Πρώτη Ηλεκτρονική Ιστορία της Κύπρου

image

Δωρεάν προσφορά σε ερευνητές, μελετητές, φοιτητές, μαθητές και δημοσιογράφους.

Από την Κύπρο στην αρχαιότητα, μέχρι την Κύπρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αγγλοκρατία, η ΕΟΚΑ, το πραξικόπημα, το σχέδιο Ανάν, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αρχείο Παναγιώτη Παπαδημήτρη

papademetris-pΜοναδικό αρχείο στο οποίο μπορείτε να προστρέξετε και να αναζητήσετε εύκολα και γρήγορα αυτό που θέλετε για μια περίοδο 8.000 ετών για την Ιστορία της Κύπρου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

16.8.1974: Τούρκος στρατιώτης καρφώνει τη ξιφολόγχη του στο σωματάκι πεντάχρονης στα Αρδανα, η οποία προσπαθεί να σώσει τη γιαγιά της από το βιασμό άλλου τούρκου. Ο δεύτερος τούρκος μαχαιρώνει τελικά κι' αυτός με τη σειρά του τη γιαγιά της μικρής.

S-2240

16.8.1974: ΤΟΥΡΚΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΚΑΡΦΩΝΕΙ ΤΗ ΞΙΦΟΛΟΓΧΗ ΤΟΥ ΣΤΟ ΣΩΜΑΤΑΚΙ ΜΙΑΣ ΠΕΝΤΑΧΡΟΝΗΣ ΣΤΑ ΑΡΔΑΝΑ, Η ΟΠΟΙΑ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙ ΝΑ ΣΩΣΕΙ ΤΗ ΓΙΑΓΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΑΣΜΟ ΑΛΛΟΥ ΤΟΥΡΚΟΥ. Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΤΟΥΡΚΟΣ ΜΑΧΑΙΡΩΝΕΙ ΤΕΛΙΚΑ ΚΙ ΑΥΤΟΣ ΜΕ ΤΗ ΣΕΙΡΑ ΤΟΥ ΤΗ ΓΙΑΓΙΑ ΤΗΣ ΜΙΚΡΗΣ

Από την περιοχή του χωριού Ακανθού, στην Καντάρα προς την Καρπασία βορειανατολικά της Αμμοχώστου, μέχρι το τέλος του κόλπου της Αμμοχώστου και πριν αρχίσει να στενεύει η χερσόνησος της Καρπασίας, είναι περισσότερο πυκνοκατοικημένη και τα χωριά διάσπαρτα.

Αυτά είναι τα τουρκικά χωριά Λειβάδια, Αγιος Ευστάθιος, Κρίδια, Αυγολίδα, Οβγορος, Γαλάτεια και Μοναρκά και τα ελληνικά χωριά Αρδανα, Φλαμούδι, Δαυλός, Κώμη Κεπήρ, Επτακώμη, Ταύρου, Βοκολίδα, Πατρίκι, Αγιος Θεόδωρος, Γαστριά, Μπογάζι, Αγιος Ηλίας και Αγιος Αντρόνικος.

Τα χωριά αυτά με την προέλαση των τουρκικών δυνάμεων με τη δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολης αποκλείστηκαν από καθε έξοδο προς το Βαρώσι και τις ελεύθερες περιοχές.

Στα Αρδανα οι τούρκοι φθάνουν στις 16 Αυγούστου, τρεις ημέρες μετά την κατάρρευση του μετώπου της Μιάς Μηλιάς παρά τη Λευκωσία.

Οι πρώτοι που φθάνουν στο χωριό είναι μερικοί τουρκοκύπριοι από το τουρκοκυπριακό χωριό Ταψού Κιόϊ, που βρίσκουν την ευκαιρία να αρχίσουν λεηλασίες από τα ελληνικά σπίτια.

Αυτή είναι μόνο η αρχή γιατί τις επόμενες ημέρες οι λεηλασίες γενικεύονται. Σπίτια και καταστήματα όπως και η Εκκλησία γυμνώνονται από ό,τι διαθέτουν και τα έπιπλα και τα σκεύη μεταφέρονται στα χωριά τους.

