Πρώτη Ηλεκτρονική Ιστορία της Κύπρου

image

Δωρεάν προσφορά σε ερευνητές, μελετητές, φοιτητές, μαθητές και δημοσιογράφους.

Από την Κύπρο στην αρχαιότητα, μέχρι την Κύπρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αγγλοκρατία, η ΕΟΚΑ, το πραξικόπημα, το σχέδιο Ανάν, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αρχείο Παναγιώτη Παπαδημήτρη

papademetris-pΜοναδικό αρχείο στο οποίο μπορείτε να προστρέξετε και να αναζητήσετε εύκολα και γρήγορα αυτό που θέλετε για μια περίοδο 8.000 ετών για την Ιστορία της Κύπρου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

20.7.1974: Τουρκικά πλοία περοσεγγίζουν την ακτή του "Πέντε Μιλιού" της Κερύνειας και ετοιμάζονται για να εισβάλουν στο νησί.

S-2163

20.7.1974: ΤΟΥΡΚΙΚΑ ΠΛΟΙΑ ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΑΚΤΗ ΤΟΥ "ΠΕΝΤΕ ΜΙΛΙΟΥ" ΤΗΣ ΚΕΡΥΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΕΤΟΙΜΑΖΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΝΑ ΕΙΣΒΑΛΟΥΝ ΣΤΟ ΝΗΣΙ. ΠΛΟΙΑ ΚΑΙ ΑΕΡΟΠΛΑΝΑ ΒΟΜΒΑΡΔΙΖΟΥΝ ΤΟΝ ΠΕΝΤΑΔΑΚΤΥΛΟ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΤΗΣ ΚΕΡΥΝΕΙΑΣ ΑΔΙΑΚΡΙΤΑ, ΑΛΛΑ ΟΙ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΙ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΟΥΝ ΣΤΟΥΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΝΑ ΒΑΛΟΥΝ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΟΥΝ ΟΤΙ ΚΑΝΟΥΝ ΑΣΚΗΣΗ

Κοντά στην Παραλία του "Πέντε Μιλιού" της Κερύνειας βρίσκεται στην ταράτσα του σπιτιού του, τις πρωϊνές ώρες της 20ης Ιουλίου 1974, ο Φαρμακέμπορος Κώστας Παπαέλληνας από τη Λευκωσία και παρακολουθεί αυτό που πλάκωσε ξαφνικά την περιοχή και τον τόπο γενικότερα, καθώς μια δωδεκάδα τουλάχιστον πλοία έχουν "αράξει" στα ανοικτά της περιοχής.

Ανατολικά προς την Κερύνεια βλέπει δυο στήλες καπνού ν' αναβαίνουν προς τον ουρανό. Η Γλυκιώτισσα είναι βυθισμένη στους καπνούς.

Στη θάλασσα ακριβώς απέναντι του, βλέπει ένα μεγάλο πλοίο. Ενα άλλο βρίσκεται παράλληλα με αυτό απέναντι από το λιμανάκι του "Πέντε Μιλιού". Και τα πλοία βάλλουν συνεχώς προς τον Πενταδάκτυλο, αδιάκριτα, χωρίς να γνοιάζονται αν κινδυνεύουν ανθρώπινες ζωές.

Λίγο πιο κάτω ο δικηγόρος Νίκος Πελίδης βγαίνει κι' αυτός στη βεράντα του σπιτιού που νοικιάζει στην περιοχή. Είναι έντρομος. Παίρνει τα κιάλια του και κατοπτεύει την περιοχή πιο καλά. Μετρά τουλάχιστον 12 πλοία στη θαλάσσια περιοχή από την Κερύνεια μέχρι τον κόλπο των Πανάγρων.

Κάπως φοβισμένος φωνάζει στο συγκάτοικο του Στέφανο Χαραλάμπους που μένει με την οικογένειά του στο ισόγειο του σπιτιού.

- Εισβολή, του λέει, πρέπει να φύγουμε αμέσως από εδώ.

