Πρώτη Ηλεκτρονική Ιστορία της Κύπρου

image

Δωρεάν προσφορά σε ερευνητές, μελετητές, φοιτητές, μαθητές και δημοσιογράφους.

Από την Κύπρο στην αρχαιότητα, μέχρι την Κύπρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αγγλοκρατία, η ΕΟΚΑ, το πραξικόπημα, το σχέδιο Ανάν, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αρχείο Παναγιώτη Παπαδημήτρη

papademetris-pΜοναδικό αρχείο στο οποίο μπορείτε να προστρέξετε και να αναζητήσετε εύκολα και γρήγορα αυτό που θέλετε για μια περίοδο 8.000 ετών για την Ιστορία της Κύπρου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

14.4.1977: Βουλευτές αξιώνουν στη Βουλή όπως παράλληλα με την "Κάθαρση", ανοίξουν όλοι οι φάκελοι δολοφονιών που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος και προσαχθούν οι δολοφόνοι σε δίκη.

S-2134

14.4.1977: ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ ΑΞΙΩΝΟΥΝ ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ ΟΠΩΣ, ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΘΑΡΣΗ, ΑΝΟΙΞΟΥΝ ΟΛΟΙ ΟΙ ΦΑΚΕΛΟΙ ΔΟΛΟΦΟΝΙΩΝ ΠΟΥ ΔΙΑΠΡΑΧΘΗΚΑΝ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΟΥ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΝΑ ΠΡΟΣΑΧΘΟΥΝ ΟΙ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ ΣΕ ΔΙΚΗ

Πολλοί πραξικοπηματίες επικαλούντο τον "κλάδον ελαίας" και την συγχώρηση που είχε προσφέρει ο Πρόεδρος Μακάριος κατά την επιστροφή του από την αυτοεξορία του μετά το πραξικόπημα, στις αρχές Δεκεβρίου 1974.

Ωστόσο τα πολιτικά κόμματα και ιδιαίτερα το ΑΚΕΛ, η ΕΔΕΚ και το ΔΗΚΟ και διάφορες οργανώσεις και ιδιαίτερα η ΠΑΣΥΔΥ, επέμεναν ότι έπρεπε να γίνει η κάθαρση στο κρατικό και ημικρατικό οργανισμό ανεξάρτητα από τον "Κλάδον ελαίας" του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου- και ιδιαίτερα των αμετανόητων όπως χαρακτηρίζονταν.

Ετσι με το νόμο για την κάθαρση που ενέκρινε το Γεννάρη του 1977 η Βουλή που αποτελείτο από βουλευτές του ΑΚΕΛ, της ΕΔΕΚ, του ΔΗΚΟ και τον ανεξάρτητο Τάσσο Παπαδόπουλο άνοιγε ουσιαστικά ο δρόμος για τιμωρία πρώην στελεχών της ΕΟΚΑ Β, δημοσίων και ημικρατικών υπαλλήλων όσων αναμίχθηκαν στο πραξικόπημα και όσων αναμίχθηκαν σε φόνους πριν και κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος.

Σε ενίσχυση του Νόμου για την κάθαρση ήρθε και η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις 4 Φεβρουαρίου ότι ο "Κλάδος Ελαίας" που είχε προσφέρει ο Μακάριος δεν καλυπτόταν από Νόμο και επομένως δεν ίσχυε η αμνηστία σε περίπτωση που η Αστυνομία ήθελε να οδηγήσει κάποιον στο δικαστήριο.

Η απόφαση του Ανωτάτου ήταν ομόφωνη και εκδόθηκε ύστερα από προσφυγή του συλληφθέντος πραξικοπηματία Προέδρου Νίκου Σαμψών, ο οποίος ζητούσε από τον Αύγουστο του 1976 την ετυμηγορία του δικαστηρίου ότι έτυχε αμνηστίας από τον Πρόεδρο Μακάριο που πρόσφερε με την ομιλία του στην ιερά Αρχιεπισκοπή στις 7 Δεκεμβρίου 1974.

