Πρώτη Ηλεκτρονική Ιστορία της Κύπρου

image

Δωρεάν προσφορά σε ερευνητές, μελετητές, φοιτητές, μαθητές και δημοσιογράφους.

Από την Κύπρο στην αρχαιότητα, μέχρι την Κύπρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αγγλοκρατία, η ΕΟΚΑ, το πραξικόπημα, το σχέδιο Ανάν, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αρχείο Παναγιώτη Παπαδημήτρη

papademetris-pΜοναδικό αρχείο στο οποίο μπορείτε να προστρέξετε και να αναζητήσετε εύκολα και γρήγορα αυτό που θέλετε για μια περίοδο 8.000 ετών για την Ιστορία της Κύπρου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

31.10.88Τον Αύγουστο του 1974 ο Κ.Καραμανλής διατάζει κι' αυτός με τη σειρά του τα ελληνικά υποβρύχια και αεροπλάνα να σπεύσουν προς Κύπρον και να αναλάβουν δράση,αλλά ύστερα από διαφωνίες των αρχηγών των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων αποσύρει τη διαταγή του

S-2205

31.10.88: ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟ ΤΟΥ 1974 Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ ΔΙΑΤΑΖΕΙ ΚΙ' ΑΥΤΟΣ ΜΕ ΤΗ ΣΕΙΡΑ ΤΟΥ (ΓΙΑ ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΟΡΑ ΜΕΣΑ ΣΕ ΕΝΑ ΜΗΝΑ) ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΥΠΟΒΡΥΧΙΑ ΚΑΙ ΑΕΡΟΠΛΑΝΑ ΝΑ ΣΠΕΥΣΟΥΝ ΠΡΟΣ ΚΥΠΡΟΝ ΚΑΙ ΝΑ ΑΝΑΛΑΒΟΥΝ ΔΡΑΣΗ, ΑΛΛΑ ΥΣΤΕΡΑ ΑΠΟ ΔΙΑΦΩΝΙΕΣ ΤΩΝ ΑΡΧΗΓΩΝ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΝΟΠΛΩΝ ΔΥΑΜΕΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΣΥΡΕΙ ΤΗ ΔΙΑΤΑΓΗ ΤΟΥ

Η Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής των Ελλήνων για τον Φάκελο της Κύπρου άφησε στον Πρωθυπουργό της Ελλάδας Κωνσταντίνο Καραμανλή το δικαίωμα της επιλογής, κατά πόσον δηλαδή θα κατέθετε ενώπιον της ή αν θα υπέβαλλε υπόμνημα στο οποίο να ανέφερε τα όσα διαδραματίστηκαν από την ημέρα που ανέλαβε την πρωθυπουργία (23.7.74) μέχρι την έναρξη της δεύτερης φάσης της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο (14.8.74).

Ο Καραμανλής επέλεξε το υπόμνημα, το οποίο υπέβαλε στις 30 Μαϊου 1987 στον πρόεδρο της Επιτροπής Χρ. Μπασαγιάννη.

Στο υπόμνημά του ο Ελληνας πρωθυπουργός της αποκαλύπτει ότι για δεύτερη φορά (στις 14 Αυγούστου 1974)

όπως έγινε στη διάρκεια της πρώτης φάσης της εισβολής (20 Ιουλίου 1974) διέταξε όπως τα τρία ελληνικά υποβρύχια που βρίσκοντα καθ' οδόν προς Κύπρον επισπεύσουν την πορεία τους και προσβάλουν τις τουρκικές ναυτικές δυνάμεις.

Ακόμα αποκαλύπτει ότι διέταξε όπως σμήνος των ελληνικών αεροπλάνων που στάθμευε στην Κρήτη απογειωθεί αμέσως και αναλάβει δράση στην Κύπρο.

Ωστόσο, όπως προσθέτει, οι Αρχηγοί των Επιτελείων διετύπωσαν αντιρρήσεις θεωρούντες την επιχείρηση αυτή ανέφικτη και εξέθεσαν τους κινδύνους που θα αντιμετώπιζε. Κατόπιν τούτου, τονίζει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, εγκατελείφθη η ανωτέρω σκέψη και έδωσε εντολή να ετοιμασθεί Μεραρχία για να αποσταλεί στην Κύπρο.

Ομως οι τούρκοι κατέλαβαν σε λίγες ώρες την Αμμόχωστο και τη Μόρφου ολοκληρώνοντας τους στόχους τους...

Αποσπάσματα από το υπόμνημα του Κωνσταντίνου Καραμανλή που υποβλήθηκε στις 30 Μαϊου, 1987, δημοσίευσε η αθηναϊκή εφημερίδα "Αυριανή" και αναδημοσιεύθηκε στην Κύπρο.

