Πρώτη Ηλεκτρονική Ιστορία της Κύπρου

image

Δωρεάν προσφορά σε ερευνητές, μελετητές, φοιτητές, μαθητές και δημοσιογράφους.

Από την Κύπρο στην αρχαιότητα, μέχρι την Κύπρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αγγλοκρατία, η ΕΟΚΑ, το πραξικόπημα, το σχέδιο Ανάν, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αρχείο Παναγιώτη Παπαδημήτρη

papademetris-pΜοναδικό αρχείο στο οποίο μπορείτε να προστρέξετε και να αναζητήσετε εύκολα και γρήγορα αυτό που θέλετε για μια περίοδο 8.000 ετών για την Ιστορία της Κύπρου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

16.6.80Το ΑνώτατοΔικαστήριο και το Πειθαρχικό Συμβούλιο τουΠαγκυπρίου Δικηγορικού Συλλόγου κρίνουν ότι ο Ανδρέας Νεοκλέους, με το να αποδεχθεί υπουργοποίηση στο Υπουργικό του Νίκου Σαμψών, δεν διέπραξε επονείδιστη και ασυμβίβαστη με το επάγγγελμα διαγωγή

S-2113

16.6.1980: ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΚΡΙΝΟΥΝ ΟΤΙ Ο ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ ΜΕ ΤΟ ΝΑ ΑΠΟΔΕΧΘΕΙ ΥΠΟΥΡΓΟΠΟΙΗΣΗ ΣΤΟ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΣΑΜΨΩΝ ΔΕΝ ΔΙΕΠΡΑΞΕ ΕΠΟΝΕΙΔΙΣΤΗ ΚΑΙ ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΗ ΜΕ ΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΔΙΑΓΩΓΗ

Στις 25 Οκτωβρίου 1976 ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Λεμεσού Π. Παύλου προσέφυγε στο Πειθαρχικό Συμβούλιο του Παγκυπρίου Δικηγορικού Συλλόγου καταγγέλλοντας τον δικηγόρο Ανδρέα Νεοκλέους ως ένοχο επονείδιστης και ασυμβίβαστης προς το επάγγελμα διαγωγής γιατί είχε αποδεχθεί διορισμό "υπουργού" στην "κυβέρνηση" Σαμψών που προέκψυε μετά το πραξικόπημα.

Το Πειθαρχικό Συμβούλιο του Συλλόγου ασχολήθηκε με το θέμα τέσσερα χρόνια μετά και στις 9 Ιανουαρίου 1980 και αθώωσε τον Νεοκλέους.

Η απόφαση λήφθηκε σε μια περφοδο που το θέμα της κάθαρσης βρισκόταν ακόμα σε εξέλιξη και η εφημερίδα "Χαραυγή", εκφραστικό όργανο του ΑΚΕΛ, κατάγγειλε, μόλις πληροφορήθηκε την απόφαση, (23.1.1980) ότι αυτή υπονόμευε την καθαρση.

Η εφημερίδα έγραφε επίσης ότι η απόφαση που λήφθηκε από τους Κρίτωνα Τορναρίτη, Λεύκο Κληρίδη, Χαρ. Βελάρη, Γιώργο Παλαγία και Τάκη Ηλιάδη προκάλεσε "πραγματική αναστάτωση και αγανάκτηση στον πολιτικό και νομικό κόσμο της Κύπρου.

Ακόμα "χαρακτηριζόταν από υπευθύνους πολιτικούς και νομικούς παράγοντες σαν προσβολή προς κάθε έννοια δικαιοσύνης και απαράδεκτη πρόκληση προς τον λαό μας που ζει ακόμα την τραγωδία που προκάλεσαν οι πραξικοπηματίες τον Ιούλη του 1974,

Πρόσθετε η εφημερίδα:

"Η απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου εξεδόθη στις 9.1.1980 τέσσερα δηλαδή χρόνια μετά την υποβολή της καταγγελίας (25.10.1976) από τον Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Λεμεσού εναντίον του Ανδρέα Νεοκλέους "ως ενόχου επονειδίστου και ασυμβιβάστου προς το επάγγελμα διαγωγής" και αντίκειται στους "περί Δεοντολογίας των δικηγόρων Κανονισμούς... γιατί δέχθηκε διορισμό και υπηρέτησε ως υπουργός στο από τον Νικόλαο Σαμψών πραξικοπηματικό Υπουργικό Συμβούλιο".

Στην απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Παγκυπρίου Δικηγορικού Συλλόγου που δεν είχε δοθεί μέχρι τότε στη δημοσιότητα αναφέρονταν κατά λέξη ότι:

" Δεν μπορεί να υποστηριχθεί σοβαρά ότι συμμετοχή στην πραξικοπηματική κυβέρνηση οσονδήποτε αξιόμεμπτη και αν αποτελεί είτε δόλια είτε ασυμβίβαστη προς το επάγγελμα διαγωγή, όπως απαιτεί ο περί δικηγόρων Νόμος.

Σε συνέχεια η απόφαση εξετάζοντας αν η πράξη είναι "επονείδιστος" αναφέρει:

" Η ανάληψη υπουργικού αξιώματος στο πραξικοπημτικό υπουργικό συμβούλιο οσονδήποτε κατακριτέα και αξιόμεμπτη μπορεί να είναι κατά την γνώμη του Πειθαρχικού Συμβουλίου δεν αποτελεί "επονείδιστον" διαγωγήν υπό την έννοια του άρθρου 17 (1).

Το σκεπτικό της απόφασης υποστηρίζει ότι η "επονείδιστη διαγωγή" που δεν σχετίζεται με την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος "πρέπει να είναι τέτοιας σοβαρής φύσης, ώστε να καθιστά το περί ου πρόκειται πρόσωπο ακατάλληλο να εξακολουθεί να είναι μέλος του εντίμου δικηγορικού επαγγέλματος. Το Πειθαρχικό, όμως Συμβούλιο του Π.Δ.Σ. έκρινε ότι η συμμετοχή στην πραξικοπηματική κυβέρνηση δεν αποτελεί "σοβαρής φύσεως" παράπτωμα.

Ετσι το Πειθαρχικό Συμβούλιο καταλήγει στην αυθαίρετη εξωφρενική και προκλητική απόφαση ότι "η καταγγελλομένη πράξη δεν αποτελεί πειθαρχικό αδίκημα... και συνεπώς δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Πειθαρχικού Συμβουλίου".

Οπως πληροφορούμαστε ο νομικός κόσμος της Κύπρου δεν πρόκειται να ανεχθεί μια τέτοια απόφαση και θα κινητοποιηθεί για την ανατροπή της με έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο. Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν δικαιούται αυτοεπαγγέλτως να αλλάξει την απόφαση (όπως είχε δικαίωμα μέχρι το 1975). Θεωρείται όμως βέβαιο πως την απόφαση θα την εφεσιβάλει ο Δικηγορικός Σύλλογος Λεμεσού που έχει αυτό το δικαίωμα σαν κατήγορος.

