Πρώτη Ηλεκτρονική Ιστορία της Κύπρου

image

Δωρεάν προσφορά σε ερευνητές, μελετητές, φοιτητές, μαθητές και δημοσιογράφους.

Από την Κύπρο στην αρχαιότητα, μέχρι την Κύπρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αγγλοκρατία, η ΕΟΚΑ, το πραξικόπημα, το σχέδιο Ανάν, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αρχείο Παναγιώτη Παπαδημήτρη

papademetris-pΜοναδικό αρχείο στο οποίο μπορείτε να προστρέξετε και να αναζητήσετε εύκολα και γρήγορα αυτό που θέλετε για μια περίοδο 8.000 ετών για την Ιστορία της Κύπρου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

21.7.1974: Μαζικές δολοφονίες Ελλήνων Αιχμαλώτων παρά το χωριό Ελιά της Επαρχίας Κερύνειας. Ενας ελληνοκύπριος γλυτώνει από τις ορδές του Αττίλα αφού μένει για επτά μέρες μέσα σε ένα πηγάδι.

S-2169

21.7.1974: ΜΑΖΙΚΕΣ ΔΟΛΟΦΟΝΙΕΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΙΧΜΑΛΩΤΩΝ ΠΑΡΑ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΕΛΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΚΕΡΥΝΕΙΑΣ. ΕΝΑΣ ΕΛΛΗΝΟΚΥΠΡΙΟΣ ΓΛΥΤΩΝΕΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΟΡΔΕΣ ΤΟΥ ΑΤΤΙΛΑ ΑΦΟΥ ΜΕΝΕΙ ΓΙΑ ΕΠΤΑ ΜΕΡΕΣ ΜΕΣΑ ΣΕ ΕΝΑ ΠΗΓΑΔΙ. ΕΝΑΣ ΕΛΛΗΝΟΚΥΠΡΙΟΣ ΠΕΡΙΘΑΛΠΕΙ ΕΝΑ ΤΡΑΥΜΑΤΙΑ ΤΟΥΡΚΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ ΕΝΩ ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΑΠΕΙΛΟΥΝ ΝΑ ΤΟΝ ΕΚΤΕΛΕΣΟΥΝ

Στις 20 Ιουλίου το βράδυ μερικές δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς βρίσκονται δυτικά του κέντρου " Ανεμόμυλος" στο δρόμο προς την Κερύνεια που ελέγχεται από τους Τούρκους. Ενας από τους άνδρες αυτούς ο Ανθυπολοχαγός Αδάμος Αβρααμίδης απο τη Μόρφου διαφεύγει στις ελεύθερες περιοχές μέσα από τις τουρκικές γραμμές. Ενας δεκανέας, ο Χριστόφορος Ιατρού, από τον Αγρό, δεν τα καταφέρνει και χάνονται ίχνη του. Ενας άλλος ανθυπολοχαγός, ο Γεώργιος Λάμπρου Ιώαννου από τον Αγρό επίσης τραυματίζεται σοβαρά από μια ισχυρή έκρηξη και οι σύντροφοι του τον εκαταλείπουν γιατί θεωρούν ότι είναι νεκρός.

Ο Ανθυπολοχαγός Αβρααμίδης, που βρέθηκε στην περιοχή με μια διλοχία από το Συριανοχώρι, πίσω στη θαλπωρή του σπιτιού στη Μόρφου, ανησυχεί για την τύχη στων ανθρώπων αυτών.

Ο Ανθυπολοχαγός Γεώργιος Ιωάννου, ο οποίος επέβαινε στο δεύτερο αυτοκίνητο της διλοχίας πέρασε κι' αυτός τελικά δύσκολες στιγμές.

Ευθύς μετά την έναρξη των συγκρούσεων κοντά στον "Ανεμόμυλο" προσπαθεί να βοηθήσει την πρώτη διμοιρία, η οποία επέβαινε στο πρώτο αυτοκίνητο. Το έδαφος όμως δεν παρέχει κάλυψη σε κανένα. Και μαζί με δυο στρατιώτες του προσπαθεί να καλυφθεί μέσα στα ξηρά χόρτα, ενώ οι σφαίρες πέφτουν γύρω τους.

Οταν το πρώτο αυτοκίνητο ανατινάσσεται οι τρεις άνδρες θεωρούν καλό να απομακρυνθούν λίγο προς τα πίσω για να ενωθούν με τους υπόλοιπους άνδρες. Ερποντας αρχίζουν την οπισθοχώρηση όταν ένα βλήμα όλμου τραυματίζει τον ανθυπολοχαγό στο πρόσωπο, το στήθος και στα χέρια και παραμένει εκεί αναίσθητος.

Οι δύο σύντροφοί του τρομοκρατημένοι καθώς βλέπουν τα αίματα να τρέχουν από το πρόσωπο του τον πλησιάζουν, τον σκουντούν αλλά αυτός δεν αντιδρά. Φαίνεται νεκρός.

