Πρώτη Ηλεκτρονική Ιστορία της Κύπρου

image

Δωρεάν προσφορά σε ερευνητές, μελετητές, φοιτητές, μαθητές και δημοσιογράφους.

Από την Κύπρο στην αρχαιότητα, μέχρι την Κύπρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αγγλοκρατία, η ΕΟΚΑ, το πραξικόπημα, το σχέδιο Ανάν, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αρχείο Παναγιώτη Παπαδημήτρη

papademetris-pΜοναδικό αρχείο στο οποίο μπορείτε να προστρέξετε και να αναζητήσετε εύκολα και γρήγορα αυτό που θέλετε για μια περίοδο 8.000 ετών για την Ιστορία της Κύπρου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

20.7.1974: Ο τούρκος Συνταγματάρχης Καραογλάνογλου σκοτώνεται σε σύγκρουση κοντά στο κέντρο "Ανεμόμυλος" στο δρόμο προς την Κερύνεια. Δύσκολη προσπάθεια διαφυγής μέσα από τις γραμμές του Ανθυπολοχαγού Αδάμου Αβρααμίδη και του δεκανέα Χριστόφορου Ιατρού.

S-2168

20.7.1974: Ο ΤΟΥΡΚΟΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΚΑΡΑΟΓΛΑΝΟΓΛΟΥ ΣΚΟΤΩΝΕΤΑΙ ΣΕ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ "ΑΝΕΜΟΜΥΛΟΣ", ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΚΕΡΥΝΕΙΑ. ΔΥΣΚΟΛΗ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΔΙΑΦΥΓΗΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΤΟΥ ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΟΥ ΑΔΑΜΟΥ ΑΒΡΑΑΜΙΔΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΕΚΑΝΕΑ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΙΑΤΡΟΥ

Οι συγκρούσεις το απόγευμα της 20ης Ιουλίου 1974 μεταξύ εισβολέων και Εθνοφρουρών στην περιοχή "Πικρό Νερό" κοντά στο "Πέντε Μίλι" δέκα χιλιόμετρα περίπου δυτικά από τη Κερύνεια, συνεχίζονται. Και οι 100 περίπου Ελληνες αιχμάλωτοι στην περιοχή του "Πέντε Μιλιού" βλέπουν τη μεταφορά πολλών νεκρών και τραυματιών Τούρκων, δείγμα ότι οι εισβολείς αντιμετωπίζουν έστω και τώρα μεγάλη αντίσταση.

Στη μάχη μετέχει μια διλοχία του 316 Τάγματος Πεζικού, η οποία φθάνει από το Συριανοχώρι της περιοχής Μόρφου και μια διμοιρία του 251 Τάγματος Πεζικού με τον ελλαδίτη Λοχαγό Τσίτσα.

Η διμοιρία διενεργεί διάφορες αντεπιθέσεις από το Αρχηγείο του Τάγματος που βρίσκεται κοντά στο Τριμίθι, παρά τον διπλανό χωριό Αγιος Γεώργιος Κερύνειας.

Η διλοχία του 316 Τ.Π. είχε ξεκινήσει το πρωί του Σαββάτου, 20 Ιουλίου, από το Συριανοχώρι Μόρφου, λίγο μετά την κατάταξη των Εφέδρων που κλήθηκαν μετά την έναρξη της τουρκικής εισβολής να παρουσιασθούν στους προκαθορισμένους χώρους.

Εκεί τους μίλησε ο διοικητής τους, ένας ελλαδίτης συνταγματάχης, ο οποίος κατέβαλε κάθε προσπάθεια να τους εθαρρύνει και να τους κάνει να ξεχάσουν τα πάθη και τα μίση που τυχόν είχαν δημιουργηθεί κατά το πραξικόπημα μεταξύ τους, μια και δεν τους γνωρίζει, ώστε πηγαίνοντας στον πόλεμο να αισθάνονται ενωμένοι.

Τους είπε:

"Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν Γριβικοί, Μακαριακοί, πραξικοπηματίες και αντιπραξιοκοπηματίες. Είμαστε όλοι Ελληνες. Είμαστε όλοι αδέλφια. Προορισμός μας είναι η Κερύνεια. Αυτή τη στιγμή η ελληνική αεροπορία κτυπά στην Κωνσταντινούπολη. Θάρρος. Θα νικήσουμε".