Εξ άλλου με βάση τον νέον...περί δικηγόρων Νόμον (1975) το Ανώτατο Δικαστήριο μπορεί να μην ανανεώσει την ετήσια άδεια των δικηγόρων πραξικοπηματιών, με βάση την πρόνοια ότι ο δικηγόρος είναι "λειτουργός της δικαιοσύνης" ύστερα από σοβαρή παρανομία να εμφανίζεται στο δικαστήριο σαν "λειτουργός της δικαιοσύνης". Το ότι οι υπουργοί του Σαμψών είναι και νομικά ένοχοι σοβαρής παρανομίας μπορεί να στηριχθεί στον νόμο 57/75 (31.10.75) και αναφέρεται στην πραξικοπηματική κυβέρνηση".

Τον νόμο αυτό δεν τον αναφέρει η απόφαση του Πειθαρχικού. Αντίθετα αναφέρεται στο σκεπτικό της Απόφασης η ομιλία του Μακαρίου για την "πολιτική λήθης" και τον "κλάδον ελαίας" που δεν έχει νομική υπόσταση" ακόμα πιο εξωφρενικό είναι το ότι η απόφαση του Πειθαρχικού αναφέρεται στον χαρακτηρισμό του παξικοπήματος σαν "πολιτικού εγκλήματος" από το Συμβούλιο Εφετών στην Ελλάδα για την γνωστή υπόθεση του Αντώνη Αντωνά.

Η απαράδεκτη, αυθαίρετη και προκλητική απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Π.Δ.Σ. θεωρείται από έγκυρους πολιτικούς και νομικούς κύκλους σαν υπονόμευση της κάθαρσης και προβλέπεται να έχει σοβαρές και πολιτικές επιπτώσεις".

Την επομένη του δημοσιεύματος (24.1.1980) το Παγκύπριο Πειθαρχικό Συμβούλιο του Παγκυπρίου Δικηγορικού Σώματος ανακοίνωσε τα ακόλουθα σχετικά με την απόφαση του:

" Εις τας χθεσινάς εκδόσεις των εφημερίδων "Χαραυγή" και "Φιλελεύθερος" εδημοσιεύθησαν σχόλια αναφορικώς προς πρόσφατον απόφασιν του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Σώματος Κύπρου εν σχέσει με την καταγγγελίαν εναντίον γνωστού δικηγόρου της Λεμεσού, ο οποίος εκατηγορείτο δι' επονείδιστον προς το επάγγελμα διαγωγήν ή διαγωγήν αντικειμένην προς τους περί δεοντολογίας του δικηγορικού Επαγγέλματος Κανονισμούς του 1966.

Το Πειθαρχικόν Συμβούλιον επιθυμεί προς αποκατάστασιν της αληθείας ν' ανακοινώση τα κάτωθι επί του θέματος:

α) Αι αποφάσεις του Πειθαχικού Συμβουλίου των Δικηγόρων ως και άλλων Πειθαρχικών Συμβουλίων και ή επιστημονικών οργανώσεων δεν κοινοποιούνται εις το κοινόν ούτε και δημοσιεύονται εις τον τύπον εκ παραδόσεως.

β). Πώς μόνον δύο εφημερίδες κατώρθωσαν να λάβουν γνώσιν της αποφάσεως η δε μία εξ αυτών και συγκεκριμένως η εφ. "Χαραυγή" να δημοσιεύει απόσπασμα της αποφάσεως κατά παράβασιν της παραδόσεως του δικηγορικού επαγγέλματος και της δεοντολογίας αυτού είναι θέμα το οποίον το Συμβούλιον θα ερευνήσει διά να επιβληθούν αι νενομισμέναι κυρώσεις εις το πρόσωπον ή τα πρόσωπα τα οποία παρέδωσαν αντίγραφον της αποφάσεως εις αυτάς.

γ). Τα δύο δημοσιεύματα ουδόλως αποδίδουν το πνεύμα ή το γράμμα της αποφάσεως του Πειθαρχικού Συμβουλίου τα δε δημοσιευθέντα αποσπάσματα εις την εφημερίδα "Χαραυγή" τείνουν να διαστρεβλώσουν το σκεπτικόν της αποφάσεως.

δ). Η απόφασις του Πειθαρχικού Συμβουλίου υπήρξεν πλήρως ητιολογημένη ομόφωνος και στηρίζεται επί αδιαμφισβητήτων νομικών αυθεντιών.

ε). Ανκαι το όλο θέμα πιθανόν να αποτελέσει μελλοντικώς αντικείμενον εφέσεως εις το Ανώτατον Δικαστήριον και επομένως οιαδήποτε σχόλια περί της αποφάσεως δεν θα ήσαν επιτρεπτά περί του παρόντος εν πρώτοις το Συμβούλιον θεωρεί καθήκον του λόγω της εκτάσεως και της φύσεως των δημοσιευθέντων σχολίων επ' αυτής, να καταστήσει σαφές ότι η απόφασις του εβασίσθη επί αυστηρών νομικών κριτηρίων η δε ουσία αυτής είναι ότι:

(ι) Ουδεμία ποινική δίωξις ησκήθη κατά του εγκαλουμένου δικηγόρου.

(ιι) Το αδίκημα διά το οποίο κατηγορείται δεν ενέχει ηθικήν αισχρότητα εντός της εννοίας στου άρθρου 19 (ι) του περί δικηγόρων Νόμου.

(ιιι) Το θέμα ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου ήτο κατά πόσον διαγωγή ανεξαρτήτως προς το επάγγελμα ήτο τοιαύτης φύσεως ώστε να θεωρείται ανάρμοστος εάν επεδεικνύετο κατά την άσκησιν του επαγγέλματος.

(ιν) Ο καθ' ου η δίωξις δικηγόρος αποδεχόμενος διορισμόν Υπουργού εις την πραξικοπηματικήν Κυβέρνησιν δεν ενήργησε υπό την ιδιότητα του ως δικηγόρος.

(ν). Η ανάληψις υπουργικού αξιώματος εις την πραξικοπηματικήν κυβέρνησιν οσονδήποτε κατακριτέα και αξιόμεμπτος και αν είναι δεν αποτελεί, κατά τη γνώμην του Συμβούλόυ "επονείδιστον" διαγωγήν υπό την έννοιαν του άρθρου 17 (ι) του περί διηγόρων Νόμου.

(νι). Οτι η πράξις του εγκαλουμένου δικηγόρου αυτή καθ'εαυτή δεν αποτελεί πειθαρχικόν αδίκημα ενισχύεται και από το γεγονός ότι διά τους δημοσίους υπαλλήλους παρέστη ανάγκη να γίνει ειδική νομοθετική πρόνοια που να κηρύσσει την προπαρασκευήν ή προαγωγήν του πραξικοπήματος ως πειθαρχικόν παράπτωμα.