Κια μια και ο κίνδυνος να σκοτωθούν και αυτοί είναι τόσο μεγάλος αποφασίζουν να συνεχίσουν την πορεία τους και σε λίγο συνενώνονται με τους άνδρες της διλοχίας, όπου ανέφεραν ότι ο Ανθυπολοχαγός είχε σκοτωθεί.

Ομως τα πράγματα δεν έγιναν ακριβώς έτσι. Γιατί ο Ανθυπολοχαγός Ιωάννου, παρά τα σοβαρά του τραύματα αρχίζει σιγά, σιγά να βρίσκει τις αισθήσεις του.

Την επομένη το βράδυ αισθάνεται καλύτερα. Κοιτάζει γύρω του. Μέσα στο λήθαργο του ακούει πυροβολισμούς. Προσπαθεί να σηκωθεί στα πόδια του. Ζαλίζεται. Εχει χάσει πολύ αίμα. Τα πόδια του δεν υπακούουν και πέφτει στο έδαφος. Βρίσκεται πολύ κοντά στις τουρκικές θέσεις. Οι σφαίρες περνούν πάνω από το κεφάλι του και σβήνουν προς την αντίθετη όχθη. Πρέπει όμως να γλυτώσει. Αν μείνει εκεί την έχει άσχημα.

Ετσι αποφασίζει να κινηθεί έρποντας προς την πλευρά που υπολογίζει ότι θα βρίσκονται οι ελληνικές δυνάμεις. Προχωρά. Μπροστα του σε μικρή απόσταση αντιλαμβάνεται δυο στρατιώτες να κινούνται και αυτοί έρποντας. Στο φως του φεγγαριού διακρίνει τα κράνη τους. Καθώς περνά από κοντά τους αυτοί του φωνάζουν στα τούρκικα. Δεν καταλαμβαίνει τι του λένε αλλά συνεχίζει το δρόμο του. Αυτοί ίσως να νόμισαν ότι ήταν Τούρκος. Μέσα στο σκοτάδι δεν μπορούν να ξεχωρίσουν καλά. Ισως να του είπαν να προσπαθήσει να καλυφθεί από τις σφαίρες που πέφτουν συνεχώς γύρω τους.

Το σκοτάδι άρχισε να υποχωρεί για καλά όταν ο ανθυπολοχαγός Ιωάννου πλησίασε στις ελληνικές θέσεις. Είχε σωθεί. Μερικοί συνάδελφοί του τον μεταφέρουν στη Λάπηθο, όπου του παράσχονται οι πρώτες βοήθειες.

Ο Δεκανέας Ιατρού, του οποίου χάθηκαν τα ίχνη κατά την προσπάθεια του να μετακινηθεί μέσα από τις γραμμές των Τούρκων με τον ανθυπολοχαγό Αβρααμίδη, τελικά τα κατάφερε και αυτός να απομακρυνθεί από την περιοχή που ήλεγχαν οι Τούρκοι. Αλλά για άγνωστο λόγο προχώρησε πιο λοξά από την πορεία που ακολουθούσε ο Ανθυπολοχαγός με αποτέλεσμα να χάσουν επαφή.

Κι' αυτό γιατί γύρω στο μεσημέρι της Κυριακής 21 Ιουλίου 1974, την ώρα δηλαδή που ο ανθυπολοχαγός Αβρααμίδης, σώος πια, απομακρύνεται από τον Καραβά, ο Δεκανέας Ιατρού βρίσκεται μέσα σστον φούρνο του σπιτιού του Νεόφυτου Ορκάτη, κοντά στο "Εξη Μίλι", δυτικά της Κερύνειας, στο ύψος του δρόμου προς το χωριό Ελιά.

Εκεί κρύφθηκε προφανώς για να μη τον δουν οι Τούρκοι που όργωναν την περιοχή και εκεί τον βρίσκει ο Παναγιώτης Τσιάκκας, ένας από τους διευθυντές του παραλιακού ξενοδοχείου "Μέρμεϊτ".

Ο Ιατρού είναι τραυματισμένος στον γλουτό. Οι γυναίκες που κρύβονται στο σπίτι του Νεόφυτου Ορκάτη, του δένουν την πληγή.

Στο σπίτι του Ορκάτη μένουν αρκετά γυναικόπαιδα και άνδρες. Είχαν καταφύγει εκεί με την έναρξη της εισβολής για περισσότερη ασφάλεια. Ο Ορκάτης που διαθέτει ένα μεγάλο σπίτι με υπόγειο, όταν είδε τα γυναικόπαιδα να τρέχουν μέσα στα λεμονόδενδρα τρομοκρατημένα και να ζητούν προστασία τα κάλεσε να κρυφθούν κάτω στο υπόγειο του. Και αυτά προτίμησαν να σταματήσουν για λίγο εκεί, μέχρι να περάσει η θύελλα.

Η περιπέτεια τους είχε αρχίσει από το πρωί του Σαββάτου, 20 Ιουλίου, λίγο μετά την έναρξη της εισβολής, σε απόσταση ενός περίπου μιλίου πιο κάτω από το σπίτι του Ορκάτη, κοντά στο ξενοδοχείο "Μέρμεϊτ" και το κέντρο "Κλέαρχος".

