Πρώτη Ηλεκτρονική Ιστορία της Κύπρου

image

Δωρεάν προσφορά σε ερευνητές, μελετητές, φοιτητές, μαθητές και δημοσιογράφους.

Από την Κύπρο στην αρχαιότητα, μέχρι την Κύπρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αγγλοκρατία, η ΕΟΚΑ, το πραξικόπημα, το σχέδιο Ανάν, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αρχείο Παναγιώτη Παπαδημήτρη

papademetris-pΜοναδικό αρχείο στο οποίο μπορείτε να προστρέξετε και να αναζητήσετε εύκολα και γρήγορα αυτό που θέλετε για μια περίοδο 8.000 ετών για την Ιστορία της Κύπρου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

19.10.78:Ο Πρόεδρος Κυπριανού αναστέλλει τη διαδικασία για την Κάθαρση μέσω του προηγούμενου Νόμου και με νέα νομοθεσία αρχίζει η έκδοση αποφάσεων εναντίον αξιωματικών της Αστυνομίας για συνεργασία με πολίτες πραξικοπηματίες

S-2137

19.10.1978: Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ ΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΘΑΡΣΗ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕ ΝΕΑ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΑΡΧΙΖΕΙ Η ΕΚΔΟΣΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΓΙΑ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΠΟΛΙΤΕΣ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑΤΙΕΣ ή ΑΝΑΛΗΨΗ ΘΕΣΕΩΝ ΠΟΥ ΤΟΥΣ ΑΝΕΘΕΣΑΝ ΟΙ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑΤΙΕΣ

Στο διάστημα κατά το οποίο οι δικηγόροι επτά αξιωματικών της Αστυνομίας Γώγως Κακογιάννης και Λεύκος Κληρίδης προσέφυγαν στο Ανώτατο Δικαστήριο για να αποδείξουν ότι ο Νόμος για το Πειθαρχικό Συμβούλιο Κάθαρσης ήταν αντισυνταγματικός παρενέβη ο Πρόεδρος του ΔΗΣΥ Γλαύκος Κληρίδης, ο οποίος υποστήριξε ότι η διαδικασία της Κάθαρσης θα διαρκούσε για δέκα χρόνια και θα στοίχιζε στο κράτος εκατομμύρια λίρες, ενώ υπήρχε διαδικασία που ήταν τα πειθαρχικά όργανα σε κάθε Ημικρατικό Οργανισμό και η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας.

Ο Γλαύκος Κληρίδης συγκάλεσε δημοσιογραφική διάσκεψη στις 10 Ιουλίου στην οποία ανέφερε για το θέμα της Κάθαρσης:

"Επανειλημμένα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διεκήρυξε δημοσίως ότι το θέμα αυτό διχάζει το λαό και υπεσχέθη να συντομεύσει και επισκευάσει τη σχετική διαδικασία. Εάν η διαδικασία την οποία προβλέπει ο σχετικός νόμος, τον οποίο η Βουλή εψήφισε όταν ο Πρόεδρος της ήτο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, πρόκειται να προχωρήσει θα χρειασθούν κατά τους μετριότερους υπολογισμούς δέκα και πλέον χρόνια μέχρις ότου διεκπεραιωθούν οι σχετικές διαδικασίες ο δε φορολογούμενος θα κληθεί να πληρώσει πέραν του ενός εκατομμυρίου λιρών για μισθούς ερευνητών και δικαζόντων.

Η επιψήφιση της σχετικής νομοθεσίας για την κάθαρση αποτελεί δείγμα μη αναγκαίας νομοθεσίας. Αυτοί που εψήφισαν τη νομοθεσία αυτή είτε δεν γνώριζαν είτε δεν έλαβαν υπόψη ότι τα σχετικά πειθαρχικά μέτρα θα μπορούσαν να ληφθούν με την πρωτοβουλία της Κυβέρνησης από τα υπάρχοντα κανονικά πειθαρχικά σώματα δηλαδή την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, τα πειθαρχικά όργανα της Αστυνομίας και των Οργανισμών κοινής ωφελείας. Τούτο θα εσήμαινε ταχύτερη διεκπεραίωση των υποθέσεων.

Οι διορισμοί στις επιτροπές, που λειτουργούν με βάση την ειδική νομοθεσία Κάθαρσης, στελεχών ή γνωστών υποστηρικτών του κυβερνώντος κόμματος μειώνει την αντικειμενικότητα των εν λόγω σωμάτων και συνιστά παραβίαση της νομικής αρχής ότι η δικαιοσύνη πρέπει να απονέμεται, αλλά ΚΑΙ ΝΑ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΟΤΙ ΑΠΟΝΕΜΕΤΑΙ ΤΙΜΙΩΣ.