(νιι). Η ανάληψις υπουργικού αξιώματος εις το πραξικοπηματικόν Υπουργικόν Συμβούλιον δεν εμπίπτει εις οιανδήποτε πρόνοιαν των περί δεοντολογίας των δικηγόρων Κανονισμών του 1966.

Επομένως η καταγγελομένη πράξις δεν αποτελεί πειθαρχικόν αδίκημα, ούτε συμφώνως προς τας διατάξεις, του άρθρου 17 (ι) του περί δικηγόρων Νόμου ούτε συμφώνως των περί δεοντολογίας των δικηγόρων κανονισμών 1966 και επομένως δεν εμπίπτει εις την αρμοδιότητα του Πειθαρχικού Συμβουλίου".

Το ΑΚΕΛ είχε πάρει τις αποφάσεις του και την ίδια ημέρα (23.1.1980) ο Γενικός του Γραμματέας κ. Εζεκίας Παπαϊωάννου χαρακτήρισε σκάνδαλο την απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Σώματος ότι συμμετοχή στην Κυβέρνηση Σαμψών δεν αποτελεί επονείδιστη συμπεριφορά.

Ο Παπαϊωάννου ενέγραψε στη Βουλή σχετικό θέμα με τίτλο "Η απόφαση του Πειθαρχικού Σώματος για τον πραξικοπηματία υπουργό Ανδρέα Νεοκλέους".

Την πρόταση Παπαϊωάννου υποστήριξε και ο Πρόεδρος της ΕΔΕΚ Βάσος Λυσσαρίδης ο οποίος τόνισε ότι η απόφαση αποτελεί και προσβολή προς το Σώμα της Βουλής.

Εξ άλλου ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΔΗΚΟ Σταύρος Αμπίζας είπε ότι εξ όσων αντλαμβανόταν θα υπήρχε προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστηριο και έπρεπε να αναβληθεί η συζήτηση του.

Η προσφυγή δεν καθυστέρησε καθόλου και το Ανώτατο Δικαστήριο αφού εξέτασε την όλη υπόθεση απέρριψε την προσφυγή του Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Λεμεσού Π. Παύλου.

Τέσσερις από τους έξη δικαστές που εξέτασαν την έφεση αποφάνθηκαν ότι ο Πρόεδρος Παύλου δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως "παραπονούμενος" σύμφωνα με τη νομοθετική διάταξη ώστε να έχει διάταγμα έφεσης.

Την έφεση απέρριψαν οι δικαστές Λ. Λοϊζου. Τ. Χατζηαναστασίου, Γ. Μαλακτός και Λ. Σαββίδης.

Ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Μ. Τριανταφυλλίδης και ο Δικαστής Δ. Δημητριάδης διαφώνησαν και αποφάνθηκαν ότι "ο Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Λεμεσού μπορούσε στην παρούσα υπόθεση να θεωρηθεί σαν "παραπονούμενος" με δικαίωμα εφέσεως.

Για τον Α. Νεοκλέους παρουσιάστηκαν οι δικηγόροι Λουκής Παπαφιλίππου, Μ. Χριστοφίδης, Γ. Κάϊζερ, Χρ. Σολωμής, Α. Εύζωνας και Α. Ανδρέου.

Για τον Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Λεμεσού Π. Παύλου και το Πειθαρχικό Συμβούλιο παρουσιάστηκαν οι Λεύκος Κληρίδης και Τάκης Ηλιάδης, σαν φίλοι του Δικαστηρίου.

Αναφερόταν στην απόφαση του δικαστή Χατζηαναστασίου (εφημερίδα "Σημερινή" 16 και 17 Ιουνίου 1980:

"Την 25ην Οκτωβρίου 1975 ο Πρόεδρος του Δικηγορικού συλλόγου Λεμεσού με επιστολή του υπέβαλε προς το Πειθαρχικό Συμβούλιο με βάση την παράγραφο (γ) του εδαφίου (2) του άρθρου 17 του Περί Δικηγόρων Νόμου, (κεφ. 2 όπως τροποποιήθηκε) καταγγελία κατά του δικηγόρου Ανδρέα Νεοκλέους, από τη Λεμεσό "ως ενόχου απονειδίστου ή ασυμβιβάστου προς το επάγγελμα διαγωγής ή και διαγωγής αντικειμένης προς τους περί δεοντολογίας των δικηγόρων Κανονισμούς ή και άλλους τοιούτους " γιατί δέχθηκε διορισμό και υπηρέτησε σαν Υπουργός στο υπό τον κ. Νικόλαον Σαμψών πραξικοπηματικό Υπουργικό Συμβούλιο.

Αντίγραφο της καταγγελίας που έγινε κοινοποιήθηκε στον δικηγόρο Ανδρέα Νεοκλέους, ο οποίος με επιστολή του ημερομηνίας 11 Ιουλίου 1977 μεταξύ άλλων ισχυρίζεται ότι "η πολιτική διαγωγή και συμπεριφορά ενός δικηγόρου δεν ελέγχεται υπό και διά της διαδικασίας του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Η πολιτική πράξις δεν είναι άσκησις δικηγορίας και περαιτέρω αύτη δεν στοιχειοθετεί το αποδιδόμενον ή οιονδήποτε αλλο πειθαρχικό παράπτωμα".

Είναι χρήσιμο να τονίσω ότι τα πειθαρχικά αδικήματα εις την Κύπρον ορίζονται από το Αρθρο 17 (1) του Περί Δικηγόρων Νόμου (Κεφ.2) όπως μεταγενέστερα τροποποιήθηκε.

Αυτά είναι:

α). καταδίκη από οποιοδήποτε δικαστήριο για ποινικό αδίκημα που κατά τη γνώμη του Πειθαρχικού Συμβουλίου ενέχει ηθική αισχρότητα, και

β). ένοχος επονείδιστης, δολίας ή ασυμβίβαστης προς το επάγγελμα διαγωγής.

Ποία είναι η "ασυμβίβαστη προς το επάγγελμα διαγωγή" καθορίζουν μεταξύ άλλων οι περί δεοντολογίας των δικηγόρων κανονισμοί του 1966. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο, το οποίον επελήφθη της πεθαρχικής καταγγελίας εναντίον του δικηγόρου Ανδρέα Νεοκλέους εξέδωσε την απόφαση του αφού έλαβε υπόψη και τις αγγλικές αυθεντίες οι οποίες ορίζουν πότε αδίκημα επονείδιστης δολίας ή ασυμβίβαστος προς το επάγγελμα διαγωγής συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο, αφού εδέχθη ότι διά να αποτελεί "ασυμβίβαστο" προς το επάγγελμα διαγωγή" ή διαγωγή πρέπει να σχετίζεται με την άσκηση αυτού τούτου του επαγγέλματος και όχι να αποτελεί εξωεπαγγελματική διαγωγή τονίζει:

Στην Κύπρο δεν έχουμε να εξετάσουμε κατά πόσο ανεξάρτητη από το επάγγελμα διαγωγή είναι τέτοιας φύσεως που θα ήταν ανάρμοστη εάν επεδεικνύετο κατά την άσκηση του επαγγέλματος".