Ολόκληρο το κείμενο του υπομνήματος του Κωνσταντίνου Καραμανλή (Αρχείο του Κωνσταντίνου Καραμανλή, τόμος 12 σελ 471- 476 έχει ως εξής:

"Κύριε Πρόεδρε,

Ελαβα την από 18 Μαϊου επιστολή σας και εξετίμησα το γεγονός ότι η η Επιτροπή σας θεώρησε χρήσιμο να έχει τις απόψεις μου για τα γεγονότα που οδήγησαν στη τραγωδία της Κύπρου το καλοκαίρι του 1974.

Στην ενημερωτική έκθεση που ακολουθεί θα είμαι κατ' ανάγκη σύντομος και διότι το θέμα αφορά κρίσιμη μεν, περιορισμένη όμως, χρονική περίοδο, αλλά και διότι όλα τα στοιχεία που συνθέτουν το δράμα της Κύπρου θα πρέπει να βρίσκονται στα αρχεία των υπουργείων Εξωτερικών και Εθνικής Αμύνης και συνεπώς στη διάθεση της Επιτροπής σας.

Οπως γνωρίζετε, κύριε Πρόεδρε, το δράμα αυτό συνετελέσθη σε δύο φάσεις: Η πρώτη καλύπτει την περίοδο από 3 Ιουλίου μέχρι της 23ης Ιουλίου, ενώ η δεύτερη την περίοδο από 24 Ιουλίου μέχρι και της 15ης Αυγούστου.

Για τα δραματικά γεγονότα της πρώτης φάσεως, δεν ήτο δυνατόν να έχω άμεση αντίληψη, δεδομένου ότι κατά την εποχή εκείνη ευρισκόμην μακράν της Ελλάδος. Από την έρευναν όμως που έκανα εκ καθήκοντος μετά την επιστροφή μου κατέληξα στα παρακάτω συνπεράσματα:

Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος απειλούμενος συνεχώς από την ΕΟΚΑ Β και υπονομευόμενος από την χούντα των Αθηνών, διά της γνωστής επιστολής του, που απηύθυνε στις 3 Ιουλίου στον στρατηγό Γκιζίκη, ζητούσε την ανάκληση από την Κύπρο όλων των ελλήνων αξιωματικών, ενώ συγχρόνως απεφάσιζε να μειώσει κατά το ήμισυ τη δύναμη της Εθνοφρουράς.

Την επιστολή του αυτή ο Μακάριος μου την ανακοίνωσε μετά 2-3 ημέρες διά ειδικού απεσταλμένου. Οταν έλαβα γνώση του περιεχομένου της, του διεμήνυσα ότι η ενέργεια του αυτή μπορεί να προκαλέσει τις βίαιες αντιδράσεις της χούντας και των εν Κύπρω συεενργατών της και ότι θα έπρεπε, συνεπώς, να λάβει τα μέτρα του.

Είναι προφανές ότι ο Μακάριος, με τις αποφάσεις του αυτές απέβλεπε στον περιορισμό των εναντίον του κινδύνων. Εδινε όμως στην χούντα και τους εν Κύπρω αντιπάλους του το επιχείρημα ότι διά των αποφάσεων του αυτών αποδυνάμωνε την άμυνα της νήσου και την εξέθετε σε κινδύνους.

Ετσι η χούντα των Αθηνών, που κατηγορούσε τον Μακάριο ως ανθενωτικό και αναζητούσε από καιρό ευκαιρία να τον ανατρέψει, χαρακτήρισε την επιστολή προς Γκιζίκη ως πρόκλησιν προς αυτήν και ως απόδειξιν της προθέσεως του Μακαρίου να αποκόψει οριστικά την Κύπρο από την Ελλάδα.

Και κάτω από τις νοσηρές αυτές σκέψεις απεφάσισε να οργανώσει την ανατροπή του Μακαρίου διά της Εθνοφρουράς, αφού έθεσε επικεφαλής της, ανθρώπους της εμπιστοσύνης της.

Το πραξικόπημα που εξεδηλώθη το πρωί της 15ης Ιουλίου απεφαίσθη κυρίως από τον Ταξίαρχο και αφανή αρχηγό της χούντας, Ιωαννίδη. Στην πρόταση του αυτή προσεχώρησαν και ο στρατηγός Γκιζίκης, ο Α. Ανδρουτσόπουλος και οι στρατηγοί Μπονάνος και Γαλατσάνος. Ο στρατηγός Γκιζίκης από τον οποίο εζήτησα το πρώτο εξηγήσεις, μου ανέφερε τα εξής περίπου:

"Μετά την γνωστήν επιστολήν του Μακαρίου διά της οποίας ούτος εζήτει αφ' ενός την ανάκλησιν των εν Κύπρω εξακοσίων Ελλήνων αξιωματικών και εδήλωνε ότι θα μειώσει την δύναμιν της Εθνικής Φρουράς κατά το ήμισι, τον επεσκέφθη ο Ιωαννίδης και του είπε ότι ο Μακάριος ήτο αιχμάλωτος των κομμουνιστών και ότι η πραγματοποίησις των εν λόγω αποφάσεων θα ήτο επιβλαβής εις τα εθνικά συμφέροντα. Ο Ιωαννίδης εισηγήθη την ανατροπήν του Μακαρίου διά της Εθνικής Φρουράς.

