει μέσα στον πανικό που ακολούθησε την κατάρρευση του μετώπου της Μιάς Μηλιάς την προηγουμένη αλλά και από τις πληροφορίες ότι τα τουρκικά στρατεύματα έφθασαν μέχρι τη παλαιά Αμμόχωστο.

Ετσι οι Τούρκοι ανενόχλητοι αρχίζουν περιπολίες στην εγκαταληφθείσα πόλη και εφόσον δεν βρίσκουν αντίσταση, θέτουν το Βαρώσι υπό τον έλεγχο τους και προχωρούν μέχρι την περιοχή της Κάτω Δερύνειας που αποτελει την τελευταία έξοδο διαφυγής όσων κατοίκων έχουν απομείνει στην πόλη, και στήνουν οδοφράγματα.

Με την είσοδο των Τούρκων στο Βαρώσι ή τη νέα πόλη σε σύγκριση με την παλαιά Αμμοχωστο, οι λίγοι στρατιώτες που υπάρχουν στη πόλη, ανοργάνωτοι και χωρίς διαταγές ή αξιωματικούς, διασκορπίζονται. Μερικοί διαφεύγουν διά θαλάσσης προς την περιοχή των ξενοδοχείων και του Αγίου Μέμνωνα.

Ο καθένας κινείται κατά το δοκούν και σύμφωνα με τη δική του επιθυμία.

Μια ομάδα με τους στρατιώτες Χριστοφή Χριστοδούλου Πόλεο, από τη Σωτήρα, Γεώργιο Τιττώνη, Ανδρέα Καπετάνιου Αριστείδου, Κυριάκο Καλαϊτζή, Κέκκο Φιλή (Πατσιουρή) από τη Λύση και Κωνσταντίνο Σπ. Κατσουρομάλλη από τη Δερύνεια, προχωρούν για να βρουν και αυτοί βάρκα για να διαφύγουν.

Στο δρόμο τους βρίσκουν ένα αυτοκίνητο κι' έτσι προχωρούν προς την περιοχή "Κλαψίδες" ανατολικότερα της Αμμοχώστου και από εκεί κατευθύνονται ακόμα πιο ανατολικά προς το χωριό Τρίκωμο, σε σύγκριση με τους άλλους που κινούνται νοτιότερα.

Στο δρόμο κοντά στην Εγκωμη, στην περιοχή της Σαλαμίνας, συναντούν Τούρκους στρατιώτες που βάλλουν εναντίον τους. Για καλή τους τύχη κανένας δεν τραυματίζεται.

Στο Τρίκωμο κρύβονται σε ένα σπίτι και την επομένη το μεσημέρι, ενώ έχουν μετακινηθεί σε ένα περιβόλι τους περικυκλώνουν οι Τούρκοι και τους συλλαμβάνουν.

Ενας άλλος, ο Αλέξανδρος Ορουντιώτης, από το Βαρώσι, ξεκινά με μερικούς συναδέλφους του προς την Εγκωμη. Εχουν και αυτοί την ίδια τύχη με τους άλλους.

Αλλοι στρατιώτες προχωρούν προς το Στρατόπεδο των ΟΗέδων στη λεωφόρο Σαλαμίνος.

Μεταξύ αυτών είναι οι Λευτέρης Μήτσιου Γιάννακας από τη Δερύνεια, Γεώργιος Καπίλλας από το Παραλίμνι, Μιχάλης Γεωργίου από το Αυγόρου, Ανδρέας Αντώνη από την Κοντέα και Γεώργιος Κυριάκου Πελίας από τη Λύση.

Οι υπεύθυνοι του στρατοπέδου, τους δέχονται στο στρατόπεδο, αλλά χωρίς όπλα. Προσφέρουν μάλιστα στους στρατιώτες και τρόφιμα, ενώ ένας αξιωματικός τους συγκεντρώνει και τους λέγει ότι δεν είναι αιχμάλωτοι ούτε των Τούρκων, ούτε των ΟΗέδων και ότι μπορούν να μείνουν στο στρατόπεδο.

Οι στρατιώτες διανυκτερεύουν στο στρατόπεδο και την επομένη ο αξιωματικός των Σουηδών τους συγκεντρώνει και πάλι και τους λέγει ότι τώρα είναι αιχμάλωτοι των Τούρκων, που έχουν προελάσει στην περιοχή.

