Πρώτη Ηλεκτρονική Ιστορία της Κύπρου

image

Δωρεάν προσφορά σε ερευνητές, μελετητές, φοιτητές, μαθητές και δημοσιογράφους.

Από την Κύπρο στην αρχαιότητα, μέχρι την Κύπρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αγγλοκρατία, η ΕΟΚΑ, το πραξικόπημα, το σχέδιο Ανάν, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αρχείο Παναγιώτη Παπαδημήτρη

papademetris-pΜοναδικό αρχείο στο οποίο μπορείτε να προστρέξετε και να αναζητήσετε εύκολα και γρήγορα αυτό που θέλετε για μια περίοδο 8.000 ετών για την Ιστορία της Κύπρου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

17.8.1974: Οργιο αίματος στο Παλαίκυθρο με ομαδική δολοφονία 16 ανδρών και γυναικοπαιδών σε σπίτι του χωριού, αλλά και με μαζικούς βιασμούς νεαρών κοριτσιών.

S-2216

17.8.1974: ΟΡΓΙΟ ΑΙΜΑΤΟΣ ΣΤΟ ΠΑΛΑΙΚΥΘΡΟ ΜΕ ΟΜΑΔΙΚΗ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ 16 ΑΝΔΡΩΝ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΟΠΑΙΔΩΝ ΣΕ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΜΕ ΜΑΖΙΚΟΥΣ ΒΙΑΣΜΟΥΣ ΝΕΑΡΩΝ ΚΟΡΙΤΣΙΩΝ.

Ενα άλλο χωριό που βρισκόταν χιλιόμετρα από τη γραμμή άμυνας της Μιάς Μηλιάς η οποία και κατέρρευσε στις 14 Αυγούστου ήταν το Παλαίκυθρο.

Απο τη Λευκωσία προς την Αμμόχωστο συναντούσες πρώτα το Τραχώνι και μετά το Παλαίκυθρο που βρισκόταν νότια του δρόμου. Βρισκόταν στη Μεσορία και απείχε επίσης λίγα χιλιόμετρα από το κεφαλοχώρι της περιοχής, την Κυθρέα.

Στο χωριό αυτό κατέφυγφαν εκατοντάδες στρατιώτες στις 14 Αυγούστου 1974 με την καστάρρευση του ανατολικού μετώπου παρά τη Μιά Μηλιά και τον Κουτσοβέντη, με την ελπίδα να βρουν καταφύγιο και προστασία.

Οι Τούρκοι υπερφαλάγγισαν το Παλαίκυθρο στις 14 Αυγούστου και στις 15, γιορτή του Δεκαπενταύγουστου, άρχισαν να τα περικυκλώνουν και να ετοιμάζονται να εισβάλουν σ' αυτό.

Στο Παλαίκυθρο ο ιερέας Παπαγιώργης Αθανασίου αναπέμπει δέηση στη Παναγία για να προστατεύσει το χωριό.

Το εκκλησίασμα ακούει με κατάνυξη τη λειτουργία και την παράκληση του ιερέα. Τώρα που ο κίνδυνος είναι τόσο άμεσος, αισθάνονται σαν βρίσκονται πολύ κοντά στο Θεό και ότι οι παρακλήσεις τους ακούονται καλύτερα.

Ο ιερέας τελειώνοντας τη λειτουργία του Δεκαπενταύγουστου θεωρεί ορθό να απευθύνει μερικά λόγια στους συγχωριανούς του. Τους μιλά για τις τραγικές στιγμές τις οποίες περνούν και καταλήγει προσπαθώντας να τους ενθαρρύνει:

- Νυν υπέρ πάντων ο αγών. Φυλάξετε τις θερμοπύλες. Μητέρες φυλάξετε τα παιδιά σας...

Τα τελευταία λόγια του ιερέα προκαλούν ρίγη συγκίνησης και ενθουσιασμού, ο οποίος όμως δεν κρατά για πολύ. Γιατί μόλις βγαίνουν έξω από την εκκλησία βρίσκονται αντιμέτωπποι με την ωμή πραγματικότητα: Οι Τούρκοι είναι τόσο κοντά τους, λίγο έξω από το χωριό, ενώ στρατιώτες πανικόβλητοι εξακολουθούν ακόμα να καταφθάνουν εδώ και να αναζητούν προστασία.

Μεταξύ αυτών που φθάνουν στο Παλαίκυθρο είναι και ο λοχαγός Παστελλόπουλος, που υπηρετούσε στο Τάγμα του Τάσου Μάρκου, με μερικούς από τους άνδρες του. Νηστικοί και διαψασμένοι οι άνδρες αφού παίρνουν προμήθειες από τον Βαρνάβα Παπαναστασίου προχωρούν και διαφεύγουν μέσα από τις τουρκικες γραμμές, στη σωτηρία.