Η Μηλίτσα Νικόλα Παρασκευά που εργαζόταν στο "Μέρμεϊτ" είχε ξυπνήσει πολύ πρωί το Σάββατο, από τον βόμβο των τουρκικών αεροπλάνων.

Οι λίγοι τουρίστες που έμεναν στο ξενοδοχείο ξύπνησαν κι' αυτοί έντρομοι. Το ίδιο και ο Βασίλης Ευθυμίου, καθηγητής και ένας από τους ιδιοκτήτες- διευθυντές του ξενοδοχείου, μαζί με τη σύζυγο του Ελένη, από τον Καραβά και τα δυο τους παιδιά, την Στέλλα 4 χρόνων και την Χάρεια δυο χρόνων. Ο Ευθυμίου έμενε στο σπίτι του λίγα μέτρα πιο κάτω από το ξενοδοχείο.

Ενώ τα αεροπλάνα βουίζουν στον ουρανό και τα πλοία πλησιάζουν συνεχώς προς την ακτή, στο σπίτι του Βασίλη Ευθυμίου φθάνει με το αυτοκίνητο του ο κουνιάδος του Παναγιώτης Τσιάκκας με την αρραβωνιαστικιά του Παναγιώτα Παπακωνσταντίνου, τον πατέρα του Σάββα Τσιάκκα, τη μητέρα του Χαριτίνη και τον υπάλληλο του ξενοδοχείου Σπύρο Κέλουρα.

Ο Παναγιώτης Τσιάκκας σταματά το αυτοκίνητο του και φωνάζει στους υπολοίπους:

- Ετοιμάζεσθε γρήγορα, φεύγουμε για τη Λευκωσία.

Ενώ ετοιμάζονται όμως ένα αεροπλάνο κάμνει την εμφάνιση του και ρίχνει την πρώτη βόμβα, σε μικρή απόσταση από αυτούς.

Η Ελένη Ευθυμίου βλέπει την Μηλίτσα Παρασκευά που βγήκε έξω αναζητώντας τη μικρή της κόρη που βρισκόταν, όμως μαζί της, και μόλις προλαβαίνει να της φωνάξει:

- Πέσε θεία κάτω από τη λεμονιά να γλυτώσεις.

Μια τρομερή έκρηξη συγκλονίζει την περιοχή.

Ετσι, ενώ βλέπουν τον κίνδυνο να τους πλησιάζει και τη θάλασσα να γεμίζει πλοία, αποφασίζουν να κινηθούν πεζοί πλέον προς το χωριό Ελιά. Η απόσταση δεν είναι πολύ μεγάλη- κάπου τρία χιλιόμετρα. Ελπίζουν ότι θα τα καταφέρουν χωρίς προβλήματα.

Η περιοχή είναι γνώριμη σ' αυτούς. Δεν γνωρίζουν όμως ότι οι Τούρκοι έχουν ήδη αποβιβασθεί και έχουν προελάσει προς την περιοχή που αποφασίζουν να κατευθυνθούν.

Ετσι ξεκινούν ανύποπτοι, ομαδικά με τα πόδια.

Στα μισά του δρόμου συναντούν τον Νεόφυτο Ορκάτη που τους καλεί να μείνουν στο υπόγειο του σπιτιού του μέχρι να ησυχάσουν τα πράγματα, όπως ελπίζει.

Τα αεροπλάνα συνεχίζουν να πολυβολούν και να βομβαρδίζουν και ο Πενταδάκτυλος φλέγεται. Κανένας δεν τολμά να συνεχίσει το δρόμο του μέσα σ' αυτή την κόλαση. Το υπόγειο τους προσφέρει μια μικρή έστω προστασία. Και όταν βραδυάζει αποφασίζουν να διανυκτερεύσουν μια και από παντού ακούονται πυροβολισμοί και η μετακίνηση τους είναι τώρα ακόμη πιο δύσκολη.

Στο σταύλο συναντούν αρκετούς άλλους, οι οποίοι είχαν φύγει από τη περιοχή τους πριν από αυτούς ή αργότερα. Συνολικά έχουν συγκεντρωθεί γύρω στα 40 άτομα, άνδρες και γυναικόπαιδα.

Μεταξύ άλλων εδώ βρίσκονται οι ακόλουθοι:

- Ανδρέας Μάντολες με τη σύζυγο του Ρίτα και τα δυο τους παιδιά, από την Ελιά.

- Γιαννής Γιακουμής με τη σύζυγο του Αναστασία και τα τέσσερα τους παιδιά, από τα Φτέρυχα,

- Χριστάκης Κυπριανού με τη σύζυγο του Ελένη και το παιδί τους από το Εξη Μίλι,

- Κώστας Μέλισσος με τη σύζυγο του και τα τα δυο τους παιδιά επίσης παό το Εξη Μίλι,

- Γιαννάκης Αθανάση, 12 χρόνων, από τον Καραβά,

- Θεόδωρος Αχιλλέως με τη σύζυγό του Γιαννούλα και τα τρία τους παιδιά από την Ελιά,

- Φοίβος Κυπριανού με τη σύζυγό του Γιαννούλα και τα τρία τους παιδιά, και

- Νεόφυτος Νεοφύτου, 90 χρόνων, απο την Ελιά.