Η πρότασις αυτή του Ιωαννίδη υιοθετήθη από τον ίδιο τον Γκιζίκην, τον Ανδρουτσόπουλον, τον Αρχηγόν Ενόπλων Δυνάμεων κ. Μπονάνον και τον Αρχηγόν του Στρατού κ. Γαλατσάνον. Οι αρχηγοί του Ναυτικού και της Αεροπορίας δεν ενημερώθησαν παρά μόνο με τη έναρξιν της επιχειρήσεως.

Τα ανωτέρω μου τα επιβεβαίωσαν, εκτός των άλλων και οι τετε αρχηγοί του Ναυτικού και της Αεροπορίας, καθώς και ο κ. Αβέρωφ, στον οποίο ο κ. Γκιζίκης εξέθεσε λεπτομερώς το ιστορικό του πραξικοπήματος.

Κάτω από τις συνθήκες αυτές απεφασίσθη η επιχείρηση κατά του Μακαρίου, που πραγματοποιήθηκε όπως ελέχθη στις 15 Ιουλίου. Την επομένη του πραξικοπήματος αγωνιών για τις περαιτέρω εξελίξεις έδωσα στον διεθνή τύπο τη συνημμένη δήλωση μου, διά της οποίας ζητούσα την παραίτηση της κυβερνήσεως των Αθηνών, την αποκατάσταση του Μακαρίου και προειδοποιούσα την Τουρκία να μην επιχειρήσει να εκμεταλλευθεί την άφρονα ενέργεια της χούντας.

Το εγκληματικό πραξικόπημα κατά του Μακαρίου προκάλεσε, ως γνωστόν, παγκόσμιο σάλο εις βάρος της Ελλάδος και δραματικές εξελίξεις στην Κύπρο, όπου μετά τη διάσωση και διαφυγή του Αρχιεπισκόπου επικράτησε χάος. Η Εθνοφρουρά διχάστηκε σε Μακαριακούς και αντι-Μακαριακούς, ο λαός απελπισμένος καταφέρετο κατά των ελλήνων αξιωματικών και της Ελλάδος.

Αλλά προπαντός προκάλεσε τις αντιδράσεις και τις απειλές της Τουρκίας, η οποία απέδωσε την ενέργεια αυτή της χούντας σε πρόθεση να πραγματοποιήσει την Ενωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Η αγγλική εξάλλου κυβέρνηση, η οποία όφειλε ως εγγυήτρια δύναμη, αλλά και ηδύνατο με τις δυνάμεις που διέθετε επί τόπου να αποθαρρύνει τόσο το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, όσο και την τουρκική εισβολή, παρέλειψε το καθήκον της αυτό και αρκέσθηκε στην ανάληψη διπλωματικών πρωτοβουλιών. Εκάλεσε προς τούτο στις 17 Ιουλίου τις Κυβερνήσεις της Ελλάδος και της Τουρκίας προς διαβούλευση για την αποκατάσταση της νομιμότητας στην Κύπρο, όπως προβλέπεται από την συνθήκη της Ζυρίχης. Η ελληνική Κυβέρνηση αρνήθηκε να στείλει αντιπρόσωπο, ενώ προσήλθε ο τούρκος πρωθυπουργός Ετζεβίτ, ο οποίος επικαλούμενος την άρνηση της Ελλάδος, επρότεινε στους Αγγλους την από κοινού επέμβαση στην Κύπρο προς αποκατάσταση της νομιμότητος.

Η Αγγλία ηρνήθη, ενθαρρυνομένη προς τούτο από τον Μακάριο, όπως με βεβαίωσε ο τότε υπορυγός των Εξωτερικών της Αγγλίας κ. Κάλλαχαν. Η Τουρκία, παρά ταύτα και παρά τις καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις που έδωσε η αγγλική Κυβέρνηση ότι θα αποφύγει την βία και θα επιμείνει στη διαδικασία της διαβουλεύσεως, εισέβαλε στις 20 Ιουλίου στην Κύπρο με το δόλιο επιχείρημα της αποκαταστάσεως της διαταραχθείσης νομιμότητος και της προστασίας των τουρκοκυπρίων. Το πρώτο και αποφασιστικό για τις εν συνεχεία εξελίξεις αποτέλεσμα της εισβολής ήταν η πλήρης αποσύνθεση της αλληλοσπαρασσόμενης Εθνοφρουράς και η ανατροπή των σχεδίων της άμυνας της νήσου.

Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι η εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο, ήταν αυθαίρετη και πααράνομη, δεδομένου ότι σύμφωνα με την από 19 Μαϊου 1959 γνωμοδότηση του Νομικού Τμήματος του ΟΗΕ, την οποία προεκάλεσε η ελληνική Κυβέρνηση, η Συνθήκη Εγγυήσεως απέκλειε την χρήση βίας, όπως υπστήριξε άλλωστε και ο κ. Κάλλαχαν κατά τη διάρκεια της διασκέψεως της Γενεύης.

Την ίδια ημέρα, το Συμβούλιο ασφαλείας στο οποίο παρέστη και ο Μακάριος, καταδίκασε με την υπ' αριθμό 353 απόφαση του την εισβολή της Τουρκίας και συνέστησε την κατάπαυση των εχθροπραξιών, την εναρξη διαπραγματεύσεων και την αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων από την νήσο. Στις 22 Ιουλίου με μεσολάβηση των ΗΠΑ, η Ελλάδα και η Τουρκία απεδέχθησαν την κατάπαυση του πυρός και την έναρξη διαπραγματεύσεων στην Γενεύη για τις 24 Ιουλίου. Λεπτομέρειες επί των γεγονότων που ανέφερα και τα οποία έλαβαν χώρα, όπως είπα, προ της επιστορφής μου στην Ελλάδα ευρίσκονται στα αρχεία των υπουργείων Εξωτερικών και Εθνικής Αμύνης.

Και έρχομαι τώρα στη δεύτερη φάση της τραγωδίας της Κύπρου που υπήρξε μοιραία συνέπεια της πρώτης:

Οταν η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητος ανέλαβε την εξουσία στις 24 Ιουλίου, βρέθηκε προ των εξής δεσμευτικών τετελεσμένων γεγονότων: Της εισβολής των τούρκων στην Κύπρο, της αποφάσεως του Συμβουλίου Ασφαλείας, της συμφωνίας περί καταπαύσεως του πυρός και της συμμετοχής της Ελλάδος στη διάσκεψη της Γενεύης.

Κάτω από τις συνθήκες αυτές η Κυβέρνηση δεν είχε παρά να ακολουθήσει τον δρόμο του διπλωματικού αγώνα, για να περισώσει ό,τι θα ήταν δυνατόν να περισωθεί.

Προς τούτο, την επομένη της ορκωμοσίας του ο αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως και υπουργός Εξωτερικών κ. Μαύρος, ανεχώρησε για τη Γενεύη, προκειμένου να μετάσχει στην Διάσκεψη, στην οποία εκτός της Ελλάδος και της Τουρκίας, μετείχε και η Αγγλία διά του υπουργού της επί των Εξωτερικών κ. Κάλλαχαν.

Στην πρώτη φάση της διασκέψεως, που διήρκεσε από τις 25 έως τις 30 Ιουλίου, σημειώθηκε κάποια πρόοδος που επιβεβαιώθηκε και με το επίσημο κοινό ανακοινωθέν των τριών υπουργών της 30ης Ιουλίου.

Η Διάσκεψη, αφού διέκοψε για λίγες μέρες τις εργασίες της, τις επανέλαβε στις 8 Αυγούστου με τη συμμετοχή πλέον και των εκπροσώπων των δύο κοινοτήτων κ.κ. Κληρίδη και Ντενκάς.

Εν τω μεταξύ όμως και κατά την διάρκειαν της διακοπής των εργασιών της διασκέψεως οι τούρκοι επωφελούμενοι από την σύγχυση που προκάλεσε η αποδιοργάνωση της Εθνοφρουράς και η μετακίνηση των πληθυσμών, παρεβίασαν τα συμφωνηθέντα κατά την πρώτη φάση της διασκέψεως και ενίσχυσαν αυθαίρετα τις θέσεις τους και τις δυνάμεις της εισβολής. Τις ενέργειες αυτές των τούρκων τις κατήγγειλα με το από 28 Ιουλίου συνημμένο μήνυμά μου προς τον κ. Ετζεβίτ, διά του οποίου απέκρουα και την πρόταση του περί συναντήσεως μας, θέτων ορισμένους όρους για την πραγματοποίηση της.

