Πρώτη Ηλεκτρονική Ιστορία της Κύπρου

image

Δωρεάν προσφορά σε ερευνητές, μελετητές, φοιτητές, μαθητές και δημοσιογράφους.

Από την Κύπρο στην αρχαιότητα, μέχρι την Κύπρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αγγλοκρατία, η ΕΟΚΑ, το πραξικόπημα, το σχέδιο Ανάν, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αρχείο Παναγιώτη Παπαδημήτρη

papademetris-pΜοναδικό αρχείο στο οποίο μπορείτε να προστρέξετε και να αναζητήσετε εύκολα και γρήγορα αυτό που θέλετε για μια περίοδο 8.000 ετών για την Ιστορία της Κύπρου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

23.7.74:Μια θαρραλέα ελληνοκύπρια μητέρα κατορθώνει να "αρπάξει", κυριολεκτικά,τον 17χρονο της γιο από τα χέρια του Αττίλα, στην Κερύνεια,όπου πηγαίνει με την κόρη της από τη Λευκωσία, τη στιγμή που η πόλη βρίσκεται κάτω από τη μπότα του τούρκου κατακτητή

S-2183

23.7.1974: ΜΙΑ ΘΑΡΡΑΛΕΑ ΕΛΛΗΝΟΚΥΠΡΙΑ ΜΗΤΕΡΑ ΚΑΤΟΡΘΩΝΕΙ ΝΑ "ΑΡΠΑΞΕΙ" ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ ΤΟΝ 17ΧΡΟΝΟ ΤΗΣ ΓΙΟ ΑΠΟ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥ ΑΤΤΙΛΑ ΣΤΗΝ ΚΕΡΥΝΕΙΑ ΟΠΟΥ ΠΗΓΑΙΝΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ Η ΠΟΛΗ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΠΟΤΑ ΤΟΥ ΤΟΥΡΚΟΥ ΚΑΤΑΚΤΗΤΗ

Με την αποχώρηση των ξένων από το ξενοδοχείο "Ντόουμ" της Κερύνειας στις 23 Ιουλίου 1974 δημιουγείται κάποια άνεση από άποψης χώρου ενώ περιορίζεται κάπως ο συνωστισμός.

Ομως αυτό δεν κρατά για πολύ. Γιατί τα συνεργεία των Ηνωμένων Εθνών με τους κυπρίους που γυρίζουν μέσα στην πόλη και ακούν τους εγκλωβισμένους έλληνες να μεταβούν στο ξενοδοχείο για δική τους ασφάλεια. Εκεί που βρίσκονται κανένας δεν μπορεί να τους εγγυηθεί την ασφάλεια τους. Πολλοί ακολουθούν τις οδηγίες. Αλλοι γύρω στους 300 προτιμούν να παραμείνουν ακόμα στα σπίτια τους στην Πάνω Κερύνεια -όπου και η τουρκική συνοικία της πόλης- και αλλού.

Παρά την κατάληψη της Κερύνειας μια θαρραλέα μητέρα, η Πίστις Ιωσηφίδου, ξεκινά την Τρίτη 23 Ιουλίου το απόγευμα από τη Λευκωσία για να μεταβεί στην Κερύνεια για να παραλάβει το γιό της Αθω Ιωσηφίδη που βρίσκεται εγκλωβισμένος στο "Ντόουμ".

Δεν υπολογίζει ούτε ταλαιπωρίες, ούτε κινδύνους. Το μητρικό φίλτρο την σπρώχνει να πάει στο στόμα του λιονταριού για να παραλάβει τον γιο της. Και ξεκινά μαζί με τη κόρη της Ελσα, με ένα παλιό "Τράϊαμφ" μέσω Κυθρέας. Στα αυτιά της βουίζουν ακόμη οι αγωνιώδεις εκκλήσεις του παιδιού της μέσω τηλεφώνου να κάμει κάτι για να τον σώσει...

