Πρώτη Ηλεκτρονική Ιστορία της Κύπρου

image

Δωρεάν προσφορά σε ερευνητές, μελετητές, φοιτητές, μαθητές και δημοσιογράφους.

Από την Κύπρο στην αρχαιότητα, μέχρι την Κύπρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αγγλοκρατία, η ΕΟΚΑ, το πραξικόπημα, το σχέδιο Ανάν, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αρχείο Παναγιώτη Παπαδημήτρη

papademetris-pΜοναδικό αρχείο στο οποίο μπορείτε να προστρέξετε και να αναζητήσετε εύκολα και γρήγορα αυτό που θέλετε για μια περίοδο 8.000 ετών για την Ιστορία της Κύπρου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

22.7.1974: Δεκατέσσερις ελληνοκύπριοι στήνονται στο εκτελεστικό απόσπασμα στην Κερύνεια και οι τούρκοι τους θερίζουν χωρίς οίκτο

S-2177

22.7.1974: ΔΕΚΑΤΕΣΣΕΡΙΣ ΕΛΛΗΝΟΚΥΠΡΙΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΣΤΗΝΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΣΤΗΝ ΚΕΡΥΝΕΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ ΤΟΥΣ ΘΕΡΙΖΟΥΝ ΧΩΡΙΣ ΟΙΚΤΟ. ΕΝΑΣ ΓΛΥΤΩΝΕΙ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΚΕΡΥΝΕΙΑ ΜΕΧΡΙ ΤΙΣ 30 ΙΟΥΛΙΟΥ ΠΟΥ ΣΥΛΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΕΡΕΤΑΙ ΣΤΗ ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΗΓΗΘΕΙ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ΤΗΝ ΤΡΑΓΙΚΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΥΝΑΔΕΛΦΩΝ ΤΟΥ. ΤΡΕΙΣ ΕΘΝΟΦΡΟΥΡΟΙ ΚΑΝΟΥΝ ΩΤΟΣΤΟΠ ΣΤΗΝ ΚΕΡΥΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΕΦΤΟΥΝ ΣΕ ΤΟΥΡΚΟ ΟΔΗΓΟ ΠΟΥ ΤΟΥΣ ΜΕΤΑΦΕΡΕΙ ΣΤΟ ΜΠΟΓΑΖΙ

Ενας από τους άνδρες του Τάγματος του Κυπρίου Λοχαγού Ανδρέα Φωτιάδη που βρισκόταν στον Αγιο Γεώργιο Κερύνειας, δυτικά της πόλης προς την πλευρά του τουρκικού προγεφυρώματος του "Πέντε Μιλιού" κατά την κατάρρευση του μετώπου με την προέλαση των τούρκων στις 22 Ιουλίου 1974 προς την Κερύνεια, ήταν και ο Ανδρέας Παντελή, από την Κλήρου.

ο Παντελή με την υποχώρηση του τάγματος διατάσσεται να αχρηστεύσει μαζί με τους άλλους έφεδρους τους τρεις όλμους που διαθέτουν για να μη πέσουν στα χέρια των τούρκων εισβολέων.

Αλλοι συνάδελφοι του, λίγο πιο πέρα, μεταφέρουν τα λίγα πυρομαχικά που βρίσκονται σε κάσες και τα κρύβουν κάτω από μερικούς θάμνους. Η μεταφορά τους είναι δύσκολη, όπως δύσκολος είναι και ο δρόμος της διαφυγής τους.

Καλύπτουν πρόχειρα τα πυρομαχικά και αρχίζουν να τρέχουν κι' αυτοί προς την Κερύνεια για να σωθούν. Ηδη τα τουρκικά άρματα έχουν αρχίσει την προέλαση τους προς την πόλη. Ετσι η χρήση όλμων είναι ανθρωπίνως αδύνατη, μια και τα άρματα βρίσκονται τόσο κοντά τους.