Μέσα στο υπόγειο περνούν όλοι δύσκολες στιγμές χωρίς να γνωρίζουν τι θα απογίνουν. Αργά το βράδυ καταφθάνει στο υπόγειο και η Μαρία Θεοδώρου Σιωρή.

Η Μαρία βρισκόταν με τον έμπορο Κλείτο Παλάοντα από τη Μόρφου που κατεθυνόταν προς την Ελιά με την οικογένειά του με στόχο να απομακρυνθεί προς τον Καραβά.

Υστερα παό πολλές προσπάθειες είχαν καταφέρει να φθάσουν κοντά στο σπίτι του Ορκάτη. Η Μαρία άκουσε κλάματα παιδιών και τους είπε:

- Θα πάω μέχρι το σπίτι να δω αν είναι ο άνδρας μου με τα παιδιά μου.

Ετσι κατευθύνθηκε προς το σπίτι του Ορκάτη και ο Παλάοντας συνέχισε το δρόμο του προς τον Καραβά.

Ολοι διανυκτερεύουν στο υπόγειο το βράδυ του Σαββάτου 20 Ιουλίου. Μόλις ξημερώνει η Κυριακή η Μαρία Θεοδώρου ετοιμάζεται για να φύγει. Ανησυχεί για τον άνδρα της και τα παιδιά της. Οι γυναίκες προσπαθούν να την συγκρατήσουν.

- Που θα πας μέσα σ' αυτό το κακό;

Αυτή δεν ακούει από συμβουλές. Θέλει να φύγει προς την Ελιά, ίσως βρει τον άνδρα της, χωρίς να γνωρίζει όμως ότι αυτός έχει ήδη συλληφθεί και μεταφερθεί στην ακτή του "Πέντε Μιλιού" αιχμάλωτος.

Η Μαρία φεύγει αλλά δεν γυρίζει ποτέ πια...

Πλησιάζει μεσημέρι της Κυριακής 21 Ιουλίου 1974 όταν ο Παναγιώτης Τσιάκκας αναγγέλλει ότι είδε μέσα στο φούρνο ένα τραυματισμένο στρατιώτη, τον Χριστόφορο Ιατρού, όπως του είπε ο ίδιος ο στρατιώτης, από τον Αγρό.

Του δένουν την πληγή στο γλουτό και του δίνουν πολιτικά ρούχα. Σε λίγο γίνεται ένα με αυτούς και ακολουθεί τη μοίρα τους.

Η ώρα κυλά ανήσυχα. Τα αεροπλάνα που έχουν εμφανισθεί από το πρωί συνεχίζουν το όργιο των βομβαρδισμών. Οι Τούρκοι προελαύνουν και εκκαθαρίζουν την περιοχή από κάθε τι το ελληνικό και επεκτείνουν το προγεφύρωμα τους σιγά, σιγά, αλλά σταθερά. Ελέγχουν τώρα μια μεγάλη έκταση.

Ξαφνικα οι "εγκλωβισμένοι" ακούν πυροβολισμούς και αλαλαγμούς Τούρκων που τους πλησιάζουν. Παγώνουν. Ο ένας βλέπει τον άλλο και διερωτάται τι θα κάμει. Περαμένουν όλοι ακίνητοι, μαρμαρωμένοι. Οι γυναίκες προσπαθούν να σταματήσουν το κλάμα των παιδιών, μήπως και ακουσθεί. Να προσπαθήσουν να το σκάσουν είναι αδύνατο. Είναι τόσα άτομα. Πως θα φύγουν με τα μωρά στην αγκαλιά;

Οι Τούρκοι στρατιώτες πλησιάζουν. Κτυπούν την πόρτα και φωνάζουν. Κανένας δεν κινείται. Τι να κάμουν; Ο ένας περιμένει τον άλλο να κάμει την πρώτη κίνηση. Τελικά κινείται η Μηλίτσα Νικόλα.

- Εγώ είμαι γυναίκα, τους λέγει. Δεν θα τα βάλουν με μια γυναίκα.

Με όση ψυχραιμία της έχει απομείνει, η Μηλίτσα προχωρεί προς τη πόρτα και την μισανοίγει. Μπροστά της βλέπει έναν Τούρκο στρατιώτη να έχει στραμμένο το όπλο εναντίον της. Δεξιά του βρίσκεται ένας άλλος. Στο επάνω μέρος του σπιτιού πήραν θέσεις αρκετοί άλλοι. Τα χάνει προς στιγμή. Δεν ξέρει τι να κάμει. Είχε κινηθεί με τόση αποφασιστικότητα προς την πόρτα. Και τώρα που βλέπει τους Τούρκους στρατιώτες και τα όπλα τους προτεταμένα εναντίον της, δεν ξέρει να κάμει. Και ξαφνικά ανοίγει το στόμα της και όση δύναμη της έχει απομείνει φωνάζει:

- Μακάριος...Μακάριος...Μακάριος....

