Πρώτη Ηλεκτρονική Ιστορία της Κύπρου

image

Δωρεάν προσφορά σε ερευνητές, μελετητές, φοιτητές, μαθητές και δημοσιογράφους.

Από την Κύπρο στην αρχαιότητα, μέχρι την Κύπρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αγγλοκρατία, η ΕΟΚΑ, το πραξικόπημα, το σχέδιο Ανάν, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αρχείο Παναγιώτη Παπαδημήτρη

papademetris-pΜοναδικό αρχείο στο οποίο μπορείτε να προστρέξετε και να αναζητήσετε εύκολα και γρήγορα αυτό που θέλετε για μια περίοδο 8.000 ετών για την Ιστορία της Κύπρου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

24 7.1974: Οι τούρκοι δείχνουν να σέβονται το Μπέλλα Παϊς και προσπαθούν Bα δημιουργήσουν την εικόνα της ειρηνικής συνύπαρξης ελλήνων κυπριών και αλλοδαπών στο χωριό, αλλά μόνο για λίγο γιατί ακολουθεί η εκκαθάριση του από κάθε ελληνικό στοιχείο.

S-2202

27.7.1974: ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ ΔΕΙΧΝΟΥΝ ΝΑ ΣΕΒΟΝΤΑΙ ΤΟ ΜΠΕΛΛΑ ΠΑΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΠΑΘΟΥΝ ΝΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΟΥΝ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΙΚΗΣ ΣΥΝΥΠΑΡΞΗΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΥΠΡΙΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΑΛΛΑ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΛΙΓΟ ΓΙΑΤΙ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ Η ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ

Αντίθετα με τα τρία χωριά ανατολικά της Κερύνειας (Θέρμια, Καράκουμι και Αγιος Επίκτητος) όπου οι εισβολείς σκότωναν και λεηλατούσαν, στο τέταρτο χωριό της περιοχής που θέτουν υπό τον έλεγχο τους, το Μπέλλα Παϊς, οι τούρκοι ακολουθούν διαφορετική τακτική.

Η εξήγηση είναι απλή. Στο χωριό ένα όμορφο τουριστικό και ήσυχο μέρος όπου το Αββαείο του μεγαλόπρεπο και επιβλητικό προκαλεί το ενδιαφέρον των χιλιάδων τουριστών, έχουν καταφύγει εκτοντάδες ξένοι συνταξιούχοι οι περισσότεροι, που έχουν ξοδέψει τις οικονομίες μιας ζωής, κτίζοντας ένα ήσυχο σπιτάκι για να περάσουν το υπόλοιπο της ζώης τους μακρυά από την οχλοβοή των μεγαλουπόλεων.

Το Μπέλλα Παϊς είναι ένα μαγευτικό μέρος όπου κατέφευγαν οι συγγραφείς όπως ο Λώρενς Ντάρρελ που έγραψε το βιβλίο "Μπίττερ Λέμονς" και ένα μέρος που παρόμοιό του δεν βρίσκεται στο υπόλοιπο νησί.

Συνδυάζει την ησυχία, το βουνό και τη θάλασσα που απλώνεται στους πρόποδες του και οι λίγοι κάτοικοι του ζουν τόσο απλά και ξέγνοιαστα λες και δεν τους απασχολεί τίποτε, λες και βρίσκονται μέσα σε ένα επίγειο παράδεισο.

Το Αββαείο προκαλεί τους τουρίστες που σπεύδουν να το επισκεφθούν, ενώ οι ξένοι που μένουν στην περιοχή της Κερύνειας και στο χωριό καταφεύγουν τα απογεύματα στα γραφικά καφενεία του χωριού για να κουτσομπολέψουν και να πιουν τον καφέ τους και την παγωμένη μπύρα τους γινόμενοι και αυτοί ένα με τους απλοϊκούς κατοίκους.

Πιο κάτω σε απόσταση τριών έως τεσσάρων χιλιομέτρων είναι η Κερύνεια με το μαγευτικό της λιμανάκι και την πεντακάθαρη αμμουδιά της: Ενας μαγευτικός τόπος που όλοι ποθούν να περάσουν λίγες ξέγνοιαστες ώρες ή και το υπόλοιπο της ζωής τους.

Ετσι οι τούρκοι εισβολείς δεν θέλουν στα πρώτα τουλάχιστον στάδια να διαταράξουν την ησυχία των ξένων τους οποίους θα έχουν την ανάγκη τους και στο μέλλον.