Η κακόπιστη αυτή συμπεριφορά των τούρκων ήταν φυσικό να προκαλέσει τη δυσπιστία και τις ανησυχίες της ελληνικής κυβερνήσεως, η οποία έκρινε ότι όφειλε να εξετάσει το ενδεχόμενο νέων εχθροπραξιών στην Κύπρο, που θα οδηγούσαν πιθανώς και σε πόλεμο με την Τουρκία. Με τα δεδομένα αυτά εγένοντο αλλεπάλληλες συσκέψεις με την στρατιωτική ηγεσία για να εκτιμηθούν, αφενός η εν γένει στρατιωτική κατάσταση και αφετέρου, οι δυνατότητες αναμετρήσεως με την Τουρκία, τόσο στην Κύπρο όσο και στο Αιγαίο και τη Θράκη.

Στις 3, 13 και 14 Αυγούστου συνεκάλεσα συσκέψεις των οποίων επισυνάπτω τα πρακτικά, με την στρατιωτική ηγεσία και τους αρμοδίους υπουργούς.

Κατά τις συσκέψεις αυτές διεπιστώθη πλήρης αδυναμία στρατιωτικής επεμβάσεως στην Κύπρο, καθώς και ευρύτερης πολεμικής αναμετρήσεως με την Τουρκία. Και τούτο, όχι μόνο διότι η τελευταία αυτή διέθετε μεγάλη αριθμητική υπεροχή απέναντι μας εις όλα τα μέτωπα- ένα σχεδόν προς τρία- όχι μόνο διέθετε αποφασιστικά γεωγραφικά πλεονεκτήματα, αλλά κυρίως διότι εις μεν την Κύπρο η Εθνοφρουρά είχε πλήρως αποσυντεθεί, εις δε την Ελλάδα οι Ενοπλες Δυνάμεις ήσαν αποδιοργανωμένες και άοπλες, όπως απέδειξε η κωμικοτραγική επιστράτευση της 21ης Ιουλίου.

Τη θλιβερή αυτή εικόνα την δίνουν όλες οι σχετικές στρατιωτικές εκθέσεις και προπαντός οι διαπιστώσεις του στρατηγού Καραγιάννη, ο οποίος είχε αποσταλεί στη Μεγαλόνησιο στις 6 Αυγούστου και ο οποίος με εμπιστευτική έκθεση του στις 30 Αυγούστου μου ανέφερε μεταξύ άλλων και τα εξής:

"... Το πραξικόπημα αρχικώς και η εν συνεχεία δυσμενής εξέλιξη των επιχειρήσεων προς αντιμετώπισιν της τουρκικής εισβολής είχον ως αποτέλεσμα την πλήρη αποδιοργάνωσιν των μονάδων της Εθνικής Φρουράς, το χαμηλόν ηθικόν και το μεγάλον ποσοστόν ανυποταξιών και λιποταξιών.

Συγκεκριμένα, υπήρξαν περιπτώσεις διαρροής μεγάλου αριθμού λιποτακτούντων ανδρών από τάγματα Πεζικού που διετάσσοντο να προωθηθούν εις την γραμμήν μάχης, με αποτέλεσμα τα τάγματα αυτά να φθάνουν εις τον προορισμόν των με ποσοστόν περίπου 20% της συνολικής δυνάμεως των.

"...Ενίσχυσις της Εθνικής Φρουράς κατά την διάρκειαν της εκεχειρίας και προ της ενάρξεως του Αττίλα ΙΙ με ισχυρές δυνάμεις και με τον αναγκαίον βαρύ οπλισμό, εκτός του ότι δεν υπήρχαν εις την Ελλάδα απαιτούσαν διά την μεταφοράν των οχηματαγωγά πλοία, τα οποία ήτο πολύ δύσκολον, αν όχι αδύνατον να φθάσουν απαρατήρητα από τους τούρκους εις τους λιμένας Λεμεσού και Πάφου.

"... Αλλά και εάν δεχθώμεν ότι παρ' όλες τις ανωτέρω δυσκολίες ήτο δυνατή η έγκαιρος αποστολή εις Κύπρον μιάς τοιαύτης δυνάμεως, δεν πρέπει να παραβλέψομεν ότι θα ήτο άκρως προβληματική η εκπλήρωσις της αποστολής της ελλείψει σταθεράς αεροπορικής υποστηρίξεως και αδυναμίας συνεχούς ανεφοδιασμού της από θαλάσσης ή αέρος.

".. .Πάντως, και με την πιθανήν αυτήν ενίσχυσιν και πάλιν θα ήτο δυνατή μόνον η επί τινα χρόνον άμυνα εις τας προσβάσεις του όρους Τρόοδος, διότι οι τούρκοι διά πλήρους αποκλεισμού της νήσου, απ' αέρος και θαλάσσης, που είναι δυνατός λόγω της μεγάλης εγγύτητος των αεροπορικών και ναυτικών των βάσεων και διά της διενέργειας αποβατικών επιχειρήσεων εις το νότιον τμήμα της νήσου, θα ηδύναντο να εγκλωβίσουν και να καταστρέψουν τας αμυνομένας ελληνικάς δυνάμεις ολοκληρώνοντας έτσι την κατάληψιν της νήσου...".

