Πρώτη Ηλεκτρονική Ιστορία της Κύπρου

image

Δωρεάν προσφορά σε ερευνητές, μελετητές, φοιτητές, μαθητές και δημοσιογράφους.

Από την Κύπρο στην αρχαιότητα, μέχρι την Κύπρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αγγλοκρατία, η ΕΟΚΑ, το πραξικόπημα, το σχέδιο Ανάν, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αρχείο Παναγιώτη Παπαδημήτρη

papademetris-pΜοναδικό αρχείο στο οποίο μπορείτε να προστρέξετε και να αναζητήσετε εύκολα και γρήγορα αυτό που θέλετε για μια περίοδο 8.000 ετών για την Ιστορία της Κύπρου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

1.1977: Η Βουλή εγκρίνει Νόμο με τον οποίο επιτρέπεται στο Υπουργικό να προωθήσει την Κάθαρση στη Δημόσια και Εκπαιδευτική Υπηρεσία, την Αστυνομία, τον Στρατό, τους Ημικρατικούς Οργανισμούς και τους Οργανισμούς Δημοσίου Δικαίου.

S-2133

20.1.1977: Η ΒΟΥΛΗ ΕΓΚΡΙΝΕΙ ΝΟΜΟ ΜΕ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ ΣΤΟ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟ ΝΑ ΠΡΟΩΘΗΣΕΙ ΤΗΝ ΚΑΘΑΡΣΗ ΣΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ, ΤΗΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ, ΤΟΝ ΣΤΡΑΤΟ, ΤΟΥΣ ΗΜΙΚΡΑΤΙΚΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Στις 22 Οκτωβρίου 1976 το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε Νομοσχέδιο με το οποίο καθοριζόταν πως θα γινόταν η εξυγίανση στη δημόσια υπηρεσία, την εκπαίδευση, την αστυνομία, το στρατό, και τους ημικρατικούς οργανισμούς ΣΥΤΑ, ΡΙΚ, ΑΗΚ και στους οργανισμούς δημοσίου δικαίου.

Το Νομοσχέδιο έφερε τον τίτλο " Νομοσχέδιο περί διερευνσήσεως πειθαρχικών παραπτωμάτων δημοσίων υπαλλήλων, διαπραχθέντων κατά το πραξικόπημα του Ιουλίου του 1974.

Σε αιτιολογική έκθεση που συνόδευε το Νομοσχέδιο αναφερόταν ότι "σκοπός τούτου είναι όπως εγκαθιδρυθή μηχανισμός διά του οποίου υπάλληλοι, οι οποίοι τελούν υπό το βάρος της υποψίας ότι κατά και μετά το πραξικόπημα επέδειξαν έλλειψιν νομιμοφροσύνης και ότι εμφορούνται από αντιλήψεις και ιδέας ασυμβιβάστους προς την δημοσιοϋπαλληλικήν των ιδιότητα, να δύναται να εκκαθαρίσουν την θέσιν των".

Πρόβλεπε το Νομοσχέδιο:

1. Οιονδήποτε πρόσωπον δύναται εντός τριών μηνών από της ενάρξεως της ισχύος του νόμου να υποβάλη εις τον Υπουργόν Δικαιοσύνης καταγγελίαν ότι υπάλληλος διέπραξε πειθαρχικόν παράπτωμα.

Ο Υπουργός διαβιβάζει αμέσως την καταγγελίαν εις ειδικώς συσταθησομένην Επιτροπήν, η οποία θα αποτελήται από πέντε μέλη διοριζόμενα υπό του Υπουργικού Συμβουλίου κατ' επιλογήν εκ νομομαθών ανωτάτου επαγγελματικού και ηθικού επιπέδου, εκ των οποίων ο εις διορίζεται ως Πρόεδρος της Επιτροπής. Η Επιτροπή έχει εξουσίαν όπως μεταβιβάση οιασδήποτε των εξουσιών της εις Υπεπιτροπήν αποτελουμένην εξ οιουδήποτε αριθμού των μελών αυτής. Η επιτροπή διερευνά το περί ου ο ισχυρισμός παράπτωμα το ταχύτερον δυνατόν και εν πάση περιπτώσει συμπληρώνει την έρευναν ουχί αργότερον των 30 ημερών από της ημέρας κατά την οποίαν διεβιβάσθη εις αυτήν η καταγγελία.