Επί του θέματος αυτού και ιδιαίτερα στο θέμα της Συνταγματικότητας της σχετικής νομοθεσίας δεν θα επεκταθώ εφ' όσον για το τελευταίο θέμα εκκρεμεί σχετική διαδικασία ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Στη συνέχεια ο Γλαύκος Κληρίδης έδωσε τις ακόλουθες απαντήσεις στους δημοσιογράφους:

ΕΡ: Αναφέρατε ποσά σχετικά με το πόσο θα στοιχίσουν οι προαγωγές και η Κάθαρση.

ΑΠ: Για τις προαγωγές δεν έχω αναφέρει ποσά γιατί είναι αστρονομικά.

ΕΡ: Είπετε για την Κάθαρση. Δεδομένου ότι το πραξικόπημα και η εισβολή στοίχισαν τόσα πολλά λεφτά μήπως δεν θα εδικαιολογείτο μια δαπάνη για τη διερεύνηση;

ΑΠ: Οπως εξήγησα, βάσει του Συντάγματος, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας είναι εξουσιοδοτημένη και έχει λάβει πειθαρχικά μέτρα εναντίον των δημοσίων υπαλλήλων. Η αστυνομία έχει αριθμόν πειθαρχικών σωμάτων που μπορούν να πάρουν μέτρα εναντίον αστυνομικών. Το ίδιο ισχύει για το ΡΙΚ, την ΣΥΤΑ, την ΑΗΚ που μπορούν να πάρουν πειθαρχικά μέτρα εναντίον του προσωπικού τους χωρίς επιπρόσθετα έξοδα για τον φερολογούμενο.

Σε άλλη ερώτηση απάντησε:

"Κατέστησα δημοσίως γνωστό βοηθώντας την πολιτική του προέδρου, που επέστρεψε στην Κύπρο, ότι το παρελθόν πρέπει να ξεχασθεί, ότι μόνον εκείνοι που δεν μετενόησαν πρέπει να παρουσιασθούν στη δικαιοσύνη. Η θέση αυτή ενισχύθηκε από το ψήφισμα της Βουλής και πίστευα ότι αυτό πρέπει να εξετασθεί με τον τρόπο αυτό. Επίσης η θέση μου είναι ότι εάν ένα πρόσωπο έχει μεταμεληθεί ή όχι δεν πρέπει να κρίνεται κατά πόσον υποστηρίζει την Κυβέρνηση ή όχι".

Εννέα μήνες μετά την έγκριση του νόμου το Πειθαρχικό Συμβούλιο άρχισε να πνέει τα λοίσθια ουσιαστικά χωρίς να κατορθώσει να εκδόσει έστω και μια απόφαση.

Η διαδικασία αποδείχθηκε χρονοβόρα και αυτό που φοβόντουσαν οι συντάκτες του για παράταση του θέματος της Κάθαρσης για μεγάλο χρονικό διάστημα, άρχισε να γίνεται πραγματικότητα.

Ετσι ο Κυπριανού "πιάστηκε" από τις εισηγήσεις του Γλαύκου Κληρίδη γύρω από τη χρησιμοποίηση των διαδικασιών που υπήρχαν στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας και στους Ημικρατικούς Οργανισμούς και τα Πειθαρχικά όργανα στην Αστυνομίας και άλλαξε πορεία.

Στις 14 Ιουλίου, τέσσερις μόλις ημέρες μετά τις δηλώσεις του Γλαύκου Κληρίδη, ο Σπύρος Κυπριανού ανακοίνωσε αναστολή της διαδικασίας που άρχισε με βάση το Νόμο για τη Κάθαρση και αντί αυτού διόρισε Υπουργική Επιτροπή με σκοπό, όπως ανακοινώθηκε "να επισπευσθεί η Κάθαρση".

Αναφερόταν σε επίσημη ανακοίνωση:

" Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αποφάσισε αναστολή της βάσει του περί Καθάρσεως νόμου διαδικασίας και αντ' αυτής όρισε εξ υπουργών επιτροπή, υπό την προεδρία του Υπουργού Δικαιοσύνης, η οποία θα αναλαμβάνει τα χειρισμό του όλου θέματος για επίσπευση της καθάρσεως, ορίσθηκε δε ήδη η πρώτη συνεδρία της επιτροπής την προσεχή εβδομάδα.

