Πρώτη Ηλεκτρονική Ιστορία της Κύπρου

image

Δωρεάν προσφορά σε ερευνητές, μελετητές, φοιτητές, μαθητές και δημοσιογράφους.

Από την Κύπρο στην αρχαιότητα, μέχρι την Κύπρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αγγλοκρατία, η ΕΟΚΑ, το πραξικόπημα, το σχέδιο Ανάν, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αρχείο Παναγιώτη Παπαδημήτρη

papademetris-pΜοναδικό αρχείο στο οποίο μπορείτε να προστρέξετε και να αναζητήσετε εύκολα και γρήγορα αυτό που θέλετε για μια περίοδο 8.000 ετών για την Ιστορία της Κύπρου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Τέλη Αυγούστου 1974: Ομαδικές εκτελέσεις ελλήνων μέσα στον κάμπο της Μεσαορίας κοντά στο χωριό Πραστειό που πέφτει κι' αυτό στα χέρια του Αττίλα.

S-2232

ΤΕΛΗ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1974: ΟΜΑΔΙΚΕΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΑΜΠΟ ΤΗΣ ΜΕΣΑΟΡΙΑΣ ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΠΡΑΣΤΕΙΟ ΠΟΥ ΠΕΦΤΕΙ ΚΙ' ΑΥΤΟ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥ ΑΤΤΙΛΑ

Πάνω στο νέο δρόμο Λευκωσίας- Αμμοχώστου σε απόσταση 20 χιλιομέτρων περίπου ανατολικά της Αμμοχώστου και νότια του Λευκονοίκου, στην πεδιάδα της Μεσαορίας, βρίσκεται το χωριό Πραστειό.

Οι λίγοι κάτοικοι που έχουν απομείνει στο χωριό, όπως και στα άλλα χωριά, είναι κυρίως ηλικιωμένοι και βοσκοί που δεν ήθελαν με κανένα τρόπο να αποχωρισθούν τα κοπάδια και τα άλλα ζώα τους.

Μεταξύ αυτών είναι η Χρυσταλλού Παναουθκιού, η Χρυσταλλού Κουμή, ο Παναγής Χριστοφόρου, ο Λευτέρης Τάπας και άλλοι.

Η Χρυσταλλού Παναουθκιού μένει στο σπίτι του Σωτήρη Κουμή. Είναι συνταξιούχος και οι λίγες λίρες τον μήνα που παίρνει μόλις και αρκούν για να συντηρείται.

Ομως οι Τούρκοι σαν φθάνουν στο χωριό της ζητούν επίμονα να τους δώσει τα χρήματά της. Αυτή τους εξηγεί ότι δεν έχει. Αυτοί επιμένουν και όταν ύστερα από έρευνα επιβεβαιώνουν αυτά που τους λέγει η γριά φεύγουν.

Κατευθύνονται στα σπίτια, όπου παίρνουν αυτά που έχουν αφήσει οι εκατοντάδες κάτοικοι που κατέφυγαν στις πιο απομακρυσμένες περιοχές που δεν κατελήφθησαν, με την έναρξη της δεύτερης φάσης της τουρκικής εισβολής στις 14 Αυγούστου 1974.

Στις 17 Αυγούστου ο Θεόδωρος Κασιανού επισκέπτεται το χωριό του για να περιποιηθεί τα ζώα του και το βρίσκει κατειλημμένο και λεηλατημένο. Οι Τούρκοι που κυκλοφορούν στο χωριό τον συλλαμβάνουν και μαζί με άλλους από τα γύρω χωριά Περιστερωνοπηγή, Γαϊδουράς, Στύλοι και Αρναδί, τους μεταφέρουν στους Στύλλους και αργότερα πίσω στο χωριό τους.

Ενώ οι Τούρκοι θέτουν υπό τον απόλυτο έλεγχο τους το χωριό μεταφέρουν τους άνδρες και κάποιες γυναίκες στους Στύλλους και πάλι.

Το αυτοκίνητο σταματά κάποτε κοντά στο σταθμό επιθεώρησης της παλαιάς σιδηροδρομικής γραμμής και οι τούρκοι στρατιώτες αρχίζουν την ανάκριση.

- Πώς σε λένε, πως βρέθηκες εδώ, πού είναι οι Ελληνες στρατιώτες κρυμμένοι;

Οι ερωτήσεις πέφτουν βροχή.

Αυτοί αναφέρουν ότι ο Ελληνικός στρατός αποχώρησε από τις 14 Αυγούστου.