Κατά την διεξαγωγήν της ερεύνης η Επιτροπή έχει εξουσίαν να ακούση οιουσδήποτε μάρτυρας ή να λάβη εγγράφους καταθέσεις από οιονδήποτε πρόσωπον,το οποίον δυνατόν να έχη γνώσιν οιουδήποτε των γεγονότων της υποθέσεως. Ο υπάλληλος εναντίον του οποίου γίνεται η καταγγελία δικαιούται να πληροφορηθή την υπόθεσιν εναντίον του, παρέχεται δε εις αυτόν η ευκαιρία να υπερασπίση εαυτόν.

Μετά την συμπλήρωσιν της ερεύνης, η Επιτροπή υποβάλλει το πόρισμα της εις τον υπουργόν Δικαιοσύνης μετά σχετικής αιτιολογικής εκθέσεως ως επίσης και όλα τα σχετικά με την υπόθεσιν έγγραφα. Ο υπουργός παραπέμπει αμέσως την έκθεσιν εις τον Γενικόν Εισαγγελέα μετά των υποβληθέντων εγγράφων προς γνωμοδότησιν. Ο Γενικός Εισαγγελεύς συμβουλεύει τον Υπουργόν κατά πόσον δύναται να διατυπωθή κατηγορία κατά του υπαλλήλου και εις περίπτωσιν καταφατικής γνωματεύσεως, προβαίνει εις τη διατύπωσιν της κατηγορίας κατά του υπαλλήλου. Ο υπουργός εν συνεχεία παραπέμπτει το θέμα εις το Υπουργικόν Συμβούλιον, το οποίον και αποφασίζει εάν υπό τας περιστάσεις ενδείκνυται ή όχι η πειθαρχική δίωξις του υπαλλήλου.

Εάν αποφασίση ότι ενδείκνυται πειθαρχική δίωξις τότε η κατηγορία η διατυπωθείσα υπό του Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας μεταξύ όλων των σχετικών εγγράφων διαβιβάζεται στο Πειθαρχικό Συμβούλιο προς εκδίκαση.

Το Νομοσχέδιο τέθηκε υπό το μικροσκόπιο των οργανώσεων των δημοσίων υπαλλήλων και των αρμοδίων επιτροπών της Βουλής και ύστερα από εισηγήσεις τους αποφασίστηκε όπως το Πειθαρχικό Συμβούλιο που θα εκδικάζει τις καταγγελίες για πειθαρχικά παραπτώματα θα είναι εννεαμελές (ένας πρόεδρος και οκτώ μέλη).

Ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου η διαδικασία διεξάγεται σύμφωνα "προς την υπό του δικαστηρίου εν ποινική υποθέσει ακολουθουμένη συνοπτική διαδικασία" και εφαρμόζει τοις πρόνοιες του οικείου νόμου.

Σύμφωνα με την εφημερίδα Ο ΑΓΩΝ (12.12.1976) "το Πειθαρχικόν Συμβούλιον θα έχη τη εξουσία όπως σε περίπτωση μη αποδείξεως του υπό κατηγορία πειθαρχικού παραπτώματος, αν από την διαδικασία προέκυψεν ότι ο υπάλληλος επέδειξε ανάρμοστη συμπεριφορά και η περαιτέρω παραμονή του στην υπηρεσία δεν θα προήγε το δημόσιον συμφέρον να διαβιβάζη το πόρισμα προς το Υπουργικό Συμβούλιο, στο οποίο χορηγείται εξουσία τερματισμού της υπηρεσίας του υπαλλήλου, αφού καταβληθούν σ' αυτόν όλα τα ωφελήματα αφυπηρετήσεως, εις τα οποία ούτος θα εδικαιούτο υπό τας περιστάσεις".

