Πρώτη Ηλεκτρονική Ιστορία της Κύπρου

image

Δωρεάν προσφορά σε ερευνητές, μελετητές, φοιτητές, μαθητές και δημοσιογράφους.

Από την Κύπρο στην αρχαιότητα, μέχρι την Κύπρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αγγλοκρατία, η ΕΟΚΑ, το πραξικόπημα, το σχέδιο Ανάν, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αρχείο Παναγιώτη Παπαδημήτρη

papademetris-pΜοναδικό αρχείο στο οποίο μπορείτε να προστρέξετε και να αναζητήσετε εύκολα και γρήγορα αυτό που θέλετε για μια περίοδο 8.000 ετών για την Ιστορία της Κύπρου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

15.9.1974: Δύσκολες ώρες με μια πατάτα την ημέρα στις σπηλιές της Αγκαστίνας ενώ το χωριό γεμίζει πτώματα από τη βία των εισβολέων.

S-2219

15.9.1974: ΔΥΣΚΟΛΕΣ ΩΡΕΣ ΜΕ ΜΙΑ ΠΑΤΑΤΑ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΣΤΙΣ ΣΠΗΛΙΕΣ ΤΗΣ ΑΓΚΑΣΤΙΝΑΣ ΕΝΩ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΓΕΜΙΖΕΙ ΠΤΩΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΑ ΤΩΝ ΕΣΒΟΛΕΩΝ

Δεκαπέντε έως είκοσι χιλιόμετρα από την Κυθρέα, το κεφαλοχώρι της περιοχής ανατολικά της Λευκωσίας προς τον Πενταδάκτυλο και νότια του παλαιού χρόμου Λευκωσίας- Αμμοχώστου βαθύτερα στη Μεσαορία, βρισκεται το χωριό Αγκαστίνα.

Λόγω της θέσης της η Αγκαστίνα δέχθηκε κι αυτή, όπως και τα άλλα χωριά γύρω από αυτήν δηλαδή Εξω Μετόχι, Μαραθόβουνος και Μουσουλίτα, τη μήνι των τουρκικών στρατευμάτων αφού ολοκλήρωσαν την κατάληψη της γραμμής Λευκωσίας- Αμμοχώστου.

Με τη νέα έναρξη της δεύτερης φάσης της τουρκικής εισβολής διαμένουν στο χωριό μόλις 60 άνθρωποι. Οι άλλοι, έφυγαν από πολύ νωρίς είτε γιατί πρόβλεψαν είτε γιατί φοβούνταν ότι η γραμμή της Μιάς Μηλιάς, ανατολικά της Λευκωσίας, σε μικρή απόσταση της Λευκωσίας, εγκατέλειψαν το χωριό. Αλλοι πάλι σαν "εκλεισαν" οι γραμμές διαφυγής εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και μετακινήθηκαν σε μερικές σπηλιές που βρίσκονται μεταξύ της Αγκαστίνας και της Ασσιας.

Οι σπηλιές παρέχουν μια κάποια ασφάλεια μέχρι να περάσει η μπόρα ή μέχρι να τους βρουν οι εισβολείς. Εδώ καταφεύγουν ακόμα και πολλοί νεαροί και νεαρές, κυρίως οι νεαρές για να αποφεύγουν τους τούρκους μια και έχουν υπόψη τους τι έκαμαν κατά τη διάρκεια της πρώτης εισβολής στην περιοχή της Κερύνειας που έγινε η πρώτη εισβολη.

Οι τούρκοι εισέβαλαν στο χωριό στις 15 Αυγούστου, επομένη της έναρξης της δεύτερης φάσης της τουρκικής εισβολης και άρχισαν αμέσως σε ένα όργιο λεηλασιών και δολοφονιών.

Ο Χριστόδουλος Σκουτάρης και η σύζυγος του Ελένη, ο Μιχάλης Χριστοδούλου και η Μυροφόρα Χρίστου δολοφονούνται ενώ μέσα στο δρόμο δέχεται μια ριπή ο Λάμπρος Γαβριήλ και πέφτει και αυτός νεκρός στο έδαφος.