Μετά τα ενθαρρυντικά αυτά λόγια του Συνταγματάρχη οι Εφεδροι ανεβαίνουν στα αυτοκίνητα, φορτηγά και λεωφορεία, και ξεκινούν προς την Κερύνεια και το άγνωστο, χωρίς να γνωρίζουν στην ουσία που βρίσκονται οι Τούρκοι ή αν έγινε εισβολή και που.

Στην πρώτη διμοιρία, που βρίσκεται επικεφαλής της αυτοκινητοπομπής, είναι οι Ανθυπολοχαγοί Ανδρέας Χριστοφόρου, Χρυσόστομος Αυγουστής από τα Καννάβια και Αδάμος Αβρααμίδης από τη Μόρφου.

Στη δεύτερη διμοιρία, στο δεύτερο αυτοκίνητο, είναι ο Ανθυπολοχαγός Γεώργιος Ιωάννου, από τον Αγρό.

Η φάλαγγα συνεχίζει την πορεία της. Ο Αντισυνταγματάχης ακολουθεί. Φθάνουν στα Πάναγρα λίγο πριν εισέλθουν στον παραλιακό δρόμο προς τη Κερύνεια και ακούν τις πρώτες εκρήξεις που προκαλούν οι οβίδες των τουρκικών πλοίων και οι οποίες συγκλονίζουν την περιοχή. Τα πλοία φαίνονται και με γυμνό μάτι στα ανοικτά των βόρειων ακτών της Κύπρου.

Είναι η δεύτερη απογευματινή ώρα του Σαββάτου και η αυτοκινητοπομπή περνά από το ξενοδοχείο "Κλέαρχος" στο δρόμο προς την Κερύνεια και στην περιοχή όπου αποβιβάστηκαν οι Τούρκοι. Σε μικρή απόσταση από το ξενοδοχείο βλέπουν μερικούς Εθνοφρουρούς μέσα στα άρματα. Ενας τους φωνάζει:

- Ε...ε...ε... που πάτεεε...

- Στην Κερύνειααα......, απαντούν αυτοί με ενθουσιασμό.

- Καλή τύχηηη...

Η αυτοκινητοπομπή συνεχίζει την πορεία της. Πλησιάζουν προς το κέντρο "Ανεμόμυλος" κι εκεί ο ανθυπολοχαγός Αβρααμίδης αντιλαμβάνεται μια μικρή τουρκική σημαία κοντά στο κέντρο. Λέγει σε ένα συνάδελφο του ανθυπολοχαγό:

- Υπάρχουν Τούρκοι εδώ.

- Ναι, αλλά προορισμός μας είναι η Κερύνεια.

Το αυτοκίνητο συνεχίζει την πορεία του για λίγα μέτρα ακόμα. Βρίσκονται πολύ κοντά προς το κέντρο. Μπροστά τους μέσα στο δρόμο βλέπουν ξαφνικά δυο στρατιωτικούς να τους κάνου νόημα να σταματήσουν. Είναι και οι δυο οπλισμένοι με αυτόματα και χειροβομβίδες. Δεξιά τους βλέπουν ένα τρίτο στρατιώτη.

Ο ένας που φαίνεται ανώτερος στο βαθμό με μαύρο μουστάκι, γύρω στα 45-50 του χρόνια, τους απευθύνει το λόγο. αλλά μιλά τούρκικα.

Αντιλαμβάνονται τι συμβαίνει και διατάζουν τους άνδρες τους να κατέβουν από τα αυτοκίνητα τους και να πάρουν θέσεις μάχης, ενώ ο Τούρκος αξιωματικός, ο οποίος υπολογίζουν ότι είναι συταγματάρχης τους μιλά ακόμα.

Οι τρεις ανθυπολοχαγοί πλησιάζουν υπό κάλυψη των ανδρών τους και του αναφέρουν ότι πηγαίνουν στην Κερύνεια. Αυτός δεν φαίνεται να καταλαμβαίνει τι του λένε. Παράλληλα άλλοι στρατιώτες τους πλησιάζουν και τους αφοπλίζουν.

Η ενέργεια αυτή των Εθνοφρουρων προκαλεί την αντίδραση των άλλων Τούρκων στρατιωτών που μέχρι αυτή τη στιγμή παραμένουν καλυμμένοι μέσα στα δένδρα και παρακολουθούν τους αξιωμαστικούς τους χωρίς να επεμβαίνουν.

Αρχίζουν να βάλλουν εναντίον των Εθνοφρουρών με όλα τα μέσα που διαθέτουν. Η απάντηση είναι άμεση από μέρους των Εθνοφρουρών. Στην προσπάθεια τους να απομακρυνθούν οι τρεις αξιωματικοί βρίσκονται μέσα στα διασταυρούμενα πυρά και σκοτώνονται.