Σκοπός της αποφάσεως του προέδρου είναι να συμπληρωθεί η Κάθαρση κατά τον καλύτερο τρόπο εντός ενός ή δύο μηνών. Με τον τρόπο αυτό αναλαμβάνει η κυβέρνηση την ευθύνη για την Κάθαρση".

Η εκδήλωση αυτής της πορείας η οποία κατά τον Σπύρο Κυπριανού δεν θα ήταν ούτε χρονοβόρα, εξαγγέλθηκε με νομοσχέδιο το οποίο ενέκρινε το Υπουργικό Συμβούλιο στις 21 Σεπεμβρίου 1978.

Το Νομοσχέδιο κατέστη νόμος με απόφαση της Βουλής στις 19 Οκτωβρίου 1978 με τις ψήφους του ΔΗΚΟ που είχε την πλειοψηφία στη Βουλή και που προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις κυρίως από την ΕΔΕΚ.

Με το Νόμο προβλεπόταν όπως οι καταγγελίες που υποβλήθηκαν εναντίον δημοσίων υπαλλήλων θα υποβάλλονταν στο Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο θα μπορούσε να τερματίσει τις υπηρεσίες του καταγγελλομένου υπαλλήλου για λόγους δημοσίου συμφέροντος ή να προέβαινε σε αναγκαστική αφυπηρέτηση του ή να παράπεμπε την όλη υπόθεση στην αρμόδια αρχή για παραπέρα έρευνα και εκδίκαση με βάση τη σχετική νομοθεσία. Το Υπουργικό επίσης θα μπορούσε να σταματήσει την περαιτέρω διαδικασία για λόγους δημοσίου συμφέροντος.

Πριν από την έγκριση του νομοσχεδίου ο κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος του ΔΗΚΟ Σταύρος Αμπίζας είπε ότι ο προηγούμενος νόμος αποδείχθηκε ότι δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει τη διαδικασία και ότι με τη νέα που προέβλεπε ο νέος νόμος θα υπήρχε ταχεία ρύθμιση του όλου θέματος και μάλιστα σε τρεις μήνες, όπως είχε υποσχεθεί ο πρόεδρος Κυπριανού.

Πάνω στο Νομοσχέδιο μίλησαν διάφοροι βουλευτές αλλά κατηγορηματικός ήταν ο βουλευτής της ΕΔΕΚ Δώρος Θεοδώρου που αναφέρθηκε στην καθυστέρηση που έγινε στην προώθηση της και κατηγόρησε το ΔΗΚΟ ότι λέγει "λόγια παχειά " και πρόσθεσε:

"Τέτοια λόγια το κυβερνητικό κόμμα συνηθίζει να τα διαλαλεί. Εργα όμως δεν βλέπουμε. Κι' αυτή ακριβώς η ανυπαρξία των πράξεων, των σωστών πράξεων μας αναγκάζει να αντιμετωπίζουμε με πολύ σκεπτικισμό τις διακηρύξεις του ΔΗΚΟ και της Κυβέρνησης του. Ως μπορούμε να αισιοδοξούμε ότι θα προχωρήσουν στην κάθαρση, όταν προάγουν πραξικοπηματίες. Πώς μπορούμε να πιστέψουμε πως θα εξυγειάνουν την κρατική μηχανή όταν αδικούν τους νομιμόφρονες δημοκρατικούς υπαλλήλους και όταν παραχωρούν άδεια οπλοφορίας σε ΕΟΚΑβητατζήδες;".

Ο Γλαύκος Κληρίδης συνέχισε όμως να διαφωνεί με τον Πρόεδρο Κυπριανού και τις ενέργειες του.

Σε ομιλία του στο Παραλίμνι στις 21 Οκτωβρίου, ο Γλαύκος Κληρίδης ανέφερε ότι ο Πρόεδρος δεν είχε κανένα δικαίωμα να αναστείλει το νόμο για την Κάθαρση και πρόσθεσε ότι ο νέος που εγκρίθηκε από τη Βουλή ανοίγει το δρόμο για θυματοποιήσεις.