Οι Τούρκοι ανακριτές όμως επιμένουν και απειλούν τους αιχμαλώτους με θάνατο.

Ετσι ένας στρατιώτης ξεχωρίζει τους Παναγή Χριστοδούλου Ψαθά, Παναγιώτη Γιακουμή Πουλλή και Ανδρέα Χατζηγιάννη και αφού τους ξυλοφορτώνει με το υποκόπανο του όπλου του μέχρι αιματώσεως τους σύρει σε ένα διπλανό δωμάτιο.

Αλλος τούρκος στρατιώτης επιμένει να απειλεί τους άλλους αιχμαλώτους:

- Αν δεν πήτε την αλήθεια θα έχετε την ίδια τύχη με αυτούς.

Μέχρι να τελειώσει την απειλή του ο Τούρκος στρατιώτης, οι αιχμάλωτοι ακούν μια ριπή αυτομάτου όπλου. Το αίμα παγώνει στις φλέβες τους. Οι στρατιώτες δεν χωρατεύουν. Σκωτώνουν τους αιχμαλώτους τους, αρκεί να πετύχουν αυτό που θέλουν.

Τι να τους πουν όμως; Αφού είναι εγκλωβισμένοι εδώ και τόσες ημέρες και δεν γνωρίζουν τίποτα για τις κινήσεις του στρατού. Εξ άλλου που να βρεθεί στρατός στο μέρος αυτό; Αν υπήρχε ασφαλώς θα αντιστεκόταν στους Τούρκους κατά την προέλαση τους. Ενώ αυτοί μπήκαν στο χωριό κάνοντας πραγματικά περίπατο.

Οι δύσκολες ώρες των αιχμαλώτων δεν αναμένεται να τελειώσουν εδώ. Σε λίγο επιστρέφει και ο Τούρκος στρατιώτης που συνόδευσε τους τρεις Ελληνες αιχμαλώτους. Φαίνεται ικανοποιημένος, ενώ ένα κοροϊδευτικό γέλιο φαίνεται στα χείλη του, λες και θέλει να πει στους άλλους αιχμαλώτους ότι πρέπει να είναι βέβαιοι γιατί κρατά τον λόγο του.

Ο Τούρκος στρατιώτης διατάζει τους Ελληνες να ανέβουν στο μικρό φορτηγό που οδηγεί και όλοι ξεκινούν για το άγνωστο με τους Τούρκους στρατιώτες να τους κτυπούν με τα υποκόπανα των όπλων τους.

Το φορτηγό διανύει μια απόσταση 500 μέτρων και ξαφνικά ακούγεται η διαταγή του Τούρκου στρατιώτης προς τον οδηγό:

- Ντουρ πε (σταμάτα).

Το αυτοκίνητο σταματά. Βρίσκονται μέσα στην πεδιάδα, Ο στρατιώτης πηδά κάτω από το αυτοκίνητο του και κάνει νόημα στους Παράσχο Κωστέα και Θανάση Νικόλα Κωστέα από την Περιστερωνοπηγή και Πέτρο Σκόρτο από τον Γαϊδουρά να κατέβουν.

Τρομοκρατημενοι οι τρεις Ελληνες κατεβαίνουν από το αυτοκίνητο για να αντικρύσουν την κάννη του όπλου του Τούρκου στρατιώτη που ενώ της κάνει νόημα να προχωρήσουν, ξερνά καυτό μολύβι. Οι τρεις Ελληνες ξαπλώνονται στη γη.

Παγερά ο Τούρκος στρατιώτης φωνάζει στο συνάδελφο του που οδηγεί το φορτηγό να βάλει μπρος τη μηχανή.

Ο Τούρκος στρατιώτης ανεβαίνει στο φορτηγό απειλώντας τους άλλους αιχμαλώτους:

- Δεν λέτε την αλήθεια. Το ίδιο σας περιμένει και σας.

Tρομοκρατημένοι οι υπόλοιποι αιχμάλωτοι βλέπουν ότι πλησιάζει και γι' αυτούς το τέλος, εκτός αν κάποιος σταματήσει το μακελειό με τον παραναοϊκό τούρκο στρατιώτη.

Το αυτοκίνητο-νεκροφόρα προχωρεί για λίγο ακόμη και ο Τούρκος στρατιώτης κάνει νόημα σε άλλους τρεις, τον Γιώργο Πετροπουλάκη από την Περιστερώνα, τον Αντωνάκη Πάρπα από τους Στύλλους και κάποιον Αβραάμ, οδηγό ταξί από τη Μηλιά.