(Την επομένη ο παράνομος ραδιοσταθμός των τουρκοκυπρίων "Μπαϋράκ" μετέδιδε ότι ο συνταγματάρχης Καραογλάνογλου έχει φονευθεί στην περιοχή εκείνη, όπου αργότερα έγινε και μαυσωλείο- μουσείο προς τιμή του που φέρει και το όνομά του και στο ποίο οι Τούρκοι έχουν θάψει νεκρους της εισβολής. Συνδυάζοντας τα γεγνότα αυτά ο Αβρααμίδης υπολογίζει ότι θα πρέπει να ήταν ο Καραογλάνογλου αυτός που έκαμνε ..."ώτο στοπ" στο δρόμο).

Ο σπινθήρας που άναψε μετατρέπεται στα γρήγορα σε σκληρή μάχη και αμέσως εναντίον των Εθνοφρουρών αρχίζουν να πέφτουν όλμοι από μακρυά και ό,τι άλλο έχουν στη διάθεση τους προς το παρόν οι εισβολείς.

Οι Τούρκοι βάλλουν συνεχώς και μέσα στη βροχή των σφαιρών ο Ανθυπολοχαγός Αβρααμίδης πλησιάζει τον Χριστοφόρου για να δουν τι θα κάμουν.

Ο Χριστοφόρου του λέγει:

- Μείνε εσύ εδώ και εγώ με τον Αυγουστή θα κάνουμε μια κατόπτευση της περιοχής για να δούμε τι γίνεται.

Ετσι οι δυο ανθυπολοχαγοί προχωρούν περίπου 20 μέτρα. Ενώ προχωρούν ο Αβρααμίδης ακούει το σφύριγμα ενός όλμου που έρχεται προς την κατεύθυνση τους.

Σκύβει μηχανικά και προσπαθεί να κρυφθεί. Ο όλμος σκάει κοντά τους χωρίς να προκαλ'εσει ευτυχώς θύματα. Και πριν ακόμα διαλυθεί το μικρό σύννεφο σκόνης που δημιουργεί ακούει τον ανθυπολοχαγό Χριστοφόρου να του φωνάζει:

- Δάσκαλε, προσπαθείστε να σωθείτε με όποιο τρόπο μπορείτε. Οι Τούρκοι εδώ είναι πάρα πολλοί.

Το αντιλαμβάνεται και ο ίδιος ότι οι Τούρκοι στρατιώτες, οι οποίοι παραμόνευαν εκεί ή είχαν στήσει ενέδρα μέσα στο δρόμο θα πρέπει να ήσαν πολλοί, αλλά αυτή τη στιγμή μέσα στη σύγχυση τους από το πρώτο βάφτισμα του πυρός δεν αντιδρούν, όπως έπρεπε να αντιδράσουν. Και το χειρότερο δεν έχουν κανένα πεπειραμένο μαζί τους. Οι ανώτεροι τους βρίσκονται λίγο πιο κάτω.

Ετσι οι άνδρες αποφασίζουν να παραμείνουν εκεί μέχρι να δουν τι θα γίνει. Οι Τούρκοι βάλλουν ακόμη εναντίον τους για αρκετή ώρα. Σε μικρή απόσταση ο Αβρααμίδης βλέπει τον συνάδελφο του Ανθυπολοχαγό Αυγουστή να πέφτει στο έδαφος τραυματισμένος από μια σφαίρα. Υπολογίζει ότι θα έχει τραυματισθεί στα πόδια.

Ο Αυγουστή προσπαθεί να συρθεί στο έδαφος. Σιγά, σιγά φθάνει δίπλα από ένα αυτοκίνητο. Κανένας δεν μπορεί να τον πλησιάσει για να τον βοηθήσει. Από μακρυά ο Αβρααμίδης βλέπει την ενέργεια αυτή του Ανθυπολοχαγό ως πολύ επικίνδυνη:

- Φύγε από εκεί, είναι επικίνδυνο, του φωνάζει.

Ο Αυγουστή μετακινείται και βρίσκει κάλυψη κάτω από μια χαρουπιά. Η ενέργεια του αυτή αποβαίνει σωτήρια γιατί στο μεταξύ ένας άλλος όλμος πέφτει κάτω στο αυτοκίνητο της Εθνικής Φρουράς και το διαλύει.