Ανέφερε ο Γλαύκος Κληρίδης:

"Τι έργον έχει να παρουσιάσει η Βουλή αυτή; Μήπως τον νόμο για την Κάθαρση; Μία απλή κριτική την οποία έκαμα κατά του νόμου αυτού κατά την δημοσιογραφική μου διάσκεψη της 10.7.78 υπήρξε αρκετή για να στείλει το νόμο ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο οποίος τον είχε υπερψηφίσει ως Πρόεδρος της Βουλής. Ουδέν όμως νόμιμο δικαίωμα είχε ο Πρόεδρος να αναστείλει το νόμο. Η ορθή νόμιμη ενέργεια θα ήταν η αποστολή προς τη Βουλή τροποποιητικού νομοσχεδίου. Αλλά και ο νέος νόμος για την κάθαρση είναι πολιτικά ατυχέστατος διότι ανοίγει την οδό με θυματοποιήσεις και παρέχει ευχέρεια ανεπίτρεπτης κομματικής συναλλαγής. Η Βουλή έπρεπε να γνωρίζει ότι οι υπάρχοντες νόμοι ήσαν αρκετοί για την κάθαρση αν πράγματι πίστευε ειλικρινά ότι είναι θέμα πρώτης ανάγκης η κάθαρση. Και έπρεπε ακόμη η Βουλή να γνωρίζει ότι από τη στιγμή που το υπουργικό Συμβούλιο μετατρέπεται σε δικαστικό όργανο από τη στιγμή εκείνη το δημοκρτικό πολίτευμα υφίσταται καίριο πλήγμα".

Με την έγκριση του Νόμου το Υπουργικό Συμβούλιο συνήλθε στις αρχές Νομεβρίου 1978 σε επανειλημμένες συνεδρίες και όπως εγνώσθη εξέτασε 111 περιπτώσεις δημοσίων υπαλλήλων που παραπέμφθηκαν στα οικεία Πειθαρχικά Συμβούλια.

Οι περιπτώσεις αυτές αφορούσαν, σύμφωνα με τον Κυβερνητικό εκπρόσωπο (9.11.1978) 16 αξιωματικούς της Αστυνομίας, 54 λοχίες, 6 δεσμοφύλακες, 16 καθηγητές και 19 δασκάλους.

Σύμφωνα με απόφαση του Υπουργικού οι καταγγελλόμενοι εναντίον των οποίων θα άρχιζαν οι έρευνες θα τίθεντο σε διαθεσιμότητα αμέσεως.

Ετσι στις 11 Νομεβρίου 1978 ανακοινώθηκε επίσημα ότι 35 Εκπαιδευτικοί είχαν τεθεί ήδη σε διαθεσιμότητα από την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονταν 16 καθηγητές, ένας διευθυντής δημοτικού σχολείου και ένας βοηθός διευθυντής.

Ανάμεσα στους επώνυμους αξιωματικούς της Αστυνομίας που τέθηκαν σε διαθεσιμότητα ήταν οι Ανδρέας Ρήγας και Γεώργιος Γεωργιάδης.

Ο Πρώτος ανέλαβε με το πραξικόπημα αστυνόμος Λευκωσίας και ο δεύτερος διευθυντής της ΚΥΠ.

Η πρώτη Πειθαρχική Επιτροπή (ακολούθησε η σύσταση και άλλων αργότερα) που συνεστήθη από τον Υπουργό Εσωτερικών για εκδίκαση της πρώτης υπόθεσης αφορούσε τον ανώτερο αστυνόμο Γ. Γεωργιάδη και απαρτιζόταν από τον Φ. Μιχαηλίδη, Γενικό Διευθυντή του υπουργείου Δικαιοσύνης, Π. Στόκκο, Υπαρχηγό της Αστυνομίας και Δ. Παραλίκη, Επαρχο Λευκωσίας.

Η Επιτροπή συνήλθε στην πρώτη της συνεδρία στις 18 Δεκεμβρίου 1978, αλλά σ' αυτήν ο συνήγορος υπεράσπισης του Γεωργιάδη, Λεύκος Κληρίδης, ανακοίνωσε ότι θα έθετε και πάλι θέμα αντισυνταγματικότητας και του νέου Νόμου κι' έτσι ζήτησε όπως αναβληθεί η υπόθεση για να προετοιμαστεί.

Εν όψει της πρόθεσης του αυτής ο Λεύκος Κληρίδης ζήτησε όπως μη απαγγελθούν οι κατηγορίες εναντίον του πελάτη του, ενώ ζήτησε παράλληλα όπως του δοθεί το πόρισμα της έρευνας που έγινε επιπρόσθετα προς τις κατηγορίες που του έχουν επιδοθεί.

Ο Λεύκος Κληρίδης υποστήριζε και άλλους καταγγγελλόμενους αξιωματικούς της Αστυνομίας. Ενας από αυτούς ήταν ο Υπαστυνόμος Πλάτων Βασιλείου που παρουσιαζόταν ενώπιον άλλης Πειθαρχικής Επιτροπής υπό το δικηγόρο της Δημοκρατίας Νίκο Χαραλάμπους και με μέλη τους αστυνόμους Μ. Βιολάρη και Στ. Μενελάου.