Τις παραπάνω αδυναμίες στο στρατιωτικό τομέα τις καθιστούσε οξύτερες και η εσωτερική κατάσταση της χώρας που ήταν συγκεχυμένη και θα έλεγα χαώδης. Η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, καθ' ην στιγμή αγωνιζόταν να δαμάσει το χάος και να αποκαταστήσει τη δημοκρατική ομαλότητα αντιμετώπιζε καθημερινά τον κίνδυνο της αντροπής της, δεδομένου ότι ο κρατικός και ιδίως ο στρατιωτικός μηχανισμός ευρίσκετο ακόμα υπό τον έλεγχο της χούντας. Και χρειάσθηκαν επιδέξιοιι χειρισμοί και θάρρος για να εξαρθρωθεί ο μηχανισμός αυτός και να φθάσουμε στις εκλογές του Νοεμβρίου.

Δεδομένου όμως ότι η άμεση εξάρθρωση του μηχανισμού αυτού ήταν όχι μόνο επικίνδυνη αλλά και πρακτικά αδύνατη, έπρεπε να γίνει σύντομα μεν, αλλά και με περίσκεψη. Πράγμα που επετεύχθη με τη βοήθεια του κ. Αβέρωφ και του Σόλωνα Γκίκα.

Ετσι στις 2 Αυγούστου ετέθη σε διαθεσιμότητα ο Ιωαννίδης, ενώ στις 6 του ιδίου μήνα εστάλη στην Κύπρο ο στρατηγός Καραγιάνης για να θέσει υπό έλεγχο τη διαλελυμένη Εθνοφρουρά. Στις 11 Αυγούτου, απομακρύνθηκαν, παρά τις αντιρρήσεις της ηγεσίας, οι στρατιωτικές μονάδες που στάθμευαν στην Αθήνα και που κατά θετικές πληροφορίες εσχεδίαζαν την ανατροπή της Κυβερνήσεως. Στις 19 Αυγούστου αντικατεστάθησαν ο Μπονάνος και ο Γαλατσάνος με τους Αρμπούζη και Ντάβο και στις 2 Οκτωβρίου απετράπη με ειδικά μέτρα και με τη βοήθεια του στρατηγού Γκιζίκη σύλληψη μου που εσχεδίαζαν 30 χουντικοί αξιωματικοί. (Εδώ θα πρέπει να τονίσω ότι ο στρατηγός Γκιζίκης ανεξάρτητα από τις ευθύνες του για το παρελθόν, εβοήθησε θετικά την Κυβέρνηση στην προσπάθεια για αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Το ίδιο θα μπορούσα να πω και για τους Αραπάκη και Παπανικολάου).

Στην Γενεύη οι τούρκοι ενήμεροι των αδυναμιών αυτών, πολιτικών και στρατιωτικών, αφού προκάλεσαν το ναυάγιο της Διασκέψεως με το γνωστό εκβιαστικό τους τελεσίγραφο, εξαπέλυσαν την αυγή της 14ης Αυγούστου γενική επίθεση με τα γνωστά οδυνηρά αποελέσματα.

Τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στη Διάσκεψη της Γενεύης και κατέληξαν στην 14η Αυγούστου να γνωρίζει καλύτερα ο τότε αντιπρόεδρος και υπουργός Εξωτερικών κ. Μαύρος που μετείχε της διασκέψεως και εκτίθενται λεπτομερώς στα τηλεγραφήματα και στα πρακτικά που βρίσκονται όλα στα αρχεία του υπουργείου Εξωτερικών και υποθέτω και στο Φάκελο της Επιτροπής σας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το Πρακτικό της τελευταίας και δραματικής συνεδριάσεως της 13ης Αυγούστου, που δίδει το μέγεθος της δολιότητος και της ανεντιμότητος της Τουρκίας.

Στην Αθήνα μόλις πληροφορήθηκα την εγκληματική αυτή ενέργεια των τούρκων έσπευσα συνοδευόμενος και από τον υπουργό κ. Ράλλη- στις 5 το πρωί στο Πεντάγωνο, όπου συναντήσαμε τον κ. Αβέρωφ και τους τέσσερις Αρχηγούς των επιτελείων. Συνεκροτήθη αμέσως σύσκεψη, τα συμπεράσματα της οποίας εκτίθενται λεπτομερώς στο συνημμένο Πρακτικό της 14ης Αυγούστου που συνέταξε ο κ. Αβέρωφ. Αφού ενημερώθηκα επί της καταστάσεως, έδωσα εντολή: Πρώτον όπως τα τρία υποβρύχια που ευρίσκοντο καθ' οδόν προς Κύπρον επισπεύσουν την πορεία τους και προσβάλουν τις τουρκικές ναυτικές δυνάμεις. Και δεύτερον, όπως το σταθμεύον στο Ηράκλειο της Κρήτης σμήνος αερωθουμένων απογειωθεί αμέσως και αναλάβει δράση στην Κύπρο.