Μια ομάδα από 30-40 άτομα, μαζί τους και ο Παντελή τρέχουν προς την Κερύνεια. Φθάνουν κοντά στο στάδιο Γ.Σ.Πράξανδρος και εκεί κρύβονται πίσω από ένα σπίτι. Στο σταθμό της βενζίνης που βρίσκεται κοντά στο γήπεδο, οι στρατιώτες συναντούν ένα αξιωματικό των ΛΟΚ με μερικούς άνδρες του.

- Τι γίνεται ρε παιδιά, τους ρωτά.

- Αποστολή μας είναι να πάμε στο Μπέλλα Παίς, του αναφέρουν αυτοί και τον ενημερώνουν για το σφυροκόπημα των θέσεων τους και την προέλαση των τουρκικών αρμάτων που συνεχίζουν να κατευθύνονται προς την Κερύνεια.

Ο αξιωματικός διατάζει μια ομάδα από 12 άτομα να κινηθούν προς τη θάλασσα. Οι άλλοι εγκαθίστανται στο διπλανό σπίτι στο οποίο βρίσκονταιι και άλλοι εθνοφρουροί.

Δεν προλαβαίνουν καλά, καλά να πάρουν θέσεις και από μακρυά ακούν το μουγκριτό των τουρκικών αρμάτων. Ο Παντελή βγαίνει από το σπίτι πλησιάζει προς το δρόμο. Ενα άρμα βρίσκεται κοντά του. Μόλις το βλέπει πέφτει στο έδαφος. Το άρμα ακολουθούν και άλλα. Πρόκειται για μια μεγάλη φάλαγγα αρμάτων που κατευθύνονται προς τη πόλη της Κερύνειας.

Πίσω του οι στρατιώτες που ανήκουν στο 251 Τ.Π. όπως υπολογίζει, βρίσκονται κρυμμένοι σε άλλο σημείο. Και από εκεί βάλλουν με τα αυτόματα τους εναντίον των αρμάτων. Ο Παντελή είναι παγιδευμένος μεταξύ των πυρών των ανδρών του 251 και των τούρκων και δεν μπορεί να μετακινηθεί.

Στη θέση αυτή μένει για αρκετή ώρα. Μόλις περνά και το τελευταίο άρμα της φάλαγγας σηκώνεται και πλησιάζει στη διπλανή πολυκατοικία. Ηδη οι άλλοι στρατιώτες που βρίσκονται εδώ έχουν κρύψει τα όπλα τους και φορούν πολιτικά ρούχα, όσα βρίσκουν και ό,τι βρίσκουν στα διάφορα σπίτια της περιοχής.

Μαζί με μερικούς άλλους, όπως είναι ο σύγαμβρος του Ανδρέας Χατζηγεωργίου προχωρούν σε ένα διπλανό σπίτι. Στο σπίτι αυτό διανυκτερεύουν και περνούν σχεδόν και την επομένην ημέραν. Γύρω στις τρεις το απόγευμα ορμούν μέσα στο σπίτι δυο τούρκοι στρατιώτες, τους συλλαμβάνουν και τους μεταφέρουν στο μπογάζι της Κερύνειας και από εκεί στις φυλακές της Τουρκίας.

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΝΑΓΗ, από την Κλήρου: Με την υποχώρηση του οι Τάγματος τους, οι Εθνοφρουροί Παναγής Σακκάς από τη Λακατάμια, Αντρος Νεοφύτου από το Καϊμακλί, και Ανδρέας Ζαμπέλλας, από τη Δασούπολη προχωρούν προς την Κερύνεια. Παίρνουν τον παραλιακό δρόμο και σε λίγο φθάνουν στην ημιτελή κατοικία όπου είχε καταφύγει και ο Ανδρέας Παντελή από την Κλήρου. Εκεί βρίσκονται και άλλοι Εθνοφρουροί, όπως ο Κώστας Παναγή από την Κλήρου.

Οι Νεοφύτου, Ζαμπέλλας και Σακκάς προτιμούν να φύγουν από την πολυκατοικία. Το ίδιο κάμνουν και μερικοί άλλοι. Πολλοί όμως προτιμούν να μείνουν εδώ.