Στην αιτιολογική έκθεση που συνόδευε το Νομοσχέδιο αναφέρονταν και τα εξής:

"Ετηρήθη η αρχή της υπό ανεξαρτήτου επιτροπής διερευνήσεως των πειθαρχικών παραπτωμάτων, και η υπό του νομοσχεδίου διαγεγραμμένη διαδικασία προ της υποβολής τούτων προς εκδίκασιν.

Διά των εκδίκασιν των παραπτωμάτων τούτων καθιδρύεται ειδικόν Πειθαρχικόν Συμβούλιον συνιστάμενον εξ ενός προέδρου και οκτώ μελών, διοριζομένων υπό του Υπουργικού Συμβουλίου και επιλεγόμενον εκροσώπων εχόντων νομικάς γνώσεις ή δημοσιοϋπαλληλικήν, εκπαιδευτικήν ή αστυνομικήν πείραν και ανωτάτου ηθικού επιπέδου προς το οποίον παραπέμπεται η εκδίκασις πειθαρχικών παραπτωμάτων διά τα οποία εγένετο ήδη η νενομισμένη έρευνα και διετυπώθη υπό του Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας η σχετική κατηγορία.

Το Πειθαρχικόν Συμβούλιον θα ενεργή είτε εν ολομελεία, συνισταμένη εκ του προέδρου και τεσσάρων ετέρων μελών, είτε κατά τμήματα, συνιστάμενα εκ τριών μελών διοριζομένων υπό του προέδρου, εξ ων το εν υποδεκύεται ως πρόεδρος του τμήματος.

Η ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου διαδικασία θα είναι η αυτή ως και η δικαστική διαδικασία κατά την εκδίκασιν συνοπτικώς ποινικών υποθέσεων, του εγκαλουμένου υπαλλήλου δικαιουμένου όπως παραστή διά συνηγόρου.

Το υπό του Πειθαρχικού Συμβουλίου εφαρμοζόμενον ουσιαστικόν πειθαρχικόν δίκαιον είναι το προνοούμενον υπό του οικείου Νόμου διά τον πειθαρχικώς δικαζόμενον υπάλληλον.

Διευρύνεται ο ορισμός του πειθαρχικού αδικήματος ώστε να καλύπτη τούτο και ενεργείας κατά της Δημοκρατίας και της συνταγματικής τάξεως.

Η χρονική περίοδος διά την υποβολήν καταγγελιών επεκτείνεται από τριών μηνών εις εν έτος".

Το Νομοσχέδιο για τη κάθαρση παρουσιάστηκε ενώπιον της Βουλής στις 20 Ιανουαρίου 1977 και κατά τροποποιήθηκε για τρίτη φορά ενώ η παρουσίαση του στη Βουλή οδήγησε σε διάσπαση των κομμάτων που συνεργάστηκαν στις εκλογές του 1976 και κατέλαβαν όλες τις έδρες με αποτέλεσμα να αποκλεισθεί ο ΔΗΣΥ.

Η διάσπαση ήταν μεταξύ των Κομμάτων ΑΚΕΛ και ΕΔΕΚ από τη μια και του ΔΗΚΟ του Σπύρου Κυπριανού και του Τάσσου Παπαδόπουλου από την άλλη.

Το ένα σημείο της διαφωνίας αφορούσε στην παροχή εξουσίας στο Υπουργικό να αναστέλλει τη δίωξη υπαλλήλου όταν έκρινε ότι υπήρχαν λόγοι δημοσίου συμφέροντος και η δεύτερη αφορούσε την πρόταση της Κυβέρνησης με την οποία ο χρόνος της υποβολής εγγράφου καταγγελίας εναντίον υπαλλήλου περιορισθεί σε έξη μήνες αντί σε ένα χρόνο, ώστε να μη υπάρξει καθυστέρηση.

Αρχικά η Κυβέρνηση είχε προτείνει τρεις μήνες για το χρόνο υποβολής καταγγελιών αλλά οι Επιτροπές Εσωτερικών και Νομικών της Βουλής είχαν αυξήσει την προθεσμία σε ένα χρόνο.

Το ΑΚΕΛ και η ΕΔΕΚ διαφώνησαν και με τις δυο προτάσεις.