Σε λίγο πέφτει δίπλα του τραυματισμένος από ένα βλήμα όλμου και ο τρίτος Ανθυπολοχαγός Ανδρέας Χριστοφόρου.

Ο Ανθυπολοχαγός Αβρααμίδης, ο οποίος στο μεταξύ βρίσκεται ακόμη μέσα στο δρόμο κρυμμένος δίπλα σε ένα αυλάκι, ζητεί από τους άνδρες του κάλυψη για να μπορέσει να βγει και αυτός στην όχθη του δρόμου. Ενας έφεδρος τον καλύπτει με το μπρεν του. Ενώ τρέχει δυο σφαίρες κτυπούν στο κράνος του και ευτυχώς εξωστρακίζονται.

Από αυτή τη στιγμή ακολουθεί κόλαση πυρός. Η κίνηση από το ένα σημείο στο άλλο είναι δύσκολη. Και μέσα σ' αυτό το χάος ο ανθυπολοχαγός Αβρααμίδης αναλαμβάνει να συντονίσει τις ενέργειες της διμοιρίας, η οποία στο μεταξύ έχει αυτοδιαλυθεί.

- Ολα τα όπλα να βάλλουν συνεχώς μέχρι να δούμε τι μπορεί να γίνει, διατάζει.

Εγνοια του Ανθυπολοχαγού είναι να αποφύγει προέλαση των Τούρκων, αλλά για να μπορέσει να απομακρύνει, αν το κατορθώσει, τους δυο τραυματίες ανθυπολοχαγούς. Βρίσκονται και οι δυο λίγο πιο κάτω από αυτόν και την υπόλοιπη ομάδα. Αλλά δεν μπορεί να τους βοηθήσει.

Ομως τα λίγα πυρομαχικά που διαθέτουν οι άνδρες του αρχίζουν να εξανατλούνται. Είναι και αυτό ένα δράμα της εισβολής. Πήγαν στον πόλεμο με μερικές μόνο σφαίρες.

Ο κίνδυνος για όλους είναι μεγάλος. Κινδυνεύουν να κυκλωθούν από τους Τούρκους και να συλληφθούν αιχμάλωτοι, αν συνεχίσουν με τον ρυθμό αυτό. Διατάζει οπισθοχώρηση.

Μόλις αντιλαμβάνονται την κίνηση τους αυτή οι Τούρκοι εντείνουν περισσότερο τα πυρά τους και οι όλμοι οργώνουν την περιοχή. Παράλληλα ο Αβρααμίδης στέλλει ένα στρατιώτη να βρει τον διοικητή και να ζητήσει ενισχύσεις.

Παίρνουν θέσεις λίγα μέτρα πιο κατω. Εκεί μάχονται μέχρι τις 2.30 το απόγευμα οπότε η μάχη σταματά. Οι Τούρκοι έχουν πάρει φαίνεται άλλες διαταγές.

Από μακρυά ο ανθυπολοχγός Αβρααμίδης βλέπει τους Τούρκους να πλησιάζουν τον συνάδελφο τους Αυγουστή, να τον σέρνουν στο έδαφος και να τον οδηγούν σε άγνωστο μέρος. Υπολογίζει ότι το ίδιο συμβαίνει και με τον άλλο τραυματία, τον Ανθυπολοχαγό Χριστοφόρου, ο οποίος βρίσκεται λίγα μέτρα πιο κάτω από αυτόν, αλλά δεν τον βλέπει καθώς είναι κρυμμένος πίσω από μερικά δένδρα.

Οι Τούρκοι είχαν πραγματικά πλησιάσει τον τραυματία Χριστοφόρου και άρχισαν να τον ληστεύουν από ό,τι πολύτιμο είχε μαζί του. Τον Αυγουστή δεν τον είχαν αντιληφθεί και ήλπιζε ότι θα κατάφερνε σιγά, σιγά, έρποντας να απομακρυνθεί. Οταν όμως τέλειωσαν με τον Χριστοφόρου, είδε ένα στρατιώτη να τον κοιτάζει άγρια και να ορμά εναντίον του με προτεταμένη τη λόγχη του όπλου του.

Το ίδιο κάμνουν και οι άλλοι τέσσερις. Βρίσκουν ακόμα ένα θύμα. Αφού τον ληστεύουν προσπαθούν να τον αναγκάσουν να σηκωθεί. Ομως τα τραύματά του είναι πολύ σοβαρά και σωριάζεται στο έδαφος.