" Αφού επίσης αναφέρθη εις τες σχετικές παρατηρήσεις του Λόρδου Esher M.R., που είπε στην υπόθεση Allinson V General Council of Medical Education and Registration (1894) I. Q.B. στες σελίδες 760, 761 προσθέτει ότι "ο περί ου πρόκειται δικηγόρος αποδεχόμενος διορισμό υπουργού στην πραξικοπηματική κυβέρνηση δεν ενήργησε υπό την ιδιότητα του ως δικηγόρος". Με αυτό ως γνώμονα το Πειθαρχικό Συμβούλιο τονίζει:

"Στην παρούσα υπόθεση εφόσο δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η ανάληψη υπουργικής θέσεως το πραξικοπηματικό Υπουργικό Συμβούλιο αποτελεί ανάρμοστη με το επάγγελμα διαγωγή ή διαγωγή εξωεπαγγελματική η οποία μπορεί να θεωρηθεί σαν δόλια, παραμένει να εξετασθεί αν είναι "επονείδιστη διαγωγή" υπό την έννοια της διατάξεως του άρθρου 17 (1).

Ενώ για άλλα επαγγέλματα οι σχετικοί Νόμοι προβλέπουν δι' "ανέντιμον ή επονείδιστον" διαγωγήν το άρθρο 17 (1) προβλέπει μόνο για "επονείδιστον διαγωγήν".

Η ανάληψη υπουργικού αξιώματος στο πραξικοπηματικό υπουργικό συμβούλιο οσονδήποτε κατακριτέα και αξιόμεμπτη μπορεί να είναι κατά την γνώμη του Πειθαρχικού Συμβουλίου δεν αποτελεί "επονείδιστον" διαγωγή υπό την έννοια του άρθρου 17 (1) του Περί Δικηγόρων Νόμου.

Είναι επίσης χαρακτηριστικά ότι η ανάληψη υπουργικού αξιώματος το πραξικοπηματικό υπουργικό Συμβούλιο δεν εμπίπτει σε καμμιά από τις διατάξεις των περί δεοντολογίας των δικηγόρων κανονισμών του 1966 αν και αυτοί δεν είναι εξαντλητικοί του θέματος.

Η ανεξάρτητη από την άσκηση του επαγγέλματος επονείδιστη διαγωγή πρέπει να είναι τέτοιας σοβαράς φύσεως ώστε να καθιστά το περί ου πρόκειται πρόσωπο ακατάλληλον εξακολουθεί να είναι μέλος του εντίμου δικηγορικού επαγγέλματος...

Το Ανώτατο Δικαστήριο στην Κύπρο στην υπόθεση In re am Advocate 9 CLR αποφάσισε ότι κάθε διαγωγή η οποία απετέλεσε κώλυμα για την εγγραφή ενός δικηγόρου μπορεί να δικαιολογήσει και την διαγραφή αυτού εν τω μεταξύ.

Τελικά το Πειθαρχικό Συμβούλιο καταλήγει:

" Για όλους τους πιο πάνω λόγους το Πειθαρχικό Συμβούλιο είναι της γνώμης ότι η καταγγελλομένη πράξη δεν αποτελεί πειθαρχικό αδίκημα ούτε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 17 (1) ούτε σύμφωνα με τις διατάξεις των περί δεοντολογίας των δικηγόρων Κανονισμών του 1966 και συνεπώς δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Πειθαρχικού Συμβουλίου.

Την 4 Φεβρουαρίου 1980 ο νέος Πρόεδρος του δικηγορικού συλλόγου Λεμεσού, ως παραπονούμενος, εφεσίβαλε την απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου διά της οποίας ο Ανδρέας Νεοκλέους απηλλάγη της κατηγορίας της επονειδίστου ή συμβιβάστου προς το επάγγελμα διαγωγής ή και διαγωγής αντικειμένης προς τους περί Δεοντολογίας των δικηγόρων Κανονισμούς διότι εδέχθη διορισμό και υπηρέτησε ως υπουργός εις το υπό τον κ. Νικόλαον Σαμψών πραξικοπηματικό και παράνομο "Υπουργικό Συμβούλιο".

Οι λόγοι επί των οποίων βασίζεται η παρούσα έφεση είναι:

α) Η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ότι "δεν μπορεί επίσης να υποστηριχθεί σοβαρά ότι η συμμετοχή στην πραξικοπηματική κυβέρνηση, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε άλλη νομική ευθύνη οσονδήποτε αξιόμεμπτη και αν είναι, αποτελεί δολία είτε ασυμβίβαστη προς το επάγγελμα διαγωγή όπως απαιτεί ο περί Δικηγόρων Νόμος, είναι εσφαλμένη.

β). Η απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου ότι "για να αποτελεί ασυμβίβαστη προς το επάγγελμα διαγωγή η διαγωγή πρέπει να σχετίζεται με την άσκηση αυτού τούτου του επαγγέλματος και όχι να αποτελεί εξωεπαγγελματική διαγωγή" είναι εσφαλμένη και ασυμβίβαστη προς το υψηλό λειτούργημα του δικηγόρου.

γ). Η απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου ότι "η καταγγελλομένη πράξη δεν αποτελεί πειθαρχικόν αδίκημα ούτε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 17 (1) ούτε σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Δεοντολογίας των Δικηγόρων Κανονισμών του 1966 και ότι δεν εμπίπτει στην αρμοδιίτητα του Πειθαρχικού Συμβουλίου" είναι εσφαλμένη.

δ). Η περί ης καταγγελία πράξις και ή συμπεριφορά του εγκαλουμένου δικηγόρου συνιστά πειθαρχικά αδικήματα δυνάμει του άρθρου 17 (1) του Νόμου Κεφ. 2 και των Κανονισμών 2 και ή 3 και ή 4 των περί δεοντολογίας των Περί Δικηγόρων Κανονισμών, 1966 και ή άλλως πως.

Την 28ην Απριλίου 1980 ο περί ου πρόκειται δικηγόρος έδωσε ειδοποίηση ότι κατά την ακρόαση της υποθέσεως του να ζητηθή η εκδίκαση των κάτωθι προδικαστικών σημείων ή θεμάτων:

(α). Οτι δεν υπάρχει νομίμως έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

(β). Οτι δεν υπάρχει αδίκημα επειδή δεν πληρούνται προϋποθέσεις του άρθρου 17 (1) εις την υπό κρίση υπόθεση.