Ωστόσο τις προτάσεις ενέκριναν οι βουλευτές του ΔΗΚΟ μαζί με τον ανεξάρτητο βουλευτή Τάσσο Παπαδόπουλο κι' έτσι οι τροποποιήσεις εγκρίθηκαν με 18 υπέρ και 13 κατά.

Ο Πρόεδρος του ΔΗΚΟ Σπύρος Κυπριανού ανέφερε ότι η Κυβέρνηση αισθανόταν ότι ο χρόνος των έξη μηνών για την υποβολή έγγραφης καταγγελίας εναντίον υπαλλήλων ήταν ικανοποιητικός.

Ηταν η τρίτη φορά που η Βουλή τροποποιούσε το Νομοσχέδιο για την κάθαρση. Αρχικά το Νομοσχέδιο είχε κατατεθεί από την Κυβερνηση αλλά τροποποιήθηκε από τις Επιτροπές της Βουλής. Στις 20 Ιανουαρίου έγιναν και οι νέες τροποποιήσεις έπειτα από εισηγήσεις βουλευτών και ο νέος Νόμος άνοιγε τελικά το δρόμο για την έναρξη της κάθαρσης.

Κατά τη συζήτηση όλοι οι βουλευτές τάχθηκαν υπέρ της κάθαρσης της κρατικής μηχανής.

Μόνο ο βουλευτής του ΔΗΚΟ Κυριάκος Παπαδημητρίου χαρακτήρισε το νομοσχέδιο ως "ειρωνεία" και ως "νομοθέτημα που θα οδηγούσε σε δαιδαλώδεις διαδικασίες".

(Εκ των υστέρων οι απόψεις του Κ. Παπαδημητρίου δικαιώθηκαν πλήρως).

Ο Τάσσος Παπαδόπουλος μιλώντας στη συνεδρία της Βουλής εισηγήθηκε όπως λαμβάνεται υπόψη η στάση που επέδειξε ο υπάλληλος μετά το πραξικόπημα και όπως του παρέχεται η ευκαιρία να εξετάζει μάρτυρες.

Ανέφερε ακόμα ότι σε περίπτωση που θα επιτρεπόταν η εξ ακοής μαρτυρία δηλαδή όπως είπε "άκουσα κάποιον να λέγει ότι άκουσε άλλο να λέγει" να παρέχεται εξουσία στην Πειθαρχική Επιτροπή να εξετάζει την αξιοπιστία των μαρτύρων άλλως δυνατόν η μαρτυρία να οδηγήσει σε εντυπώσεις που να οδηγήσουν σε καταδίκη βάσει φημών που δεν ελέχθησαν.

Εισηγήθηκε ακόμη όπως μη παρεμποδίζεται η δίωξη υπαλλήλων βάσει άλλων νόμων, εισηγήσεις που έγιναν αποδεκτές.

Αλλοι ομιλητές τόνισαν (περίληψη από την εφημερίδα Ο ΑΓΩΝ της 21ης Ιανουαρίου 1977::

ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ: Η κάθαρση γίνεται για το συμφέρον όλων. Δεν γίνεται για λόγους εκδικήσεως. Πρέπει να ληφθούν μέτρα εναντίον εκείνων που υπέσκαψαν το κράτος και τον αρχηγόν του. Δεν υπάρχει θέμα εκδικήσεως. Τα αρμόδια όργανα θα κινηθούν βάσει συγκεκριμένης διαδικασίας. Δεν είναι προς το συμφέρον κανενός ο συνεχιζόμενος σάλος. Η Κυβέρνηση έχει τη γνώμη όπως ο χρόνος της υποβολής των καταγγελιών εκ μέρους πολιτών περιορισθεί στους έξη μήνες παρά στον ένα χρόνο, διότι άλλως η διαδικασία θα εκκρεμεί για πολύ.

Ε. ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ: Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις η ΣΙΑ άνοιξε πάλι τις κάσιες της και χρηματοδοτεί μια νέα ΕΟΚΑ Β.

ΔΩΡΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ: Υπάρχουν ανησυχητικές ενδείξεις ότι ορισμένα στοιχεία που φέρουν μακαριακή ταμπέλλα κινούνται συντονισμένα μέσα στον κρατικό μηχανισμό και ιδιαίτερα στον στρατό και την αστυνομία για να εγκαθιδρύσουν νέες προσωποπαγείς καταστάσεις.

ΧΡ. ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΗΣ: Το να δώσεις σε ένα εγκληματία απόλυτη συγχώρηση μπορεί να γίνει ανεκτό. Το να τον ανεχθείς όμως να ευρίσκεται σε θέση που να έχει την ευκαιρία να εγκληματίσει πάλι, αποτελεί έγκλημα εις βάρος του λαού. Το νομοσχέδιο είναι το σημαντικότερο νομοθέτημα από του πραξικοπήματος.

ΣΤΑΥΡΟΣ ΑΜΠΙΖΑΣ: Κάθαρση πρέπει να γίνει για να μπορέσει να έλθει πραγματική ενότητα. Η κάθαρση να γίνει χωρίς προκαταλήψεις, θυματοποίηση, εκδίκηση.

ΧΡ. ΚΟΥΡΤΕΛΛΑΡΗΣ: Πέρα από τα μέτρα κάθαρσης να ληφθούν γενικότερα μέτρα και αποφασιστικά για την πλήρη αποκατάσταση της εννόμου τάξεως και αφοπλισμός των παρανόμων.

Α. ΦΑΝΤΗΣ: Η πολιτική της ατιμωρησίας δημιούργησε αίσθημα πικρίας στο λαό.

Β. ΛΥΣΣΑΡΙΔΗΣ: Να ανοίξει ο φάκελος της Κύπρου και στην Ελλάδα διότι εκεί ίσως ακόμη να υπάρχουν πρόσωπα που δυνατόν να επηρεάζουν και σήμερα καταστάσεις. Με το αίτημα της καθάρσεως δεν θα τίθεται θέμα τιμωρησίας αλλά ούτε και φιλευσπλαχνίας. Δεν αρκεί να εκδιωχθούν οι πραξικοπηματίες, αλλά να ληφθούν μέτρα ώστε στις σωστές θέσεις- κλειδιά να τοποθετηθούν τα κατάλληλα πρόσωπα. Κάποιοι επαύθησαν προ του πραξικοπήματος. Σήμερα βρίσκονται στις θέσεις τους. Αλλά απελύθησαν κατά το πραξικόπημα. Και δεν επανήλθαν.

ΑΛΕΚΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ: Η κάθαρση πρέπει να είναι για όλους και για τους φίλους. Διότι σήμερον πρόσωπα που κατηγορούν η άλλους για ανάμιξη στο πραξικόπημα, άλλοι καλύπτουν και προωθούν φίλους για προβιβασμούς. Η ερευνητική επιτροπή να αποτελείται από πρόσωπα που δεν είναι ουδέτερα. Οι ουδέτεροι είναι εντελώς ακατάλληλοι. Σήμερα χρειαζόμαστε άλματα και όχι βήματα.

Το Νομοσχέδιο προνοούσε την επιβολή των ακόλουθων ποινών:

1. Χρηματική ποινή η οποία δεν θα υπερβαίνει τις απολαβές ενός χρόνου ή υποβιβασμό της μισθοδοτικής κλίμακας και στέρηση προσαυξήσεων στις κλίμακες όχι πέραν των πέντε ετών.

2. Υποβιβασμό σε κατότερη θέση και απαγόρευση προαγωγής για 3 χρόνια.

3. Αναγκαστική αφυπηρέτηση.

4. Απόλυση.

Οι αρμόδιες επιτροπές της Βουλής στην έκθεση του στο σώμα εκφράζουν την πεποίθηση ότι με το νόμο τιθενται οι αναγκαίες βάσεις για την έναρξη διαδικασίας κάθαρσης στην κρατική μηχανή, πράγμα που αποτελεί αφ' ενός επίμονο αίτημα των ενδιαφερομένων οργανώσεων και αφ' ετέρου ικανοποιεί ουσιαστικά αίτημα του λαού.