Ο 17χρονος Αθως Ιωσηφίδης, βρισκόταν στο "Γκεστ Χάουζ" της Κερύνειας, όπου περνούσε τις διακοπές του με τη φίλη του Λούζη Κισλεριάν. Κάποτε τα χρήματα του εξαντλούνται και μετακομίζει μαζί με τη φίλη του σε ένα υπόστεγο κοντά στο λιμάνι. Και όπως είναι καλοκαίρι η διαμονή στο ύπαιθρο δεν είναι καθόλου πρόβλημα. Ούτε θέμα ασφάλειας τίθεται για τους δυο νέους. Η εκγληματικότητα είναι στο μηδέν στη Κερύνεια.

Με την εμφάνιση των αεροπλάνων στις 20 Ιουλίου 1974 ο Αθως δεν μπορεί να προβλέψει το κακό που θα ακολουθήσει. Στο υπόστεγο που μένουν είναι και άλλα πρόσωπα και όπως είναι όλοι παρέα δεν φαίνονται να ανησυχούν.

Ξημερώματα της Τρίτης 23 Ιουλίου κμαι αφού στο μεταξύ οι τούρκοι έχου καταλάβει την Κερύνεια, ο νεαρός τηλεφωνεί στη Λευκωσία, στη μητέρα του, από το "Γκεστ Χάουζ" και την παρακαλεί να μεταβεί στην Κερύνεια για να τον βοηθήσει να φύγει. Η πόλη έχει ερημωθεί και καθώς δεν βρίσκει μέσο διαφυγής, η μόνη του ελπίδα είναι η μητέρα του που διαθέτει αυτοκίνητο.

Η κυρία Ιωσηφίδου τα έχει χαμένα. Δεν γνωρίζει που είναι καλά, καλά, οι τούρκοι. Ούτε γνωρίζει αν η πόλη έχει καταληφθεί εξ ολοκλήρου. Οι πληροφορίες είναι ακόμη συγκεχυμένες. Αλλά παίρνει τη μεγάλη απόφαση.

Σημειώνει στο σημειωματάριο της ο κυρία Ιωσηφίδου:

Λευκωσία, Τρίτη 23 Ιουλίου, 1974.

"Ολο το πρωινό ο Αθως τηλεφωνά απελπιστικά να πάω στην Κερύνεια να τον φέρω πίσω. Προσπαθώ να τον λογικέψω και να του δώσω θάρρος να φύγει με τα Ηνωμένα Εθνη, μαζί με τους άλλους. Αλλά αυτός δεν το κουνά απ' εκεί που κρύφθηκε.

Η φωνή του είναι απελπιστική: Ελάτε... ελάτε... Αδιαφορεί ότι εμείς θα πάμε στο στόμα του λιονταριού. Ομως παίρνω την μεγάλη απόφαση. Θα τον φέρω πίσω στην Λευκωσία και με θυσία της ζωής μου ακόμη.

Η Ελσα, η κόρη μου, με ακολουθεί, παρ' όλη την άρνηση μου. Με χίλιες δυσκολίες βρίσκουμε βενζίνη στο ξενοδοχείο Χίλτον. Περνούμε από την αστυνομία Λάρνακος (Λυκαβηττού) για να πληροφορηθούμε μέχρι ποίου σημείου είναι ελεύθερος ο δρόμος. Αυτοί προσπαθούν να μας αποτρέψουν. Να μη δημιουηργήσουμε περισσότερα θύματα. Αρκετά έχουμε, μου λένε.

Δεν δίδω προσοχή στα λόγια τους και αρχίζουμε το επικίνδυνο ταξίδι προς τον θάνατο και την περιπέτεια. Στον δρόμο μας βρίκουμε δυο αστυνομικούς που τους μεταφέρουμε μέχρι την Κυθρέα. Και αυτοί από υποχρέωση μας δίδουν πληροφορίες. Μέχρι το δυο μίλι της Κερύνειας έχουμε δικούς μας στρατιώτες, μας λένε.