Αυτό τους στοιχίζει πολύ ακριβά γιατί κάποτε οι τούρκοι τους εντοπίζουν και περικυκλώνουν την πολυκατοικίαν και τους καλούν να παραδοθούν. Και αυτοί υπακούουν ελπίζοντας ότι πλέον δεν θα κινδυνεύουν.

Οι τούρκοι όμως ορμούν πάνω τους και τους δένουν πισθάγκωνα με λεπτά σχοινιά που δημιουργούν πληγές στα χέρια.

Ποιός όμως γνοιάζεται για τέτοια πράγματα.

Ετσι τους οδηγούν κοντά στο σταθμό βενζίνης της Μόμπιλ, στον κύριο δρόμο Κερύνειας- Αγίου Γεωργίου. Εκεί βρίσκονται και άλλα άτομα που συνελήφθησαν.

Ο αριθμός τους πλησιάζει τους 15. Τους φρουρούν έξη πάνοπλοι τούρκοι στρατιώτες, οι οποίοι τους στήνουν στη γραμμή.

Και ξαφνικά γίνεται το κακό. Οι έξη οπλοφόροι αρχίζουν να πυροβολούν εναντίον τους με ... σύστημα. Πυροβολούν πρώτα τους πρώτους έξη από την μια πλευρά και μετά τους άλλους από τη άλλη πλευρά.

Ο Κώστας Παναγή βρίσκεται στο κέντρο. Σαν από ένστικτο πέφτει μαζί με τους πρώτους που γαζώνουν οι σφαίρες του πρώτου αυτομάτου. Σε λίγο όλοι κολυμπούν μέσα στο αίμα και σφαδάζουν από τους πόνους.

Το μακελειό κάποτε τελειώνει. Αιματωμένος, όπως είναι από τα αίματα των συντρόφων του δεν μπορεί ούτε ο ίδιος να ξεχωρίσει, αν είναι τραυματισμένος μια και οι πόνοι από την κακομεταχείριση που υπέστη προηγουμένως του σουγλίζουν όλο του το σώμα.

Μένει εκεί ημιλιπόθυμος, βουτηγμένος μέσα στο αίμα των συντρόφων του. Ενας τούρκος δίδει ένα γύρο πάνω από τα πτώματα για να δει αν οι σφαίρες που έρριξε πέτυχαν στον στόχο τους. Κανένας δεν κινείται. Ο Παναγή κρατά ακόμη και την αναπνοή του μήπως και τον αντιληφθεί ο τούρκος στρατιώτης.

Ικανοποιημένος ο τούρκος για τον άθλο του απομακρύνεται. Κάτι ψιθυρίζει στους άλλους συντρόφους του και φεύγουν. Ο Παναγή μένει εκεί σχεδόν λιπόθυμος. Κάποτε έρχεται στα σύγκαλά του. Πόση ώρα περνά δεν μπορεί να ξεχωρίσει. Ενας δυνατός όμως πόνος του σουγλίζει ιδιαίτερα το πόδι. Στην προσπάθεια του να πέσει στο έδαφος και να αποφύγει τις σφαίρες είχε κτυπήσει στο πόδι.

Σηκώνει το κεφάλι σιγά, σιγά. Κανένας δεν υπάρχει γύρω του. Κοιτάζει τους συντροφους του. Το θέαμα είναι φρικιαστικό. Πρέπει όμως αυτός να γλυτώσει. Το αίσθημα της αυτοσυντήρησης τον σπρώχνει μακρυά.

Κουτσαίνοντας προχωρά για λίγο. Εχει αρχίσει ήδη να νυκτώνει. Δεν γνωρίζει την περιοχή. Εκείνο που γνωρίζει μόνο είναι ότι πρέπει να σωθεί.

Δίπλα βλέπει ένα σπίτι. Σπρώχνει την πόρτα και αυτή ανοίγει. Κάποιος τούρκος θα την είχε παραβιάσει προηγουμένως, σκέφτεται. Μπαίνει μέσα. Και μένει κρυμμένος για τις επόμενες οκτώ ημέρες χωρίς τροφή και φάρμακα για την πληγή του. Τα καταφέρνει όμως να κρατηθεί στη ζωή.