Τη απόφαση εξέδωσαν έξη δικαστές (αλλά το σκεπτικό της απόφασης εκδόθηκε μόνο από τρεις Δικαστές (Μ. Τριανταφυλλίδης, Πρόεδρος, Λ. Λοίζου και Τάσος Χατζηαναστασίου).

Οι άλλοι τρεις (Α.Λοϊζου, Σταυρινίδης και Μαλακτός) συμφώνησαν με τα πορίσματα.

Ο Μ. Τριανταφυλλίδης στο σκεπτικό της απόφασης του ανέφερε:

Στο σύνταγμα της Κύπρου δεν υπάρχει πρόνοια που να σχετίζεται με την παραχώρηση αμνηστίας, αλλά εφόσον δεν υπάρχει άλλο τι, οποιαδήποτε εξαίρεση προς αυτή την κατεύθυνση εξαρτάται από τη Βουλή που έχει την εξουσία να εγκρίνει σχετική Νομοθεσία σχετιζομένη με την αμνηστία.

Στο Σύνταγμα υπάρχει μόνο πρόνοια σχετιζόμενη με το δικαίωμα της παραχωρήσεως χάριτος σε πρόσωπα που κατεδικάσθησαν σε θάνατο και μείωση ποινών.

Με την ομιλία του στις 7 Δεκεμβρίου ο Πρόεδρος Μακάριος προέβαινε σε δήλωση σκοπού (δεν έχω πρόθεση-είπε- προσαγωγής ενώπιον δικαστηρίου.

Μελετώντας την ομιλία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου (της 7ης Δεκεμβρίου 1974) και λαμβάνοντας υπ' όψει τα τραγικά γεγονότα του καλοκαιριού του 1974 (πραξικόπημα και εισβολή) κατέστη φανερό ότι όταν ο Πρόεδρος προέβη στη δήλωση αυτή προέβαινε σε ένα βήμα, τότε που θεωρείτο σύμφωνο με το δημόσιο συμφέρον".

Αυτό δεν ήτο αμνηστία με νομική ισχύ και επομένως... "ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να ισχυρισθή επιτυχώς ότι έτυχε συγχωρήσεως για τις κατηγορίες που αναφέρονται.

Στην απόφαση του ο δικαστής Χαζηαναστασίου ανέφερε:

Ανέγνωσα την ομιλία του Προέδρου αρκετές φορές και δίδοντας σ' αυτή προσεκτική εξέταση, κατέληξα στην απόφαση ότι δεν έχω καμμιά αμφιβολία ότι την ιστορική στιγμή που έδιδε την ομιλία του είχε μόνο υπ' όψη του ένα πράγμα-την σωτηρία της Κύπρου. Ητο αποφασισμένος να πείσει τον καθένα ότι το μόνο που επεδίωκε εκείνη τη στιγμή ήταν να σκεφθή την παρούσα κατάσταση και να ξεχασθή το παρελθόν και ότι η μόνη τουη επιθυμία ήταν να πράξη το παν να ενώση τον λαόν και να του δώση εμπιστοσύνη και κουράγιο για να πολεμήσουν μόνο τον εχθρό- τις δυνάμεις του Αττίλα- που εισέβαλαν και μετέτρεψαν την όμορφη νήσο σε ερείπια και κατέστησαν τον λαό πρόσφυγες στην ίδια του την πατρίδα.

Περαιτέρω θέλω να τονίσω ότι όσα είπε ο πρόεδρος δεν μου αφήνουν καμιά αμφιβολία ότι ο Πρόεδρος έλεγε στον λαό ότι λυπήθηκε βαθέως, διότι ελληνοκύπριοι πήραν τα όπλα και τα έστρεψαν εναντίον των αδελφών τους, ξεχνώντας τα όσα ο ίδιος υπέφερε και με αίσθηση μεγάλης ευθύνης στις κρίσιμες εκείνες στιγμές, εξέλεξε τη χρυσή ευκαιρία που του εδίδετο για να προβή σε μια άνευ όρων προσφορά αμνηστίας και χρησιμοποίησε τη φραση "τους συγχωρώ όλους...και τους δίδω αμνηστία...".