Μπαίνουμε στον κύριο δρόμο προς Κλεπίνη και ενώ πλησιάζουμε η καρδιά μου πάει να ξερριζωθεί από τον φόβο. Στην περιοχή, έξω από το χωριό Αγιος Επίκτητος, βρίσκουμε δυο δικούς μας στρατιώτες. Δυο παιδιά, κάπου 18 χρόνων. Μας αποτρέπουν και αυτοί να πάμε στη Κερύνεια. Αλλά στην επιμονή μου δεν φέρνουν κανένα εμπόδιο.

Δεξιά μας βλέπουμε αρκετούς άλλους στρατιώτες. Προχωρούμε και συναντούμε αρκετά στρατιωτικά αυτοκίνητα της Εθνικής Φρουράς, εγκαταλελειμμένα. Το πρώτο αυτοκίνητο προς την Κερύνεια είναι καμένο. Πόσοι χάθηκαν μέσα σ' αυτό, ρωτώ τον εαυτό μου.

Εχω τη θλίψη και τον θάνατο στη καρδιά μου, σε όλο τον υπόλοιπο δρόμο. Πιο κάτω ο δρόμος είναι κομμένος με άσπρες πελώριες πέτρες. Αριστερά του δρόμου υπάρχει ένα μικρό πέρασμα, όσο να χωρέση ένα μικρό αυτοκίνητο όπως το δικό μου.

Προχωρώ. Και ξαφνικά ξεπετάγονται μπροστά μου οι πρώτοι τούρκοι στρατιώτες. Μας περικυκλώνουν και έχουν τα όπλα τους προτεταμένα. Μας ζητούν τα διαβατήρια μας. Η Ελσα τους μιλά αγγλικά.

- Δεν είμαστε έλληνες, τους λέγει. Είμαστε τουρίστες, από την Αγγλία και πάμε να φέρουμε τον αδελφό μου από την Κερύνεια.

Οι στρατιώτες φωνάζουν τους ανωτέρους τος. Οι αξιωματικοί αρχίζουν τις φωνές: "Νο", "Νο" ( όχι, όχι) δεν μπορείτε να πάτε στην Κερύνεια... Αρχίζω να τους παρακαλώ και να τους εξηγώ στα αγγλικά τον σκοπό της μετάβασης μας στη Κερύνεια. Με τα χέρια μου προσπαθώ να τους κάνω το αεροπλάνο. Αυτοί αρνούνται. Ισως γνωρίζουν ότι δυνατόν να βρούμε το θάνατο, πιο κάτω, από τους άλλους.

Ομως μετά από αρκετές συζητήσεις, προς μεγάλη μου χαρά, μας αφήνουν να προχωρήσουμε. Τους ευχαριστώ πολλές φορές. Προχωρούμε και από μακριά τους ακούω να μου φωνάζουν στα τούρκικα: "Γιαβάς, Γιαβάς (σιγά, σιγά) θα σας πυροβολήσουν, μου κάνουν νόημα με τα χέρια τους.

Λίγο πιο κάτω συναντούμε άλλα τρία οδοφράγματα. Τα ίδια και εδώ. Μας ζητούν και πάλι τα διαβατήρια μας. Λέω και σ' αυτούς τα ίδια και αρχίζω να κλαίω. Λέω ότι πρέπει να πάρω τον γιο μου γιατί αύριο φεύγει το αεροπλάνο από την Κύπρο για την Αγγλία. Αυτοί μου μιλούν τούρκικα. Τους κάνω νόημα ότι δεν καταλαβαίνω. Η Ελσα τους λέγει ότι οι προηγούμενοι μας είχαν αφήσει να προχωρήσουμε. Τελικά μας επιτρέπουν και αυτοί να συνεχίσουε. Εχουν πεισθεί ότι είμαστε ξένοι τουρίστες. Και μπαίνουμε στην Κερύνεια.

Η Κερύνεια μοιάζει με νεκρή και εγκαταλελειμμένη πόλη. Κανένας δεν κυκλοφορεί, ούτε αυτοκίνηντα, ούτε άνθρωποι. Μονάδα καταστροφή και ερείπια, από τα καταστήματα μέχρι τα σπίτια. Θεέ μου, τι είναι αυτό που αντικρύζω. Σωστή κόλαση. Τα σύρματα του ηλεκτρικού ρεύματος κρέμμονται κάτω στη γη. Οι δρόμοι είναι σκεπασμένοι από ένα χοντρό στρώμα από σφαίρες, βλήματα και οβίδες των πλοίων που κανονιοβολούσαν την ωραία Κερύνεια. Ασφαλώς κινδυνεύουμε. Αν πατήσουμε καμιά με τους τροχούς του αυτοκινήτου, τι θα απογίνουμε, σκέφτομαι.