Ομως οι ταλαιπωρίες του δεν έμελλε να τελειώσουν. Και Αυτό που φοβάται συμβαίνει στς 30 Ιουλίου 1974 και ενώ η Κερύνεια έχει ήδη καταληφθεί.

Αυτή τη μέρα δυο τούρκοι στρατιώτες μπαίνουν μέσα στο σπίτι, προφανώς για να το κλέψουν ό,τι βρουν και ό,τι άφησαν οι προηγούμενοι συνάδελφοί του. Ο Παναγή προσπαθεί να απομακρυνθεί, ίσως γλυτώσει.

Ομως γίνεται αντιληπτός από τον ένα τούρκο στρατιώτη ο οποίος πυροβολεί εναντίον του χωρίς να χάσει καιρό. Νέο αίμα αρχίζει να τρέχει από το σώμα του. Πέφτει στο έδαφος. Δεν μπορεί πια να κινηθεί. Περιμένει τη χαριστική βολή που όμως, αργεί να έλθει. Χάνει αρκετό αίμα. Λιποθυμά. Οταν βρίσκει τις αισθήσεις του ύστερα από αρκετές ώρες διαπιστώνει ότι βρίσκεται πάνω στο πλοίο που τον μεταφέρει μαζί με άλλους Ελληνες κυπρίους στην αιχμαλωσία, στις τουρκικές φυλακές.

ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΤΡΕΙΣ ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΗ: Ενώ ο Παναγή συνελαμβάνετο μέσα στην ημιτελή πολυκατοικία στην Κερύνεια με τους άλλους συντρόφους του, για να μεταφερθεί στο εκελεστικό απόσπασμα, άρχιζε η περιπέτεια των Αντρου Νεοφύτου, Ανδρέα Ζαμπέλλα και Παναγή Σακκά.

Οι τρεις νέοι έχουν εγκαταλείψει την ημιτελή πολυκατοικία πριν φθάσουν οι Τούρκοι και συνεχίζουν την πορεία τους, προς το άγνωστο για να βρουν καταφύγιο.

Ενώ προχωρούν βλέπουν από μακρυά κάποιον που υποψιάζονται ότι είναι ξένος. Πλησιάζουν και διαπιστώνουν ότι είναι αμερικανός. Του ζητούν προστασία και βοήθεια και αυτός τους την προσφέρει. Τους επιτρέπει να μπουν μέσα στο σπίτι του, ενώ λιγο πιο κάτω ακούν τις ερπύστριες των αρμάτων που κατευθύνονται προς τη Κερύνεια.

Ο αμερικανός τους συμπεριφέρεται σαν να ήσαν παλιοί φίλοι. Τους δίνει πολιτικά ρούχα και ξυριστικά για να καθαρίσουν τα γένια τους, που εν τω μεταξύ έχουν μεγαλώσει και τους ενοχλούν κιόλας. Από την άλλη σκέφτονται ότι ξυρισμένοι δεν θα προκαλούν υπόνοιες στους τούρκους σε περίπτωση που θα τους ανταμώσουν.

Αργά το απόγευμα φθάνει στο σπίτι του αμερικανού ένα αυτοκίνητο των Ηνωμένων Εθνών για να τον παραλάβει και να τον μεταφέρει στο ξενοδοχείο "Ντόουμ", της Κερύνειας. Εκεί συγκεντρώνονται όλοι οι ξενοι και οι πολίτες της Κερύνειας που έχουν απομείνει.

Οι τρείς εθνοφρουροί ζητούν από τους άνδρες του ΟΗΕ να τους πάρουν κι' αυτούς μαζί τους. Αρνούνται όμως λέγοντας ότι δεν έχουν τέτοιες οδηγίες. Τους δίνουν μερικές πληροφορίες για την πόλη και είναι τα πρώτα νέα που έχουν για την κατάσταση που επικρατεί εδώ.

Παράλληλα τους συμβουλεύουν:

- Να πάρετε το δρόμο και σιγά, σιγά, να κινηθείτε προς το Ντόουμ. Εκεί δεν έχετε να φοβηθείτε τίποτα. Είναι χιλιάδες οι ξένοι και οι άλλοι Κύπριοι που έχουν καταφύγει εκεί.