Αυτές ήταν οι λέξεις ενός πραγματικού ηγέτου και αποδοκιμάζω οποιαδήποτε προσπάθεια να μειώσουν ή με οποιοδήποτε τρόπο να υπονομεύσουν ή διαστρεβλώσουν την επιρροή τους. Το ότι είναι σηματικό εν τούτοις είναι ότι ο Πρόεδρος αντελήφθη την ένταση και λειτουργία της συγχωρήσεως.

Για τους λόγους που ανέφερα βρίσκω τον εαυτό μου να συμφωνή με τον δικηγόρο της Δημοκρατίας ότι στον κατηγορύμενο δεν δόθηκε έγκυρη αμνηστία για τις κατηγορίες που του προσήφθησαν μια και το Σύνταγμα μας δεν προβλέπει χορήγηση αμνηστίας.

Στην απόφαση του ο Λούης Λοϊζου τόνισε ότι στο σύνταγμα δεν υπάρχει πρόνοια που να δίδει εξουσία στον Πρόεδρο να παραχωρεί αμνηστία.

Κατά την άποψη μου η ανακοινωθείσα αμνηστία πρέπει μπορεί να εφαρμοσθεί ως τέτοια μόνο βάσει του Νόμου. Και ο ισχυρισμός ότι η ανακοινωθείσα αμνηστία εφηρμόσθη διά της αρχής της ανάγκης και ενόψει της τραγικής καταστάσεως στην οποία η χώρα βρισκόταν δεν μπορεί να αντιμετωπισθή παρά μόνο με Νομοθεσία.

Η προώθηση της κάθαρσης άρχισε με διάφορες αποφάσεις αλλά οι οργανώσεις και τα κόμματα παραπονούνταν ότι δεν προωθείτο αποφασιστικά όπως ήθελαν.

Ηδη είχε συλληφθεί ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ηγετικό στέλεχος της ΕΟΚΑ Β, ο Νίκος Σαμψών βρισκόταν στη φυλακή, ενώ άρχισαν διαδικασίες για τον ομαδικό φόνο στη Παρεκλησία και τη δολοφονία του Κόκου Φωτίου και άλλων ενώ η Αστυνομία πιεζόταν για να παρέμβει δυναμικά για τη δολοφονία του Δώρου Λοϊζου κατά την απόπειρα εναντίον της ζωής του Βάσου Λυσσαρίδη.

Ταυτόχρονα άρχιζαν καταγγελίες εναντίον δημοσίων και ημικρατικών υπαλλήλων και οι αρμόδιες επιτροπές άρχιζαν δουλειά.

Στις 3 Φεβρουαρίου 1977 το θέμα ηγέρθη και πάλι στη Βουλή με αφορμή προαγωγές στην Αστυνομία.

Στη συζήτηση που ακολούθησε (Αγών 3.2.1977) ο πρόεδρος του Σώματος Σπύρος Κυπριανού μετέφερε στο σώμα τη διαβεβαίωση του υπουργού Εσωτερικων Χριστόδουλου Βενιαμίν ότι ο νόμος για την κάθαρση στη Δημόσια Υπηρεσία θα εφαρμοσθεί πλήρως και ενώ ανέλαβε πλήρως τη ευθύνη για τις προαγωγές.

Παίρνοντας τον λόγο ο Γενικός Γραμματέας του ΑΚΕΛ Εζεκίας Παπαϊωάννου εξαπέλυσε έντονη επίθεση εναντίον του υπουργού Εσωτερικών γιατί δεν προέβη στην κάθαρση στην αστυνομία και ότι "το μόνο που είχαμε ήταν η εισήγηση του για προαγωγές πραξικοπηματιών".