"Οσοι θέλουν μπορούν να παραδοθούν, όσοι όμως θέλουν να φύγουν, δεν σας κρατάμε εμείς", προσθέτει.

Δώδεκα στρατιώτες, μεταξύ των οποίων και οι Ανδρέας Γιατρός από το Εξω Μετόχι και Κωστάκης Γιαννή από το Βαρώσι εγκαταλείπουν το στρατόπεδο. Γνωρίζουν ότι οι Τούρκοι έχουν αποκλείσει κάθε διέξοδο προς τις ελεύθερες περιοχές. Προχωρούν όμως προς την περιοχη του Αγίου Λουκά και ύστερα από πολλές προφυλάξεις φθάνουν στις ελεύθερες περιοχές. Οι άλλοι που μένουν στο στρατόπεδο των Οηέδων συλλαμβάνονται και έκτοτε πολλοί από αυτούς δεν επιστρέφουν ποτέ.

Στο μεταξύ στην πόλη του Βαρωσιού οι εγκλωβισμένοι περνούν δύσκολες στιγμές, γιατί οι Τούρκοι εφαρμόζουν όπως και αλλού την τακτική του εκφοβισμού και των δολοφονιών.

Ετσι στις 16 Αυγούστου το πρωί η Παναγιώτα Σάββα που έχει εγκλωβισθεί στο σπίτι της στην οδό Φώσκολου ακούει φωνές και πυροβολισμούς. Μέσα από τις φωνές ξεχωρίζει και εκείνη της γειτόνισσας της Κυριακούς Ιωάννη. Την ακούει να διαμαρτύρεται.

"Δεν πάω, δέν πάω..."

Οι Τούρκοι έχουν φθάσει στο σπίτι και καλούν την Κυριακού να τους ακολουθήσει... Αυτή αντιδρά. Και τότε ένας Τούρκος την πυροβολεί. Μόλις φεύγουν οι Τούρκοι η Παναγιώτα τρέχει στο σπίτι της και την βρίσκει δολοφονημένη.

Ενα πρωινό οι Τούρκοι στρατιώτες φθάνουν στο σπίτι της Μαγδαληνής Λουκά, που μένει στην οδό Ονησίλλου μαζί με τον σύζυγο της και τους δυο τους γιους, τον Θωμά 47 και τον Ανδρέα 40. Ο Ανδρέας είναι μάλιστα πολύ άρρωστος και δεν μπορεί να κινηθεί.

Οι στρατιώτες ζητούν να μπουν στο σπίτι της Μαγδαληνής Λουκά, αλλά αυτή τους διαβεβαιώνει ότι μένει μόνη της. Ξαφνικά όμως ένας στρατιώτης πιέζει τη σκανδάλη του όπλου του και σκοτώνει τη Μαγδαληνή.

Οι Τούρκοι φεύγουν. Την επομένη μεταβαίνει στο σπίτι της ο άλλος της γιος, ο Ωριγένης, που παραλαμβάνει τη σορό της μητέρας του και τον αδελφό του Θωμά για να τους μεταφέρει εκτός της Αμμοχώστου. Στο δρόμο όμως συλλαμβάνεται από τους Τούρκους και μεταφέρεται στην αιχμαλωσία.

Στο ξενοδοχείο "Κωνστάντια" έχει εγκλωβισθεί ο ιδιοκτήτης του Μιχάλης Γ. Μαραγκός μαζί με τον αδελφό του Σπύρο και άλλους. Κάποτε φθάνουν και εδώ οι εισβολείς. Επικεφαλής τους είναι ένας αξιωματικός. Κατευθύνεται στον Μαραγκό:

- Γιατί μείνατε εσείς;

- Εδώ μένουμε.

- Ποιού είναι το ξενοδοχείο;

- Δικό μου.

- Θα στοίχισε πολλά, ε...

Ο Τούρκος στρατιώτης δεν φαίνεται να πιστεύει ότι το ξενοδοχείο ανήκει στον Μαραγκό.

- Γιατί έφυγαν όλοι από το Βαρώσι;

- Θα φοβήθηκαν φαίνεται.

- Δεν ακούσατε ότι έρχονται οι Τούρκοι για να φύγετε κι' εσείς;

- Γιατί να φύγουμε;

- Τι θέλετε να σας κάνουμε;

- Θέλουμε να μείνουμε στη δουλειά μας.