Γύρω στις εννέα το πρωί φθάνουν επίσης οι Λουκάς Βασιλεόυ, Γεώργιος Λοϊζουθκιού, Ανδρέας Γεωργίου από τα Λύμπια και δύο άλλοι στρατιώτες. Συναντούν τον συγχωριανό τους ανθυπολοχαγό Γεώργιο Παπασταύρου και του αναφέρουν ότι θα προσπαθήσουνν ξεφύγουν μέσα από τις τουρκικές γραμμές.

"Είστε ελεύθεροι να φύγετε, να πάτε όπου θέλετε κανένας δεν σας κρατά εδώ", τους απαντά.

Το μέτωπο είχε καταρρεύσει.

Τον προτρέπουν να πάει κι' εκείνος μαζί τους.

"Προτιμώ να μείνω εδώ και να με πιάσουν αιχμάλωτο" τους απαντά.

Οι τέσσερις στρατιώτες φέυγουν και ύστερα από αρκετές ταλαιπωρίες κατέληξαν στο Γέρι.

Ενώ απομακρύνονταν από το Παλαίκυθρο άκουαν πυροβολισμούς. Οι Τούρκοι είχαν ήδη εισβάλει και σ' αυτό το χωριό. Μόλις έχουν διαφύγει τη σύλληψη.

Πραγματικά πίσω στο Παλαίκυθρο οι τούρκοι στρατιώτες συγκεντρώνουν τους κατοίκους στο κτίριο του δημοτικού σχολείου, είναι όλοι τουλάχιστον 600 άτομα- άντρες, γυναίκες, παιδιά και στρατιώτες. Μαζί τους και δυο ιερωμένοι, ο ιερέας του Παλαικύθρου Παπαγεώργιος Αθανασίου και ο ιερέας του Τραχωνίου Παπανδρέας που είχε συλληφθεί έξω από τα χωριό του και μεταφέρθηκε μαζί με άλλους συγχωριανούς του στο Παλαίκυθρο.

Οι τούρκοι στρατιώτες πυροβολούν συνέχεια στον αέρα ή στα παράθυρα του σχολείου για εκφοβισμό των αιχμαλώτων που βρίσκονται στο έλεος τους. Ολοι στρυμώχνονται και πέφτουν στο έδαφος και ο ένας προσπαθεί να κρυφθεί πίσω από τον άλλο. Τα παιδιά κλαίνε γοερά, οι γριές σταυροκοπιούνται και όλοι προσεύχονται στο θεό να βάλει το χέρι του...

Σε λίγο τους διατάζουν να βγουν έξω στην αυλή του σχολείου και χωρίζουν τους άνδρες από τις γυανίκες. Δυο στρατιώτες χωρίζουν τους πιο νέους και τους βάζουν σε

ξεχωριστή γραμμή και τους διατάζουν να προχωρήσουν έξω από το χωριό. Ενας από τους νέους που διαλέγουν είναι και ο Ανδρέας Σουππουρής, ο οποίος όμως τους εξηγεί ότι έχει αγελάδες που πρέπει να τις αρμέξει. Οι τούρκοι, τον αφήνουν ελεύθερο με την ελπίδα ίσως ότι θα έχουν κάποιον να τους προμηθεύει γάλα.

Οι άλλοι, μεταξύ των οποίων και ο Γεώργιος Παπασταύρου από τα Λύμπια, οδηγούνται έξω από το χωριό και στήνονται στο εκτελεστικό απόσπασμα. Ενώ οι στρατιώτες είναι έτοιμοι να πατήσουν τη σκανδάλη, καταφθάνει ένας αξιωματικός που ακυρώνει την εκτέλεση τους και διατάζει να τους μεταφέρουν στο Σεράγιο, στην τουρκική συνοικια της Λευκωσίας.

Αλλοι στρατιώτες που συλλαμβάνονται είναι οι Νίκος Μηνά από την Αθηαίνου, Ανδρέας Αντωνή Βασίλη από το Νέο Χωρίο Κυθρέας, Ανδρέας Κυριάκου από τη Αλάμπρα, Γεώργιος Καλλής από την Αραδίππου, Χρίστος Βασίλης από το Τραχώνι, Παντελής Στασή Παντελή από την Αραδίπππου, Πέτρος Κ. Χατζηδημητρίου από την Κυθρέα, Παύλος Γεωργίου από τους Τρούλλους, Παντελής Γεωργίου Παντελή από την Ξυλοτύμπου, Κώστα Σιάφκου από τη Βατυλή, Χριστάκης Ιωάννου Λακαταμίτης, Σοφοκλής Ανδρέου από το Καζάφανι, Ευάγγελος Λαζάρου από τη Λάρνακα, Αντρος Ησαϊα Μαρίνου και Γρηγόρης Σάββα από την Αραδίππου.