Ο Λεύκος Κληρίδης υπέβαλε προδικαστικές ενστάσεις τις οποίες όμως η επιτροπή απέρριψε αναφέροντας ότι δεν ήταν έργο της η εξέταση της αντισυνταγματικότητας των νόμων και κανονισμών βάσει των οποίων έγινε η δίωξη και υιοθέτησε την άποψη του δικηγόρου της Δημοκρατίας Σάββα Μάτσα ότι η Επιτροπή είναι διοικητικό Οργανο που ασκεί διοικητικό λειτούργημα και έχει ως έργο της την Πειθαρχική έρευνα και εκδίκαση των κατηγοριών που ασκήθηκαν εναντίον του Βασιλείου.

Η Επιτροπή απέρριψε ακόμα την ένσταση αναφορικά με τη νομιμότητα της σύνθεσης της και ανέφερε ότι ο Πρόεδρος της Επιτροπής δεν εκπροσωπεί το Γενικό Εισαγγελέα στην παρούσα υπόθεση, ούτε και προεδρεύει της παρούσας επιτροπής ως δικηγόρος της Δημοκρατίας ούτε διορίστηκε από το Γενικό Εισαγγελέα, αλλά ως μέλος της Κυβερνητικής Υπηρεσίας διορίστηκε από τον υπουργό Εσωτερικών βάσει των Πειθαρχικών Κανονισμών της Αστυνομίας.

Ανέφερε ακόμα ότι τον Σάββα Μάτσα διόρισε ο υπουργός Εσωτερικών για να εκπροσωπεί την Κατηγορούσα Αρχή αφού τον διέθεσε προς τούτο ο Γενικός Εισαγγελέας.

Ομως ο Λεύκος Κληρίδης δεν τόβαζε κάτω και προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο στο οποίο καταχώρησε αίτηση εκ μέρους των Γ. Γεωργιάδη και Πλάτωνα Βασιλείου για παροχή άδειας για έκδοση διαταγματων Certiorari και Prohibition που θα εμπόδιζαν τα Πειθαρχικά Συμβούλια για συνέχιση την πειθαρχικών διώξεων τους.

Ωστόσο το Ανώτατο απέρριψε στις 10 Φεβρουαρίου 1979 την αίτηση των δυο αξιωματικών της Αστυνομίας να παραχωρήσει άδεια στο συνήγορο τους για να καταχωρήσει άλλες αιτήσεις για ακυρωτικά διατάγματα σχετικά με τις εκκρεμούσες πειθαρχικές διαδικασίες για την Κάθαρση.

Ο Λεύκος Κληρίδης υποστήριξε στο Ανώτατο ότι η απόφαση με την οποία τέθηκαν σε διαθεσιμότητα 17 αξιωματικοί της αστυνομίας ήταν άκυρη, αντισυνταγματική και παράνομη.

Στην απόφαση του το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι "δεν είχε δικαιοδοσία να χορηγήσει την αιτουμένη άδεια, βάσει των εξουσιών επιτηρήσεως της νομικότητας δικαστικών διαδικασιών που του παρείχε το άρθρο 155 (4) γιατί οι πειθαρχικές διαδικασίες εναντίον των αιτητών δεν είναι δικαστικής φύσεως αλλά διοκητικής και ότι κατάλληλο ένδικο μέσο δυνατό να είναι προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του συντάγματος που παρέχει στο Ανώτατο Δικαστήριο εξουσίες διοικητικού δικαστηρίου.

Καθώς η υπόθεση του Πλάτωνα Βασιλείου επέστρεψε στο Πειθαρχικό Συμβούλιο της αστυνομίας αυτό τον απάλλαξε από έξη κατηγορίες σχετικά με το πραξικόπημα ενώ τον κάλεσε σε απολογία για μια έβδομη κατηγορία που αναφερόταν σε συνεργασία του Πλάτωνα Γεωργιάδη με πολίτη πραξικοπηματία μεταξύ της 17ης και της 20ης Ιουλίου 1974.

Τελικά το Πειθαρχικό αθώωσε στις 26 Απριλίου 1979 τον Πλάτωνα Γεωργιάδη και από την κατηγορία αυτή τονίζοντας ότι δεν υπήρχε λογική συνέπεια στις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και αποδέχθηκε τις θέσεις του Λεύκου Κληρίδη.