Ενώ ετοιμάζονται να ξεκινήσουν ο Στέφανος Χαραλάμπους βλέπει μερικούς στρατιώτες μέσα στον κύριο δρόμο να διακινούνται. Οι στρατιώτες κατευθύνονται προς την ακτή και σε λίγο κτυπούν το σπίτι του Παπαέλληνα. Μαζί τους είναι και κάποιος που φαίνεται για αξιωματικός. Δεν φέρει όμως διακριτικά.

Θέλει να χρησιμοποιήσει το τηλέφωνο του Παπαέλληνα. Στο τηλέφωνο μιλά ανήσυχος.

- Σοβαρά τα πράγματα δεν νομίζετε, τον ρωτά ο Παπαέλληνας όταν τελειώνει.

- Κι' εγώ έτσι τα βλέπω. Καλύτερα μείνετε εδώ μέχρι να δούμε τι θα γίνει.

Ο αξιωματικός φεύγει από την πλευρά που ήλθε. Αθελά του ο Παπαέλληνας στρέφει το βλέμμα προς τα παράκτια πολυβολεία. Είναι καλυμμενα με ξηρά χόρτα και για να μπει κανένας μέσα σ' αυτά θα κουρασθεί πολύ για να απομακρύνει τις αγκαθιές που καλύπτουν την είσοδο τους.

Ταυτόχρονα στην περιοχή του Νησιού, παρά τον Αγιο Γεώργιο Κερύνειας, ο Ρογήρος Σιηπιλλλής από τον Αγρό κοιτάζει κι' αυτός προς τη θάλασσα. Στην περιοχή της Κερύνειας βλέπει τα τουρκικά αεροπλάνα να εξορμούν εναντίον μιας ακταιωρού της Εθνικής Φρουράς, η οποία έχει ξανοιχθεί κάπως. Μόλις απομακρύνεται τα τουρκικά αεροπλάνα την κυκλώνουν και αρχίζουν να την βομβαρδίζουν.

Φλόγες ζώνουν την ακταιωρό που σε λίγο βυθίζεται. Ο Διοικητής της Ε. Τσομάκης και δέκα άνδρες του χάνονται. Διασώζεται μόνο ένας. Μεταξύ των χειριστών της είναι οι Χρίστος Καρεφυλλίδης και Φοίβος Φιερός από την Κερύνεια και Χρυσόστομος Κεφαλλωνίτης παό την Πάφο.

Ενας από τη παρέα του Σιηπιλλή φωνάζει:

- Γρήγορα στο πολυβολείο. Εκεί μόνο θα γλυτώσουμε.

Δίπλα τους είναι ένα τεράστιο πολυβολείο, το οποίο είχαν δει κάποιον ξένο το βράδυ να το "επιθεωρεί". Ενας από την παρέα έχει αντίθετα γνώμη.

- Οχι. Εκεί θα είναι ο τάφος μας. Οι Τούρκοι θα νομίζουν ότι εκεί υπάρχουν στρατιώτες και αυτό θα αποτελέσει τον πρώτο στόχο.

Ετσι όλοι, χωρίς να μπορούν να χρησιμοποιήσουν πια τα αυτοκίνητά τους, ξεκινούν πεζοί για το χωριό Τριμίθι, που βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα βορειότερα, στους πρόποδες του Πενταδακτύλου.

Στο στρατόπεδο της Γλυκιώτισσας όμως εκτυλίσσεται ταυτόχρονα ένα συγλονιστικό επεισόδιο.

Οι στρατιώτες βρίσκονται ακόμα καλυμμένοι κάτω από τα αυτοκίνητα, ή τα πρόχειρα ορύγματα που βρήκαν μπροστά τους. Τα αεροπλάνα μόλις έχουν πραγματοποιήσει τον πρώτο γύρο επιθέσεων και φαίνονται να ετοιμάζονται για ένα δεύτερο.

Εκεί βρίσκεται ο Σαββάκης Ολύμπιος, από τη Λευκωσία, ο οποίος ακούει την πιο κάτω στιχομυθία μεταξύ αξιωματικών και στρατιωτών που βρίσκονται στην ακτή:

- Τα τούρκικα πλοία βρίσκονται κοντά μας. Να βάλουμε εναντίον τους;

- Οχι, περιμένετε οδηγίες.