Οι άλλοι κάτοικοι διατάσσονται να επιστρέψουν στα σπίτια. Το ίδιο λένε και στους άλλους που κρατούν αιχμάλτωτους στο σχολείο.

Ολοι φεύγουν για τα σπίτια τους εκτός από μερικούς ξένους ή στρατιώτες που δεν έχουν που να πάνε.

ΜΑΖΙΚΕΣ ΔΟΛΟΦΟΝΙΕΣ

Ομως και στα σπίτια τους οι κάτοικοι δεν περνούν καλύτερα. Αντίθετα. Είναι περισσότερο εκτεθειμένοι στη βία των εισβολέων.

Οι περισσότεροι περνούν στα μέσα δωμάτια των σπιτιών τους για να μη είναι εκτεθειμένοι στις σφαίρες που ρίχνουν οι τούρκοι. Αλλοι ρίχνουν κλεφτάτες ματιές παό τις γρίλιεςε των παραθύρων και βλέπουν το χωριό να λεηλατείται από τουρκοκύπριους των γύρω χωριών Μόρας, Επηχώ και Τζιάους. Πολλοί από τους ληστές είναι γνωστοί τους. Με άλλους έχουν "φάει ψωμί και άλας" αλλά τώρα τους αρέσει το πλιάτσικο και δεν ρωτούν καν ποιου είναι τα σπίτια που λεηλατούν... προφανώς για να μη αισθάνονται ένοχοι.

Οι τουρκοκύπριοι βρίσκουν την ευκαιρία και έχοντας την υποστήριξη του τουρκικού στρατού μαζεθουν από οικιακά σκεύη μέχρι γεωργικά προϊόντα, ζώα και ό,τι νομίζουν ότι θα τους είναι χρίσιμα λες και είναι δικά τους.

Αλλά ο τουρκικός στρατός δεν μένει αδρανής. Ενώ ξημερώνει η 17η Αυγούστου ένας στρατιώτης κτυπά την εξώπορτα του σπιτιού του Ανδρέα Σουππουρή. Ο τούρκος ζητά από τον Σουππουρή χρήματα. Ο Σουππουρής είχε μαζί του μόνο έξη σελίνια. Ο τούρκος τα παίρνει και απομακρύνεται.

Στο σπίτι μένει η πολυμελής οικογένεια του Σουππουρή

που αποτελείται από πέντε παιδιά και τη σύζυγο του, μερικούς γείτονες με τα παιδιά τους και συγγενείς και φίλους του που έχουν συγκεντρωθεί όλοι μαζί αισθανόμενοι μεγαλύτερη ασφάλεια. Είναι όλοι τους 21 άτομα και όπως ο τούρκος στρατιώτης φέυγει, ανακουφίζονται και αρχίζουν να παίρνουν το πρόγευμά τους.

Οι τούρκοι στρατιώτες δεν αργούν να επιστρέψουν στο ίδιο σπίτι. Και αυτή τη φορά μάλιστα οι διαθέσεις τους είναι άγριες. Ο Ανδρέας Σουππουρής, η Μαργαρίτα Λιασή, μητέρα τεσσάρων παιδιών, ο Ιωάννης Μιχαήλ (Γιαννάτζης) και η Θέκλα Σουππουρή, αδελφή του Ανδρέα, τρέχουν έξω στην αυλή μόλις ακούν τους πυροβολισμούς που ρίχνουν στον αέρα οι τούρκοι Στρατιώτες. Και ξαφνικά η εξώπορτα ανοίγει βίαια και οι τούρκοι στρατιώτες ορμούν μέσα στο σπίτι πυροβολώντας. Τέσσερις από αυτούς πέφτουν νεκροί στο έδαφος.

Οι τούρκοι όμως δεν σταματούν μέχρις εδώ. Από μέσα στο σπίτι ακούν τις φωνές των παιδών και των άλλων που έχουν τρομοκρατηθεί. Και τρέχΟυν προς το δωμάτιο που βρίσκονται και τους διατάζουν να βγουν και αυτοί στην αυλή.

Στην πόρτα ένας τούρκος στρατιώτης που κρατά μια σωλήνα κτυπά αδιάκριτα αυτούς που βγαίνουν από το σπίτι, ανεξάρτητα αν είναι γέροντες ή παιδικά ή ακόμα και βρέφη.