Ο στρατιώτης την πλησιαζει. Αφήνει το όπλο κάτω, ενώ κοιτάζει ύποπτα γύρω του.

Η λέξη Μακάριος είναι η μόνη που έρχεται στη γλώσσα της Μηλίτσας Νικόλα αυτή τη στιγμή. Στο ραδιόφωνο προηγουμένως είχε ακούσει τον "Μπαϋρακ", τον παράνομο ραδιοσταθμό των τουρκοκυπρίων, να μεταδίδει ότι οι Τούρκοι έρχονται στην Κύπρο για να αποκαταστήσουν τη συνταγματική τάξη και να επαναφέρουν τον Πρόεδρο Μακάριο στη θέση του ύστερα από το πραξικόπημα της χούντας των Αθηνών πέντε μέρες νωρίτερα, στις 15 Ιουλίου. Και σε κλάσματα του δευτερολέπτου σκέφτηκε ότι αν τους ανέφερε τη λέξη Μακάριος, ίσως θα γλύτωνε. Εξ άλλου δεν γνωρίζει τούρκικα για να τους πει ποιοι είναι και τι γυρεύουν ή ότι δεν έχουν στρατιώτες μαζί τους και ότι μέσα στο σπίτι βρίκονται μόνο πολίτες και γυναικόπαιδα.

Ο Τούρκος στρατιώτης συνεχίζει να κατευθύνεται προς αυτήν και να της μιλά στα τούρκικα. Αυτή όμως δεν καταλαμβαίνει τι της λέγει. Σε απάντηση του ξεχωρίζει και πάλι:

- Μακάριος... Μακάριος...

Ο στρατιώτης φαίνεται ότι κάτι έχει ακούσει προηγούμενα για τον Μακάριο. Γιατί όταν τελικά φθάνει κοντά της την ρωτά λες και δεν έχει ακούσει προηγουμένως:

- Μακάριος;

Ανήσυχη η Μηλίτσα Παρασκευά βλέπει τον στρατιώτη να στέκεται δίπλα της. Ο ιδρώτας τρέχει ποτάμι από το πρόσωπο της, καθώς προσπαθεί να του απαντήσει. Αλλά από το στόμα της βγαίνει μια κραυγή καθώς οι δυνάμεις της την εγκαταλείπουν:

- Ναι... Μακάριος... απαντά στον τούρκο και πέφτει κάτω στη γη λιπόθυμη.

Δειλά, δειλά, βγαίνουν στο μεταξύ και οι άλλοι εγκλωβισμένοι που μένουν στο υπόγειο. Οι Τούρκοι έχουν εχθρικές διαθέσεις. Πλησιάζουν τους άνδρες πρώτα. Μερικοί τους κτυπούν. Αλλοι πλησιάζουν τις γυναίκες και παίρνουν από αυτές τους σταυρούς τους, τα ρολόγια τους και ό,τι άλλο πολύτιμο έχουν.

Σε λίγο μέσα σε φωνές ξεχωρίζουν τις γυναίκες από τους άνδρες. Και τους διατάζουν να προχωρήσουν προς την κατεύθυνση του χωριού Ελιά. Ολοι ελπίζουν ότι θα τους συνοδεύσουν μέχρι το χωριό και θα τους αφήσουν εκεί.

Προχωρούν σαν φθάνουν σε ένα ελαιώνα οι Τούρκοι ξεχωρίζουν τον καθηγητή Βασίλη Ευθυμίου και τον αναγκάζουν να σταθεί κοντά σε μια Ελιά. Στην αγκαλιά του κρατά την κορούλα του, την Χάρεια μόλις διόμισυ χρόνων. Ο Τούρκος στρατιώτης απομακρύνεται από κοντά του και ξαφνικά στρέφει απότομα το όπλο του εναντίον του και τον σημαδεύει.

Οι γυναίκες αρχίζουν να διαμαρτύρονται και να φωνάζουν. Οι άνδρες κινούνται για να βοηθήσουν τον Ευθυμίου. Αλλά οι Τούρκοι στρατιώτες τους εμποδίζουν. Ο Βασίλης Ευθυμίου στέκεται κοντά στο δένδρο. Η κορούλα του σπαρταρά μέσα στα χέρια του. Δεν γνωρίζει τι γίνεται γύρω της. Δεν μπορεί να το αντιληφθεί. Γνωρίζει μόνο ότι βρίσκεται στη αγκαλιά του πατέρα της. Ομως κλαίει, ίσως επειδή βλέπει τη μητέρα της να καλεί κι' αυτή. Το γοερό κλάμα του παιδιού ξεσχίζει τις καρδιές όλων. Μόνο ο Τούρκος στρατιώτης μένει ασυγκίνητος. Ο Βασίλης Ευθυμίου προσπαθεί να την καθησυχάσει, ενώ βλέπει από απέναντι του τον Τούρκο στρατιώτη να τον σημαδεύει με το όπλο του, έτοιμος να πατήσει τη σκανδάλη.