- Καλά μπάτε μέσα και μη βγαίνετε έξω.

Ομως ο Μιχάλης Μαραγκός δεν θα μείνει για πολύ στο Βαρώσι. Στις 31 Αυγούστου οι Τούρκοι τον αναγκάζουν να εγκαταλείψη την πόλη.

Το ίδιο συμβαίνει και σε μερικούς άλλους κατοίκους της πόλης που έχουν εγκλωβισθεί. Ενας, ένας φέυγουν ενώ άλλοι συνεχίζουν να προσπαθούν να αποδράσουν από την κατεχόμενη πόλη όπως οι Χριστόδουλος Αντωνίου και Κώστας Γιωργαλλής.

Το ίδιο κάμνει και ο ιερέας Χρυσοσπηλιώτισσας Παπαϊάκωβος Μιχαήλ, 77 χρόνων. Ο γέροντας μένει στο σπίτι του όπου βλέπει τους Τούρκους να λεηλατούν το σπίτι του μπροστά στα μάτια του. Φεύγοντας οι Τούρκοι τον κτυπούν κι' όλας. Για τον γέροντα δεν υπάρχει άλλη διέξοδος. Και μια μέρα μαζί με τον γείτονα του Ανδρέα Ζάρμπα και τη σύζυγο του ξεκινούν περπατητοί μέσα από τα περιβόλια. Κάτάκοποι φθάνουν το βράδυ στο Αυγόρου.

Στην περιοχή των πολυκατοικιών βρίσκονται αρκετοί εγκλωβισμένοι. Τούρκοι τους συγκεντρώνουν και τους διώχνουν προς τις ελεύθερες περιοχές. Δεν τους χρειάζονται...

Μεταξύ αυτών είναι ο Δημήτρης Νικόλα που μένει στη λεωφόρο Σαλαμίνος, η Αντιγόνη Γιωργαλλή που μένει στην οδό Φιάκου, ο Γεώργιος Γιάγκου με τη σύζυγό του που μένουν στην οδό Βίκτωρος Ουγκώ με τους Σάββα Δημητρίου και τη σύζυγό του Κατίνα και οι Χαμπής Αντώνη, Χριστόδουλος Δημήτρη και Δ. Θεοδότου.

Αλλοι πάλι κρύβονται ακόμα για αρκετό καιρό στην πόλη όπως η Μαριγώ Χατζηπιερή που μένει με την αδελφή της Ελένη Γεωργίου στην οδό Τολστόϊ, η Αννα Πρωτοπαπά που μένει στην οδό Αλεξάνδρου και ο Παναγιώτης Σάββα που μένει στην οδό Ηφαίστου.

Αυτοί διώχνονται στις αρχές Σεπτεμβρίου, ενώ οι Μιχαήλ Δημήτρης και η σύζυγος του Μαρία και ο Ανδρέας Μιχαήλ Χριστοδούλου Τύμβιος κρύβονται σε ένα απομονωμένο σπίτι μέχρι τον Φεβρουάριο του 1975. Εδώ τους εντοπίζει ο τουρκικός στρατός και τους διώχνει κι' αυτούς προς τις ελεύθερες περιοχές.

ΔΟΛΟΦΟΝΙΕΣ-ΕΚΤΕΛΕΣΕΙΣ

Η 17 Αυγούστου 1974, δυο ημέρες μετά την προέλαση των εισβολέων στον τουρκικό τομέα της Αμμοχώστου, (Παλιά Αμμόχωστος) μετά την κατάρρευση του μετώπου της Μιάς Μηλιάς, παρά τη Λευκωσία, αποδεικνύεται τραγική για πολλούς κατοίκους της Αμμοχώστου, οι οποίοι πέφτουν μέσα στην παγίδα των εισβολέων λίγο έξω από τη νότια περιοχή της πόλης, στη διασταύρωση του δρόμου της Δερύνειας- Αγίου Μέμνονος, σε μια περιοχή γνωστή ως "Περβόλια της Πάρτζιενας".

Οι Τούρκοι έχουν προελάσει στο σημείο αυτό που συνορεύει με την Κάτω Δερύνεια και αποτελεί τη μοναδική ουσιαστική έξοδο από την Αμμοχώστο νότια προς τις ελεύθερες περιοχές και συλλαμβάνουν αυτούς που προσπαθούν να μπουν στη πόλη λίγο μετά τη μετάδοση διαταγής από το ραδιόφωνο του Ρικ ότι οι αστυνομικοί πρέπει να παρουσιασθούν στην Τεχνική Σχολή της πόλης.