Στα Αρδανα έχουν απομείνει μονο 19 άνδρες και 14 γυναίκες από τους οποίους οι περισσότεροι είναι γέροντες. Ολοι οι κάτοικοι μεταξύ των οποίων ο κοινοτάρχης, η Χριστίνα Ιακώβου και οι γονείς της, και ο Κώστας Μαραγκός μεταφέρονται στο Ταψού Κιόϊ, όπου τους τοποθετούν σε ένα μαγαζί και τους κρατούν αιχμαλώτους μέχρι την επομένη ημέρα.

Στο χωριό μένουν μόνο η Κυριακούλα Κώστα Μαραγκού 60 χρόνων, και η εγγονή της Μαρίας μόλις πεντέμιση χρόνων. Η μικρή περνά τις διακοπές της κοντά στη γιαγιά της και όπως η γιαγιά της είναι άρρωστη δεν βγαίνει έξω στο δρόμο για να πάει μαζί με τους άλλους αιχμαλώτους και τον παπού της στο Τοψού Κιόϊ.

Ετσι ενώ εκκενώνεται το χωριό, η Κυριακούλα μαζί με την εγγονή της μένουν στο σπίτι και περιμένουν τη μοίρα τους. Από μακρυά ακούν τους πυροβολισμούς που ρίχνουν στον αέρα οι Τούρκοι ή τα κτυπήματα πάνω στα σπίτια και τα καταστήματα που λεηλατούν συνεχώς.

Κάποια στιγμή μπαίνουν και στο σπίτι της δυο Τούρκοι που εν τω μεταξύ έχουν ενισχυθεί και με Τούρκους στρατιώτες από την Τουρκία που έχουν πάρει μέρος στην εισβολή. Μόλις βλέπει τους Τούρκους να ορμούν στο σπίτι με άγριες διαθέσεις η μικρή Μαρία τρέχει στην αγκαλιά της γιαγιάς της για να προφυλαχθεί.

Ο ένας Τούρκος ερευνά το σπίτι, παίρνει ό,τι του αρέσει και στρέφεται προς την Κυριακούλα με άγριες διαθέσεις. Το γνωρίζει ότι είναι απόλυτος κυρίαρχος του χωριού και όπως και στα παλιά χρόνια της τουρκοκρατίας προσπαθεί να μιμηθεί τους προγόνους του... πιστεύοντας ότι είναι όλα δικά του.

Η Κυριακούλα αντιδρά, αλλά ο Τούρκος επιμένει. Ακολουθεί σκληρή πάλη και ο Τούρκος απομακρύνει με τη βία τη μικρή Μαρία από τη γιαγιά της. Η μικρή στέκεται για λίγο στη γωνιά του δωματίου και κλαίει. Και όταν αντιλαμβάνεται ότι η γιαγιά της κινδυνεύει, ορμά εναντίον του Τούρκου και τον τραβά από το μανίκι σε μια προσπάθεια να την γλυτώσει.

Τα δάκρυα τρέχουν ποτάμι από τα μάτια του αθώου παιδιού που το μόνο που αντιλαμβάνεται αυτή τη στιγμή είναι ότι οι Τούρκοι προσπαθούν να κάμουν κακό στη γιαγιά του που παλεύει κάτω στο έδαφος να αποφύγει το ντρόπιασμα. Ο Τούρκος στρατιώτης της ξεσχίζει τα ρούχα, αλλά δεν μπορεί να προχωρήσει γιατί έχει σαν εμπόδιο τη μικρή Μαρία που τον τραβά από τα ρούχα.

Αυτή τη στιγμή επιστρέφει από το άλλο δωμάτιο δεύτερος Τούρκος στρατιώτης, ο οποίος σπεύδει σε βοήθεια του συναδέλφου του που συναντά δυσκολίες να τα βγάλει πέρα με τη γιαγιά και τη μικρή.

Κάπως απότομα παίρνει τη μικρή από τα μαλλιά και τη σέρνει στο άλλο δωμάτιο, ένα μικρό κελλάρι, όπου ο παππούς της φύλαγε τα τρόφιμα για τις δύσκολες μέρες. Ο Τούρκος στρατιώτης τη καλεί να σταματήσει να φωνάζει. Η μικρή όμως κλαίει απαρηγόρητα. Και ο Τούρκος στρατιώτης ανασύρει από την πλευρά του τη λόγχη του που κρέμεται στη ζώνη του και την βυθίζει στο λαιμό της Μαρίας.

Η μικρή κάμνει μερικούς σπασμούς και σιωπά για πάντα...