(γ). Οτι διά της παρόδου εξ ετών περίπου μεταξύ της αποδιδομένης πράξεως και της αποφάσεως του Πειθαρχικού Συμβουλίου και αν υπήρχε ακόμη αδίκημα τούτο παρεγράφη.

(δ). Οτι η απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου προσβάλλεται μόνον διά προσφυγής κατά το άρθρον 146.1 του Συντάγματος και αι σχετικαί πρόνοια του Περί Δικηγόρων Νόμου πρέπει να ερμηνεύονται υπό το κράτος της διαδικασίας του άρθρου 146.1.

Προτού ασχοληθώ με το μοναδικό προδικαστικό νομικό σημείο (α) με το οποίο συνεφώνησαν όλοι οι δικηγόροι των διαδίκων και επετράπη υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου να συζητηθή είναι χρήσιμο να τονίσω ότι εις πρόσφατη απόφαση εις την υπόθεση McEnlif V General Dental Council (P.C) (1980) I W. L.R.328 το εφετείο τονίζει ποίες είναι οι κατευθυντήριες γραμμές που πρέπει να ακολουθή το Πειθαρχικό Συμβούλιο κατά την εκδίκαση πειθαρχικών κατηγοριών και τι αποτελεί ασυμβίβαστη προς το επάγγελμα διαγωγή".

Ο κ. Χατζηαναστασίου αφού αναφέρθηκε στη συνέχεια στη Μακένιφ και τις παρατηρήσεις των Λορδων Εντμοντ Ντάβις και Τζένκινς είπε:

"Οπως ανάφερα προηγουμένως το μοναδικό προδικαστικό νομικό σημείο είναι ότι δεν υπάρχει νομίμως έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Πιστεύω ότι προτού ασχοληθώ με τις αγορεύσεις των συνηγόρων θα ήτο χρήσιμο να εξετάσω ποίαι είναι αι εξουσίαι του Πειθαρχικού Συμβουλίου για την επιβολή κυρώσεων εναντίον δικηγόρων. Το άρθρον 17 (2) του Περί Δικηγόρων Νόμου (κεφ.2) το οποίον περιμένει ως είχε, ορίζει:

(2). Proceeding to enforce any penalties provided by sabsection (1) may be commenced-

(a). By the Deciplinary Board of its own notion.

(b). By Attorney-Genmeral,

(c) On report made to the Disciplinary Board by any Court or a Chairman o Local Bar Committee,

(d) By an application with the leave of the Disciplinary Board of any person aggrieved by the conduct of the avdocate.

Το 1975 η Βουλή των Αντιπροσώπων εψήφισε τον Νόμο 40/75 που ορίζει ότι ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο Περί δικηγόρων (Τροποποιητικός) Νόμος του 1975 και θα αναγινώσκεται ομού μετά του Περί δικηγόρων Νόμων (εν τοις εφεξής αναφερομένων ως ο βασικός Νόμος). Το Αρθρον 17 (4) και (5) του βασικού νόμου προβλέπει:

"(4). Ο Γενικός Εισαγγελεύς της Δημοκρατίας, ο καταδικασθείς ή ο παραπονούμενος δύναται εντός δύο μηνών από της εκδόσεως της αποφάσεως υπό του Πειθαρχικού Συμβουλίου να εφεσιβάλη ταύτην, συμφώνως προς την επί τούτω υπό εκδιδομένου διαδικαστικού κανονισμού υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου προβλεπομένην διαδικασίαν, εις το ανώτατον δικαστήριον, το οποίον συμφώνως προς τον ρηθέντα διαδικαστικόν κανονισμόν προβαίνει εις ακρόασιν της εφέσεως και κέκτηται εξουσίαν όπως είτε επικυρώση την απόφασιν του Πειθαρχικού Συμβουλίου είτε ακυρώση ή τροποποιήση ταύτην ή εκδώση έτερον διάταγμα ως ήθελε θεωρήσει πρέπον.

(5). Παρά τας διατάξεις του εδαφίου (4) το Ανώτατον Δικαστήριον κέκτηται εξουσίαν όπως αυτεπαγγέλτως αναθεωρή συμφώνως προς την επί τούτω προβλεπομένην διαδιακασίαν υφ' οιουδήποτε διαδικαστικού κανονισμού οιανδήποτε απόφασιν Πειθαρχικού Συμβουλίου διά πειθαρχικόν αδίκημα τελεσθέν εντός του δικατικού κτιρίου ή αφορών μέλος οιουδήποτε δικαστηρίου και κέκτηται εξουσίαν όπως είτε επικυρώση την απόφασιν του Πειθαρχικού Συμβουλίου είτε ακυρώση ή τροποποιήση ταύτην ή εκδώση έτερον διάταγμα ως ήθελε θεωρήσει πρέπον".

"Θα ήτο χρήσιμον να τονίσω ότι αν συγκρίνουμε το εδάφιο (4) με το εδάφιο (2) του Αρθρου 17 του Περί Δικηγόρων Νόμου (Κεφ. 2) φαίνεται αμέσως ότι το Πειθαρχικό Συμβούλιο δύναται σύμφωνα με το εδάφιο (2) να αρχίση διαδικασία επιβολής ποινής, αλλά κατά το εδάφιο (4) δεν δύναται να εφεσιβάλη απόφαση του. Επαναλαμβάνω όμως ότι ο Γενικός Εισαγγλεύς δύναται να αρχίση διαδικασία και να εφεσιβάλη απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου.

Ο κ. Παπαφιλίππου διά τον εγκαλούμενον δικηγόρον ισχυρίσθη (α) ότι εν αντιθέσει με το δικαίωμα του Γενικού Εισαγγελέα τόσο το Δικαστήριο όσο και ο Πρόεδρος τοπικού δικηγορικού συλλόγου δεν δύνανται ούτε να αρχίσουν διαδικασία ούτε να εφεσιβάλουν απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, διότι κατά τη γνώμη του συνηγόρου, το εδάφιον (2) (c) του Αρθρου 17 δεν προβέπει ότι η διαδικασία δύναται να αρχίση υπό του Δικαστηρίου ή υπό του προέδρου του τοπικού διιηγορικού συλλόγου ως εις τας περιπτώσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου και του Γενικού Εισαγγελέα. Περαιτέρω ο συνήγορος υπέβαλε ότι εάν ο νομοθέτης επεθύμει να καταστήση το Δικαστήριο ή τον Πρόεδρο Επιτροπής τοπικού δικηγορικού συλλόγου διάδικον θα προέβλεπε τούτο και ισχυρίσθη ότι λογικώς δεν υπήρχε πρόθεση να καταστήση το Δικαστήριο διάδικο ούτε και τον Πρόεδρον Επιτροπής τοπικού δικηγορικού συλλόγου. Εν τούτοις υπεστηρίχθη επίσης ότι και οι δύο αντί να ενεργήσουν ως διάδικοι έχουν δικαίωμα να υποβάλουν έκθεση εις το Πειθαρχικό Συμβούλιο, το οποίο έχει εξουσία να αρχίση την διαδικασία. Η διαφορά του εδαφίου (2) (α) εκ του (2) (c) καταλήγει ο συνήγορος είναι ότι εις μεν την περίπτωση του εδαφίου (2) (α) το Πειθαρχικό Συμμούλιο ενεργεί αυτεπαγγέλτως εις δε την περίπτωση του εδαφίου (2) (c) το Πειθαρχικό Συμβούλιο ενεργεί κατόπιν εκθέσεως είτε παρά του δικαστηρίου είτε παρά του Προέδρου τοπικού δικηγορικού συλλόγου.