Αυτή τη στιγμή βρίσκει κατάλληλη ο μικρός Κωστάκης Σουππουρής, μόλις τριών χρόνων, να βρεθεί κάτω από το παράθυρο του σπιτιού ή τον βοηθά κάποιος μεγαλύτερος συγγενής να φύγει από το χαμηλό παράθυρο. Ο μικρός τρέχει στο σπίτι του θείου του Ανδρέα Αρτεμίου που μένει δίπλα τους, για να του αφηγηθεί με το δικό του τρόπο τι γίνεται μέσα στο σπίτι τους.

Ο μικρός όμως δεν έχει προλάβει να τα δει όλα. Γιατί, ενώ οι άλλοι βγαίνουν έξω από το δωμάτιο στην αυλή, οι άλλοι τούρκοι στρατιώτες, που έχουν στήσει ένα μικρό εκτελεστικό απόσπασμα, αρχίζουν τους πυρβολισμούς.

Ο Γιώργος Λιασής, γιος της δολοφονηθείσας Μαργαρίτας, βγαίνει από το δωμάτιο προσπαθώντας να κρυφθεί πίσω από τη αδελφή του Ηλιάδα. Μόλις βγαίνουν στην αυλή, η αδελφή του πέφτει πάνω στη μητέρα του, που είναι βουτηγμένη μέσα σε μια λίμνη αίματος.

Την ψηλαφά και ενώ φωνάζει στον Γιώργο ότι η μητέρα τους έχει δεχθεί σφαίρα στην καρδιά και είναι νεκρή, η ριπή τουα αυτομάτου του τούρκου στρατιώτη τους αφήνει κι' αυτούς στον τόπο, Ο μικρός Γιώργος αισθάνεται πόνους στο μέτωπο και την πλάτη. Μένει ακίνητος. Δίπλα του πέφτει και η αδελφή του, ενώ οι σφαίρες πέφτουν συνεχώς γύρω τους.

Σε απόσταση μερικών μέτρων από τον Γιώργο Λιασή, ο μικρός Πετράκης Σουππουρής, γιος του δολοφονηθέντος Ανδρέα Σουποπουρή, 11 χρονων και αυτός δέχεαι αρκετές σφαίρες στη δεξιά πλευρά. Ασυναίσθητα φέρνει το χέρι του στο σημείο που πονεί και αυτό αιματώνεται.

Ενώ πέφτει στο έδαφος, βλέπει κοντά του, σε πολύ μικρή απόσταση τη μικρή αδελφή του Ιουλία, μόλις τριών χρόνων να πεταλουδίζει τρομοκρατημένη από τους πυροβολισμούς, αλλά χωρις να αντιλαμβάνεται τι ακριβώς συμβαίνει γύρω της και κατευθύνεται προς αυτόν. Προσπαθεί να της φωνάξει απλώνοντας το χέρι του προς αυτήν για να την κάμει να ξαπλώσει στο έδαφος.

Οι πόνοι είναι αφόρητοι και δεν μπορεί να μιλήσει. Και όπως έχει απλωμένο το χέρι του προς τη μικρή του αδελφή, ο τούρκος στρατιώτης πιέζει και πάλι τη σκανδάλη. Η μικρή τρεκλίζει για λίγο και το άψυχο σωματάκι της πέφτει μέσα στη λίμνη από αίμα που σχηματίστηκε από το αίμα των γονιών της.

Οι τούρκοι έχουν καταληφθεί από αμόκ. Πυροβολούν αδιάκριτα εναντίον των 21 ατόμων που άλλοι είναι ήδη νεκροί από σφαίρες τους και άλλοι χαροπαλαίουν ακόμα. Οταν πια κανένας δεν κινείται εγκαταλείπουν τα θύματα τους και κατευθύνονται προς το διπλανό σπίτι για να κλέψουν ό,τι έχουν αφήσει οι τρομοκρατημένοι ένοικοι του κατά τη διαφυγή τους.

Ο Γιώργος Λιασής όμως δεν έχει χάσει τις αισθήσεις του, παρά τις έντεκα σφαίρες που έχει δεχθεί στην πλάτη και στο κεφάλι του. Μένει για αρεκτή ώρα στο έδαφος και προσπαθεί ακόμα να κρατήσει και την αναπνοή του από το φόβο, μήπως τον ακούσουν. Για πόση ώρα μένει ξαπλωμένος στο έδαφος δεν θυμάται. Εχει χάσει την αίσθηση του χρόνου.

Οι πόνοι είναι δυσβάστακτοι. Οταν κάποτε συνέρχεται, αισθάνεται τα χείλη του να έχουν στεγνώσει. Σιγά, σιγά γέρνει το κεφάλι προς τα δεξιά και αριστερά και βλέπει την οικογένεια του να κολυμπά μέσα στο αίμα.