Η σύζυγος του Ελένη δεν αντέχει αυτό το μαρτύριο και τρέχει να τον βοηθήσει. Ορμά πάνω στον Τούρκο στρατιώτη, ενώ εκείνη τη στιγμή ο σύζυγος της κάνει μια σωτήρια κίνηση. Βγάζει το κυλοτάκι του βρέφους το βάζει κάτω στο χώμα για να ουρήσει.

Η κίνηση του αυτή και η επέμβαση της συζύγου του κάμνουν τον Τούρκο στρατιώτη να αλλάξει γνώμη. Ο Ευθυμίου

σώζεται. Ομως οι γυναίκες ανησυχούν. Δεν γνωρίζουν πόσο θα κρατήσει αυτό το μαρτύριο. Και κανένας δεν βρίσκεται στην περιοχή για να τους βοηθήσει. Κανένας δεν ενδιαφέρεται γι' αυτούς. Βρίσκονται στο έλεος μιας ομάδας από 25-30 Τούρκους στρατιώτες μέσα σε ένα ελαιώνα, απροστάτευτοι. Η αγωνία κορυφώνεται. Το μίσος των Τούρκων εκδηλώνεται τώρα φανερά εναντίον των ανδρών. Τους κτυπούν. Τους βρίζουν. Και αυτοί υπομένουν χωρίς να προκαλούν, για να γλυτώσουν και τη ζωή τους και των οικογενειών τους. Και ξαφνικά αυτό που φοβούνται γίνεται. Οι Τούρκοι ξεχωρίζουν 13 άνδρες και τους οδηγούν σε άλλο σημείο.

Οι άνδρες που ξεχωρίζουν είναι:

- Βασίλης Ευθυμίου.

- Παναγιώτης Τσιάκκας

- Σάββας Τσιάκκας

- Ανδρέας Μάντολες

- Νεόφυτος Νεοφύτου.

- Γιαννάκης Αθανάση

- Γιαννής Γιακουμή.

- Σπύρος Κέλουρας

- Γιαννάκης Κοντεμενιώτης

- Κώστας Μέλισσος

- Φοίβος Κοντεμενιώτης

- Θεόδωρος Αχιλλέως

- Στρατιώτης.

Πολλοί από τους άνδρες που ξεχωρίζουν οι Τούρκοι κρατούν στην αγκαλιά τους τα μικρά τους παιδιά. Ο Παναγιώτης Τσιάκκας κρατά το ένα κορίτσι του Βασίλη Ευθυμίου, ο Γιανής Γιακουμή κρατά επίσης ένα κοριτσάκι, ο Ανδρέας Μάντολες το αγοράκι του 18 μηνών, ο Κώστας Μέλισσος τις δυο του κορούλες και ο Βασίλης Ευθυμίου το άλλο του κοριτσάκι.

Από αυτή τη στιγμή όλα γίνονται μέσα σε κινηματογραφική ταχύτητα. Οι γυναίκες βλέπουν τους Τούρκους στρατιώτες που προσπαθούν να τοποθετήσουν τους άνδρες σε παράταξη ή καλύτερα στο εκτελεστικό απόσπασμα.

Ενας Τούρκος στρατιώτης ανασύρει ξαφνικά το περίστροφό του και πυροβολεί σχεδόν εξ επαφής τον Θεόδωρο Αχιλλέως στο στήθος που πέφτει στο έδαφος.

Οι Τούρκοι απομακρύνουν στη συνέχεια τις γυναίκες από τη σκηνή. Οι άνδρες βρίσκονται ακόμα εκεί. Τους βλέπουν Οι Τούρκοι περιφέρονται γύρω τους και τους κτυπούν. Τους βασανίζουν. Οι γυναίκες δεν ξέρουν πως να τους βοηθήσουν. Και υπό την απειλή των όπλων των τούρκων στρατιωτών απομακρύνονται σε μικρή απόσταση. Είναι όμως κοντά για να ακούσουν τις ριπές των αυτομάτων που ακολουθούν...

Τραγικές σκηνές ακολουθούν στο άκουσμα των πυροβολισμών. Πολλές γυναίκες παθαίνουν νευρικό κλονισμό. Οι Τούρκοι καγχάζουν για το κατόρθωμά τους και προσπαθούν να κορέσουν το μένος τους αναζητώντας νέες κοπέλλες που έχουν απομείνει απροστάστευτες.

Ενας αξιωματικός όμως που μιλά άπταιστα την αγγλική γλώσσα επεμβαίνει την τελευταία στιγμή και τις σώζει... Ομως για τους 12 άνδρες δεν ξανάκουσαν...