Είναι ενδεικτικό ότι ο παραπονούμενος είναι μόνο (any person aggrieved) και το οποιον εζήτησε την έναρξη διαδικασίας σύμφωνα με το εδάφιο (2) (δ) δύναται να εφεσιβάλη απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Παρόλο που θα ήτο πλεονασμός είμαι της γνώμης ότι εκ της συγκρίσεως των εδαφίων (2) και (4) του Αρθρου 17 και εκ της λογικής ερμηνείας του εδαφίου (4) οι μόνοι οι οποίοι μπορούν να εφεσιβάλουν είναι ο Γενικός Εισαγγελέας ο καταδικασθείς και ο παραπονούμενος. Κατά την γνώμην μου η λέξη παραπονούμενος δεν μπορεί παρά να σημαίνη πρόσωπο το οποίον εζήτησε έναρξη διαδικασίας κατά το εδάφιον (2) (δ) και δεν περιλαμβάνει τα πρόσωπα τα αναφερόμενα εις το εδάφιο (2) (γ) ήτοι τον Πρόεδρον Επιτροπής τοπικού δικηγορικού συλλόγου. Είναι επίσης ορθό να λεχθή ότι ο Πρόεδρος του δικηγορικού συλλόγου όταν υποβάλλει εκθεση κατά το άρθρον 17 (2) (γ) ούτος δεν καθίσταται διάδικος της πεθαρχικής διαδικασίας επειδή υποβάλλει καταγγελία, αλλά επί τη βάσει της καταγγελίας το Πειθαρχικό Συμβούλιο θέτει εις εφαρμογή τον μηχανισμό και διεξάγει την πειθαρχική διαδικασία. Θα ήτο παράλειψη να μη αναφέρω ότι τόσο το Δικαστήριο ή και ο Πρόεδρος του τοπικού δικηγορικού συλλόγου δεν δύνανται να είναι διάδικοι ώστε να τους παρέχεται το δικαίωμα υποβολής εφέσεως.

Αντιθέτως ο κ. Παύλου εις μίαν μακράν και εμπειριστατωμένην αγόρευση υπεστήριξε μεταξύ άλλων, αφού ανεφέθη εις διάφορα λεξικά προς ενίσχυση της επιχειρηματολογίας του ότι ο Πρόεδρος του εκάστοτε τοπικού δικηγορικού συλλόγου έχει δικαίωμα να καταχωρήση έφεση και ότι ο Πρόεδρος πρέπει να θεωρήται παθών ή πρόσωπο ζημιωθέν εφόσον είχε εξουσιοδοτηθή από την ολομέλεια των μελών του τοπικού δικηγορικού συλλόγου.

Ο κ. Παύλου ο οποίος όπως ανέφερα προηγουμένως υπεστήριξε σθεναρά την επιχειρηματολογία του κατέληξε να τονίση εμφαντικά ότι εάν ο Πρόεδρος του δικηγορικού συλλόγου Λεμεσού που εκπροσωπεί τη θέληση της γενικής συνέλευσης των δικηγόρων Λεμεσού δεν μπορεί να θεωρηθή παραπονούμενος τότε οι λέξεις χάνουν τη σημασία τους, Καταλήγοντας ο κ. Παύλου υπεστήριξε ότι το δικαίωμα εφέσεως δεν μπορεί να καταργηθή εξ αιτίας της ελλείψεως ωρισμένων διαδικαστικών κανονισμών.

Ο κ. Κληρίδης αγορεύων υιοθέτησε την επιχειρηματολογία του κ. Παπαφιλίππου και ισχυρίσθη ότι ο Πρόεδρος του τοπικού Δικηγορικού Συλλόγου Λεμεσού δεν μπορεί να είναι παθών ή ζημιωθείς και συνεπώς δεν μπορεί να είναι διάδικος τόσον ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου όσον και ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Περαιτέρω ο κ. Κληρίδης εισηγήθη ότι και ανάγκη υπήρχε δικαίωμα εφέσεως δεν ηδύνατο να αρχίση η έφεση εναντίον αθωωτικής αποφάσεως, άνευ της αδείας του Γενικού Εισαγγελέως.

Δι' ακόμη μία φορά θα ήθελα να τονίσω ότι το Ανώτατο Δικαστήριο εκλήθη να αποφασίση ένα και μόνο προδικαστικό νομικό σημείο, ήτοι ότι δεν υπάρχει νομίμως έφεση ενώπιον του δικατηρίου και τίποτε περισσότερο.

Αφού εξέτασα πολύ προσεκτικά το σύνολο των αγορεύσεων των συνηγόρων κατέληξα εις το συμπέρασμα (α) ότι ο Πρόεδρος του τοπικού δικηγορικού συλλόγου δεν δύναται να θεωρείται ως παραπονούμενος διότι κατά τη γνώμη μου δεν θεωρείται ως παραπονούμενος εντός της εννοίας του άρθρου 17 (4) του Νόμου 40/75 ως επίσης και διά τους λόγους που ανέφερα ενωρίτερο (β) επαναλαμβάνω ότι η ορθή ερμηνεία του άρθρου 17 (4) του βασικού νόμου εξυπακούει ότι ο "παραπονούμενος" δεν δύναται να είναι το δικαστήριο ή ο Πρόεδρος του Τοπικού Συλλόγου διότι παραπονούμενος είναι εκείνος ο οποίος υπέστη πραγματική ζημία σύμφωνα με το άρθρο 17 (2) (δ). Εις την παρούσα υπόθεση δύνανται να εφεσιβάλουν την απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλιου εκτός του παραπονουμένου ο καταδικασθείς και ο γενικός εισαγγελέας. Ειλικρινά πιστεύει ότι η ανάμιξη και του δικαστηρίου εάν είχε δικαίωμα εφέσεως ως παραπονούμενος, θα εδημιουργούσε περισσότερα προβλήματα διά το κύρος των δικαστηρίων.