Στις 22 Ιουλίου έρχεται ξαφνικά η καταστροφή και οι τούρκοι ενώνουν το προγεφύρωμα του "Πέντε Μιλιού", ανατολικά της Κερύνειας, με τον θύλακα Λευκωσίας-Κερύνειας.

Ωστόσο δεν προσπαθούν να το καταλάβουν με τη βία σε μια προσπάθεια να το αφήσουν σαν "βιτρίνα" στους ξένους και σε ένα τόπο προπαγάνδας όπου οι έλληνες, ζουν δήθεν, στις τουρκοκρατούμενες περιοχές όπως πρώτα.

Στο χωριό έχουν καταφύγει πολλοί κάτοικοι της Κερύνειας και των γύρω περιοχών. Οι κάτοικοι θεωρούν το Μπέλλα Παϊς ως ένα ασφαλές μέρος μια και δεν έχουν ακόμα πραγματοποιηθεί συγκρούσεις ενώ οι τούρκοι αποφεύγουν, και να το βμβαρδίσουν.

Ομως πίσω από την ψεύτικη εικόνα η κατοχή δεν αστειεύεται.

Τις πρώτες ημέρες της εισβολής στο χωριό στήνεται από τους έλληνες ένα πρόχειρο Νοσοκομείο στο Αββαείο. Την ευθύνη αναλαμβάνει, μετά την αποχώρηση των ιατρών και του άλλου νοσηλευτικού προσωπικού ο Σωφρόνης Γεωργιου Μάντης, από τον Οίκο Μαραθάσης, τουριστικός πράκτορας στην Κερύνεια, ο οποίος έχει γνώσεις Πρώτων Βοηθειών και είναι υπεύθυνος του τμήματος Πρώτων Βοηθειών της Κερύνειας, λίγο μετά την έναρξη της εισβολής.

Οι τραυματίες τυγχάνουν των πρώτων βουθειών και από εδώ αποστέλλονται με ιδιωτικά αυτοκίνητα στα διάφορα ελεύθερα νοσοκομεία για περισσότερη θεραπεία.

Με την είσοδο των τούρκων στο χωριό, το Νοσοκομείο παραλύει. Ολοι εγκλωβίζονται και στην πρώτη καταγραφή των κατοίκων στις 27 Ιουλίου 1974 διαπιστώνεται ότι οι κάτοικοι του χωριού είναι 2,500 και 2,000 οι "πρόφυγες" από τη γύρω περιοχή.

Αμέσως σχηματίζονται ομάδες Πολιτικής Αμυνας από 12 άτομα τα οποία μεριμνούν για τη διανομή τροφίμων, τη στέγαση των προσφύγων και την καθαρότητα του χωριού.

Οι τούρκοι δεν αργούν να επιβάλουν τον έλεγχο τους στο χωριό έστω και ειρηνικά. Στις 2 Αυγούστου μια ομάδα από 24 στρατιώτες συνοδευόμενοι απο μια δεκαμελή ομάδα Οηέδων εισέρχονται στο χωριό και καλούν τους κατοίκους στην Πλατεία του Αββαείου. Οι ανδρες συλλαμβάνονται και μεταφέρονται στην Αγύρτα για ανάκριση, όπως του λένε. Είναι όλοι 250 περίπου. Μεταξύ αυτών και ο ηθοποιός Ανδρέας Μαυρομμάτης, ο οποίος έχει καταφύγει στο Μπέλλα Παϊς μετά την κατάληψη του Αγίου Γεωργίου, όπου έμενε.

Οι άνδρες ανακρίνονται για τέσσερις ημέρες. Οι γυναίκες μεταφέρονται στο ξενοδοχείο του Γερμανού και οι τούρκοι βρίσκουν την ευκαιρία να λεηλατήσουν το χωριό ελεύθερα. Αλλά δεν προβαίνουν σε ασχημονίες όπως στις περιπτώσεις των άλλων χωριών.

Με την απελευθέρωση των ανδρών του χωριού στις 6 Αυγούστου στο χωριό δεν θα δουν πια τούρκους στρατιώτες παρά μόνο στις 22 του ίδιου μήνα, δηλαδή μετά τη δεύτερη τουρκική εισβολή.

Αυτή τη μέρα οι τούρκοι συγκεντρώνουν και πάλι τους άνδρες και τους μεταφέρουν στο γκαράζ Παυλίδη, στη Λευκωσία, και από εκεί στα Αδανα.

Ενας από τους συλληφθέντες είναι και ο Δημήτρης Στρατής από την Κερύνεια, ιδιοκτήτης καφενείου απέναντι από το δημαρχείο της πόλης.