Πολλοί κάτοικοι του Βαρωσιού που έχουν εγκαταλείψει νωρίτερα την πόλη, όταν ακούν τη διαταγή από ραδιοφώνου, πιστεύουν ότι το Βαρώσι δεν έχει καταληφθεί και όπως τους έχουν εξαντληθεί τα τρόφιμα, καθώς βρίσκονται σε ξένα σπίτια στην προσφυγιά, προσωρινά όπως ελπίζουν, σπεύδουν στην πόλη για να εξασφαλίσουν προμήθειες από τα σπίτια τους και πέφτουν στα χέρια των Τούρκων στρατιωτών που έχουν στήσει οδοφράγματα.

Ετσι γύρω στις 6.30 το πρωί της 17ης Αυγούστου ο Αντώνης Παρασκευόπουλος που εργάζεται στην Πολιτική Αμυνα κατευθύνεται από την περιοχή της Δερύνειας προς το Βαρώσι. Στο δρόμο δεν συναντά κανένα. Φθάνει στην πόλη. Παντού ερημιά. Κανένας δεν κυκλοφορεί στους δρόμους. Περνά από το σπίτι του και αργότερα το κατάστημά του. Η πόλη εναι εγκαταλειμμένη. Κι' αυτός περιφέρεται σ' αυτήν μόνος.

Φθάνει στον κινηματογράφο Ολύμπια. Μέσα στο δρόμο είναι ένα ανθρώπνο πτώμα. Πλησιάζει. Είναι ο γνωστός τύπος του Βαρωσιού Ξενής. Προχωρεί στη δημοτική αγορά. Στη λεωφόρο Ευαγόρου και έξω από το καταστήματα των αδελφών Μαυρή βλέπει σε μια πάροδο που οδηγεί στο Στάδιο ΓΣΕ τρία άλλα πτώματα.

Πιο κάτω, κοντά στην κλινική του γιατρού Ζαννέτου, βλέπει άλλους τρεις νεκρούς. Μεταξύ αυτών είναι και το πτώμα μιας γυναίκας.

Προσπαθεί να διατηρήσει την ψυχραιμία του. Αισθάνεται ανασφάλεια. Αντιλαμβάνεται τι έχει συμβεί. Οι Τούρκοι έχουν βγει στους δρόμους και σκοτώνουν αδιάκριτα όποιον συναντήσουν. Γι' αυτό αποφασίζει να φύγει όσο το δυνατό πιο γρήγρα από την πόλη-φάντασμα.

Φθάνοντας κοντά στη διασταύρωση των δρόμων που οδηγουν στον Αγιο Μέμνωνα και τη Δερύνεια συναντά τους πρώτους ανθρώπους. Είναι μερικοί στρατιώτες. Επί τέλους. Ενας στρατιώτης του κάνει νόημα να σταματήσει. Σταματά και ενώ ετοιμάζεται να τους ρωτήσει τι κάνουν, βλέπει ένα να του προτάσσει το όπλο του και να τον διατάσσει να παρκάρει το αυτοκίνητο του στην άκρη του δρόμου και να κατέβει. Ο στρατιώτης είναι Τούρκος. Προσπαθεί να διατηρήσει την ψυχραιμία του.

Από αυτή τη στιγμή η παγίδα των Τούρκων λειτουργεί τέλεια. Εχουν ακούσει και αυτοί το ραδιόφωνο που καλεί τους Ελληνες αστυνομικούς να παρουσιασθούν στο Βαρώσι και στήνουν ενέδρα όπου συλλαμβάνουν όσους προσπαθούν να επιστρέψουν. Σε λιγο ο αριθμός των συλληφθέντων φθάνει στους 800 μαζί με τις συζύγους τους και τα παιδιά τους.

Οι Τούρκοι τους ληστεύουν κυριολεκτικά. Παίρνουν ότι χρήματα και άλλα τιμαλφή έχουν μαζί τους, κατάσχουν τα αυτοκίνητα τους και τους στέλλουν στην αιχμαλωσία.