Οι άνδρες του ΟΗΕ φεύγουν και οι τρεις Εθνοφρουροί αποφασίζουν να κινηθούν κι' αυτοί προς το ξενοδοχείο της πόλης. Η διαδρομή είναι κάπως μεγάλη. Και ήδη μέσα στην Κερύνεια οι μόνοι που κυκλοφορούν είναι οι τούρκοι και οι τουρκοκύπριοι. Οι περισσότεροι Ελληνες έχουν φύγει, ενώ οι άλλοι είτε καταφεύγουν στο Ντόουμ είτε κλείονται στα σπίτια τους με την ελπίδα να περάσει η μπόρα.

Με χίλιες δυο προφυλάξεις φθάνουν σε ένα φούρνο. Ο ιδιιοκτήτης του είναι Ελληνας. Του ζητούν να μείνουν μαζί του κα και να παρουσιασθουν ως υπάλληλοι του, αν τους ρωτήσουν οι τούρκοι. Αυτός τους συμβουλεύει να συνεχίσουν το δρόμο τους, και όπως τους αναφέρει αν τους βρουν θα τους σκοτώσουν όλους.

Ετσι οι τρεις εθνοφρουροί βγαίνουν στο δρόμο και προχωρούν, αλλά, όπως δεν γνωρίζουν καλά τους δρόμους, μπαίνουν στην τουρκική συνοικία της Κερύνειας.

Από μακρυά βλέπουν μια ομάδα από τουρκοκύπριους να τους παρακολουθούν. Η στολή τους δεν προκαλεί υποψίες. Περνούν από μικρή απόσταση από αυτούς, τους χαιρετούν υψώνοντας τα χέρια τους και συνεχίζουν την περιπλάνηση τους μέσα στην πόλη.

Οι τούρκοι ανταποδίδουν τον χαιρετισμό. Δεν μπορούν να φαντασθούν ίσως, ότι αυτοί που τους χαιρετούν με τέτοιο τρόπο είναι Ελληνες εθνοφρουροί που προσπαθούν να διαφύγουν τη σύλληψη τους.

Η πολιτική τους περιβολή δεν προκαλεί υποψίες. Και η ψυχραιμία που δείχνουν καθώς βλέπουν τα σπίτια και τα καταστήματα της πόλης λεηλατημένα, είναι άνευ προηγουμένου. Συμπεριφέρονται λες και κυκλοφορούν ανάμεσα σε δικούς τους ανθρώπους.

Η πρώτη εμπειρία είναι πολύ αποτελεσματική. Διαπιστώνουν ότι όταν χαιρετούν τους άλλους, κανένας δεν τους ρωτά ποιοί είναι. Και αποφασίζουν να συνεχίσουν την ίδια τακτική μέχρι να μπορέσουν να πάνε στο ξενοδοχείο Ντόουμ.

Φθάνοντας κοντά στη Μητρόπολη βλέπουν από μακρυά ένα λεωφορείο. Αυτό κατευθύνεται προς αυτούς. Στο πάνω μέος του αυτοκινήτου υπάρχει η πινακίδα "Λάμπουσα-Κερύνεια". Επί τέλους ένα ελληνικό αυτοκίνητο σκέφτονται. Εκτός από τον οδηγό μέσα βρίσκεται ακόμα ένας άλλος.

Οι τρεις νέοι βλέπουν με ανακούφιση το λεωφορείο να τους πλησιάζει. Ο Ανδρέας Ζαμπέλλας κάμνει νόημα στον οδηγό να σταματήσει. Ο οδηγός σταματά και ο Νεοφύτου απευθυνόμενος στον οδηγό τον ρωτά δυνατά:

- Από εδω πάμε στου Κατσελλή, ρε κουμπάρε;

- Ναι πάτε. Ανεβείτε στο αυτοκίνητο. Προς τα εκεί πάμε κι' εμείς.

Χαρούμενοι οι τρεις νέοι ανεβαίνουν βιαστικά στο αυτοκίνητο. Επί τέλους βρίσκουν κάποιο να τους μεταφέρει χωρίς να κινδυνεύουν κυκλοφορώντας μέσα στους έρημους δρόμους της πόλης.