Οι υπουργοί, είπε ο Εζεκίας Παπαϊωάννου είναι υπεύθυνοι παρά το γεγονός ότι τους διορίζει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Δεν είναι ανεύθυνοι και αν δεν αισθάνονται τις ευθύνες τους τότε να παραιτηθούν. Αν περιμέναμε να ελέγχει τα πάντα ο πρόεδρος Μακάριος τότε με συγχωρείτε για τη φράση αλλά στα ρίχνουμε όλα του Πετεινού".

Την προώθηση της κάθαρσης στην Αστυνομία τόνισε και ο γιατρός Βάσος Λησσαρίδης, ο οποίος πρόσθεσε:

" Υπάρχουν πολλές επί μέρους περιπτώσεις στις οποίες θα μπορούσαμε να αναφερθούμε. Για την έλλειψη εμπιστοσύνης στο σώμα. Ποιας εμπιστοσύνης όταν γνωρίζουμε ότι αξιωματικός της αστυνομίας βαρύνεται με σοβαρές ευθύνες σχετικά με τη δολοφονία του Δώρου Λοϊζου και τη δολοφονική απόπειρα εναντίον μου. Πως ακόμα δεν έχει διαλευκανθεί πλήρως μια τέτοια υπόθεση;"

Ο Τάσσος Παπαδόπουλος υπερασπίστηκε του υπουργού Εσωτερικών και τονίζοντας ότ η ευθύνη στην Κυβέρνηση είναι συλλογική και δεν πρέπει να βάλλεται ο υπουργός Εσωτερικών επειδή δεν έγινε η εξυγίανση στο σώμα διότι αυτή ήταν η διακηρυγμένη πολιτική της Κυβέρνησης.

Εξ άλλου ο Ανδρέας Φάντης του ΑΚΕΛ είπε ότι η κατάσταση στην Αστυνομία κατέστη σοβαρά από ετών λόγω του παραγοντισμού της ρουσφετολογίας και της εξαγοράς για την πρόσληψη και προαγωγή αστυνομικών.

Κατά την άποψη μας, είπε, η αναδιοργάνωση πρέπει να καλύπτη ολόκληρο το Σώμα από του Αρχηγού μέχρι και του τελευταίου αστυνομικού.

Ωστόσο παρά τα παράπονα των βουλευτών οι διαδικασίες για τη κάθαρση είχαν αρχίσει ενώ υποβάλλονταν καταγγελίες για δημόσιους υπαλλήλους.

Ηδη στις 4 Φεβρουαρίου απελύθησαν με απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου της Αστυνομίας επτά αστυφύλακες.

Ομως η κρατική μηχανή κινείτο, ως συνήθως, με πολύ αργό ρυθμό και στις 18 Μαρτίου, δυο μήνες μετά την έγκριση του σχετικού Νόμου ο Πρόεδρος της Επιτροπής Εσωτερικών της Βουλής, Χριστόφορος Χριστοφίδης ήγειρε και πάλι το θέμα στη Βουλή και εξέφρασε ανησυχίες ότι ενώ είχαν περάσει δυο μήνες δεν είχαν ληφθεί ακόμα πρακτικά μέτρα για προώθηση της κάθαρσης.

Είπε ο Χριστόφορος Χριστοφίδης:

"Η Βουλή ενέκρινε στις 20 Ιανουαρίου το Νομοσχέδιο για την κάθαρση. Παρ' όλον ότι παρήλθον δύο μήνες από την ημερομηνία αυτή δεν διορίσθη ακόμη η Επιτροπή Ερεύνης και το Πειθαρχικό Συμβούλιο, όπως προνοείται από το Νόμο. Η προθεσμία που δίδει ο Νόμος είναι εξάμηνη και εκφράζονται ήδη φόβοι ότι δεν θα λειτουργήσει ο νόμος.