Στο άλλο δωμάτιο ο άλλος τούρκος στρατιώτης μένει τώρα ελεύθερος για να συνεχίσει το ανόσιο έργο του. Ομως η Κυριακούλα ανθίσταται με όλες της τις δυνάμεις. Και όταν ύστερα από τόσες προσπάθειες δεν μπορεί να κορέσει τις κτηνώδεις ορέξεις του ψηλαφά κι' αυτός τη ζώνη του, πιάνει τη λόγχη του και την καρφώνει στο λαιμό της. Η λεπίδα ανεβοκατεβαίνει μια, δυο, τρεις φορές. Το αίμα τρέχει ποτάμι από το λαιμό της Κυριακούλας. Λιποθυμά και σε λίγο η κάθε της κίνηση σταματά. Ο Τούρκος στρατιώτης υπολογίζει ότι είναι πλέον νεκρή και φεύγει.

Υστερα από ώρες όμως ξαναβρίσκει τις αισθήσεις της. Χωρίς να μπορεί να σηκωθεί στα πόδια της, σύρεται μέχρι το άλλο δωμάτιο και βλέπει την εγγονούλα της νεκρή με κομμένο το λαιμό της... Την σκεπάζει με ένα σεντόνι...

Στο μεταξύ στο Ταψού- Κιόϊ οι κάτοικοι του χωριού περνούν δύσκολες στιγμές και περισσότερο ο Κώστας Μαραγκός που ανησυχεί για την τύχη της συζύγου του και της εγγονούλας του. Οταν την επομένη τους αφήνουν ελεύθερους ο Κώστας Μαραγκός τρέχει με αγωνία στο σπίτι του.

Φθάνοντας βλέπει την πόρτα του σπιτιού ανοικτή, όπως την έχουν αφήσει οι τούρκοι στρατιώτες και από μακρυά αρχίζει τις φωνές.

- Μαρία, ήλθεν ο παππούς σου...

Καμιά όμως απάντηση. Προχωρεί στο σπίτι και αισθάνεται μια παράξενη μυρωδιά. Οι υποψίες τον ζώνουν. Μέχρι να φθάσει ως την κρεββατοκάμαρη τα πόδια του λυγίζουν. Βλέπει εκεί τη σύζυγο του χάμω σε μια λίμνη από αίμα. Τρέχει κοντά της. Ευτυχώς αναπνέει.

- Τι συνέβη; Ποιοί το έκαμαν;

- Οι Τούρκοι....φρόντισε να θάψεις πρώτα το μωρό και σου τα λέω αργότερα.

Τα λόγια βγαίνουν με δυσκολία από το στόμα της. Το μαχαίρι του Τούρκου στρατιώτη δεν μπόρεσε να την αποτελειώσει παρά τα τρία κτυπήματα και της έδωσε στο λαιμό.

ο γέρο-Μαραγκός τρέχει στη γειτόνισσα του, τη Χριστίνα Ιακώβου. Αυτή είναι νοσοκόμα. Της φωνάζει να περιποιηθεί τις πληγές της, ενώ αυτός με μερικούς συγχωριανούς του και τον κοινοτάρχη παίρνουν το νεκρό σώμα της μικρής και το θάβουν κοντά στην εκκλησία του χωριού.

Οταν κάποτε τελειώνουν ο κοινοτάρχης διαπιστώνει ότι οι Τούρκοι έχουν λεηλατήσει και την εκκλησία. Η πόρτα είναι παραβιασμένη και ανοικτή και τα παράθυρα σπασμένα. Το παγκάρι είναι παραβιασμένο και έχουν αφαιρεθεί όλα τα χρήματα. Επίσης στο δάπεδο είναι πεταγμένη η εικόνα του Αγίου Γεωργίου. Από τους Αγίους έχουν αφαιρέσει όλους τους χρυσούς φωτοστέφανους όπως επίσης και τους χρυσούς σταυρούς και όλα τα χρυσαφικά από το εικονοστάσι... Οι βέβηλοι έχουν κάνει καλά τη δουλειά τους...

Οι γέροντες επιστρέφουν στα σπίτια τους για να περάσουν ακόμα μερικές μέρες κλειδωμένοι και αμπαρωμένοι μέχρι τις 24 Αυγούστου οπότε οι Τούρκοι θα τους μεταφέρουν στις Μάντρες και στη Γύψου και από εκεί στις ελεύθερες περιοχές αργότερα.

Ενα ακόμα χωριό της επαρχίας Αμμοχώστου ξεκληρίζεται...