Είναι κάτι το φοβερό. Κανένας δεν βρίσκεται μέσα στην πόλη που μοιάζει με πόλη φάντασμα. Τα σπίτια είναι ερειπωμένα, τα παραθυρόφυλλα των σπιτιών κρέμμονται στους τοίχους. Ψυχή δεν υπάρχει. Ολα είναι νεκρά. Μονάχα ένα αυτοκίνητο κυκλοφορεί στους έρημους δρόμους και αυτό είναι το σαραβαλάκι μας".

Ενώ όμως η κυρία Ιωσηφίδου κυκλοφορεί στους έρημους δρόμους της Κερύνειας ο γιος της περνά τη δική του περιπέτεια στην πόλη.

Ο Αθως Ιωσηφίδης βρισκόταν σε ένα μικρό υπόστεγο στο "Γκεστ χάουζ" κοντά το λιμάνι της πόλης όταν έκαμαν την εμφάνιση τους τα τουρκικά άρματα. Ενας έλληνας άρχισε να τρέχει φωνάζοντας:

- Ηρθαν τα ελληνικά άρματα.

Απελπισμένος όπως είναι ο 17χρονος Αθως, τρέχει στο δρόμο και όπως βλέπει τους στρατιώτες μέσα στα άρματα να κατευθύνονται προς το κάστρο, τους πλησιάζει και αρχίζει να τους αγκαλιάζει και να τους ασπάζεται ένα προς ένα και να τους καλωσορίζει.

Κάποτε πλησιάζει ένα αξιωματικό, και το μάτι του πέφτει στα διακριτικά του. Αντιλαμβάνεται την γκαφα του. Δεν είναι έλληνας αξιωματικός, αυτός που προσπαθεί να ασπασθεί και να καλωσορίσει, αλλά τούρκος.

Ομως είναι πλέον αργά για να τρέξει να κρυφθεί. Οι τούρκοι στρατιώτες τον κυκλώνουν και αφού τους περνά η πρώτη έκπληξη από την υποδοχή του νεαρού, τον συλλαμβάνουν, όταν βλέπουν την αντίδραση του μόλις διαπιστώνει την ταυτότητα τους και τον μεταφέρουν στο κάστρο της πόλης, το οποίο έχει ήδη καταληφθεί.

Ενω οι Τούρκοι απομακρύνουν τον νεαρό αυτός βλέπει ένα άλλο στρατιώτη να ορμά εναντίον της φίλης του και να την κτυπά, ξεσχίζοντας μέρος από το φορεμά της. Φωνάζει, αλλά ποιος θα τον ακούει. Σε λίγο η Λούση, για καλή της τύχη μεταφέρεται στο" Ντόουμ" και από εκεί μαζί με τη μητέρα της θα φύγει στη Βηρυτό με την εκκένωση της πόλης από τους ξένους.

Στο Κάστρο, όπου μεταφέρεται ο νεαρός Αθως Ιωσηφίδης περνά δύσκολες στιγμές. Ενας τούρκος στρατιώτης τον υποβάλλει σε ψυχολογικό πόλεμο. Τον βάζει να σταθεί κάπου μαζί με μερικούς άλλους και στη συνέχεια ενώ απομακρύνεται από κοντά τους στρέφει απότομα το όπλο του λες και θέλει να τους εκτελέσει. Τα βάσανα όμως κάποτε τελειώνουν και ο νεαρός Αθως συναντά ένα φίλο του τουρκοκύπριο που του επιτρέπει να μεταβεί στο ξενοδοχείο "Ντόουμ", όπου έχουν ήδη καταφύγει εκατοντάδες άλλοι Ελληνες.