Σε μικρή απόσταση η αδελφή του Χριστίνα, ακουμπισμένη πάνω στον τροχό του αυτοκινήτου του Σουππουρή. Μόλις τον βλέπει να κινειται του φωνάζει:

- Νερό... Γιώργο... λίγο νερό...

Πιο κάτω τραυματισμένη σοβαρά είναι και η αδελφή του Γιαννούλα που κρατά στην αγκαλιά της το μωρό της, τον Λούκα, μόλις δυο χρόνων. Ο Γιώργος βλέπει ότι ο μικρός είναι νεκρός από μια σφαίρα παρά την προσπάθεια της μητέρας του να τον κρύψει σκεπάζοντας τον με το σώμα της.

Με όσες δυνάμεις του έχουν απομείνει ο Γιώργος προσπαθεί να μετακινηθεί. Τα καταφέρνει. Κατευθύνεται στην κουζίνα για να φέρει νερό. Για κακή του τύχη το νερό είναι κομμένο. Η αδελφή του όμως συνεχίζει να ζητά νερό.

Ο μικρός θυμάται ότι μέσα στη κουζίνα υπάρχει ένα καρπούζι. Μια νέα προσπάθεια αρχίζει και πάλι, τελικά τα καταφέρνει. Παίρνει το καρπούζι και το ρίχνει στο έδαφος και και αυτό γίνεται κομμάτια. Δίνει από ένα κομμάτι στις αδελφές του και ενώ μετακινείται βλέπει ότι η γιαγία του Χριστίνα Ιωάνου (Γιαννάτζη) είναι κι' αυτή ακόμα ζωντανή, παρά τα όσα βαρειά της τραύματα. Την πλησιαζει και δίνει και σ' αυτήν λίγο καρπούζι.

Ετσι μόνος ο Γιώργος και βαρειά τραυματισμένος, περιποιείται τους άλλους τραυματίες. Η αδελφή του Χριστίνα σφαδάζει από τους πόνους. Θέλει συνεχώς νερό. Σε λίγο όμως υποκύπτει στο μοιραίο.

Πιο κάτω σταματά επίσης και το βογγητό της γιαγιάς του. Και αυτή δεν αντέχει άλλο. Εχει χάσει αρκετό αίμα...

Ενώ όλα αυτά διαδραματίζονται ο μικρός Γιώργος αούει και πάλι ένα αυτοκίνητο να σταματά έξω από το σπίτι τους. Ξαπλώνει και αυτός στο έδαφος, λέγοντας στην αδελφή του Γιαννούλα να μείνει ακίνητη και να προσποιηθεί πως είναι νεκρή. Πραγματικά πρόκειται και πάλι για άλλη ομάδα από τούρκους στρατιώτες. Ο Λιασής ανοιγοκλείνει για ένα δευτερόλεπτο τα μάτια και διακρίνει μεταξύ τους ένα αξιωματικό. Είναι γνστός του αυτός ο αξιωματικός. Πριν λίγες μέρες είχε δώσει μπισκότα στο μωρό της αδελφής του που έκλαιγε.

Ο Τούρκος αξιωματικός συγκλονίζεται από αυτό που βλέπει. Με το πόδι του σπρώχνει τον Γιώργο στην πλάτη. Ο μικρός προσποιείται ότι είναι νεκρός. Αλλά ο αξιωματικός δεν γελιέται. Τον παίρνει από το χέρι και τον σηκώνει επάνω.

Στη συνέχεια ο αξιωματικός πλησιάζει την αδελφή του Γιώργου, Γιαννούλα και παίρνει από την αγκαλιά της το νεκρό παιδί της. Ο αξιωματικός δακρύζει. Αφήνει κάπου το νεκρό παιδάκι και με τα δυο του χέρια τραβά τα μαλιά του και φωνάζει μερικές λέξεις στα τουρκικά λες και θέλει να εκφράσει την αηδία του για το κακό που έχει συμβεί. Τα έχει χαμένα. Και από την αγανάκτηση του κτυπά το κεφάλι του στον τοίχο. Δεν αντέχει ούτε αυτός το θέαμα.