Ο Στρατής υποφέρει όσοι λίγοι από τους αιχμαλώτους στις τουρκικές φυλακές. Και όταν απολύεται έχει πολλά να πει.

Κοντός, φαλακρός με πρησμένη την κοιλιά και ξυπόλυτος, περπατούσε και μιλούσε με δυσκολία όταν αφέθη ελεύθερος από τις τουρκικές φυλακές ο Στρατής. Το δέρμα του είχε μια παράξενη όψη. Φαινόταν σκληρό και τραβηγμένο και είχε ένα ασυνήθιστο καφέ χρώμα-σχεδόν μαύρο.

Είπε ο ίδιος για την περιπέτεια του λίγο πριν ξεψυχήσει στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσιας, λίγες μέρες αργότερα λόγω των βασανιστηρίων που υπέστη:

" Μου έκαμαν τα βάσανα του Ιησού Χριστού. Με κτυπούσαν κάθε μέρα και με κατηγορούσαν ότι σκότωσα οκτώ τούρκους".

Από την Αγύρτα οι τούρκοι μετέφεραν τον Στρατή δεμένο πισθάγκωνα στα Αδανα και από εκεί στην Αντίγιαμα. Κάθε μέρα οι τούρκοι τον ανέκριναν και τον κτυπούσαν με ρόπαλα τυλιγμένα μέσα σε κουβέρτες. Αλλες φορές τον κτυπούσαν με τα χέρια τους και τα όπλα τους και τον κλωτσούσαν. Το ξύλο ήταν στην ημερήσια διάταξη. Του έλεγαν ότι είχαν πληροφορίες από την Κύπρο, ότι σκότωσε οκτώ τούρκους και του ζητούσαν να τους πει ποιοι ήσαν οι συνεργάτες του.

"Τους απαντούσα, ότι δεν είχα ιδέα. Ελεγα ότι ήμουν φτωχός άνθρωπος και αγωνιζόμουν να ζήσω την οικογένεια μου. Αν έκαμα έτσι πράμα έχει Θεό και ας με τιμωρήσει" είπε ο Στρατής και πρόσθεσε:

"Δεν με πίστευαν όμως και το μαρτύριο μου συνεχιζόταν. Κάθε μέρα με έπαιρναν σε ένα δωμάτιο και με βασάνιζαν. Κοίταξε το σώμα μου είναι ολόμαυρο. Ακόμα και τα πόδια μου το ίδιο".

Συνέχισε:

"Μια φορά με έβαλαν σε μια σακκούλα και με έδεσαν ολόκληρη μέρα. Μια άλλη με έκλεισαν στο αποχωρητήριο τέσσερις μέρες. Οταν έπαιρνα το φαγητό μου οι τούρκοι έφτυναν στο πιάτο μου για να μη φάω. Με κτυπούσαν μέχρι την ώρα που με μετέφεραν στο πλοίο για την απελευθέρωση μου".

Ο Στρατής είχε γυρίσει στην Κύπρο ύστερα από αιχμαλωσία δύο μηνών, ξυπόλητος, με κάλτσες χιλιοτρυπημένες.

Με αυτές τις κάλτσες είχε συλληφθεί χωρίς παπούσια, αλλά που να τολμήσει να ζητήσει τέτοιο πράγμα.

Η οικογένεια του, εγκλωβισμένη στο Μπέλλα Παϊς περνούσε δύσκολες ώρες. Και όταν η σύζυγος του ειδοποιήθηκε ότι θα αφηνόταν ελεύθερη για να πάει στις ελεύθερες περιοχές για να δει τον άνδρα της ανησύχησε περισσότερο. Φοβήθηκε για την τύχη του. Μέχρι να μεταβεί όμως στη Λευκωσία ο Στρατής είχε ήδη ξεψυχήσει...

Πίσω στο Μπέλλα Παϊς από τη σύλληψη των ανδρών οι τούρκοι αρχίζουν περιπολίες στο χωριό, αλλά είναι πολύ προσεκτικοί να μη βλάψουν κανένα και να μη επηρεάσουν τη "βιτρίνα" τους που έχουν στήσει τόσο καλά. Γύρω στα τέλη του Αυγούστου του 1974 οι τούρκοι στρατιώτες αποχωρούν από το χωριό και μένει μόνο η αστυνομία προς επιτήρηση της τάξης.