Ο μόνος που δίδει σημεία ζωής είναι ο Βασίλης Ευθυμίου. Μόλις ο Ευθυμίου αντιλήφθηκε τον Τούρκο στρατιώτη να πυροβολεί εναντίον του Θεόδωρου Αχιλλέως με το περίστροφό του και ενώ οι άλλοι άρχιζαν να πυροβολούν με τα αυτόματα τους ενατίον των άλλων, αντιλήφθηκε ότι έφθανε το τέλος του. Ετσι προσποιούμενος πως θα πήγαινε προς τη γυναίκα του για να της δώσει το παιδί του, που κρατούσε στην αγκαλιά του, έτρεξε με όση δύναμη του είχε απομείνει και χάθηκε μέσα στα δέντρα της περιοχής. Μερικοί Τούρκοι έρριξαν εναντίον του μερικούς πυροβολισμούς αλλά δεν τον πέτυχαν.

Τρέχοντας μέσα στα δένδρα ο Βασίλης Ευθυμίου ακούει τις γοερές κραυγές των γυναικών που ανησυχούν για την τύχη των ανδρών. Οι Τούρκοι τις έχουν εγκαταλείψει από αυτή τη στιγμή μόνες να περιφέρονται μέσα στην επικίνδυνη αυτή περιοχή χωρίς προστασία τρομοκρατημένες και μόνες.

Κρατώντας την κορούλα του στην αγκαλιά το ο Βασίλης Ευθυμίου τρέχει σαν τρελλός για να γλυτώσει. Στο δρόμο συναντά τρία κοριτσάκια. Είναι μόνα τους χωρίς κανένα συνοδό. Τα καλεί κοντά του και τα προστατεύει. Προχωρώντας συναντά τρεις Τούρκους στρατιώτες. Τους μιλά αγγλικά:

- Είμαι βρετανός τουρίστας και θέλω να απομακρυνθώ από την περιοχή.

Οι Τούρκοι στρατιώτες τον συνοδεύουν για αρκετή ώρα προς την κατεύθυνση της θάλασσας. Τον συμβουλεύουν να απομακρυνθεί. Ετσι ο Ευθυμίου γλυτώνει για άλλη μια φορά και μαζί του γλυτώνουν και τα τέσσερα κοριτσάκια.

Προχωρώντας προς το άγνωστο ο Βασίλης Ευθυμίου συναντά τη σύζυγο του και τις άλλες γυναίκες. Οι Τούρκοι έχουν απομακρυνθεί από αυτές. Ο Ευθυμίου τρέχει προς τη σύζυγο του, της παραδίδει την κορούλα του και τα άλλα κοριτσάκια λέγοντας της:

- Πάρε το μωρό Ελένη. Δεν ξέρω τι έγιναν οι άλλοι. Εγώ πρέπει να φύγω γιατί κινδυνεύω.

Σε λίγο χάνεται τρέχοντας μέσα στα δένδρα.

Ο Ευθυμίου προχωρεί προς το σπίτι της αδελφής του Μαρίας Θεοδώρου Σιωρή, προς το "Εξη Μίλι" και κρύβεται μέσα στο πηγάδι. Για κακή του τύχη όμως στο σπίτι εγκαθίστανται Τούρκοι στρατιώτες. Μέσα στο πηγάδι αυτό περνά δραματικές στιγμές, νηστικός για επτά ολόκληρες μέρες. Πολλές φορές προσπαθεί να βγει από το πηγάδι με την απόφαση να προσπαθήσει να διαφύγει, αλλά την τελευταία στιγμή αλλάζει γνώμη.

Την έβδομη ημέρα, δηλαδή στις 28 Ιουλίου, οι ομιλίες των Τούρκων στρατιωτών δεν ακούονται πλέον. Υπολογίζει ότι θα έχουν απομακρυνθεί από το σπίτι. Ανεβαίνει, σιγά, σιγά, όλα τα σκαλιά του πηγαδιού και κοιτάζει από το στόμιο του προσεκτικά. Ψυχή Θεού δεν υπάρχει. Εξαντλημένος βγαίνει στην επιφάνεια. Είναι η πρώτη φορά μετά από επτά μέρες που βλέπει τον ήλιο. Κατευθύνεται δυτικά του δρόμου Λευκωσίας -Κερύνειας. Για καλή του τύχη συναντά Εθνοφρουρούς που τον μεταφέρουν στον Καραβά και στη σωτηρία.

Η περιπέτεια των γυναικοπαίδων κράτησε λιγότερες ημέρες. Κατευθύνθηκαν στο σπίτι της Ελένης Ευθυμίου. Κρύφτηκαν εκεί όπου πέρασαν δυο εφιαλτικά ημερονύκτια οπότε τους αντελήφθησαν Εθνοφρουροί και τους έδωσαν κάθε βοήθεια.

Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ: Ο Ανθυπολοχαγός Αδάμος Αβρααμίδης, από τη Μόρφου, κατά τη διαφυγή του από την περιοχή που ήλεγχαν οι Τούρκοι στο μικρό προγεφύρωμα τους που είχαν δημιουγήσει είχε περάσει από το σπίτι του Κώστα Δαμασκηνού που βρισκόταν προς την περιοχή του Καραβά δυτικότερα της Κερήνειας.