Οι κάτοικοι τρομοκρατούνται και οι σπηλιές έξω από το χωριό συνεχίζουν να γεμίζουν. Σ' αυτούς καταφεύγουν ανάμεσα σ' αλλους οι Αντώνης Γ. Ρότσας, Φραγκέσκος Γιάγκου, Παναγής Καράμανθος, Γληόρης Κουτούρης, Γιώργος Χατζηκυριάκου, Μιχαήλ Κουτούρης και η σύζυγος του, Κώστας Νικολαϊδης με τη σύζυγο του Ανδρονίκη και τα παιδιά τους Νίκο, Μιχάλη και Χρύση, Βασίλης Χειλέτικος και η σύζυγος του Νίτσα, Αντώνης Κώστα Παπά, ο ιερέας του χωριού Παπαεπιφάνης και μερικοί άλλοι όπως επίσης και η Στυλλού Πέτρου Κουσιή και τα παιδιά της Παναγιώτης, 14 χρόνων, Κώστας 18, Σάββας 15 και Κυριακού 20 από τη Μια Μηλιά.

Η μητέρα με τα τέσσερα της παιδιά είχε καταφύγει στην Αγκαστίνα, όπου τους μετέφερε κατά τη διαφυγή τους από τη Μια Μηλιά ο συγχωριανός τους Ανδρέας Παχουλλός με το ταξί του. Προτιμούν να παραμείνουν εδώ ίσως τους προφθάσει και ο σύζυγος της Στυλλούς που ακολουθούσε με το κοπάδι πεζός.

Το βράδυ μένουν στο σπίτι του Μιχάλη Κουτούρη και όπως συνεχίζεται ο κανονιοβολισμός του χωριού κατά διαστήματα από τους τούρκους προτιμούν να πάνε και αυτοί στην σπηλιά στην οποία κατέφυγαν και οι υπόλοιποι κάτοικοι.

Στο χωριό έχει καταφύγει ακόμα και η οικογένεια του Ανδρέα Γεωργίου Σαββίδη, από το Νέο Χωρίο Κυθρέας. Μαζί τους είναι και ο γαμβρός του Σαββίδη Παναγιώτης Ξάνθος με την οικογένεια του επίσης.

Στις 17 Αυγούστου και ενώ το χωριό εκκενώνεται λίγο, λίγο και ο κάθε ένας προχωρεί για να βρει καταφύγιο στις σπηλιές, οι τούρκοι συλλαμβάνουν τον Χριστόδουλο Χατζηγεωργίου και τη σύζυγο του Αυγούστα, την οικογένεια του Σαββίδη και τον γαμβρό του και άλλους και τους μεταφέρουν στο γνωστό κέντρο " Αντιγόνειο" που βρίσκεται στον κύριο δρόμο Λευκωσίας- Αμμοχώστου και το οποίο πρόσφερε τόσες και τόσες διασκεδάσεις στους κατοίκους,

Οι λίγοι κάτοικοι που συγκεντρώνονται είναι τρομοκρατημένοι ενώ ένας τουρκοκύπριος από την γύρω περιοχή τους συμπεριφέρεται σαν ο στρατιωτικός διοικητής. Ο Τουρκοκύπριος ξεχωρίζει επτά από αυτούς, δηλαδή τους Θεοχάρη Χριστοφή, Ανδρέα Κ. Χρίστου, Γεώργιο Χατζηχριστοδούλου, Μιχάηλ Κώστα, Παναγιώτη Ξάνθο, Γεώργιο Παφίτη και Χάρη Χριστοφή και τους παίρνει σε άγνωστο μέρος. Από τότε δεν εξαφανίζονται.

Οι άλλοι, τα γυναικόπαιδα και οι γέροντες, μεταφέρονται στο σπίτι του Ανδρέα Κούκου.