Θέλουμε να γνωρίζουμε τι σκέφτεται η Κυβέρνηνση άλλως θα υποβληθεί πρόταση νόμου που θα προβλέπει παράταση της προθεσμίας υποβολής καταγγελιών για δύο χρόνια. Αν δεν διορισθεί Επιτροπή Ερεύνης τότε ο λαός δεν θα είναι πρόθυμος να υποβάλει καταγγελίες. Η Επιτροπή Εσωτερικών προτίθεται να καλέσει τον αρμόδιο Υπουργό για να την ενημερώσει.

ΠΛΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ: Εκφράζονται ήδη ανησυχίες για την κάθαρση. Θα έλεγα η επιτροπή Εσωτερικών να καλέσει τον υπουργό Δικαιοσύνης για να την ενημερώσει επί του θέματος.

ΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ (ΕΔΕΚ): Δεν πρέπει να καλέσουμε μόνο τον Υπουργό αλλά όλους τους υπουργούς και τους Προϊσταμένους Ημικρατικών Οργανισμών για να μας ενημερώσουν. Ο Νόμος δεν αφορά μόνον τον Υπουργό αλλά όλους.

ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΗΣ: Ουδέν έχουν να κάνουν οι άλλοι. Αρκεί να έλθει ο Υπουργός Δικαιοσύνης.

ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ: Νομίζω να κληθεί μόνο ο υπουργός Δικαιοσύνης.

ΛΥΣΣΑΡΙΔΗΣ: Είναι φυσικόν ο λαός να αισθάνεται απρόθυμος όταν δεν γνωρίζει ποίοι θα διορισθούν. Να κληθεί η Κυβέρνηση να ορίσει τα πρόσωπα αυτά ώστε να πεισθεί ο κόσμος να υποβάλει καταγγελίες. Πρέπει να επιταχυνθεί ο διορισμός των δύο σωμάτων.

ΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ: Κατάγγειλα προ καιρού σε ομιλία μου ότι ο υπουργός Εσωτερικών και ο αρχηγός της αστυνομίας δεν προέβησαν σε μεθόδευση του μηχανισμού. Ανέμενα την αποστολή κάποιας εγκυκλίου που δεν έγινε. Ισως το εξάμηνο να περάσει και τότε κανένας δεν θα κινηθεί να υποβάλει καταγγελίες και παρά μόνο εναντίον μερικών ενώ οι άλλοι μεγάλοι θα βρεθούν με συγχωροχάρτια στα χέρια. Πρέπει οι υπουργοί να κινηθούν μα δώσουν λόγο γιατί δεν έδωσαν οδηγίες.

ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ: Η Επιτροπή Εσωτερικών θα καλέσει τον υπουργό Δικαιοσύνης να την ενημερώσει και μετά αυτή με τη σειρά της θα ενημερώσει το σώμα.

Η Βουλή έπαιζε το διάστημα αυτό το κέντρο άσκησης πίεσης στην Κυβέρνηση για να προωθήσει την κάθαρση χωρίς καθυστέρηση.

Ετσι στις 14 Απριλίου 1977 βουλευτές αγορεύοντας στο σώμα αξίωσαν όπως ανοίξουν όλοι οι φάκελοι δολοφονιών που έγιναν κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος και να προσαχθούν οι ένοχοι σε δίκες.

Η αξίωση των βουλευτών έγινε κατά τη διάρκεια συζήτησης καταγγελίας του Κοινοβουλευτικού εκπροσώπου της Αριστεράς Εζεκία Παπαϊωάννου ότι ενώ παρήλθαν τρία χρόνια από τη δολοφονία του Κώστα Μισιαούλη, από το Τσέρι, οι δολοφόνοι του κυκλοφορούσαν ελεύθεροι.

Ο Παπαϊωάννου αανφέρθηκε και σε συγκεκριμένες καταθέσεις προσώπων που ήσαν μαζί με το Μισιαούλη και πρόσθεσε ότι οι δολόφόνοι είναι γνωστοί στην αστυνομία.

Ο Βάσος Λυσσαρίδης είπε ότι είναι δυνατό να αναγκασθεί να παρουσιάσει δεκάδες υποθέσεις φακέλων προς εξέταση ενώ ο βουλευτής Λάρνακας Χρ. Χριστοφίδης αποκάλυψε ότι η Αστυνομία κατέχει πολλούς φακέλους σαν τον φάκελο του Κώστα Μισιαούλη.