Ομως... όμως μόλις κάθονται και προσπαθούν να απλώσουν τα πόδια τους, ο επιβάτης του λεωφορείου τους προτάσσει το όπλο του. Παράλληλα ο οδηγός του αυτοκινήτου προτάσσει κι' αυτός το δικό του.

- Μείνετε ακίνητοι, τους φωνάζουν και οι δυο με μια φωνή.

Οδηγός και επιβάτης είναι Τούρκοι και το λεωφορείο ελληνικό μεν, αλλά το είχαν κλέψει.

Οι νέοι παγώνουν. Εκεί που υπολογίζουν ότι επί τέλους σώζονται, ξαφνικά παρουσιάζεται νέο εμπόδιο.

Ο Νεοφύτου βρίκει γρήγορα την ψυχραιμία του:

- Πες μου, θα μας σκοτώσετε, ρωτά τον επιβάτη.

- Οχι, εμείς δεν σκοτώνουμε όπως οι δικοί σας.

Το λεωφορείο ξεκινά. Οι τρεις νέοι δεν μπορούν να κάνουν αλλοιώς. Κάθονται στις θεσεις τους ακίνητοι και ακολουθούν τη μοίρα τους, που τόσο άσχημο παιχνίδι τους έχει παίξει.

Το λεωφορείο συνεχίζει την πορεία του. Ξαφνικά βλέπουν τον οδηγό να σταματά και να πηδά κάτω έχοντας υψωμένη τη σιδερένια "Μανιβέλλα" του αυτοκινήτου. Δεν θα τηρήσει την υπόσχεση του ότι δεν θα τους σκοτώσει φαίνεται. Αλλά γιατί να τους σκοτώσει με τη "μανιβέλλα" του αυτοκινήτου; Τόσο βάρβαρος είναι;

Ο Τούρκος όμως έχει άλλους σκοπούς. Τρέχει προς τον διπλανό σταθμό βενζίνης της " Σιέλ", δίδει ένα δυνατό κτύπημα στη βιτρίνα με τη μανιβέλλα που την χρησιμοποιεί για λοστό. Το γιαλί σπάζει. Απλώνει το χέρι του και παίρνει από μέσα αρκετά πράγματα. Τα φορτώνει στο αυτοκίνητο και τρέχοντας ανεβαίνει στο τιμόνι και συνεχίζει την πορεία προς το Μπογάζι της Κερύνειας στα μισά περίπου του παλαιού δρόμου Λευκωσίας-Κερύνειας μέσω Κιόνελι.

Οι ταλαιπωρίες των τριών νεών, όμως, τώρα αρχίζουν.

Τους μεταφέρουν σε μια μάντρα στην Αγύρτα και τους παραδίδουν στον τουρκικό στρατό. Οι στρατιώτες τους διατάζουν να βγάλουν τα ρούχα τους. Ακολουθεί ανάκριση.

Στον ανακριτή λέγουν ότι είναι υπάλληλοι σε κάποιο Οίκο της Λευκωσίας και ότι πήγαν στην Κερύνεια την Παρασκευή 19 Ιουλίου για να πάρουν ένα ψυγείο και ότι εκεί τους βρήκε ο πόλεμος.

- Αν δεν μας πιστεύεις, κοίταξε και τα ρούχα μας, που είναι πολιτικά. Εξ άλλου βλέπεις που είμαστε ξυρισμένοι. Αν είμαστε στις μάχες, θα είμαστε σε τέτοια κατάσταση;

Ο τούρκος ανακριτής κλονίζεται για μια στιγμή, αλλά δεν φαίνεται να πιστεύει το παραμύθι που σκάρωσαν.

- Αν εσείς ήρθετε στην Κερύνεια για να φέρετε φυγείο, εγώ βρίσκομαι εδώ για να μαζέψω σταφύλι τους φωνάζει.

Δεν τους πιστεύει. Αλλά αυτοί επιμένουν. Δεν αλλάζουν ούτε λέξη από όσα είπαν στην αρχή.