Ενώ οι τούρκοι έχουν θέσει υπό τον απόλυτο έλεγχο τους την Αγκαστίνα, στην ομάδα των εγλωβισμένων προστίθεται και η οικογένεια του Ανδρέα Κωνσταντίνου, επίσης από την Αγκαστίνα.

Ο Κωνσταντίνου μαζί με τη σύζυγο του Μαρία και τα έξη τους παιδιά προσπάθησαν με την είσοδο των τούρκων στο χωριί να αποδράσουν προς το γειτονικό χωριό Ασσια.

Προχώρησαν στους αγρούς και σαν έφθασαν λίγο έξω από την Ασσια άκουσαν πυροβολισμούς και το μούγκρισμα των αρμάτων που είχαν περικυκλώσει το χωριό. Κρύφθηκαν πίσω από μερικά δένδρα και ενώ βρίσκονταν εδώ τους πλησίασε ο Γεώργιος Χατζής με τη σύζυγο του και την πεθερά του και τα δυο τους παιδιά, ο Κώστας Νικολαϊδης με τη σύζυγο, την κόρη τους και τον γιο τους, ο Γεώργιος Κοντού με τη σύζυγο του, τις δυο τους κόρες και τον γιο τους Μιχάλη και η Μαρία και η Πιστού Τσαγγάρη.

Περιμένουν να βραδυάσει και επιστρέφουν στη σπηλιά, έξω από τη Αγκαστίνα όπου κρύβονται μαζ με τους άλλους συγχωριανούς τους.

Μερικοί από αυτούς δεν αισθάνονται ευτυχείς στη σπηλιά και ο Ανδρεάς Κωνσταντίνου μετακινείται σε λίγες μέρες στο σπίτι του Κυριάκου Σιακαλλή. Ενώ βρίσκονται στο σπίτι αυτό καταφθάνουν οι τούρκοι στρατιώτες.

"Είστε μόνοι στο σπίτι", ρωτούν τον Σιακαλλή.

"Ναι".

"Θα σας σκοτώσουμε, αν βρούμε άλλους που τους κρύβετε".

Μόλις φεύγουν οι τούρκοι αναγκάζονται να παραδοθούν και αυτοί, όπως επίσης και οι Αντώνης Γ. Ρότσας και Φραγκίσκος Γιάγκου.

Ομως μέσα στις σπηλιές οι υπόλοιποι αντιμετωπίζουν πολλά προβλήματα.

Τα τρόφιμα αρχίζουν να λιγοστεύουν και όπως οι τούρκοι έχουν λεηλατήσει το χωριό και πήραν τα τρόφιμα αυτοί που τους προμηθεύουν δυσκολεύονται να εξασφαλίσουν πλέον άλλα.

Ενα πρωινό ο Κώστας Κουσιής, μαζί με τον Μιχάλη Κουτούρη, τον Παναή Καράμανο, τον Γληόρη Κουτούρη και τον Γιώρκο Χατζηκυριάκου βγαίνουν στους αγρούς ίσως βρουν μερικά καρπούζια από ένα μποστάνι που βρίσκεται λίγο πιο κάτω. Ενώ προχωρούν εντοπίζονται από τουρκική περίπολο και το βάζου στα πόδια. Ο Κώστας Κουσιής, πιο νέος φθάνει καταδιωκόμενος στη σπηλιά.

Ενώ τρέχει τον βλέπουν δυο άλλοι γέροντες βοσκοί, ο Σάββας Αντώνη Χάννα και ο Βαγγέλης Ψιντρός, Οι γέροντες γνωρίζουν που είναι η σπηλιά και μόλις φεύγουν οι τούρκοι στρατιώτες κατευθύνονται προς τα εκεί.

Πίσω στο χωριό οι τούρκοι αρχίζουν την εκκένωση του και την απομάκρυσνη των υπολοίπων που είχαν παραμείνει στα σπίτια τους. Ετσι τους τοποθετούν σε λεωφορεία και τους μταφέρουν στον Μαραθόβουνο, ενώ οι εγκλωβισμένοι στις σπηλιές του χωριού παραμένουν τώρα χωρίς καμιά ελπίδα τροφοδσίας αλλά και χωρίς να τολμούην να παραδοθούν στους Τούρκους.