Διά τους λόγους τους οποίους ανέφερα και εφ' όσον δεν δύναται ο Πρόεδρος του δικηγορικού συλλόγου να εφεσιβάλη την απόφαση, πιστεύω ότι δεν υπάρχει νομίμως έφεση ενώπιον του δικαστηρίου.

Θα ήτο όμως αδιανόητο προτού συμπληρώσω την απόφαση μου να μην εκφράσω θερμές ευχαριστίες προς όλους τους συνηγόρους οι οποίοι με εβοήθησαν να ετοιμάσω την απόφασή μου.

Δι' όλους τους νομικούς λόγους τους οποίους ανέφερα η έφεση απορρίπτεται, αλλά άνευ εξόδων.

Το ΑΚΕΛ, ωστόσο, έδωσε συνέχεια, παρά την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Ετσι ο Γενικός του Γραμματέας Εζεκίας Παπαϊωάννου ενέγραψε στη Βουλή σχετικό θέμα στις 26 Ιουνίου 1980 το οποίο είχε ως εξής:

"Η απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δημοκρατικού Σώματος για τον πραξικοπηματία Υπουργό Ανδρέα Νεοκλέους".

Μιλώντας ο Εζεκίας Παπαϊωάννου (Φιλελεύθερος 27.7.1980) τόνισε ότι "οι επαίσχυντοι πραξικοπηματίες όχι μόνο είναι ένοχο και για επιχείρηση και ανάρμοστη διαγωγή, αλλά και για έσχατη προδοσία" και πρόσθεσςε:

1. Εγείρεται τόσο με την απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλιου όσο και με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ένα πελώριο θέμα ηθικής κοινωνικής, πολιτικής και συνταγματικής τάξης.

2. Η Εκτελεστική Εξουσία έχει καθήκον να ξεκαθαρίσει αυτό το θέμα, το ταχύτερο, αν δεν πρόκειται να καταρρεύσουν στη συνείδηση του λαού ολότελα όσα ίχνη απόμειναν από πλευράς διοκαιοσύνης.

3. Η Βουλή με τη σειρά της έχει καθήκον να συμβάλει για την κάθαρση κι' εξυχνίαση που φαίνεται πως πρέπει να επεχταθεί σ' ολους ανεξαίρετα τους τομείς της ζωής.

Τόνισε ακόμη ο κ. Παπαϊωάννου πως καμμιά απόφαση είτε του Πειθαρχικού είτε του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν μπορεί να αλλάξει την ενοχή του Νεοκλέους και πρόσθεσε: "Υπάρχουν παραδείγματα και στην Κύπρο και την Ελλάδα που δικηγόροι καταδικάστηκαν για μικρά και ασήμαντα παραπτώματα. Δικηγόρος από την Αμμόχωστο πριν λίγα χρόνια που έκαμε επιχείρηση παγωτού στην οποία είχε υπάλληλο τιμωρήθηκε. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο του έκαμε παρατήρηση και το Εφετείο τον πήρε αυτεπαγγέλτως και του επέβαλε βαρειά χρηματική ποινή.

Το Πειθαρχικό Συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών καταδίκασε πρόσωπα που ανέλαβαν υπουργικά και άλλα αξιώματα επί χούντας.

Ετσι το σκάνδαλο του πραξικοπηματία Υπουργού Ανδρέα Νεοκλέους μεγιστοποιήθηκε με την απαράδεκτη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου που λήφθηκε με 4 ψήφους και 2 κατά.

Που πάμε όμως όταν και το Ανώτατο Δικαστήριο αποφαίνεται ότι η συμμετοχή του Ανδρέα Νεοκλέους στην πραξικοπηματική Κυβέρνηση δεν είναι πράξη επονείδιστη και ανάρμοστη;

Και δεν νομίζει το Ανώτατο Δικαστήριο ότι με τέτοια απόφαση εκθέτει και εξευτελίζει τη δικαιοσύνη στην Κύπρο;

Δεν είναι κατά τη γνώμη του Πειθαρχικού και του Ανωτάτου Δικαστηρίου ούτε επαίσχυντη ούτε δόλια ούτε επαγγελματική η συμμετοχή κανενός από τους ηγέτες στο τερατώδες έγκλημα που διαπράχθηκε από τους παξικοπηματίες σε βάρος του λαού της Κύπρου.

Ο λαός όμως και ιδιαίτερα οι πατριωτικές δημοκρατικές δυνάμεις του έχει ολότελα διαφορετική γνώμη. Ο λαός θεωρεί τον Ανδρέα Νεοκλέους όπως και όλους τους άλλους επαίσχυντους πραξικοπηματίες όχι μόνο ενόχους για επονείδιστη και ανάρμοστη διαγωγή αλλά για έσχατη προδοσία, είπεν ο Γ. Γ. του ΑΚΕΛ σαν εισήγηση του θέματος η συζήτηση επί του οποίου θα συνεχισθεί την ερχομένη βδομάδα.

Η απάντηση των δικηγόρων ήταν άμεση.

Με ανακοίνωση του το Πειθαρχικό Συμβούλιο του Δικηγορικού Σώματος, το οποίο είχε αποφανθεί ότι ο Ανδρέας Νεοκλέους δεν διέπραξε επωνείδιστη πράξη κάλεσε τον Εζεκία Παπαϊωάννου "να επαναλάβει τας ύβρεις και τας κατηγορίας του εκτός Βουλής διά να δυνηθεί να ασκήσει τα συτναγματικά του δικαιώματα εναντίον του".

"Θα ευχαριστηθώμεν πράγματι, εάν πράγματι ο κ. Παπαϊωάννου τολμήση να πράξη τούτο, όποτε θα λάβη την δέουσαν απάντησιν", αναφερόταν στην ανακοίνωση

Προστίθετο:

"Εάν τα λεχθέντα από του βήματος της Βουλής υπό του κ. Παπαϊωάννου ελέγοντο εκτός αυτής, θ' απετέλουν σοβαράν περιφρόνησιν δικαστηρίου. Τούτο όμως δεν είναι έργον του Πειθαρχικού Συμβουλίου, αλλά του Γενικού Εισαγγελέως, ο οποίος και προϊσταται του Πειθαρχικού Συμβουλίου των δικηγόρων".

Το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφάσισε την άμεση σύγκληση της ολομέλειας του Συμβουλίου του Παγκυπρίου Δικηγορικού Σώματος για μελέτη του όλου θέματος.

Ομως ο Παπαϊωάννου επέμενε στις κατηγορίες του και προειδοποίησε ότι κανένας δεν θα του έκλειε το στόμα.