Μετά από μερικά λεπτά ο τούρκος αξιωματικός πλησιάζει τους νεκρούς και τους ψηλαφά με την ελπίδα ίσως ανακαλύψει μερικούς ακόμη ζωντανούς. Οσοι δεν μετακινούνται και δεν ανταποκρίνονται στο άγγιγμά του τους μεταφέρει σε άλλο μέρος της αυλής. Οι τραυματίες μεταξύ των οποίων ο Γιώργος Λιασής, η αδελφή του Γιανούλα και ο Πετράκης Σουππουρής μεταφέρονται στο σπίτι του γείτονά τους Γεωργίου Μολοχάρη που μένει με την οικογένεια του δίπλα, για να περάσουν ακόμα μερικούς δύσκολους μήνες στα κατεχόμενα νοσοκομεία...

Η Γιαννούλα Λιασή μεταφέρεται σατο Δίκωμο. Στο Δίκωμο μεταφέρεται επίσης και ο μικρός Χριστάκης Γεωργίου που τον συνοδεύει η μητέρα του Μυροφόρα. Ο μικρός έχει τραυματισθεί λίγο πιο κάτω, σε ένα άλλο σπίτι, όταν οι τούρκοι σκοτώνουν τον γέροντα Ηλία Ττοπουζή από τον Αγιο Επίκτητο. Ο Λιασής μεταφέρεται στη Βώνη αργότερα με δεμένο το κεφάλι και έχοντας μια σφαίρα σ' αυτό.

Συνολικά στην αυλή του Σουππουρή παραμένουν 16 νεκροί: Ιωάννης Μιχαήλ (Γιαννάτζης) 77 ετών και η σύζυγος του Χριστίνα, 68, παπούδες του Λιασή, Μιχαήλ Ιωάννου, 42 χρόνων, θείος του, Μαργαρίτα Λιασή, 42, μητέρα του και οι αδελφές του Χριστίνα, 21, Λένια 23 και Ηλιάδα 18, η θεία του Σωτήρα Γεωργίου 31, η ξαδέλφη του Μαίρη Γεωργίου 7 και ο αδελφότεχνος του Λουκής Νικολάου δυο χρόνων, ο Ανδρέας Σουππουρής 54 και η συζυγος του Αρετή 38, γονείς του Πετράκη Σουππουρή και τα αδέλφια του Πετράκη, Γιαννάκης 9, Δημητράκης 4 και Ιουλία 3 και η θεία του Θέκλα Σουππουρή 60.

Ο μικρός Πετράκης Σουπουρής μεταφέρθηκε στις ελεύθερες περιοχές στις 20 Σεπτεμβρίου και αφηγήθηκε τις δραματικές στιγμές που πέρασε στο χωριό του. Είπε σύμφωνα με την εφημερίδα Ο ΑΓΩΝ (21.9):

"Την πρώτην ημέραν της δευτέρας φάσεως του πολέμου μπήκανε εις το Παλαίκυθρον τούρκοι στρατιώται. Οι γονείς μου τοα αδέλφια μου και αρκετοί άλλοι χωριανοί μου ήλθον στο σπίτι μας. Αυτοί ήσαν εκτός από τους γονείς μου Ανδρέαν και Αρετήν Σουππουρή, τα αδέλφια μου Κωστάκης 3 ετών, Γιαννάκης 9, Δημητράκης 5, Ιουλία 3 και οι χωριανοί μου ο Γιαννάτζης με τη γυναίκα του Χριστίνα, την κόρη των Μαργαρίτα, η Χριστίνα με τον υιόν της Λούκα, η Ηλιάδα και η Ελένη, ο Γιώργος Λιασής και η αδελφή του Γιωργούλλα Νικολάου, η Σωτήρα με τα μικρά παιδιά της Μαίρην και Γιαννάκην.

Αυτούς όλους τους σκότωσαν οι τούρκοι εκτός από τον αδελφόν μου Κωστάκη κι εμένα που τραυματίστηκα".

Ο Γιωργος Λιασίδης και η αδελφή του Γιωργούλα, πρόσθετε η εφημερίδα μεταφέρθηκαν στην Τουρκία παρά το γεγονός ότι είναι σοβαρώς τραυματισμένοι:

" Οι τούρκοι έσπασαν την πόρταν του σπιτιού μας και αφού μας συνέλαβον μας ωδήγησαν εις το σχολείον του χωριού μας. Ολες οι γυναίκες άρχισαν να κλαίουν.

Εκεί υπήρχον και άλλοι χωριανοί μας. Την ιδίαν ημέραν μας ωδήγησαν πάλιν εις την οικίαν μας αφού προηγουμένως μας ερεύνησαν. Μείναμε στο σπίτι μας δυο ημέρες.

Δυο μέρες αργότερα ήλθον τούρκοι με πολιτικά και έκλεψαν τις αγελάδες μας. Την άλλη ημέραν ήλθον άλλοι Τούρκοι και αφού μπήκαν στο δωμάτιον που είμαστε και έπιασαν την Μαργαρίτα, τον γέρο Γιαννάτζη και την γυναίκα του Θέκλα και τους σκότωσαν στην αυλή μας.