Ετσι δυο στρατιώτες τον παίρνουν από τα χέρια και τον σέρνουν μέχρι την ακτή του "Πέντε Μιλιού", παρά τις διαμαρτυρίες και τους φρικτούς πόνους που αισθάνεται. Είναι αυτή τη σκηνή που βλέπει ο Ανθυπολοχαγός Αβραμίδης και ανασυχεί για την τύχη του συναδέλφου του.

Στην ακτή ο Αυγουστή βλέπει και τους άλλους αιχμαλώτους πολίτες και στρατιώτες που είχαν μεταφερθεί εδώ. Οι δυο Τούρκοι στρατιώτες τον ρίχνουν μέσα σε μια καμπίνα που χρησιμοποιούσαν οι λουόμενοι.

Εδώ ο Αυγουστής ακολουθεί και αυτός τη μοίρα των άλλων αιχμαλώτων, ενώ το αίμα τρέχει ποτάμι από τις πληγές του και οι πόνοι είναι αφόρητοι.

Κοντά στο κέντρο "Ανεμόμυλος" ο Ανθυπολοχαγός Aβρααμίδης περνά και ο ίδιος δύσκολες στιγμές. Περιμένει με αγωνία τον στρατιώτη που έστειλε για να ζητήσει ενισχύσεις. Αυτός δεν φαίνεται. Ούτε κανένας άλλος άνδρας του, φαίνεται δίπλα του. Ολοι έχουν υποχωρήσει σε πιο ασφαλές μέρος. Αυτός βρίσκεται πολύ κοντά στους Τούρκους. Μόνος. Κι' εκεί που συλλογίζεται τι να καμει, τον πλησιάζει ένας δεκανέας.

Είναι ο δεκανέας Χριστόφορος Ιατρού, από τον Αγρό, ο οποίος μένει μαζί του. Είναι τραυματισμένος επιπόλαια στο χέρι. Ο Ανθυπολοχαγός και ο Δεκανέας παραμένουν στις θέσεις του για αρκετή ώρα.

Ωστόσο, γύρω στις τέσσερις το απόγευμα τα τεθωρακισμένα της Εθνικής Φρουράς βάλλουν στην περιοχή του "Κλέαρχος". Είναι μερικά ερπυστριοφόρα και μερικά άρματα μεταφοράς προσωπικού "Μπι Τι Αρ". Οι δυο άνδρες ελπίζουν ότι τελικά τα άρματα θα μπορέσουνν να προελάσουν και να φθάσουν στην περιοχή τους, ώστε να μπορέσουν να απομακρυνθούν.

Για κακή τους τύχη, όμως, σε λίγο κάμνουν την εμφάνιση τους τα τουρκικά αεροπλάνα και αρχίζουν να βάλλουν εναντίον των ανδρών, ενώ όλμοι γαζώνουν και πάλι την περιοχή. Τελικά τα άρματα εγκαταλείπονται από τους άνδρες της Εθνικής Φρουράς που τρέπονται σε φυγή. Ενας από αυτούς είναι ο στρατιώτης Μασούρας, από τη Ζώδια, ο οποίος τρέχει μαζί με τους άλλους για να απομακρυνθεί. Από τη στιγμή αυτή δεν τον ξανάδε κανένας.

Ετσι η βοήθεια που ήλπιζαν ο Ανθυπολοχαγός Αβρααμίδης και ο δεκανέας Χριστόφορος Ιατρού και οι άλλοι στρατιώτες πιο πέρα δεν φαίνεται να υπάρχει τρόπος να υλοποιηθεί.

Μια βόμβα που ρίχνει ένα τουρκικό αεροπλάνο πέφτει σε απόσταση μεικών μέτρων από τους δυο άνδρες. Το χώμα τους σκεπάζει. Αλλά γλυτώνουν. Με την έκρηξη της βόμβας οι υπόλοιποι άνδρες του Ανθυπολοχαγού Αβρααμίδη αναδιπλώνονται συνεχώς όλο και πιο πίσω. Σε λίγο οι δυο ανακαλύπτουν ότι έχουν απομείνει εντελώς μόνοι στην περιοχή. Εχουν παγιδευθεί εκεί κοντά στις τουρκικές γραμμές.

- Θα περιμένουμε να σκοτεινιάσει για να φύγουμε. Είναι η μόνη μας ελπίδα, λέγει ο ανθυπολοχαγός στο δεκανέα. Ας περιμένουμε να βραδυάσει και τότε κινούμαστε.