Η Βουλή, πρόσθεσε, πρέπει να ζητήσει να εξετασθούν οι φάκελοι αυτοί.

Ο Βάσος Λυσσαρίδης είπε ακόμη ότι οι δολοφόνοι του Μισιαούλη κάλεσαν ένα από τους συλληφθέντες με αυτόν "να πιει το αίμα του Μισιαούλη".

Ο βουλευτής Πάρις Λένας, πρώην εργοδότης του δολοφονηθέτος Μισιαούλη διερωτήθηκε γιατί καθίστατο ανάγκη να συζητείται ένα τόσο σοβαρό θέμα προσθέτοντας ότι η αρχή πρέπει να γίνει για να διαλευκανθούν τα εγκλήματα αυτά.

Ο Εζεκίας Παπαϊωάννου ανέφερε στην ομιλία του:

"Στις 17 Ιουλίου 1974 δηλαδή δυο μέρες μετά το προδοτικό χουντικό πραξικόπημα μια ομάδα Εοκαβητατζήδων επέδραμαν στο χωριό Τσέρι, αλά Ναζί και συνέλαβαν τους Γεώργιο Δ. Μακρή, Κώστα Μισιαούλη, Τάκη Παντελή, Λούκα Παντελή, Στέλιο Δημητρίου, Κώστα Γ. Ττεψή, Γεώργιο Κυριάκου, Αβραάμ Πέτρου, Ανδρέα Κ. Λειβαδιώτη, Γεώργιο Α. Λειβαδιώτη, Γεώργιο Σπανού και άλλους μέλη και στελέχη του ΑΚΕΛ και του λαϊκού κινήματος στο Τσέρι.

Αφού τους έδειραν και τους βασάνισαν για να παραδώσουν οπλισμό που δεν είχαν, οδήγησαν μια ομάδα έξω από το χωριό και δολοφόνησαν εν ψυχρώ τον Κώστα Μισιαούλη, δραστήριο μέλος του ΑΚΕΛ στο Τσέρι.

Στη συνέχεια ο Εζεκίας Παπαϊωάννου παρέθεσε καταθέσεις τριών προσώπων που ειχαν συλληφθεί με τον Μισιαούλη.

Πρόσθεσε:

Αυτές είναι μερικές μόνο από τις αφηγήσεις και ταυτόχρονα μαρτυρίες για την εν ψυχρώ δολοφονία του Κώστα Μισιαούλη. Δεν θάθελα να ασπασχολήσω το σώμα της Βουλής με περισσότερες αφηγήσεις μαρτύρων για το αποτρόπαιο έγκλημα που διαπράχθηκε. Στην αστυνομία κατάθεσαν πολλοί. Μεταξύ εκείνων που κατέθεσαν υπεύθυνα στην Αστυνομία είναι οι Γεώργιος Δ. Μακρής, Λουκάς Παντελή, Τάκης Παντελή, Γεώργιος Σπανού, Γεώργιος Πίσσης, Γεώργιος Δάμαλος και η σύζυγος του δολοφονηθέντος κυρία Χρυστάλλα Μισιαούλη.

Ολοι αυτοί κατέθεσαν με συγκεκριμένα στοιχεία και ονόματα των δολοφόνων και των συνενόχων τους. Η αστυνομία κατέχει τα ονόματα των δολοφόνων από τις καταθέσεις που έχει στα χέρια της. Πέρασαν από τότε δυο χρόνια και 9 μήνες χωρίς αυτή η υπόθεση ή τόσο τεκμηριωμένη από πλευράς μαρτυριών να παρουσιαστεί ενώπιον του διακστηρίου. Και οι δολοφόνοι είναι ελεύθεροι και ποιος ξέρει ίσως να σχεδιάζουν νέα εγκλήματα".