Στο στρατόπεδο ένας αξιωματικός ρίχνει την ιδέα να κινηθούν οι μονάδες. Αλλος όμως συμπεριφέρεται κάπως παράξενα προκαλώντας απορίες.

- Τι αντιπραξικόπημα θα κάνετε;

- Οι Τούρκοι βρίσκονται ήδη έξω από την Κύπρο και έχουν βομβαρδίσει το στρατόπεδο μας. Τόδατε με τα μάτια σας. Τι άλλο να περιμένουμε;

Εξοργισμένος ο αξιωματικός φωνάζει:

- Σωπάστε, άσκηση είναι...

Τα τουρκικά αεροπλάνα όμως που δεν κάνουν απ' ότι φαίνεται άσκηση, αφού συμπληρώνουν τον γύρο του πάλι πάνω από το στρατόπεδο το οποίο πολυβολούν. Δυο σφαίρες περνούν από την οροφή του δωματίου και καρφώνονται δίπλα από τον αξιωματικό:

- Σας τόλεγα εγώ ότι θα μας σκοτώσουν, φωνάζει ένας δεύτερος αξιωματικός.

Ο αξιωματικός πείστηκε τελικά ότι δεν επρόκειτο για άσκηση. Ετσι οι στρατιώτες που έχουν ήδη διασκορπιστεί, συντάσσονται πρόχειρα, πρόχειρα, ανεβαίνουν σε όποιο μέσο μπορύν να βρουν εγκαταλείπουν το στρατόπεδο και κινούνται προς διάφορες κατευθύνσεις.

Αλλοι φεύγουν πεζοί ή τρέχοντας για να προστατευθούν.

Μια μεγάλη δύναμη, με ένα ανώτερο αξιωματικό κατευθύνεται προς την περοχήν "Πικρό Νερό" κοντά στο "Πέντε Μίλι". Της μονάδας προηγούνται τρία άρματα. Μαζί τους είναι ο ανθυπολοχαγός Μιχαήλ Πολυκάρπου από τη Βασίλεια. Αλλες μονάδες τάσσονται σε άλλα σημεία της περιοχής.

Ομως παντού επικρατεί χάος. Λίγοι γνωρίζουν ουσιαστικά προς τα πού πηγαίνουν και πού βρίσκονται, αν έχουν αποβιβασθεί, οι Τούρκοι.

Τα τουρκικά αεροπλάνα πηγαινοέρχονται και βομβαρδίζουν ή μυδραλλιοβολούν την περιοχή από το "Πέντε Μίλι" μέχρι την Κερύνεια κατά το δοκούν.

Η πρώτη αντίδραση των πολιτών που μένουν στην παραθαλάσσια περιοχή είναι να μετακινηθούν στα γρήγορα προς τις ορεινές περιοχές σε πιο ασφαλισμένα σημεία. Ομως αισθάνονται παγιδευμένοι. Κι' έτσι αλλάζουν γνώμη. Θα είναι πιο επικίνδυνο γι' αυτούς να μετακινούνται μέσα στην αναμπουμπούλα που ξέσπασε. Υπολογίζουν ότι ίσως κάποτε σταματήσει αυτό το κακό και για να μπορέσουν να φύγουν.

Ενώ οι "εγκλωβισμένοι" της περιοχής "Πέντε Μίλι" κάνουν τις σκέψεις αυτές, μια βόμβα πέφτει δίπλα από το σπίτι του Παπαέλληνα και προκαλεί μια μικρή πυρκαγιά. Η φωτιά απειλεί το σπίτι γιατί βρίσκεται κοντά στο ντεπόζιτο του πετρελαίου. Με χίλιες δυο προσπάθειες και με τα αεροπλάνα να πετούν πάνω από τα κεφάλια τους, οι ένοικοι του σπιτιού κατορθώνουν τελικά να την σβήσουν.

Μια άλλη βόμβα πέφτει μεταξύ του σπιτιού του Νίκου Πελίδη και του Κέντρου "Πλατάνια". Μια τρίτη πέφτει κοντά στο κέντρο "Μέρμεϊτ" στην ίδια περιοχή.