Την 1η Σεπτεμβρίου οι Πέτρος, Παναγιώτης, Σάββας Κώστας και Κυριακή Κουσιή από τη Μιά Μηλιά που βρίσκονται στη σπηλιά μαζί με τη μητερα τους παίρνουν τη μεγάλη απόφαση: Θα προσπαθήσουν να αποδράσουν και ίσως φθάσουν στις ελεύθερες περιοχέςς για να ειδοποιήσουν τους συγγενείς τους για το τι γίνεται και να φέρουν βοήθεια. Η μητέρα τους Στυλλού υποφέρει από το πόδι της και συμφωνούν να μη την πάρουν μαζί τους. Από το μικρό ραδιόφωνο που κρατά κάποιος έχουν πληροφορηθεί ότι η Λευκωσία δεν έχει πέσει στα χέρια των τούρκων.

Οι τέσερις νέοι κάνουν το σταυρό τους και ξεκινούν. Και επειδή δεν γνωρίζουν καλά τον δρόμο παίρνουν για οδηγό τους τον Σάββα Αντώνη Χάννα.

Η νυκτερινή πορεία είναι δύσκολη. Περνώντας μέσα από επικίνδυνες περιοχές οι τέσσερς νέοι και ο γερο- Χάννας προχωρούν αποφασισμένοι να φθάσουν στο στόχο τους. Ο Πεδιαίος ποταμός που ακολουθούν για λίγο την κοίτη του, τους προσφέρει ικανοποιητική κάλυψη και η σκιά τους γίνεται ένα με αυτήν.

Μετά από πολλές δυσκολίες, κατάκοποι, φοβισμένοι και διαψασμένοι φθάνουν στην περιοχή του ΣΟΠΑΖ στην ανατολική περιοχή της Λευκωσίας.

Στις 3.30 την αυγή, μόλις γλυκοχαράζει, βλέπουν μπροστά τους ένα στρατιώτη. Στην αρχή υπολογίζουν ότι είναι ελληνοκύπριος. Μια ελπίδα φαίνεται στα πρόσωπα τους. Επί τέλους φθάνουν στο στόχο τους.

Ομως για κακή τους τύχη ο στρατιώτης είναι Τούρκος. Και η φωνή του ηχεί παγερά μέσα στη νύκτα:

"Κίμντιρ (ποιος είναι)" φωνάζει στα τούρκικα ο στρατιώτης.

Ο Χάννας γνωρίζει τούρκικα.

Απαντά αμέσως:

"Εχουμε χάσει το δρόμο μας, είμαστε Ελληνες".

Φοβούνται ότι το σχέδιο της απόδρασης τους έχει αποτύχει. Οι τούρκοι στρατιώτες τους συλλαμβάνουν και τους ανακρίνουν.

Οι ερωτήσεις πέφτουν βροχή. Οι νέοι προσπαθούν να δώσουν διάφορες απαντήσεις. Τους απομονώνουν ένα, ένα και βεβαιώνονται για την αλήθεια.

Στη συνέχεια τους μεταφέρουν στο Πυρόϊ και από εκεί τους παραδίδουν σε άνδρες των Ηνωμένων Εθνών για να τους μεφαφέρουν στις ελεύθερες περιοχές.

Εχουν περάσει ήδη οι πιο επικίνδυνες ημέρες του πολέμου. Οι τούρκοι συλλαμβάνουν πλέον αιχμαλώτους και δεν τους σκοτώνουν ή διαπιστώνουν ότι δεν χρειάζονται τόσους πολλούς και τους αφήνουν ελεύθερους.