Κρύβονται καλύτερα στα πρόχειρα προχώματα τους. Από μακρυά ακούγονται πυροβολισμοί και εκρήξεις. Τα τουρκικά αεροπλάνα κάμνουν καλά τη δουλειά τους.

Η ώρα περνά ανήσυχα και όπως είναι καλοκαίρι αργεί να έλθει το σκοτάδι. Οι δυο νέοι παρακολουθούν τον ήλιο που γέρνει προς την περιοχή των Πανάγρων. Τους φάνηκε ότι αυτή τη μέρα καθυστέρησε πολύ να δύσει.

Ενω οι τελευταίες ηλιακτίδες κτυπούν πάνω στις μύτες των δένδρων, κάμνουν τη εμφάνιση τους δυο Τούρκοι στρατιώτες. Οι δυο άνδρες κρατούν ακόμα και την αναπνοή τους. Η καρδιά τους πάει να σπάσει από την αγωνία. Φοβούνται ότι φθάνει και η δική τους σειρά.

Για καλή τους τύχη όμως οι Τούρκοι, δεν φαίνονται να ενδιαφέρονται γι' αυτούς. Κινούνται λίγο προς τις θέσεις τους και κάθονται κάτω από μια χαρουπιά. Σε λίγο το σκοτάδι καλύπτει τις κινήσεις τους.

Ακίνητοι οι δυο νέοι, ακούν τους δυο Τούρκους στρατιώτες που κουβεντιάζουν. Η συνομιλία τους φθάνει πολύ καθαρά κοντά τους, αλλά δεν καταλαμβαίνουν τι λένε. Ισως διηγείται ο καθένας τις εμπειρίες του από την Κύπρο. Ισως δείχνει ο ένας στον άλλο τα λάφυρα που έχει κατορθώσει να πάρει.

Οι δυο Τούρκοι στρατιώτες πρέπει να φυλάνε σκοπιά κάτω από τα δένδρα. Σε λίγο ο ένας ακούγεται να χασμουριέται. Το ίδο κάνει και ο δεύτερος.

Ο ανθυπλοχαγός Αβρααμίδης με τον δεκανέα Ιατρού δεν κλείνουν μάτι. Είναι και οι δυο καταϊδρωμένοι από την αγωνία. Το λίγο αεράκι που φυσά μυρίζει κι' αυτό καμένα ξύλα και χόρτα από τις πυρκαγιές που προκάλεσαν οι βόμβες των τουρκικών αεροπλάνων και οι όλμοι.

Οι ομιλίες των Τούρκων δεν ακούγονται πια. Ο ανθυπολοχαγός Αβρααμίδης κοιτάζει το ρολόϊ του. Είναι 9.30. Το φεγγάρι έχει ανέβει ψηλά στον ουρανό. Ο κίνδυνος να κινηθούν τώρα είναι μεγάλος. Αλλά πρέπει να φύγουν. Υπάρχουν πολλά σκιερά μέρη, στα οποία μπορουν να κινηθούν. Το πρωί θα είναι χειρότερα γι' αυτούς, σκέφτεται.

- Ωρα να πηγαίνουμε, είπε στο δεκανέα Ιατρού. Το σχέδιο διαφυγής μας είναι απλό. Θα κινηθούμε δυτικά. Θα ακολουθήσουμε τα σκιερά μέρη για να μη γινόμαστε αντιληπτοί. Μπροστά θα πηγαίνω εγώ. Θα διανύω απόσταση γύρω στα 50 μέτρα.Θα σταματώ και θα ακολουθείς εσύ. Πριν ξεκινώ θα σου δείχνω το μέρος από πού θα πάμε. Προσπάθεια μας είναι να φθάσουμε στον Καραβά.

Ο ανθυπολοχαγός Αβρααμίδης κάνει τον σταυρό του και ξεκινά με "βάδισμα γάτας". Ακολουθεί τα σκιερά μέρη, ενώ παράλληλα προσπαθεί να εντοπίσει ύποπτες κινήσεις στα ξέφωτα. Το χέρι του βρίσκεται στη σκανδάλη του αυτομάτου του. Είναι αποφασισμένος να τα παίξει όλα για όλα. Να πωλήσει ακριβά το τομάρι του σε περίπτωση που κάποιος θα τον αντιληφθεί ή βάλει εναντίον του. Με κομμένη την ανάσα διανύει την πρώτη απόσταση και σταματά. Σε λίγο κάμνει την εμφάνιση του και ο δεκανέας.