Η ώρα κυλά ανήσυχα. Τα πλοία συνεχίζουν το άγριο κανονίδι τους από τη θάλασσα και τα αεροπλάνα με τον απαίσιο βόμβο τους τρομοκρατούν τους πάντες μόνο με το πέταγμά τους. Χώρια οι πολυβολισμοί της περιοχής.

Μερικά αυτοκίνητα της Εθνικής Φρουράς που σύρουν πίσω τους μικρά κανόνια, μέσα στον κύριο δρόμο Πέντε Μιλίου- Κερύνειας, δέχονται την επίθεση των αεροπλάνων. Οι στρατιώτες που ανήκουν στην 198 ΠΟΠ εγκαταλείπουν την προσπάθεια τους να φθάσουν σε προκαθορισμένο χώρο για να τα τάξουν και στήνουν τα κανόνια κάτω από μερικούς θάμνους, παρά το "Πικρό Νερό" και αρχίζουν βολές. Από εδώ έχουν καλή θέα. Τα πλοία φαίνονται με γυμνό μάτι μέσα στη θάλασσα. Ομως τους εντοπίζουν πολύ γρήγορα τα τούρκικα αεροπλάνα που εφορμούν εναντίον τους. Τα κανόνια εγκαταλείπονται στα γρήγορα και οι στρατιώτες αναγκάζονται να αναζητήσουν κάλυψη δίπλα από τον ποταμό στο "Πικρό Νερό".

Ενας από τους στρατιώτες της μονάδας αυτής είναι ο Γεώργιος Κωνσταντίνου, από τη Λάπηθο. Ο Κωνσταντίνου λέγει με παράπονο στον Δημήτρη Καζάκο που έχει καταφύγει κι' αυτός στον ποταμό αναζητώντας τους δικούς του.

- Εκάμαν μας κομμάτια τα αεροπλάνα.

- Εχετε νεκρούς;

- Οχι, ευτυχώς, μόνο μερικούς τραυματίες.

Ο χώρος τάξης των πυροβόλων της Μοίρας βρίσκεται λίγο πιο κάτω. Οι Τούρκοι φαίνεται όμως ότι γνωρίζουν με κάθε λεπτομέρεια τους στρατιωτικούς χώρους στην περιοχή. Γιατί παρ' όλον ότι η ομάδα δεν μπόρεσε να μετακινηθεί ή δεν διετάχθη να μετακινηθεί το βράδυ εκεί, τα τουρκικά αεροπλάνα βομβάρδισαν το χώρο.

Στάθηκαν τυχεροί.

Μέσα σ' αυτή την κόλαση μερικά πολιτικά αυτοκίνητα συνεχίζουν να κατευθύνονται με κίνδυνο της ζωής των οδηγών και αυτών που μεταφέρουν, προς το στατόπεδο της Γλυκιώτισσας, για να καταταγούν.

Ο ηθοποιός Ανδρέας Μαυρομάτης που μένει στο σπίτι του στον Αγιο Γεώργιο Κερύνειας, λίγο πιο κάτω, βλέπει μια ομάδα από μερικούς πολίτες να κατευθύονται προς το "Πέντε Μίλι".

Ανήσυχος που τους βλέπει να τρέχουν μέσα στον κύριο δρόμο ενώ τα αεροπλάνα πολυβολούν, αλλά και περίεργος να πληροφορηθεί τι συμβαίνει τους φωνάζει:

- Εεε... ποροσέχετε. Τι γίνεται εκεί κάτω.

- Τους φάγαμε.

- Ποιους;

- Τους τούρκους

Οι νέοι αυτοί κρατούν από ένα αυτόματο και κατευθύνονται στην περιοχή του "Πέντε Μιλιού". Και πιστεύουν ότι με ένα αυτόματο θα ανακόψουν την τουρκική εισβολή που έχει εκδηλωθεί ήδη με αεροπλάνα και πολεμικά πλοία...

Μια άλλη ομάδα από 40 στρατιώτες κατευθύνεται προς την περιοχή της Λάμπουσας δυτικότερα. Μεταξύ των στρατιωτών που ξεκίνησαν από τη Γλυκιώτισσα, μετά το βομβαρδισμό του στρατοπέδου είναι και ο έφεδρος Γιώργος Οικονομίδης, γιος του ιδιοκτήτη του κέντρου "Πέντε Μίλι", Πορφύρη Οικονομίδη.