Επειτα μας είπαν να βγούμε κι εμείς έξω από το σπίτι. Ενώ βγαίναμε ένας τούρκος κτυπούσε τις γυναίκες με μια σωλήνα και τις ύβριζε.

Εμένα και τον αδελφό μου τον Γιαννάκη μας είπαν να ξεχωρήσουμε από τους άλλους. Ενω οι άλλοι προχωρούσαν προς την αυλή άρχισαν να τους πυροβολούν. Επεσαν όλοι στο έδαφος. Ενας τούρκος με πολιτικά εφώναξε τον αδελφόν μου Γιαννάκη και εμένα. Αυτός εσκοτώθηκε, εγώ πληγώθηκα σοβαρά.

Μετά από λίγα λεπτά ο Λιασής, η αδελφή του Γιαννούλα, η Χριστίνα και ο μικρός Γιαννάκης, γιος της Σωτήρας σηκώθηκάν και πήγαν στο διπλανό σπίτι παρά το ότι ήταν τραυματισμένοι παίρνοντας μαζί τους και τον Γιανάκη, Επειτα πήγα κι εγώ.

Εις το σπίτι που πήγαμε βρίσκονταν ο Γιώργος Μολοχώρης και τα παιδιά του Ελένη, Κωστάκης, Παντελής και Κούλλης. Λίγο αργότερα ήλθον τούρκοι και μας πήραν στην Βώνην.

Ο μικρός Γιαννάκης πέθανε ενώ μας έπαιρναν στη Βώνη που εμείναμεν ένα μήνα. Τούρκοι από τα τούρκικα χωριά της περιοχής έκλεψαν ο,τιδήποτε υπήρχε μέσα στο σπίτια. Επίσης σους δρόμους του χωρίου μου είδα πολλούς νεκρούς του οποίους έθαψαν Ελληνες κατά διαταγήν των τούρκων. Πολλές γυναίκες τις υποχρέωσαν να καθαρίζουν τα σπίτια που έμεναν οι τούρκοι. Το φαγητόν που μας έδιδον ήτο πολύ λίγο".

Επίσης ο αδελφός του Κωστάκης Σουππουρής ο οποίος μετά το μακελειό πήγε στο σπίτι του Αντρέα Αρτεμίου που διέμενε με τη σύζυγο του και άλλους συγωριανούς όπως τον Μανώλη και τη σύζυγο του Κατίνα και την κόρη τους Αντιγόνη.

Αυτοί είπε συνελήφθησαν επίσης και μεταφέρθηκαν στη Βώνη μέχρι την απελευθέρωση τους οπότε τους παρέλαβε ο θείος τους Αντώνης Πατάτας".

Οι στιγμές στο Παλαίκυθρο γίνονται συνεχώς πιο ανυπόφορες γιατί οι Τούρκοι επιδίδονται και σε ένα όργιο βιασμών γυναικών και κοριτσιών που έχουν παραμείνει στο χωριό.

Οι δολοφονίες τρομοκρατούν ακόμα περισσότερο τους κατοίκους μερικοί από τους οποίους προσπαθούν να διαφύγουν τον κλοιό των τουρκικών στρατευμάτων. Το ίδιο βράδυ κιόλας της ομαδικής δολοφονίας στο σπίτι του Σουππουρή, ο συνταξιούχος δάσκαλος Παπαναστασίου προσπαθεί να αποδράσει.

Ο Παπαναστασίου φεύγει με πολλή προφύλαξη από το Παλαίκυθρο και κατορθώνει να φθάσει μέχρι τη βιομηχανική περιοχή της Μιάς Μηλιάς. Στην περιοχή οι τούρκοι έχουν στήσει όμως μεγάλους προβολείς και ο γέροντας αναγκάζεται να επιστρέψει στο χωριό του και πάλι.

Τα καταφέρνει όμως τελικά να φθάσει στο Σοπάζ, στην ανατολική είσοδο της Λευκωσίας, ο Κώστας Κελλές, από το Τραχώνι.

Ο Κελλές γλύτωσε από τις υπόλοιπες ταλαιπωρίες αλλά όχι και οι υπόλοιποι κάτοικοι του Παλαικύθρου.

Ο Ιερέας Παπαγεώργιος Αθανασίου και εκατοντάδες άλλοι κάτοικοι μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο της Βώνης όπου πέρασαν πραγματικά δύσκολες στιγμές.

Ημιθανής από τα βασανιστήρια, ο ιερέας αφέθηκε τελικά ελεύθερος στις 2 Σεπτεμβρίου 1974 και πέθανε στις 6 του μήνα.