Ανταλλάσσουν δυο λόγια στα κρυφά. Τώρα είναι πιο πρσεκτικοί. Κατευθύνονται ολοταχώς προς την περιοχή που βρίσκονταν οι δυο Τούρκοι στρατιώτες φρουροί που τους άκουγαν να κουβεντιάζουν πριν από λίγο. Ο Ανθυπολοχαγός Αβρααμίδης τα καταφέρνει. Περνά από πολύ μικρή απόσταση από το σημείο, όπου υπολογίζει ότι θα πρέπει να βρίσκονταν οι δυο Τούρκοι φρουροί. Ακούει την ανάσα τους. Κοιμούνται μακάρια. Προχωρά και κάθεται σε κάποιο σκιερό μέρος. Τον πλησιάζει και πάλι ο Ιατρού. Εχουν περάσει το πρώτο εμπόδιο.

Ξεκουράζονται για λίγο, όσο τους επιτρέπει ο χρόνος. Κινούνται με πολύ αργό βήμα. Και πρέπει μέχρι το πρωί να απομακρυνθούν για καλά από την επικίνδυνη ζώνη, όπως υπολογίζουν.

- Μέχρι εδώ καλά τα πήγαμε, ψιθυρίζει στον Ιατρού ο Ανθυπολοχαγός. Από εδώ και μπρος θα ακολουθήσουμε τις καμένες περιοχές.

Ο Ανθυπολοχαγός Αβρααμίδης υπολογιζει ότι οι Τούρκοι,έστω αι αν βρίσκονται στην περιοχή, δεν θα καθήσουν μέσα στους καπνούς για να προσέχουν σκοπιές.

Προχωρά πάλι μπροστά ο Ανθυυθπολοχαγός. Διανύει τα 50 μέτρα του και κάθεται. Περιμένει τον δεκανέα. Αυτός αργεί να φανεί. Περιμένει για αρετή ώρα. Ο δεκανέας δεν φαίνεται. Η καριδά του πάει να σπάσει από την αγωνία. Δεν γνωρίζει τι απέγινε. Χίλιες δυο σκέψεις περνούν από το νου του. Τον συνέλαβαν οι τούρκοι; Εχασε το δρομολόγιο μέσα στα καμένα δένδρα και τους καπνούς; Και αν τον συνέλαβαν οι τούκοι ίσως αποκαλύψει ότι μαζί του λίγα μέτρα πιο κάτω είναι και ο ίδιος. Δεν θα έλθει και η δική του σειρά, διερωτάται. Δεν είχε ακούσει όμως καμιά φωνή, κανένα πυροβολισμό. Τι συνέβη στον υφιστάμενο του;

Με αυτές τις σκέψεις περιμένει μερικά ακόμα λεπτά. Τα λεπτά όμως φαίνονται ώρες, αιώνες. Η αγωνία και η ανησυχία τον ζώνουν. Και αποφασίζει να κινηθεί πλέον μόνος του, γιατί υπάρχει ο κίνδυνος να ξημερώσει και να τον εντωπίσουν πιο εύκολα οι τούρκοι.

Συνεχίζει την πορεία του προς το άγνωστο ανάμεσα στα καμένα λεμονόδενδρα μόνος πια. Μετά από αρκετή περιπλάνηση πλησιάζει σε ένα περιβόλι. Δεν είναι τόσο καμένα τα δένδρα εδώ. Υπολογίζει ότι βρίσκεται στην περιοχή του Καραβά. Ελπίζει πως έχει ξεφύγει από την περιοχή που ελέγχουν οι Τούρκοι. Κάθεται για λίγο να ξαποστάσει. Τα χείλη του έχουν στεγνώσει. Τα νεύρα του είναι τεντωμένα. Κοιτάζει ανήσυχα γύρω του. Και ξαφνικά εκεί που κάθεται ακούει παιδικό κλάμα και φωνές. Τεντώνει το αυτί του και βεβαιώνεται. Οι φωνές είναι ελληνικές. Ενας άνδρας φωνάζει στη γυναίκα του:

- Και σου έλεγα να πάρουμε και το...

Δεν μπορεί να ξεχωρίσει τίποτε άλλο. Αυτά ήταν αρκετά όμως για να τον κάνουν να ησυχάσει, να ηρεμήσει. Οι φωνές του άνδρα και το παιδικό κλάμα ήταν αρκετά γι' αυτόν. Ωστε είχε φύγει από τον περιοχή που ήλεγχαν οι Τούρκοι. Ενα χαμόγελο ανθεί στα στεχνά πικρά του χείλη. Επί τέλους ο κίνδυνος έχει περάσει.