Φθάνοντας κοντά στο "Πέντε Μίλι" ο Οικονομίδης παρακαλεί τον οδηγό, ενός από τα αυτοκίνητα να λοξοδρομήσει για ένα λεπτό προς το κέντρο του πατέρα του. Εκεί είχε αφήσει τον πατέρα του, τη μητέρα του Παγώνα και την αδελφή του Ξένια. Και θέλει να τους προειδοποιήσει για να απομακρυνθούν αν δεν το έχουν κάνει ήδη.

Το αυτοκίνητό με τους λίγους στρατιώτες σταματά κοντά στο κέντρο. Μπροστά είναι σταματημένα δύο άλλα μεγάλα αυτοκίνητα της Εθνικής Φρουράς που σύρουν δυο κανόνια. Προχωρά προς το κέντρο. Οι πόρτες του είναι κλειδωμένες και ένα άσπρο κερί που είναι κολλημένο πάνω στην κεντρική πόρτα ανάβει ακόμα.

Φωνάζει μια, φωνάζει δυο. Καμμιά απάντηση. Μερικοί άλλοι στρατιώτες που βρίσκονται εκεί απαντούν στις φωνές του.

Τους εξηγεί ποιος είναι και προχωρεί προς το κέντρο. Το άσπρο κερί έχει λιώσει σχεδόν και η φλόγα του έχει κάψει λίγο τον παραστατό της εξώπορτας που είναι κολλημένο.

Σκέφτεται ότι οι γονείς του, είτε έχουν απομακρυνθεί, ενώ ήταν βράδυ ακόμα και αναγκάστηκαν να ανάψουν κερί για να βλέπουν (ίσως κάποιος είχε αποκόψει για κάποιο λόγο την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος) ή η μητέρα του είχε ανάψει το καιρί σαν παράκληση σε κάποιο Αγιο όταν αντελήφθη τα τουρκικά πλοία και έφυγε ξαφνικά χωρίς να μπορέσει να το σβήσει.

Προχωρεί. Ολες οι πόρτες του κέντρου είναι κλειδωμένες. Στη βεράντα του κέντρου αντιλαμβάνεται και την παρουσία κάποιου αστυνομικού. Είναι ο Γιάννης Κύρου. Είχε καταφύγει στο κέντρο όταν τα τουρκικά αεροπλάνα τον είχαν εντοπίσει μέσα στο δρόμο, ενώ επέστρεφε με τη μοτοσυκλέττα του από την Κερύνεια, στον Καραβά, αφού τέλειωσε τη νυκτερινή του βάρδια. Σπάζουν ένα παράθυρο και μπαίνουν μέσα στο κέντρο. Ψυχή θεού δεν υπάρχει. Οι λίγοι στρατιώτες που βρίσκονται έξω αρχίζουν να βάλλουν με τα τυφέκια τους εναντίον των αεροπλάνων που πετούν σε χαμηλό ύψος ή εναντίον των τουρκικών πλοίων που φαίνονται μακρυά μέσα στη θάλασσα να πλησιάζουν προς την ακτή. Δεν πρόλαβαν να στήσουν τα κανόνια τους γιατί τα αεροπλάνα δεν χωρατεύουν.

Μέσα στο κέντρο ο Οικονομίδης μένει για αρκετή ώρα. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να απαντά στα διάφορα τηλεφωνήματα. Βαρωσιώτες, Κερυνειώτες και άλλοι σπεύδουν να τηλεφωνήσουν για να πληροφορηθούν τι γίνεται στην περιοχή.

- Η Θάλασσα είναι γεμάτη από πλοία. Τα αεροπλάνα βομβαρδίζουν την περιοχή, ενώ άλλα αεροπλάνα ρίχνουν αλεξιπτωτιστές, τους απαντά.

- Θα αστειεύεσαι βέβαια.