Ηταν η πρώτη αθωωτική απόφαση του Πειθαρχικού.

Στο μεσοδιάστημα μέχρι την έκδοση της απόφασης αυτής του Πειθαρχικού Συμβουλίου της Αστυνομίας, άλλο Πειθαρχικό Σώμα απάλλαξε τον Αργύρη Θεοφάνους από τέσσερις κατηγορίες ενώ τον κάλεσε σε απολογία για άλλες τέσσερις κατηγορίες αναφορικά με τη δράση του στο πραξικόπημα.

Παράλληλα συνεχίστηκε η εκδίκαση των υποθέσεων άλλων αξιωματικών της αστυνομίας από τα τρία Πειθαρχικά Συμβούλια, ενώ το Υπουργικό συνέχιζε το κοσκίνισμα άλλων υποθέσεων.

Ενας από τους κατηγορούμενους ήταν ο υπαστυνόμος Χριστόδουλος Αργυρού που απηλλάγη στις 9 Ιουνίου 1979 από επτά κατηγορίες και κλήθηκε σε απολογία σε άλλες επτά.

Επίσης το υπουργικό αποφάσισε προώθηση στο δικαστήριο όλων των υπόπτων για φόνους.

Εξάλλου οι εκπαιδευτικοί είχαν πολλά παράπονα εναντίον της Κυβέρνησης γιατί ενώ είχαν τεθεί σε διαθεσιμότητα η διαδικασία που τους αφορούσε δεν προωθείτο για ένα μεγάλο διάστημα.

Μια από τις διαδικασίες που προωθήθηκαν ήταν εκείνη του καθηγητή της Τεχνικής Λευκωσίας Ανδρέα Βλάχου καθώς η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας αποφάνθηκε ότι οι κατηγορίες εναντίον του ήταν ανυπόστατες.

Στις 28 Ιουνίου πολλοί δημόσιοι υπάλληλοι που τέθηκαν σε διαθεσιμότητα προσέφυγαν στο Ανώτατο Δικαστήριο διαμαρτυρόμενοι με την απόφαση της Κυβέρνησης να τους θέσει σε διαθεσιμότητα ενώ σε άλλους δεν έκαμε το ίδιο.

Μέχρι να ακουσθεί η υπόθεση τους μια άλλη Πειθαρχική Επιτροπή της αστυνομίας που απαρτιζόταν από τον δικηγόρο της Δημοκρατίας Ράλλη Γαβριηλίδη Πρόεδρο και τους αστυνόμους Χατζησπύρου και Α. Οικονόμου εξέδωσε στις 5 Ιουλίου 1979 την απόφασή της για τους υπαστυνόμους Δημήτρη Τσαβέλλα και Ελευθέριο Βασιλείου και Χριστόδουλο Αργυρού που κατηγορούνταν για συνεργασία με πραξικοπηματίες και διάφορες παράνομες ενέργειες κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος.

Ο Υπαστυνόμος Τζαβέλλας που αντιμετώπιζε 41 κατηγορίες βρέθηκε ένοχος για 29 και αθωώθηκε για τις υπόλοιπες 12 και καταδικάστηκε σε υποβιβασμό στο βαθμό του Λοχία.

Ο Ελευθέριος Βασιλείου που αντιμετώπιζε 22 κατηγορίες βρέθηκε ένοχος στις 17 και αθωώθηκε για τις υπόλοιπες και καταδικάστηκε σε πρόστιμο 500 λιρών.

Ο υπαστυνόμος Χριστόδουλος Αργυρού, που αντιμετώπιζε 14 κατηγορίες βρέθηκε ένοχος στις επτά και αθωώθηκε για τις άλλες. Καταδικάστηκε σε υποβιβασμό στην κατότερη βαθμίδα της μισθολογικής κλίμακας του Υπαστυνόμου.

Επίσης η Πειθαρχική Επιτροπή που αποτελείτο από τους Νίκο Χαραλάμπους, Πρόεδρο, δικηγόρο της Δημοκρατίας και τους αστυνόμους Μ. Βιολάρη και Στ. Μενελάου εξέδωσε την απόφαση της για τον αναπληρωτή υπατυνόμο Αυγουστή Ευσταθίου και τους υπαστυνόμους Ανδρέα Χατζησάββα και Αργύρη Θεοφάνους που κατηγορούντο για συνεργασία με πραξικοπηματίες.

Στον Ευσταθίου επιβλήθηκε ποινή υποβιβασμού στην κατότατη βαθμίδα της μισθοδοτικής κλίμακας του Λοχία.