Οι αρχηγοί των επιτλείων διετύπωσαν αντιρρήσεις θεωρούντες την επιχείρηση αυτή ανέφικτη και εξέθεσαν τους κινδύνους που θα αντιμετώπιζε. Κατόπιν τούτου εγκατελείφθη η ανωτέρω σκέψη και έδωσα εντολή να ετοιμασθεί τάχιστα μια μεραρχία στη Ρόδο ή στην Κρήτη για να αποσταλεί με πρώτη ευκαιρία στην Κύπρο.

Οι αρχηγοί εδήλωσαν ότι ήτο δυνατόν να συγκροτηθεί η μεραρχία αυτή σε 6-7 ημέρες προσέθεσαν όμως ότι θα ήταν αδύνατο να φθάσει στην Κύπρο χωρίς πλήρη αεροπορική κάλυψη, δεδομένου ότι θα έβάλλετο καθ' οδόν ή και αν έφθανε να παρέμενε αιχμάλωτη των τούρκων οι οποίοι σε αντίθεση με μας είχαν την ευχέρεια να ενισχύσουν απεριόριστα τις δυνάμεις τους.

Την ίδια ημέρα κατήγγειλα στη διεθνή κοινή γνώμη το έγκλημα αυτό της Τουρκίας με τη συνημμένη δήλωση μου. Συγχρόνως η Κυβέρνηση μου, διαμαρτυρόμενη για την αδράνεια της συμμαχίας στην κυπριακή κρίση, ανακοίνωσε την αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ με σκοπό αφ'ενός μεν να προβάλει εντονώτερα στη διεθνή κοινή γνώμη το δράμα της Κύπρου, αφετέρου δε να ασκήσει πίεση επί των συμμάχων μας να επέμβουν ενεργά στο Κυπριακό. Η ενέργεια αυτή της Κυβερνήσεως προκάλεσε ως ήτο φυσικόν, ζωηρή εντύπωση, με αποτέλεσμα τα μεν Ηνωμένα Εθνη στα οποία προσέφυγε η Ελλάς να καταδικάσουν με τις υπ' αριθ. 357, 358,359, 360 και 361 αποφάσεις τους την Τουρκία, οι δε ΗΠΑ να επιβάλουν εις αυτήν το γνωστό εμπάρκο, το οποίο όμως ήρθη τον Ιούλιο του 1978, κάτω από τις εκβιάσεις, αλλά και τις δόλιες διαβεβαιώσεις της Τουρκίας ότι η άρση του εμπάρκο θα διευκόλυνε τη λύση του Κυπριακού.

Την επομένη το πρωί δηλαδή της 15ης Αυγούστου συνεκάλεσα και νέα σύσκεψη, κατά την οποία αφού διαπιστώσαμε και πάλι την αδυναμία στρατιωτικής επεμβάσεως στην Κύπρο, ανέθεσα στον κ. Μαύρο να ζητήσει από την αγγλική Κυβέρνηση, όπως υπό την ιδιότητα της ως εγγυήτριας δυνάμεως, προσφέρει αεροπορική κάλυψη στην αποστολή αυτή. Η αγγλική Κυβέρνηση, όχι μόνον ηρνήθη τη συνδρομή της, αλλά και χαρακτήρισε τη σχεδιαζόμενη επιχείρηση αναποτελεσματική και πολλαπλώς επικίνδυνη.

Μετά την άρνηση της Αγγλίας να συμπράξει στην επιχείρηση, εξήτασα την περίπτωση να διακινδυνεύσω την αποστολή της μεραρχίας και να επιβιβασθώ και ο ίδιος αυτής, με τη σκέψη και την ελπίδα ότι η παρουσία μου θα μπορούσε να περιορίσει τον κίνδυνο της προσβολής της νηοπομπής από τους τούρκους. Υστερα, όμως, από νέα μακρά σκέψη εγκαταλείφθηκε η σκεψη αυτή, διότι εκρίθη όχι μόνο ανέφικτη, αλλά και επικίνδυνη τόσο για την τύχη της μεραρχίας όσο και για την ασφάλεια της ηπειρωτικής Ελλάδας.