Ομως κάποτε οι τούρκοι αλλάζουν σχέδια. Το Μπέλλα Παϊς πρέπει να εκκενωθεί. Αρχίζουν οι περιορισμοί στη διακίνηση των κατοίκων. Τους απαγορεύεται να μεταβαίνουν στην Κερύνεια, έστω και με συνοδεία. Οι ελλείψεις και οι στερήσεις διαδέχονται η μία την άλλη.

Μέσα στο χωριό βρίσκεται ένας συνταξιούχος σκωτσέζος γιατρός, ο δρ Φρέϊζερ, τον οποίο οι εγκλωβισμένοι αποκαλούν Παπουλλή, λόγω της μεγάλης στοργής και αγάπης που δείχνει σε όλους μια και οι τούρκοι δεν ενδιαφέρονται για την ιατρική περίθαλψη των κατοίκων.

Η δασκάλα του Μπέλλα Παϊς, Στέλα Σπύρου Κοντεμενιώτου, που είναι και αυτή εγκλωβισμένη στο χωριό με τα τρία της παιδιά, θέτει σε λειτουργία το σχολείο με τους λίγους μαθητές της και δημιουργεί ένα μικρό κρυφό σχολειό έστω και με τα πενιχρά μέσα που διαθέτει.

Ομως η πίεση εναντίον των κατοίκων να εγκαταλείψουν το χωριό εντείνεται. Οι τούρκοι θέλουν να είναι καθ' όλα εντάξει διεθνώς. Και εξαναγκάζουν τους κατοίκους με τον τρόπο τους να υπογράψουν "δηλώσεις" ότι θέλουν να μεταφερθούν στις ελεύθερες περιοχές.

Οσοι δεν υπογράφουν φυλακίζονται στο φρούριο της Κερύνειας. Τον Μάρτιο του 1976 30 έλληνες βρίσκονται στο φρούριο της Κερύνειας και πιέζονται να κάνουν κάτι τέτοιο. Ενας από αυτούς είναι ο Σαββίδης που συζητά μάλιστα με τον τούρκο αστυνόμο της Κερύνειας.

- Πρέπει να υπογράψεις τη δήλωση.

- Αν δεν υπογράψω, θα με αφήσετε εδώ;

- Οχι, πάλιν θα φύγεις.

- Τότε, δεν θα υπογράψω και μεταφέρετε με, με το ζόρι.

Ετσι ο Σαββίδης μεταφέρεται μαζί με τους άλλους στις ελεύθερες περιοχές. Ακολουθεί ο ξερριζωμός και άλλων, μεταξύ των οποίων της δασκάλας Στέλλας Σπύρου Κοντεμενιώτου και του δρος Φρεϊζερ.

Με την εκδίωξη του δρος Φρέϊζερ διακόπηκε κάθε επαφή των ελεύθερων περιοχών με το Μπέλλα Παϊς. Γιατί ο σκωτσέζος γιατρός ήταν και ο "ταχυδρόμος" των εγκλωβισμένων. Κάποτε όμως ανακαλύφθηκε η κρύπτη του που μετέφερε τις επιστολές των εγκλωβισμένων και συνελήφθη.

Ενας, ένας οι εγκλωβισμένοι διώχνονται. Το χωριό ξεκληρίζεται. Οι τούρκοι είναι πλέον απόλυτοι κυρίαρχοι της κατάστασης. Τελευταία φεύγει η οικογένεια του Δημήτρη Μιικολαϊδη και ο γέρο Κουρρής. Το Μπέλλα Παϊς ακολουθεί τη μοίρα των άλλων κατεχομένων χωριών.

Κάτι που θα θυμίζει στους περαστικούς ότι υπήρχαν κάποτε εκεί άλλοι άνθρωποι, έλληνες χριστιανοί, που ζούσαν ειρηνικά είναι ένα ποίημα που έγραψε ο δρ Φρεϊζερ στην πλατεία του χωριού, στο σημείο όπου ο τούρκος αστυνομικός τοποθετούσε τις ανακοινώσεις του.

Λέγει το ποίημα:

Κι εγώ θα φύγω,

μα τα πουλιά θα μείνουν για να ψάλλουν

κι' ο κήπος μου με τα πράσινα τα δένδρα

και το νερό του πηγαδιού θα μείνουν

πολλά απογεύματα

οι ουρανοί θά' ναι γαλάζιοι και ατάραχοι

κι η καμπάνα του Αββαείου να κτυπά

όπως κτυπούσε τακτικά σαν και πρώτα

ο λαός που αγάπησα θα περάσει

και το χωριό θα ξυπνάει την Ανοιξη

μα το πνεύμα μου περιδιαβάζει στο ίδιο μέρος

στη μικρή γωνιά του κήπου μου..