Τους υπαστυνόμους Ανδρέα Χατζησάββα και Αργύρη Θεοφάνους καταδίκασε σε υποβιβασμό στην κατότερη βαθμίδα της μισθοδοτικής κλίμακας του υπαστυνόμου.

Στις 11 Αυγούστου το Πειθαρχικό Συμβούλιο υποβίβασε τον Ανώτερο Υπαστυνόμο Γεώργιο Γεωργιάδη στην κορυφή της μισθοδοτικής κλίμακας του Αστυνόμου Β.

Η ποινή στο Γεωργιάδη για τον οποίο η εφημερίδα "Ο ΑΓΩΝ" έγραψε στις 12 Αυγούστου 1979 ότι ήταν οι "ανώτερος αξιωματικός της Αστυνομίας για τον οποίο ο Πρόεδρος Μακάριος είπε ότι του έσωσε τη ζωή μετά τη δολοφονική απόπειρα κατά της ζωής του το Μάρτιο του 1970 και μετά το πραξικόπημα τον ευχαρίστησε δημόσια" ενώ υπέρ του κατέθεσαν ανώτεροι αξιωματούχοι της Κυβέρνησης της πολιτικής ζωής και ένας Μητροπολίτης" ήταν η σοβαρότερη που επιβλήθηκε μέχρι την ημέρα αυτή.

Η Πειθαχική Επιτροπή που αποτελείτο από τους Φρίξο Μιχαηλίδη, Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Δ. Παραλίκη Επαρχο Λευκωσίας και Π. Στόκο υπαρχηγό της Αστυνομίας βρήκε ένοχο τον Γ. Γεωργιάδη σε τρεις κατηγορίες ότι του ανετέθησαν ύστερα από επιθμία του Νίκου Σαμψών καθήκοντα προϊσταμένου της ΚΥΠ, υποβοήθησε στην επιβολή του πραξικοπήματος και συνεργάστηκε με τον Νίκο Σαμψών στην επιβολή του και ότι διέταξε τη σύλληψη του Προϊσταμένου της ΚΥΠ Γεωργίου Τομπαζου, του αρχηγού της ΕΔΕΚ Βάσου Λυσσαρίδη, της δ. Βάσως Λοιζιά, υπαστυνόμου και της διευθύντριας δ. Ουρανίας Κοκκίνου.

Ως μάρτυρες υπεράσπισης κατέθεσαν διάφοροι σημαντικοί πολιτικοί και θρησκευτικοί παράγοντες, που ανέφεραν:

ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Διευθυντής της ΕΜΕ: Είπε ότι όταν μεταφέρθηκε στο ΓΕΕΦ για ανάκριση κατά το πραξικόπημα διαπίστωσε ότι ο κατηγορούμενος, ενώ βρισκόταν υπό πίεση επέδειξε προσπάθεια να τον βοηθήσει και να τον εξυπηρετήσει".

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΚΙΤΙΟΥ: Σαν συνελήφθη κατά το πραξικόπημα ο κατηγορούμενος έκαμε περισσότερα από ό,τι περιβάλλει το καθήκο του για να τον βοηθήσει.

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ (Διευθυντής Γραφείου Δημοσίων Πληροφοριών): Εξέφρασε προς τον Γεωργιάδη την ευγνωμοσύνη του για τη βοήθεια του κατά τη διάρκεια της σύλληψης του και τόνισε ότι η προσφορά και συμβολή του ήταν πολύ σημαντική και αποφασιστική για τη σωτηρία του.

ΗΡΑΚΛΗΣ ΧΑΤΖΗΗΡΑΚΛΕΟΥΣ (πρώην βουλευτής): Σαν συνελήφθη μεταφέρθηκε στο αρχηγείο της αστυνομίας όπου ξυλοκοπήθηκε από ΕΟΚΑβητατζήδες και επενέβη ο κ. Γεωργιάδης και τον προστάτευσε.

"Πιστεύω ότι εάν ο κ. Γεωργιάδης την ημέρα εκείνη δεν έπαιρνε την θέσιν που πήρε ή δεν θα εζούσα ή θα εζούσα αλλά με κάτι να απουσιάζει από την σωματική μου αρτιμέλεια" είπε ο Χατζηρακλέους.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΖΙΝΑΣ (Διοικητής Συνεργατικής Ανάπτυξης): Κατέθεσε ότι σαν πήγε ο Γ. Γεωργιάδης να συγχαρεί τον πρόεδρο Μακάριο στις 19.1.1977 για την ονομαστική του γιορτή ο Μακάριος είπε στον Γεωργιάδη να τον πλησιάσει και ακολούθως του είπε: "Εχω ακούσει και διά την υπόθεσιν της ΚΥΠ και σε ευχαριστώ".