Το αποτέλεσμα όλων αυτών των συσκέψεων ήταν να διαπιστωθεί όποιαδήποτε στρατιωτική ενέργεια στην Κύπρο, θα αποτελούσε επιχείρηση αυτοκτονίας, ενώ συγρόνως θα εξασθένιζε η άμυνα μας στο Αιγαίο και τη Θρακη, όπου η Τουρκία διατηρούσε ανέπαφες και έτοιμες τις υπέρτερες δυνάμεις της. Με τις διαπιστώσεις αυτές συμφωνούσαν εξάλλου όχι μόνο όλοι οι ανώτεροι αξιωματικοί της εποχής εκείνης που είχε συμβουλευθεί, αλλά και η πολιτική ηγεσία της Κύπρου και της Ελλάδος. Αλλωστε, οι αδυναμίες αυτές επιβεβαιώθηκαν και από το γεγονός ότι αποφεύχθηκε δυναμική ενέργεια στην Κύπρο και κατά τις αλλεπάλληλες κρίσεις του Κυπριακού που σημειώθηκαν έκτοτε.

Μετά τις οδυνηρές αυτές διαπιστώσεις, δεν απέμεινε άλλη οδός για τον περιορισμό των συνεπειών του εγκλήματος της Τουρκίας παρά ο διπλωματικός και πάλι αγώνας, με σκοπό τη δημιουργία ευνοϊκών προϋποθέσεων για την επανάληψη του διαλόγου, την οποία άλλωστε συνεβούλευαν και όλες οι ξένες κυβερνήσεις.

Χαρακτηριστικό του κλίματος που περιέβαλε τότε η κυπριακή κρίση, είναι και το συνημμένο μήνυμα, το οποίο μου διεβίβασε στις 20 Αυγούστου διά του πρεσβευτού κ. Δούντα ο Μακάριος, ο οποίος προ του κινδύνου του εμφυλίου σπαραγμού μεταξύ των αντιμαχομένων παρατάξεων στην Κύπρο παρέτεινε την παραμονή του στο εξωτερικό επί τετράμηνο περίπου.

Κατά το κρίσιμο διάστημα του Ιουλίου και του Αυγούστου σημειώθηκαν, όπως ήταν φυσικό, άμεσες και έμμεσες επαφές και συνομιλίες με ξένες κυβερνήσεις, όπως εκείνες των ΗΠΑ, της Σοβιετικής Ενώσεως της Γιουγκοσλαβίας, του Πακιστάν του ΟΗΕ κλπ που προσφέρονταν να μεσολαβήσουν για την επανάληψη του διαλόγου και την εξεύρεση λύσεως του προβλήματος. Πρακτικά και κείμενα των συνομιλιών αυτών ευρίσκονται στα αρχεία του υπουργείου Εξωτερικών και πιστεύω και στο φάκελο της Επιτροπής σας.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα συνημμένα κείμενα που αναφέρονται στις συνομιλίες που είχα με την αμερικανική Κυβέρνηση στις 13, 14 και 16 Αυγούστου και με τη Σοβιετική στις 8 Αυγούστου του 1974.

Ολες όμως αυτές οι προσπάθειες δεν απέδωσαν αποτέλεσματα, διότι η Τουρκία ηρνείτο να δεχθεί τους λογικούς όρους που έθετε σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα για την επανάληψη του διαλόγου και κυρίως την επάνοδο των τουρκικών δυάμεων στη γραμμή σταθεροποιήσεως της 8ης Αυγούστου. Αλλά και γιατί οι προσπάθειες αυτές είχαν αόριστο μεσολαβητικό ή και παραινετικό χαρακτήρα, χωρίς να συνοδεύονται από σαφή καταδίκη της Τουρκίας και άσκηση πιέσεως επ' αυτής. Για να αποδειχθεί για άλλη μια φορά η ανυπαρξία έμπρακτης αλληλεγγύης, της διεθνούς κοινότητος και ιδιαίτερα η απροθυμία του Συμβουλίου Ασφαλείας, το οποίο θα μπορούσε, με πρωτοβουλία των δυο υπερδυνάαμεων, να ασκήσει πίεση επί της Τουρκίας διά της επιβολής ουσιαστικών κυρώσεων επ' αυτής.

Τελικά για την έναρξη του διαλόγου αυτού συνεκροτήθη στις 30 Νοεμβρίου ευρεία σύσκεψη, στην οποία εκτός των άλλων μετέσχε και ο Αρχιεπίκοπος Μακάριος που είχε επανέλθει εν τω μεταξύ στην Ελλάδα. Από το Πρακτικό της συσκέψεως εκείνης προκύπτουν οι δυσχέρειες και οι διαφωνίες που υπήρχαν τόσο για τον προσδιορισμό της διαδικασίας που θα έπρεπε να ακολουθήσουμε όσο και για τη λύση που έπρεπε να επιδιώξουμε με το διάλογο. Δυσχέρειες και διαφωνίες, οι οποίες συνεχίστηκαν και μετά την έναρξη του πολυετούς διαλόγου που επηκολούθησε και τις οποίες εξεμεταλλεύετο και πάλι η Τουρκία, για να φθάσουμε στα σημερινά δραματικά αδιέξοδα".