Φεύγοντας προς το "Ντόουμ" ο Αθως ανεβαίνει βιαστικά στο "Γκεστ Χάουζ" και αφήνει ένα σημείωμα του στην είσοδο του, απευθυνόμενο προς τη μητέρα του. Αναφέρει ότι κατευθένεται προς το ξενοδοχείο "Ντόουμ" κι έτσι θα μπορεί να τον αναζητήσει από εκεί. Είναι τόσο σίγουρος ότι η μητέρα του θα ρθει για να τον ελευθερώσει...

Κα ι πραγματικά αυτό το μήνυμα που αφήνει στην πόρτα του "Γκέστ χάουζ", βρίσκει σε λίγο η μητέρα του που έρχεται μαζί με την αδελφή του. Και σίγουρη ότι ο γιος της βρίσκεται στο ξενοδοχείο κατευθύνεται προς τα εκεί.

Προσθέτει στο σημειωματάριο της η κυρία Ιωσηφίδη για τη συνέχεια:

"Εξω στην αυλή του ξενοδοχείου "Ντόουμ" ευτυχώς συναντούμε στρατιώτες των Ηνωμένων Εθνών. Η Ελσα τρέχει και τους παρακαλεί να μας βοηθήσουν. Και αυτοί ακόμα μένουν έκπληκτοι όταν τους λέμε πως περάσαμε από τους Τούρκους. Δεν πιστεύουν. Πώς μπορέσατε; Δε σας σκότωσαν; μας ρωτούν συνέχεια.

Μπαίνουμε στο ξενοδοχείο, όπου βρίσκουμε τον Αθω. Δεν θέλει να φύγει. Επιμένει να μείνουμε κι' εμείς εκεί. Η Ελσα ούτε να ακούσει κάτι τέτοιο. Αρχίζουν να συζητούν. Ο Αθως δεν θυσιάζει ούτε τα γένια του όταν τον προτρέπουμε να ξυρισθεί. Θα μας βάλει σε μεγάλο κίνδυνο κατά την επιστροφή. Είχα αναφέρει ότι θα έπαιρνα το μωρό μου και όμως τώρα θα έβλεπαν ένα άνδρα με γένια. Η Ελσα αρχίζει να κλαίει. Παίρνω τη μεγάλη απόφαση. Θα επιστρέψουμε πίσω και οι τρεις.

Βγαίνουμε από τον ίδιο δρόμο, αφού παρακολούμε ξανά τα Ηνωμένα Εθνη ανεπιτυχώς να μας βοηθήσουν κατά την επιστροφή. Αυτοί λένε ότι δεν έχουν τέτοια εξουσιοδότηση. Καθώς βγαίνουμε στον κύριο δρόμο, από την πάροδο, ακούμε πυροβολισμούς.

Το θέαμα που αντικρύζουμε τώρα είναι ανατριχιαστικό. Πολλοί νεκροί βρίκονται μέσα στα χαντάκια. Για μια στιγμή αποφασίζω να κατέβω από το αυτοκίνητο και να μαζέψω από τους μεγάλους σορούς των σφαιρών και να τις πετάξω στα κεφάλια των τούρκων. Συγκρατούμαι.

Ενώ ανοίγω την πόρτα να πάρω μια οβίδα να τη δείξω στους άλλους που με περιμένουν στη Λευκωσία, φαίνονται οι τούρκοι. Προχωρούμε και σαν φθάνουμε στην πλατεία μπροστά στη Μητρόπολη σταματώ στο "αλτ" γιατί περνά μια μεγάλη αυτοκινητοπομπή από άρματα και στρατιωτικά αυτοκίνητα γεμάτα τούρκους στρατιώτες που είναι καλυμμένοι με φύλλα δένδρων που είχαν τοποθετήσει στα αυτοκίνητα τους. Η Ελσα με πιέζει:

- Μητέρα, θα τους περιμένουμε όλους αυτούς να περάσουν; Προχώρα.