Μ. ΖΙΝΤΙΛΗΣ (Ανώτερος Υπάλληλος της Αρχιεπισκοπής): Ο κατηγορούμενος τύγχανε της εμπιστοσύνης του Μακαρίου. Μετά την πρώτην απόπειρα κατά της ζωής του ο Αρχιεπίσκοπος ανέφερεν εις τον κ. Ζιντίλη ότι η παρουσία του Γεωργιάδη τον έσωσε από εκτέλεση.

Απέκλεισε επίσης την πιθανότητα ο Γ. Γεωργιάδης να έπαιζε διπλό παιχνίδι.

"Το αποκλείω 100 τοις εκατό. Ο καθ' ου η δίωξις είναι μεταξύ των αξιωματικών που ετύγχαναν της απολύτου εμπιστοσύνης του Αρχιεπισκόπου" είπε.

Η Επιτροπή εκδίδουσα την απόφαση της είπε ότι έλαβε υπόψη και σωρεία άλλων καταθέσεων που παρουσιάστηκαν ενώπιον της και ανέφερε:

" Η ανάληψις υπό του καθ' ου η δίωξις καθηκόντων προϊσταμένου της Κεντρικής Υπηρεσίας πληροφοριών την επομένη του πραξικοπήματος αποτελεί αφ' εαυτής ενέργειαν η οποία συνέβαλε εις την εδραίωσιν και επιβολήν του πραξικοπήματος. Αποδεχόμενος την θέσιν αυτήν ο καθ' ου η δίωξις πρέπει να εγνώριζεν ότι προήγαγε τους ανόμους σκοπούς των οργανωτών του πραξικοπήματος και συνέβαλλε εκουσίως εις την επικράτησιν και επιβράβευσιν της βίας και της παρανομίας. Το πραξικόπημα δεν θα ηδύνατο να επικρατήση άνευ της συνεργασίας ανθρώπων και δη ανωτέρων κυβερνητικών λειτουργών και αξιωματικών των δυνάμεων ασφαλείας, οι οποίοι καταλαβόντες θέσεις αι οποίαι προσεφέρθησαν εις αυτούς υπό των πραξικοπηματιών κατέστησαν σύμμαχοι και συνεργάτες των.

Εκαστο μέλος της αστυνομικής δυνάμεως δέον να θεωρείται προσωπικώς υπόλογον διά τας πράξεις του και δι' οιασδήποτε παρανόμου ενεργείας και παραλείψεως. Βεβαίως έκαστος έχει καθήκον να εκτελή τας νομίμους διαταγάς της οποίας εκδίδει ο ιεραρχικώς προϊστάμενος του αλλά ούτος δέον να αποφεύγη από του να εκτελή οιανδήποτε διαταγήν η οποία γνωριζει ή ώφειλε να γνωρίζει ότι είναι παράνομος".

Η Επιτροπή αναφερόμενη στη συμπεριφορά του κατηγορούμενου κατά την διάρκειαν του πραξικοπήματος προς υποβοήθηση συλληφθέντων τόνισε:

"Καίτοι η συμπεριφορά του προς τα εν λόγω πρόσωπα δεν δύναται παρά να λογισθή εις πίστιν του, αύτη δεν είναι δυνατόν να εξουδετερώση ή να μειώση την τεραστίαν ευθύνην του διότι, σε ωρισμένας άλλας πράξεις και ενεργείας του κατέστη συνεργός του πραξικοπήματος και προήγαγε τους σκοπούς του. Δεν πιστεύομεν ότι θα ήτο ορθό να τεθούν επί της αυτής πλάστιγγος αι πράξεις αι οποίαι υπεβοήθησαν την επιβολή του πραξικοπήματος και εκείνα διά των οποίων ο καθ' ου η δίωξις παρέσχε βοήθειαν εις ωρισμένα πρόσωπα. Διά τας πρώτας ούτος εναι ένοχος ενός σοβαρωτάτου αδικήματος. Αι δεύτεραι δύνανται να ληφθούν υπ' όψιν προς μετριασμόν της ποινής".

Για τον κατηγορούμενον παρουσιάστηκε ο Λεύκος Κληρίδης και για την κατηγορούσα αρχή ο Δικηγόρος της Δημοκρατίας Σάββας Μάτσας.