Εκεί συναντά τους πρώτους Ελληνες προς τους οποίους αφηγείται τι συνέβη σ' αυτόν και στους άλλους συναδέλφους του.

Στο μικρό σπίτι του περιβολιού του Δαμασκηνού μένουν περίπου 15 άτομα. Μεταξύ αυτών η σύζυγος του και ο γιος του Δημήτρης με τη σύζυγο του και το μωρό τους και μερικοί άλλοι, οι οποίοι έχουν καταφύγει στο σπίτι ζητώντας κάποιο μέρος για να μείνουν μέχρι να κοπάσει η θύελλα.

Ο Δημήτρης Δαμασκηνός, ένας από τους διευθυντές του ξενοδοχείου "Κλέαρχος" είχε καταφύγει στο σπίτι του πατέρα του μετά την έκρηξη της εισβολής. Κι εδώ διανυκτερεύει τη νύκτα του Σαββάτου, 20 Ιουλίου 1974.

Ολο το βράδυ το περνούν μέσα σε ένταση γιατί οι εκρήξεις που προκαλούν οι όλμοι συγκλονίζουν την περιοχή. Κανένας όμως δεν γνωρίζει από που έρχονται. Οι λίγοι στρατιώτες που έχουν κάμει την εμφάνιση τους, περιλαμβανομένου και του ανθυπολοχαγού Αβρααμίδη έχουν εξαφανισθεί από την περιοχή.

Ο Δημήτρης Δαμασκηνός αποφασίζει να μείνει για λίγο με τους άλλους στο σπιτάκι καθώς συνεχίζουν τις επιχειρήσεις τους τα τουρκικά πολεμικά αεροπλάνα.

Ομως γύρω στο μεσημέρι αποφασίζουν να κινηθούν. Μόλις φθάνουν στο σπίτι του Κίμωνα Τηλεμάχου από τον Καραβά, στα μισά του δρόμου, σταματούν για να ξεκουρασθούν. Και ενώ ακόμα δεν έχουν κορέσει τη δίψα τους από το νερό που βρίσκουν στο σπίτι του Τηλέμαχου ακούν φωνές.

Ο Δημήτρης Δαμασκηνός κρυφοκοιτάζει και βλέπει μερικούς Τούρκους στρατιώτες μέσα στα δένδρα να πυροβολούν στον αέρα. Αντιλαμβάνεται ότι κινδυνεύουν. Και προσπαθεί να βρει τρόπο για να αποφύγουν αυτό που όλοι φοβούνται. Κατασκευάζει αμέσως μια πρόχειρη "σημαία" από ένα κομμάτι άσπρο πανί που βρίσκει πρόχειρο δίπλα του. Το δένει πάνω σε ένα κομμάτι ξύλο και το υψώνει στον αέρα.

Σε λίγο πλησιάζουν οι Τούρκοι. Βλέπουν την άσπρη "σημαία". Πλησιάζουν τους Ελληνες και τους καλούν να βγουν έξω από το σπίτι.

Γύρω ακούγονται πυροβολισμοί. Και ενώ ένας Τούρκος στρατιώτης προσπαθεί με νοήματα να δείξει στον Δαμασκηνό ότι θα τους μεταφέρουν στην ακτή για να τους βάλουν σε πλοία, μια σφαίρα τον κτυπά στο χέρι και στο στομάχι.

- Αμάν Αλλάχ, φωνάζει ο Τούρκος στρατιώτης και σωριάζεται στο έδαφος.

Οι συνάδελφοί του αποκρύνονται πανικοβλημένοι από την περιοχή και εγκαταλείπουν τον τραυματία Τούρκο στρατιώτη στα χέρια του Δαμασκηνού. Μη έχοντας τι να κάμει αρχίζει να του προσφέρει τις πρώτες βοήθειες. Του δένει τις πληγές και ενώ διερωτάται τι θα κάμει τον Τούρκο στρατιώτη, εμφανίζεται μπροστά του ένας Τούρκος αξιωματικός και μερικοί στρατιώτες.

Οι στρατιώτες έχουν τα όπλα τους προτεταμένα εναντίον του Δαμασκηνού και μερικοί τον απειλούν και δείχνουν άγριες διαθέσεις. Ομως ο αξιωματικός επεμβαίνει και τους φωνάζει, σαν να τους λεγει:

- Αυτός ο άνθρωπος περιποιείται τον συνάδελφο σας κι εσείς θέλετε να τον σκοτώσετε;

Αυτα τα λόγια θα πρέπει να τους είπε ο αξιωαματικός, γιατί οι Τούρκοι στρατιώτες κατέβασαν αμέσως τα όπλα τους. Ο αξιωματικός φαίνεται ότι εκτίμησε την ενέργεια του Δημήτρη Δαμασκηνού γι' αυτό φροντίζει για την ασφαλή τους μεταφορά στο "Πέντε Μίλι", όπου βρίσκονται και οι άλλοι αιχμάλωτοι