Μεταξύ αυτών που συλλαμβάνονται είναι και οι ακόλουθοι:

Μίκης Γεωργίου Κωνσταντινίδης, Κώμη Κεπήρ, Σωτήρης Σάββας Αγιος Αμβρόσιος, Γεώργιος Αβραάμ, Αγιος Λουκάς, Νικόλας Αντωνίου Κισσόνεργα, Λευτέρης Ανδρέα, Αγιος Σέργιος, Αντωνάκης Γεωργίου, Κώμα Γιαλού, Μιχάλης Ν. Βοσκού, Αγιος Ανδρόνικος, Κώστας Καλογήρου, Αχερίτου, Σόλων Πέτρου, Λάρνακα, Παναγιώτης Σωτήρη Κουτσού, ο πατέρας του Σωτήρης και ο αδελφός του Τάσσος, από την Περιστερώνα, Γεώργιος Σωτήρη, Ανδρέας και Παναγιώτης Ζαχαρία, Σπαθαρικό, Παναγιώτης Χ. Παπαδόπουλος, η σύζυγος του Σταυρούλα και ο γιος τους Χαράλαμπος, Πάναγρα, Παναγιώτης Μάστρου και Λάμπρος Χρ. Κατσώνη, Λιοπέτρι, Νίκος Παπανικολάου, Αγιος Γεώργιος Κερύνειας, Δημητράκης Φιλίππου, Γαστριά, Δημήτρης Τζιακούρα και Γιάγκος Πιερίδης, Αγιος Μέμνων και Βάσος Βάσου, Πηγή.

Επίσης συλλαμβάνονται και οι ακόλουθοι κάτοικοι Δερύνειας: Μιχαήλ Μαυρέχης, Πανίκος Ζαννετής, Μίκης Κωνσταντινίδης, Νίκος και Κωστάκης Χατζηχρήστου, Χρυσόστομος Γεωργίου με τη σύζυγο του Χρυσταλλένη και το παιδί τους Ιάκωβο Κουμή, Χαράλαμπος Παναγιώτου, Δημήτρης Γιάννουκου και Χαράλαμπος Παναγιώτη.

Τέλος συλλαμβάνονται και οι πιο κάτω κάτοικοι Αμμοχώστου:

Ανδρέας Γεωργίου Τρικωμίτης, Ελευθέριος Φραγκέσκου, Χαράλαμπος Σωτ. Μισιερή, Λοϊζος Λοϊζου, Σάββας Σαββίδης, Μιχαήλ Σαββίδης, Γιάννης Μοδέστου, Ανδρέας Πετρασίτης, Αντωνάκης Γεωγίου, Ανδρέας Λούκας, Λούκας Σαμιώτης, Χρίστος Αντωνίου, Πολύβιος Πολυβίου, Αντώνης Τιττώνης, Ξενής Παπαλλής, Γιαννάκης Παπαλλής, Νικόλας Αντωνίου, Νίκος Παπουής, Ανδρέας Ζήνωνος, Πιερής Χατζηκώστας, Κόκος Κουλλαπής, Ανδρέας Ιωάννου, Νικόλας Χαραλάμπους, Αντωνάκης Γρηγορίου, Νικόλας Αντωνίου, Γεώργιος Θεοχάρους, Παναγιώτης Λαχανίδης, Αρέστης Πολυκάρπου, Βαρνάβας Παναγή, Βάκης Μαύρου, Νεόφυτος Λόντος, Νεόφυτος Μάρκου, Χριστάκης Ασσιώτης και Χάλος Ψαράς.

Οι Τούρκοι συνεχίζουν να συλλαμβάνουν τους διερχομένους που πέφτουν στα χέρια τους ανήξεροι. Και ανάλογα με την ηλικία και το φύλο τους, τους τοποθετούν σε ξεχωριστό σημείο. Τα γυναικόπαιδα χωριστά, οι νέοι και αυτοί που φορούν στρατιωτικα ρούχα σε άλλο μέρος και οι κάπως πιο ηλικιωμένοι αλλού.

Η ώρα περνά χωρίς οι Τούρκοι να αποφασίζουν τι θα τους κάμουν ακόμα. Μαζί τους είναι και κάποιος αξιωματικός που φαίνεται πολύ αγριεμένος και κτυπά και βρίζει τους πάντες και τα πάντα.