Τους καλεί να κατέβουν από το αυτοκίνητο. Οι τρεις κατεβαίνουν και προχωρούν προς τον Τούρκο στρατιώτη που δεν αργεί να πατήσει και πάλι τη σκανδάλη του όπλου του...

Το φορτηγάκι με τους υπόλοιπους Ελληνες ξεκινά και πάλι, ενώ οι τρεις αφήνονται να κολυμπούν μέσα σε μια λίμνη από αίμα. Οι δυο ξεψυχούν σε λιγο ενώ ο τρίτος, ο Πετροπουλάκης τραυματισμένος προσποιείται ότι είναι νεκρός μήπως και ο τούρκος στρατιώτης τον πλησιάσει και του δώσει τη χαριστική βολή...

Στο μικρό φορτηγό έχουν απομείνει πλέον μόνο τρεις Ελληνες, οι οποίοι βρίσκονται στο έλεος των Τούρκων στρατιωτών. Ελπίζουν ότι αυτούς θα τους λυπηθούν. Πού τέτοια τύχη όμως. Και αυτό που φοβούνται δεν αργεί να έλθει.

Το αυτοκίνητο σταματά λίγα μέτρα πιο κάτω. Στο σταμάτημά του οι τρεις Ελληνες παγώνουν. Γνωρίζουν τι τους περιμένει. Εχουν δει τόσα πολλά τα μάτια τους τα τελευταία λεπτά...

Ο Τούρκος στρατιώτης πηδά και πάλι στο έδαφος με προτεταμένο το όπλο του τους καλεί να κατέβουν κι' αυτοί. Οι τρεις όμως μόλις πηδούν στο έδαφος αρχίζουν να τρέχουν μέσα στα χωράφια. Τρέχοντας περιμένουν από στιγμή σε στιγμή να ακούσουν το όπλο του τούρκου στρατιώτη να ξερνά και πάλι φωτιά. Και αυτό δεν αργεί να συμβεί.

Ομως ο Θεόδωρος Κασιανού από το Πραστειό κατορθώνει να απομακρυνθεί σε μεγάλη απόσταση. Και μόλις ακούει τη ριπή του όπλου του Τούρκου στρατιώτη που βάλλει εναντίον του πέφτει στο έδαφος και προσποιείται ότι είναι νεκρός.

Οπως είναι σκυφτός στο έδαφος βλέπει τον Τούρκο στρατιώτη να τρέχει προς την κατεύθυνση του Μιχάλη Ζαννέτου που συνεχίζει κι' αυτός να τρέχει. Ο στρατιώτης βάλλει με το όπλο του εναντίον του Ζαννέτου, ο οποίος πέφτει στο έδαφος μη μπορώντας να τρέξει άλλο. Ο Τούρκος όμως επιμένει. Πλησιάζει τον Ζαννέτο και του δίνει τη χαριστική βολή.

Ο Κασσιανού βρίσκεται σε κάπως μεγάλη απόσταση, ενώ από την άλλη ο Τούρκος στρατιώτης είναι φαίνεται βέβαιος ότι έχει κοτορθώσει να τον γαζώσει με τις σφαίρες του. Γι' αυτό δεν μπαίνει στον κόπο να κατευθυνθεί προς αυτόν.

Αυτό σώζει τη ζωή του Κασσιανού, ο οποίος μένει στο έδαφος μέχρι να βραδυάσει και στή συνέχεια κατευθύνεται στο χωριό του. Το ίδιο κάμνει και ο Πετροπουλάκης, που βρίσκεται στο έδαφος λίγο πιο κάτω.

Οι δυο άνδρες συναντώνται. Περιγράφουν ο ένας στον άλλο πως γλύτωσαν και αλλάζουν γνώμη.

Αποφασίζουν αντί να πάνε στο χωριό τους, να το σκάσουν από το χωριό.

Ετσι πεζοί κατευθύνονται όλο το βράδυ προς την Καλοψίδα νοτιότερα και στη σωτηρία στις ελεύθερες περιοχές.

Πίσω τους άφησαν, ωστόσο, νεκρούς γνωστούς και αγνώστους τους και τους εγκλωβισμένους το Πραστειό να περνούν δύσκολες μέχρι τις αρχές Σεπεμβρίου που οι Τούρκοι τους μεταφέρουν στη Γύψου.

Από εκεί ύστερα από αρκετές ταλαιπωρίες αφήνονται ελεύθεροι.