Ο Εζεκίας Παπαϊωάννου εισηγήθηκε προσαγωγή των δολοφόνων ενώπιον της δικαιοσύνης και κατέληξε:

"Εισηγούμαι το θέμα να παραπεμθεί στην Επιτροπή Εσωτερικών και να κινηθούν να δώσουν εξηγήσεις ο αρμόδιος Υπουργός και ο αρχηγός της αστυνομίας"

Στη Βουλή κατέθεσε έγγραφη μαρτυρία που όπως είπε, την έστειλε σ' αυτόν ένας από τους φερομένους ως δολοφόνους του Μισιαούλη.

Η Επιτροπή Εσωτερικών της Βουλής συνέχιζε να ασχολείται με το θέμα και στις 28 Απριλίου 1977 σε νέα έκθεση της ύστερα από ενημέρωση της από τον Υπουργό Δικαιοσύνης Γεώργιο Ιωαννίδη γύρω από το θέμα της κάθαρσης, ανέφερε ότι ο υπουργός Δικαιοσύνης την διαβεβαίωσε ότι θα γίνει η κάθαρση.

Ανέφερε η Επιτροπή:

" Η παρατηρηθείσα καθυστέρησις εις την εγκαθίδρυσιν των αναγκαίων σωμάτων (για τον μηχανισμό της καθάρσεως) ως διεβεβαίωσε σχετικώς ο αρμόδιος Υπουργός (Δικαιοσύνης) επ' ουδενί λόγω θα πρέπει να ερμηνευθή ότι η κυβέρνησις απεμπόλησε τας αρχικάς της προθέσεις διά την διακίνησιν εις την πλήρη αυτού έκτασιν του μηχανισμού της καθάρσεως. Απλώς ως επεξηγήθη η συρροή ωρισμένων σοβαρών γεγονότων εδημιούργησε καθυστέρησιν τρόπον τινά εις την προώθησιν του θέματος της εγκαθιδρύσεως των αρμοδίων σωμάτων, της Κυβερνήσεως υποχρεωθείσης εκ των πραγμάτων να ασχοληθή με την αντιμετώπισιν ετέρων προβλημάτων, εξ ίσου σοβαράς και επειγούσης φύσεως".

Στην έκθεση (Αγών 29.1.1977) "αναφέρεται ότι έχουν υποβληθή πέραν των 1000 καταγγελιών εναντίον δημοσίων υπαλλήλων σχετικά με τη κάθαρση και ότι μερικά κρατικά σώματα ως η Αστυνομία, το ΡΙΚ κλπ έχουν υποβάλει "και υπηρεσιακώς στοιχεία τα οποία είχον εις χείρας των και τα οποία εκ πρώτης όψεως συνδέουν καταγγελίας διά την διάπραξιν πειθαρχικών παραπτωμάτων εκ μέρους των μελών των".

Οπως τονιζόταν στην έκθεση, ο υπουργός δικαιοσύνης ανέφερε στην Επιτροπή ότι το Υπουργείο του εξεμεταλλεύθη τον χρόνο που διέρρευσε για την ταξινόμηση των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του, "ώστε τα διορισθησόμενα αρμόδια σώματα επί τη εγκαθιδρύσει των να έχωσιν εις χείρας των πλέον ολοκληρωμένα στοιχεία".

Παράλληλα ο Βάσος Λυσσαρίδης ενέγραψε στη Βουλή προς συζήτηση θέμα με το οποίο ζητούσε όπως προσαχθούν σε δίκη όλοι εκείνοι που σφετερίσθησαν την εξουσία.

Τίτλος του θέματος ήταν: " Η προσαγωγή ενωπιον της δικαιοσύνης όλων των σφετεριστών της εξουσίας από της 15 Ιουλίου και μετέπειτα".

Η αναφορά σε σφετεριστές της εξουσίας άφηνε υπονοούμενα εναντίον του Γλαύκου Κληρίδη τον οποίο κατηγορούσε ότι υπήρξε μεταπραξικοπηματίας.