Γύρω στο μεσημέρι της 17ης Αυγούστου οι Τούρκοι συλλαμβάνουν μια άλλη μεγάλη ομάδα Ελλήνων που αποτελείται από γυναικόπαιδα και άνδρες. Μεταξύ αυτών είναι και ο Γεώργιος Κυριάκου Νέκκης με την αρραβωνιαστικιά του Χριστίνα Λιασίδου, οι γονείς του και άλλοι συγγενείς του. Από αυτή τη στιγμή τα πράγματα παίρνουν πραγματικά δραματική τροπή. Ο Τούρκος αξιωματικός που φαίνεται αξαγριωμενος, διατάσσει τέσσερις άνδρες να τον ακολουθήσουν. Πρόκειται για τους Σωτήρη Κουτσού και τους δυο του γιους Παναγιώτη και Τάσσο και έναν άλλο πόυ βρίσκεται μαζί τους.

Ανύποπτοι οι τέσσερις Ελληνες υπακούουν, γιατί εξ άλλου δεν έχουν άλλη εκλογή. Αλλά όταν βλέπουν ότι οι Τούρκοι τους οδηγούν μέσα στα δένδρα αρχίζουν να ανησυχούν. Φθάνοντας σε κάποιο σκιερό μέρος ο Τούρκος στρατιώτης διατάσσει τον Σωτήρη Κουτσού και τον άλλο σύντροφό του να προχωρήσουν. Ενώ προχωρούν ανοίγει πυρ και οι δυο Ελληνες πέφτουν νεκροί στο έδαφος.

Στη συνέχεια ο Τούρκος στρατιώτης κάνει νόημα και στους δυο αδελφούς να τον πλησιάσουν. Τρέμοντας οι δυο νέοι κατευθύνονται προς αυτόν γνωρίζοντας τι τους περιμένει. Αλλά για καλή τους τύχη κάποιος επεμβαίνει και τους σώζει την τελευταία στιγμή.

Τελικά οι Τούρκοι ξεχωρίζουν 21 νέους και τους τοποθετούν σε μικρές ομάδες και τους διατάσσουν να προχωρήσουν κοντά σε μια μικρή δεξαμενή που βρίσκεται μερικά μέτρα πιο μακρυά, μέσα τους πορτοκαλεώνες. Μεταξύ αυτών που ξεχωρίζουν είναι και οι Παναγιώτης Μάστρου από το Λιοπέτρι, Σωτήρης Σάββα από τον Αγιο Αμβρόσιο, Μιχαήλ Σαββίδης, Χριστάκης Ασσιώτης, Νίκος Παπουής, Ανδρέας Φιλίππου Ζαννέτος από το Τρίκωμο, Χαράλαμπος Παναγιώτου από τη Δερύνεια, Χάλος Ψαράς, Νεόφυτος Λόντος, Βαρνάβας Παναγή, Βάκης Μαύρου, Ανδρέας Πετρασίτης και Κόκος Νέκκης, όλοι από το Βαρώσι.

Η πρώτη ομάδα προχωρεί. Οι Τούρκοι τους διατάζουν να σταθούν κοντά στη δεξαμενή και να βάλουν τα χέρια τους πάνω από τα κεφάλια τους. Αυτοί απομακρύνονται γύρω στα δέκα μέτρα και στρέφουν τα όπλα εναντίον τους. Εχουν στήσει ένα πρόχειρο εκτελεστικό απόσπασμα.

Ενω ο νεαρός αξιωματικός ετοιμάζειται να δώσει το παράγγελμα, επεμβαίνει ένας ανώτερος αξιωματικός και σταματά τις εκτελέσεις. Οι νέοι ανασαίνουν.

Τους απομακρύνουν. Ενώ φεύγουν οι Τούρκοι δεν έχουν κορέσει τη δίψα τους για αίμα και ξεχωρίζουν τους Κόκο Νέκκη, Ανδρέα Πετρασίτη και μερικούς άλλους και τους οδηγούν σε άλλο σημείο...

Τα μαρτύρια των αιχμαλώτων συνεχίζονται μέχρι το απόγευμα, οπότε οι Τούρκοι διώχνουν τελικά τα γυναικόπαιδα, λέγοντας τους να κατευθυνθούν προς τη Δερύνεια που δεν έχει ακόμα καταληφθεί.

Αλλους 131 νέους τους μεταφέρουν σε άλλα κρατητήρια και από εκεί καταλήγουν αιχμάλωτοι στις τουρκικές φυλακές.