Νομίζουν ότι τους λέγει ψέματα. Ομως αυτός που βλέπει τι ακριβώς γίνεται δίπλα του αρχίζει να ανησυχεί όλο και πιο πολύ. Τα πλοία βρίκονται πολύ κοντά προς την ακτή και συνεχίζουν να πλησιάζουν. Οι στρατιώτες βάλλουν ακόμα εναντίον τους, χωρίς κανένα αποτέλεσμα.

Κάποτε ο Οικονομίδης αποφασίζει να κινηθεί. Το ίδιο κάνουν και οι λίγοι στρατιώτες που βρίσκονται κοντά στο κέντρο. Ολοι μαζί, ίσως συμπληρώνουν μια διμοιρία σκέφτονται, χωρίς κανένα να τους κατευθύνει και χωρίς κανένα να τους στέλλει ενισχύσεις πόσο θα αντέξουν;

Εξ αλλου οι δέκα περίπου βρέθηκαν όλως τυχαίως εκεί. Αποτελούν την ομάδα του Οικονομίδη που πήγε στο κέντρο για να πληροφορηθεί για την τύχη του πατέρα του. Με τις 50 σφαίρες που κρατούν και τα λίγα τυφέκια τους θα είναι μάταια οποιαδήποτε προσπάθεια.

Ο Οικονομίδης ετοιμάζεται να αναχωρήσει μαζί με τους άλλους στρατιώτες και τον αστυνομικό Κύρου προς τον Καραβά. Ενώ προσπαθούν να μπουν στο αυτοκίνητο τους πέφτουν δίπλα τους οι πρώτες σφαίρες από την πλευρά της θάλασσας.

Ο Οικονομίδης φεύγει βέβαιος ότι οι γονείς του και η αδελφή του έχουν καταφέρει να απομακρυνθούν από την επικίνδυνη ζώνη. Και αυτό γιατί το κέντρο είναι κλειδωμένο, το αυτοκίνητο του δεν είναι εκεί και το κερί ανάβει έξω από την πόρτα, σημείο ότι κατάφεραν να βγουν έξω από το σπίτι και το κλείδωσαν. Μέχρι που πήγαν όμως;

Λίγο πιο κάτω στο "Εξη Μίλι", κοντά στο ξενοδοχείο "Κλέαρχος", ο έμπορος από τη Μόρφου Κλείτος Παλάοντας, τρέχει αυτή τη στιγμή μέσα στα λεμονόδενδρα μαζί με τον φίλο του καθηγητή Δώρο Γεωργιάδη και τον Θεόδωρο Σάββα Σιωρή, ιδιοκτήτη του σπιτιού που έμεναν με τις οικογένειες τους. Είναι μια μεγάλη ομάδα, αλλά πανικόβλητοι όλοι.

Με την εμφάνιση των αεροπλάνων όλοι έχουν μετακινηθεί μέσα στα λεμονόδενδρα για να βρουν καλύτερη κάλυψη. Και εδώ έχουν καθηλωθεί για αρκετή ώρα.

Μόνο ο Θεόδωρος Σάββα Σιωρής μαζί με τα παιδιά του ανησυχούν περισσότερο από τους άλλους, όχι γιατί αυτοί κινδυνεύουν περισσότερο, αλλά γιατί δεν φάνηκε η σύζυγος του και η πεθερά του.

Ο Σιωρής είχε τρέξει προς τα λεμονόδενδρα με τα παιδιά του, λίγο προηγουμένως, φωνάζοντας στη γυναίκα του να βιαστούν για να τον προφθάσουν πιο κάτω.

Ομως η ώρα περνά και η σύζυγος του Μαρία Θεοδώρου Σιωρή και η πεθερά του Χρυσταλλού Κοσιάρη δεν φαίνονται. Η αγωνία του κορυφούται.

Ανήσυχος είναι και ο Παλάοντας γιατί φεύγοντας στα γρήγορα από το σπίτι, μόλις και πρόλαβε να φορέσει πρόχειρα ένα παντελόνι και ένα πουκάμισο. Στο τραπέζι του διαμερίσματος που νοίκιαζε από τον Θεόδωρο Σιωρή είχε αφήσει τα τσιγάρα του και τα χρήματά του γύρω στις 70 λίρες. Θα πλήρωνε με αυτά το ενοίκιο του σπιτιού μια και τέλειωναν οι διακοπές τους.