Το μωρό συνεχίζει το κλάμα του που τόσο χαίρεται να του ακούει ο Δάσκαλος Ανθυπολοχαγός. Θέλει να γελάσει, να πανηγυρίσει. Η περιπέτεια της δύσκολης αυτής μέρας έχει περάσει. Ετοιμάζεται να κινηθεί προς το σπίτι. Και ξαφνικά νέο εμπόδιο παρουσιάζεται. Από μακρυά, ανάμεσα στα δένδρα ακούει φωνές. Στήνει και πάλι το αυτί του και ακούει πιο καθαρά. Είναι Ελληνες. Και μάλιστα Εθνοφρουροί. Απο ό,τι λέγουν, αντιλαμβάνεται ότι ετοιμάζονται να κάμουν εκκαθάριση στο σπίτι και να προχωρήσουν. Υπολογίζουν ότι στο σπίτι μένουν Τούρκοι καθώς δεν γνωρίζουν και αυτοί την περιοχή.

Επεμβαίνει αμέσως για να προλάβει τα χειρότερα. Κάνοντας χωνί τα χέρια του μπροστά από το στόμα του για να ακούγεται πιο δυνατά φωνάζει:

- Εεεε...Μη χτυπήσετε... Μένουν Ελληνες μέσα σ' αυτό το σπίτιιιι...

- Εσύ ποιος είσαι, ακούει κάποιον να τον ρωτά.

- Είμαι Ελληνας ανθυπολοχαγός και ξέκοψα εδώ.

- Ψήλωσε τα χέρια σου πάνω από το κεφάλι σου και προχώρα. Μη κάνεις καμιά άλλη κίνηση.

Ακολουθεί τις οδηγίες τους. Τους πλησιάζει με υψωμένα τα χέρια και επαναλαμβάνει:

- Μη πυηροβολήσετε σ' αυτό το σπίτι, μένουν Ελληνες.

- Πώς βρέθηκες εδώ, τον ρωτούν.

Τους εξηγεί τι συνέβη σ' αυτόν και στη διλοχία του Τάγματος του.

- Πού είναι οι Τούρκοι;

- Μερικές εκατοντάδες μέτρα πιο κάτω. Προσέχετε όμως. Εχουν σκοπιές σε πολλά σημεία. Εσείς ποιοί είσθε και πού πάτε.

- Είμαστε του Τάγματος της Μύρτου και μας διέταξαν να κινηθούμε στην περιοχή και να πάρουμε θέσεις.

Ενας απευθύνεται στον Ανθυπολοχαγό:

- Δώσε μου το αυτόματο σου, γιατί εμείς θα πάμε μπροστά. Εσύ καλού, κακού μείνε μέχρι να ξημερώσει πριν κινηθείς προς τον Καραβά.

Ετσι ο ανθυπολοχαγός αποχαιρετά τους άνδρες και συνεχίζει για λίγο την πορεία του. Στο σπιτάκι λίγο πιο κάτω μερικοί τον ρωτούν τι συμβαίνει. Τους λέγει να μην ανησυχούν. Στο σπίτι μένει ο Κώστας Δαμασκηνός με την οικογένεια του.

Γύρω στις 5.30 το πρωί της Κυριακής, 21 Ιουλίου 1974, ο Ανθυπολοχαγός Αβρααμίδης ξεκινά για τον Καραβά. Εκεί συναντά μερικούς άνδρες της διλοχίας που συνόδευε την προηγουμένη προς την Κερύνεια. Από εκεί κάποιος καθηγητής ονόματι Χριστοδουλίδης τον βοηθά για να επιστρέψει στη Μόρφου και στην οικογένεια του.

Η περιπέτεια του έχει τελειώσει. Αλλα τον βασανίζουν μερικά ερωτήματα γύρω από την τύχη του Δεκανέα Χριστόφοροου Ιατρού που τον ακολουθούσε για αρκετά μέτρα κατά τη νυκτερινή διαφυγή τους από το κέντρο "Ανεμόμυλος".

Ακόμα διερωτάται τι απέγινε η οικογένεια του Κώστα Δαμασκηνού που βρίσκεται στο ερημικό σπιτάκι, όταν τους συναντά το βράδυ και ο Ανθυπολοχαγός Ιωάννου που ακολουθούσε το δεύτερο αυτοκίνητο της διλοχίας του.

Για την τύχη τους θα πληροφορηθεί πολύ αργότερα.