Ωστόσο μπόρεσε να μιλήσει για τα όσα υπέστη στην εφημερίδα Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ (3.9) και αναφέρθηκε στις δραματικές στιγμές που πέρασε στη Βώνη, όπου οι εισβολείς του απέκοψαν τα μαλιά και τα γένια δημοσίως.

Είπε:

"Οταν οι τούρκοι στρατιώτες εισήλθαν με τα τανκς στο χωριό μας, συγκέντρωσαν όσους παρέμειναν εκεί και διαχώρισαν τους άνδρες από τις γυναίκες και τα παιδιά. Τρεις έως τέσσερις νέοι που δεν κατόρθωσαν να διαφύγουν από το χωριό πυροβολήθηκαν και φονεύθηκαν εν ψυχρώ. Εμένα με διαχώρισαν απο τους άλλους και ύστερα παό ένα χυδαίο υβρεολόγιο μου ψαλλίδησαν τα γένεια και τα μαλλιά λεγοντας μου ότι έπρεπε να γίνω χοίρος. Μετά την εξευτελιστική αυτής ενέργειας με έρριψαν στο έδαφος με κτυπούσαν με τους υποκοπάνους των όπλων τους. Στο τέλος αφού με κατέστησαν ανίκανο να σηκωθώ με έδεσαν χειροπόδαρα, όπως έκαναν και στους άλλους γέροντες".

ΟΜΑΔΙΚΟΙ ΒΙΑΣΜΟΙ

Στο Παλαίκυθρο οι τούρκοι έκαμαν τα αίσχιστα όπως και στα άλλα χωριά που κατέλαβαν.

Η Χρυσταλλού Χατζηαντώνη, 64 χρόνων, από το Τραχώνι αφηγήθηκε μια περίπτωση ομαδικών βιασμών. Είπε:

"Οι Τούρκοι απεμάκρυναν από το σχολείο Παλαικύθρου, πέντε νεαρές και τις ωδήγησαν σε άγνωστη κατεύθυνση. Οι κοπέλλες γύρισαν πίσω κλαίοντας σωστά ψυχικά ράκη και όπως εδήλωσαν κάτοικοι οι τούρκοι τις βίασαν".

Επίσης σύμφωνα με μαρτυρίες που συγκέντρωσε η Αστυνομία (εφημερίδα Ο ΑΓΩΝ 29.9.74) "νέα ηλικίας 16 ετών από το Παλαίκυθρο εις κατάθεσιν της προς την αστυνομία περιέγραψε πως οι τούρκοι προέβησαν εις ομαδικόν βιασμόν πέντε νεανίδων έξωθι του χωρίου της".

Είπεν η νέα τη οποίας το όνομα δεν δημοσιεύθηκε για ευνόητους λόγους:

" Στις 15 Αυγούστου ήλθε κάποιος τούρκος στη μάνδρα όπου ευρίσκοντο και γυναίκες και με διέταξε να τον ακολουθήσω. Με μετέφερε σε άλλο σημείο και ο τούρκος άρχισε να με καλεί να ξεντυθώ. Προσποιήθηκα πως δεν αντιλαμβανόμουν. Με εκτύπησε στο πρόσωπο, μου ξέσχισε τη μπλούζα και την φούστα μου, με ξέντυσε τελείως και με βίασε...

Αργότερα έφθασε στη σκηνή και δέυτερος τούρκος ο οποίος με εβίασε και πάλιν.

Μετά μου επέτρεψαν να μεταβώ στη μάντρα. Κατά τα μεσάνυκτα ήλθε κάποιος τούρκος που εκρατούσε ένα φανόν και υποχρέωσε πέντε κοπέλλες, μαζί μ' αυτές κι εγώ και τον ακολουθήσαμε. Μας έδεσε τα μάτια και μας μετέφερε στα χωράφια όπου ανέμενον και άλλοι στρατιώτες.

Μα εξέντυσαν διά της βίας, μας ηνάγκασαν να ξαπλωσουμε η μία δίπλα από την άλλη και μας εβίαζαν. Εμένα με εβίασαν δυο στρατιώτες αλληλοδιαδόχως. Την επομένη το πρωί ήλθαν τέσερις στρατιώτες και με μετέφεραν μαζί με άλλες κοπέλλες στη μάντρα και μας εβίασαν. Εμένα με εβίασε εκείνη τη στιγμή τρεις φορές ένας στρατιώτης. Προσπάθησε και για τέταρτη φορά αλλά αγρίεψε γιατί δεν μπόρεσε κι έτσι με εβασάνισε σκληρά".