Και αυτή τη στιγμή, καθηλωμένος μέσα στα λεμονόδενδρα και με τον ιδρώτα να τρέχει ποτάμι από το πρόσωπο του και με τα χείλη στεχνά, ψάχνει για άλλη μια φορά μηχανικά τις τσέπες του, ίσως βρει κανένα τσιγάρο.

Τελικά παίρνει τη μεγάλη απόφαση:

- Εσείς μείνετε εδώ, λέγει στη σύζυγο του. Εγώ θα τρέξω μέχρι το σπιτι για να πάρω τα τσιγάρα μου.

Κινείται έρποντας και ενώ πλησιάζει προς το σπίτι μια βόμβα πέφτει δίπλα του. Βλέπει τη βόμβα μήκους ενός τουλάχιστον μέτρου να κυλά λίγο και να σταματά σε απόσταση μερικών μέτρων από αυτόν. Τα γόνατα του λυγίζουν. Μουδιάζει. Δεν ξέρει τι να κάνει. Προσπαθεί να χώσει το κεφάλι του μέσα στη γη. Κρύος ιδρώτας τον περιλούει. Κοιτάζει μια τη βόβα και μια τη θεση που βρίσκεται και περιμένει από στιγμή σε στιγμή την έκρηξη που αργεί, ωστόσο, να συμβεί. Ετσι ακίνητος μένει εκεί για αρκετή ώρα. Η βόμβα δεν εκρήγνυται.

- Γλύτωσα, σκέφτεται.

Ξεθαρρεύει και σηκώνεται για να κινηθεί προς το σπίτι.

Μια δεύτερη βόμβα πέφτει στην πίσω πλευρά του σπιτιού. Η έκρηξη είναι τρομακτική. Τα αυτιά του βουίζουν. Τα χώματα και οι πέτρες φθάνουν μέχρι το σημείο που βρίσκεται. Και τρομοκρατημένος παίρνει το δρόμο της επιστροφής. Σε λίγο χάνεται μέσα στα λεμονόδενδρα. Τα πόδια του τρέμουν. Συναντά την οικογένεια του. Η έγνοια του τσιγάρου δεν τον απασχολεί πλέον. Τον απασχολεί μόνο πως θα φύγει από την επιίνδυνη καυτή περιοχή.

- Γρήγορα, πάμε να φύγουμε, τους φωνάζει.

Μαζί του αυτή τη στιγμή είναι και η σύζυγός του Θεόδωρου Σιωρή, Μαρία, η οποία έχει τρέξει να προλάβει τον άνδρα της, αλλά δεν τον βρήκε γιατί ήταν κρυμμένος και αυτός μέσα στα λεμονόδενδρα.

Ο Σιωρής επειδή αργούσε η σύζυγος του, υποψιάζεται ότι αυτή πιθανόν να κατευθύνθηκε προς τη άκρη του χωραφιού μαζί με την πεθερά του. Και απομακρύνονται προς τα εκεί με τα παιδιά του, για να τις βρει. Προχωρώντας και αναζητώντας τη σύζυγο του φθάνει σε λίγο στο χωριό Ελιά στο σπίτι του Γιαννή Κώστα Στρατή, όπου έχουν καταφύγει και πολλοί άλλοι από την περιοχή.

Δυστυχώς γι' αυτόν η γυναίκα του δεν πρόλαβε να μετακινηθεί προς τα εκεί. Καθηλωμένη και αυτή με την οικογένεια του Παλάοντα τους κατευθύνει με χίλιες δυο δυσκολίες πως να απομακρυνθούν από την επικίνδυνη ζώνη για να πάνε δυτικά στον Καραβά όπου έχουν βάλει σαν στόχο τους. Και η πορεία μέσα στα λεμονόδενδρα αρχίζει ενώ η Μαρία Σιωρή ανησυχεί για την τύχη του άνδρα της και των παιδιών της που δεν τους συναντά. Η μητέρα της όμως δεν βρίσκεται ούτε και αυτή μαζί της. Αυτή γνωρίζει τα κατατόπια, και ίσως να πήρε όπως και οι άλλοι, άλλο μονοπάτι.