- Γνωρίζεις ένα μελαχροινό αξιωματικό που πονεί την μέση του;

Ο τούρκος ανακριτής απευθύνεται προς τον Αντρο Νεοφύτου.

- Οχι.

- Τωρα θα τον φέρω να τον δεις και θα δεις και συ μόνος σου ότι κι' αυτός σε γνωρίζει.

Σε λίγο ο ανακριτής φέρνει μπροστά του το Λοχαγό Φωτιάδη. Το πρόσωπο του και το σώμα του είναι κατάμαυρο από τα κτυπήματα που δέχθηκε. Το μάτι του έναι φουσκωμένο. Ραγίζει η καρδιά του Νεοφύτου να βλέπει τον Λοχαγό του σε τέτοιο χάλι. Είναι στενός του συγγενής.

Ομως από την άλλη χαίρεται γιατί τον βλέπει ζωντανό. Προς στιγμή κάνει μια κίνηση λες και θέλει να του μιλήσει. Ο Λοχαγός Φωτιάδης του ρίχνει μια φευγαλέα ματιά και τα μάτια του βουρκώνουν. Αλλά στρέφει το πρόσωπο του προς άλλη κατεύθυνση.

- Δεν ξέρω αυτόν τον άνθρωπο. Πρώτη φορά τον βλέπω.

Ο τούρκος ανακριτής δεν πρόσεξε φαίνεται, όσο έπρεπε, την αντίδραση των δυο, μόλις αντάμωσαν.

Ομως ο ανακριτής επιμένει να ρωτά τον Λοχαγό Φωτιάδη:

- Ξέρεις τον; Ηταν μαζί σου;

- Δεν τον γνωρίζω. Δεν τον έχω ξαναδεί. Εμένα οι άνδρες μου είναι αυτοί με τους οποίους με συλλάβετε. Να τους εκεί.

Και ο Λοχαγός Φωτιάδης δείχνει με το χέρι του τους άνδρες του που κάθονται σε μια άκρη της μάντρας, μαζί με τους άλλους αιχμαλώτους.

Ο τούρκος ανακριτής φαίνεται να πείθεται. Τους διατάζει να φύγουν και αυτοί και να κατευθυνθούν προς τη Μάντρα.

Ο Λοχαγός Φωτιάδης και ο Αντρος Νοεφύτου αποσύρονται προς την μάντρα, όπου βρίσκονται οι άλλοι αιχμάλωτοι και αρχίζουν να κουβεντιάζουν.

- Πού είναι οι άλλοι, τον ρωτά ανυπόμονα ο Λοχαγός.

- Δεν ξέρω. Εγώ...

Και ο ϑντρος Νεοφύτου αρχίζει να του αφηγείται τη δική του περιπέτεια.

Κάποια στιγμή ο Νεοφύτου λέγει στο Λοχαγό:

- Και σου έλεγα να μη έρθουμε.

Τι ήθελε να του πει αυτό το πράγμα. Του θύμισε τις δύσκολες στιγμές που είχε περάσει στην Κυθρέα και αργότερα στην Κερύνεια, όταν μόνος του εκεί, χωρίς πληροφορίες και άλλα στοιχεία, στελλόταν μαζί με τους άοπλους άνδρες του για να ανακόψουν τα τουρκικά άρματα και κανένας δεν γνώριζε που ήσαν και πόσα ήσαν. Του θύμισε το δίλημμα που αντιμετώπιζε σαν άνθρωπος και σαν αξιωματικός.

Ο Λοχαγός Φωτιάδης έβαλε τα κλάματα. Αυτές οι στιγμές είναι από τις πιο δραματικές για τον Λοχαγό Φωτιάδη. Αναλογίζεται τους άνδρες του με τους οποίους αυτός είχε σταλεί "στό στόμα του λύκου". Ομως η περιπέτεια δεν σταματά εδώ. Σε λίγες μέρες θα τους μεταφέρουν στην Τουρκία για να περάσουν 99 ολόκληρες δραματικές ημέρες αιχμαλωσίας με τον Νεοφύτου να κάνει τον κουρέα στους αιχμαλώτους...