Και εγώ σαστισμένη και όπως τα έχω χαμένα από τη θέα των τούρκων στρατιωτών ακολουθώ μηχανικά τη συμβουλή της Ελσας και μπαίνω στο μέσο της πομπής ακολουθούμενη από άλλα 30 περίπου στρατιωτικά αυτοκίνητα γεμάτα στρατιώτες.

Είναι κωμικοτραγικό. Ούτε στον κινηματογράφο να το έβλεπα δεν θα το πίστευα. Λες και είμαι στρατηγός τους εγώ. Η συνοδεία των τούρκων στρατιωτών δεν διαρκεί για πολύ, ευτυχώς, γιατί τα πόδια μου από τον φόβο μου κτυπούν στις ταχύτητες και στο πεντάλ της βενζίνης σαν πάνω σε πιάνο. Τα δόντια μου κτυπούν λες και θέλουν να σπάσουν και τα χέρια μου τρέμουν φοβερά.

Οι τούρκοι συνεχίζουν το δρόμο τους προς το Κιόνελι (Αγύρτα) και μένουμε έξω από την αυτοκινητοπομπή. Αντιλαμβάνομαι ότι οι δρόμοι είναι κλειστοί από τα πελώρια τανκς ενώ οι τούρκοι στρατιώτες στα διάφορα πόσα είναι εκατοντάδες. Μας κάνουν νόημα να πάμε κοντά τους. Περνούμε σύριζα από τα τανκς και κάτω από τα κανόνια τους και πλησιάζουμε. Είναι θυμωμένοι. Τα διαβατήρια σας, επιμένουν. Τους μιλούμε αγγλικά. Αυτοί επιμένουν. Στην τσάντα μου έχω τα διαβατήρια μας, αλλά αυτά είναι κυπριακά. Πώς να τους τα δώσω; Οι τούρκοι επιμένουν. Η στιγμή είναι τρομερά επικίνδυνη. Ιδιαίτερα με τον Αθω στο πίσω κάθισμα. Μας τραβούν άγρια να βγούμε έξω από το αυτοκίνητο με τα όπλα τους προτεταμένα εναντίον μας.

Επαναλαμβάνουμε ότι είμαστε τουρίστες. Τελικά φωνάζουν κάποιο ανώτερο τους και αυτός τον διοικητή του. Δεν γνωρίζει ούτε αυτός αγγλικά, αλλά αντιλαμβάνεται το σήμα που έχω στο αυτοκίνητο μου και στο οποίο υπάρχουν τα αγγλικά γράμματα GB δηλαδή Great Britain. (Μεγάλη Βρετανία).

Το σήμα το είχε βρει κάπου ο Αθως στο παρελθόν και το κόλλησε. Και τώρα ο τούρκος διοικητής από αυτό το σήμα πείθεται ότι είμαστε Αγγλοι. Μας λυπήθηκε ο Θεός. Μας κάνει νόημα να περάσουμε. Ξεκινώ απότομα το αυτοκίνητο και αυτό προχωρά. Περνούμε από τους ίδιους που μας είχαν ελέγξει κατά τη μετάβαση μας. Δεν μας θυμάσθε ρωτά η Ελσα και τους χαιρετά. Τον βρήκαμε, ευχαριστούμε, ευχαριστούμε, τους φωνάζουμε χωρίς να σταματούμε.

Το ίδιο κάνουμε και στα άλλα μπλόκκα, σε όσους δοκιμάζουν να μας σταματήσουν. Σε λιγο βλέπω τα έξη καμιόνια της Εθνικής Φρουράς με την ελληνική σημαία που είχαν κτυπηθεί στην άκρια του δρόμου και στη συνέχεια τους δυο στρατιώτες. Μας ζητούν φαγητό και τσιγάρα. Οταν ακούω ότι μιλούν ελληνικά πιστεύω πια ότι σωθήκαμε. Ο κίνδυνος έχει περάσει. Αισθάνομαι τις δυνάμεις μου να με εγκαταλείπουν. Πλευρίζω το αυτοκίντο στην άκρη του δρόμου και πέφτω άφυχη στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου. Από το σημείο αυτό μέχρι τη Λευκωσία οδηγά ο Αθως...."