Ετσι τρεις από τους νεους μαζί με το Χάννα μεταφέρονται στις ελεύθερες περιοχές. Ο τέταρτος, ο Κώστας κρατήθηκε από τους Τούρκους. Ομως οι άλλοι που έχουν αφήσει μέσα στη σπηλιά στην Αγκαστίνα περνούν ακόμα δύσκολες στιγμές.

Οι ταλαιπωρίες τους τελειώνουν στις 9 Σεπτεβρίου, όταν άνδρες του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, ειδοποιημένοι καταφθάνουν στην Αγκαστίνα και θέτουν τέρμα στην περιπέτεια τους.

Ενας από αυτούς που βρίσκονταν σε μα σπηλιά και συνελήφθη από τους τούρκους ήταν ο Γεώργιος Μιχαήλ Κοντού 40 χρόνων, από την Αγκαστίνα, ο οποίος αφέθηκε ελεύθερος στις 24 Σεπτεμβρίου 1974.

Ρακένδυτος και ταλαιπωρημένος ανέφερε στην εφημερίδα Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ (25.9.1974):

"Μείναμε για 31 ημέρες μέσα σε ένα σπήλαιο, έξω από το χωριό μας 22 πρόσωπα.

Στις 15 ημέρες είχαμε λίγα τρόφιμα και περνούσαμε. Ομως ύστερα τα παιδιά κινδύνευσαν να πεθάνουν από την πείνα. Κάθε νύκτα ατά τα μεσάνυκτα μπαίναμε κρυφά στο χωριό και παίρναμε ό,τι βρίσκαμε, λίγο τραχανά, λίγες πατάτες. Για πολλές μέρες ζούσαμε μόνο με μια πατάτα βραστή ο καθένας. Μετά προ του κινδύνου να πεθάνουν τα παιδιά από την πείνα κάποιος χωριανός μας έφερε τον Ερυθρό Σταυρό και μας πήρε. Τους άνδρες μας μετέφεραν στο γκαράζ Παυλίδη και τα γυναικόπαιδα στον Μαραθόβουνο.

Ολα τα σπίτια λεηλατήθηκαν, δεν βρίσκεις τίποτε εκτός από τοίχους ξερούς".

Τα γυναικόπαιδα μεταφέρθηκαν τελικά στο διπλανό χωριό Μαραθόβουνος, ανατολικότερα προς την Αμμόχωστο, και οι νέοι στις φυλακές και άλλοι στην Ασσια.

Μεταξύ αυτών που συλλαμβάνονται και μεταφέρονται στην Ασσια είναι και ο Μίκης Γεωργιου, ο Βασίλης Χειλέτικος και ο Γιώργος Γιακουμή.

Ακόμα ένα χωριό εκκενώνεται.

Φεύγοντας όμως από την Αγκαστίνα οι κάτοικοι αφήνουν πίσω τους ένα συγκλονιστικό κατάλογο από νεκρούς: Χριστόδουλος Νικόλα Σκουτάρη και η σύζυγος του Ελένη, Μυροφόρα Κωνσταντή Πέτρου, Μιχάλης Χριστοδούλου Πιτσιολής, Νικόλας Ττοουλή Παπά Τσιακκαρή, Μαρίτσα Κώστα Κόρινου και Λάμπρος Γαβριήλ Καμένως.

Επίσης έχουν χάσει τα ίχνη των Ανδρεά Βωνιάτη, Αντώνη Αντωνίου, Χριστόοδουλου Νικόλα Παπατσιακκαρή και Ανδρέα Σωτηρίου που έχουν καταφύγει στην Ασσια, Θεοχάρη Θεοχάρους Χριστοφή, Μιχαλάκη Κώστα Νικολαϊδη, Παναγιώτη Κυριάκου Ξάνθου, Γεώργιου Χατζηχριστοδούλου, Ανδρέα Χρίστου, Κώστα Γερολαίμου, Γεώργιου Ττανά, Παπαεπιφανίου Ιωάννου, ιερέα της Κοινότητας, Λούκα Μιχαήλ Χαϊλή, Ιακώβου Γιαννή Πίττα και Παύλου Ανδρέα Σαββίδη.