Ανέφερε σε νέα δήλωση του:

"Το Πειθαρχικό Σμβούλιο του δικηγορικού Σώματος που ευθύνεται για την αθωωτική απόφαση για τον πραξικοπηματία "Υπουργό" Α. Νεοκλέους αντί να συναισθανθεί το σοβαρότατο λάθος του, προσπάθησε να το συγκαλύψει κάτω από απειλές για λήψη μέτρων εναντίον μου. Αθώωσε τον πραξικοπηματία Νεοκλέους και τώρα πρέπει να τιμωρήσει τον αντιπραξικοπηματία Παπαϊωάννου που είχε το θράσος να επικρίνει αυτή του την ενεργεια. Εδώ έφθασαν δυστυχώς τα πράγματα με την επιβράβευση των πραξικοπηματιών.

Δηλώ απερίφραστα ότι εμμένω στην άποψη μου και στην κριτική που άσκησα ότι ο Ανδρέας Νεοκλέους σαν δικηγόρος και σαν βουλευτής είναι επίορκος και γιατί παραβίασε τον όρκο που έδωσε να σέβεται και να τηρεί το Σύνταγμα και ότι τόσον αυτό όσο και το γεγονός ότι αποδέχτηκε να υπηρετήσει στην πραξικοπηματική κυβέρνηση Σαμψών είναι υπεραρκετά τεκμήρια για να βρεθεί ένοχος επανείδιστης και ανάρμοστης συμπεριφοράς και κατά συνέπειαν εμπίπτει απόλυτα στις πρόνοιες του σχετικού νόμου που επικαλέστηκα.

Εμμένω επίσης στην απόφη ότι με την πράξη του αυτή ο Ανδρέας Νεοκλέους και όλοι οι άλλοι "υπουργοί" της πραξικοπηματικής Κυβέρνησης Σαμψών πρέπει να δικαστούν.

Διαβεβαιώ ότι το Πειθαρχικό Συμβούλιο, όσο και οποιουσδήποτε άλλου ότι είμαι καθ' όλα έτοιμος νά αντιμετωπίσω τα μέτρα που απειλούν εναντίον μου και δηλώνω και απερίφραστα ότι ενόσω ζω και αναπνέω οι απειλές του Πειθαρχικού Συμβουλίου ή οποιουδήποε άλλου δεν πρόκειται να μου κλείσουν το στόμα. Αντίθετα θα συνεχίσω με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα να αγωνίζομαικαι να τιμωρηθούν παραδειγματικά όλοι οι ιθύνοντες πραξικοπηματίες που μαυροφόρησαν την Κύπρο κι' έφεραν τη δυστυχία και τη συμφορά στον πολύπαθο κυπριακό λαό.

Ανώτατος νόμος όλων είναι ο κυρίαρχος λαός κι' εφόσον αυτός εξακολουθεί να με περιβάλλει με εμπιστοσύνη είμαι υποχρεωμένος να εκτελώ τις εντολές του και να είμαι υπόλογος προς αυτόν".

Το ΑΚΕΛ επέμενε όλο και περισσότερο και πιεστικά μάλιστα να δικαστούν όλοι οι υπουργοί του Σαμψών αλλά δεν εύρισκε καθόλου ανταπόκριση από τον Σπύρο Κυπριανού.

Στις 3 Ιουλίου 1980 με ψήφισμα που ενέκρινε με το ΔΗΚΟ εκτός από την ΕΔΕΚ, που κατέθεσε δικό της ψήφισμα και τον ανεξάρτητο βουλευτή Λεόντιο Ιεροδιακόνου που αποχώρησε από το ΔΗΚΟ και εντάχθηκε στο ΔΗΣΥ.

Το ψήφιμα έχει ως εξής:

Η Βουλή των Αντιπροσώπων αφού συζήτησε διεξοδικά για άλλη μια φορά το θέμα της κάθαρσης αποφασίζει:

1. Εκφράζει την ανησυχία της για την τροπη που πήρε το θέμα της κάθαρσης και για την οποία ευθύνεται κατά κύριο λόγο η Εκτελεστική Εξουσία.

2. Θεωρεί το θέμα της κάθαρσης ανοικτό και εμμένει στο άνοιγμα του φακέλου της προδοσίας της Κύπρου.

3. Με γνώμονα το εθνικό συμφέρο και την εξυπηρέτηση του αγώνα της Κύπρου το συντομότερο δυνατό καλεί την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας:

α. Να πάρει όλα τα αναγκαία μέτρα για την επιστροφή του αρχιπραξικοπηματία Σαμψών για να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του.

β. Να παρουσιάσει στο δικαστήριο το συντομότερο δυνατό όλους τους "Υπουργούς" της πραξικοπηματικής κυβέρνησης Σαμψών για τη συμμετοχή τους στο πραξικόπημα.

γ. Να πάρει όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα ώστε όσοι ευθύνονται για εγκλήματα πριν, κατά και μετά το χουντοφασιστικό πραξικόπημα να συλληφθούν και να παρουσιασθούν μπροστά στη Δικαιοσύνη για να υποστούν τις συνέπειες των εγκλημάτων τους.

δ. Να εφαρμόσει χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση ή χρονοτριβή τα μέτρα που ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει εξαγγείλει το 1978 αναφορικά με όσους έχουν στην κατοχή τους παράνομο οπλισμό και να τιμωρήσει παραδειγματικά τους παρανομούντες".

ΕΖΕΚΙΑΣ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ: Νωρίτερα τη συζήτηση για την κάθαρση έκλεισε ο Εζεκίας Παπαϊωάννου ο οποίος εξαπέλυσε επίθεση εναντίον της Κυβέρνησης τονίζοντας ότι "δεν είναι από έλλειψη νομοθεσίας που δεν έγινε η κάθαρση, αλλά από έλλειψη θέλησης από μέρους του Προέδρου και της Κυβέρνησης του". Πώς θα κάνει την κάθαρση ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας όταν ηγετικά στελέχη των πραξικοπηματιών μπαινοβγαίνουν στο Προεδρικό και πραγματοποιούν συναντήσεις μαζί του, όταν στη δημόσια υπηρεσία ιθύνοντες πραξικοπηματίες πήραν κι εξακαλουθούν να παίρνουν προαγωγές, όταν στο στρατό και στην αστυνομία οι αξιωματικοί που πήραν ενεργό μέρος το πραξικόπημα πήραν και παίρνουν συνέχεια προαγωγές, όταν κι' αυτούς ακόμη τους 61 που υποτίθεται πως "τιμώρησε" με την απόλυση τους από την δημόσια υπηρεσία, τους αποζημίωσε με μισό εκατομμύριο λίρες εφάπαξ και μηνιαία σύνταξη που ανέρχεται στις πλείστες περιπτώσεις στις 260 λίρες τον μήνα; Πώς νά κάμει κάθαρση, όταν ενώ από την μια προάγει και ανταμοίβει τους πραξικοπηματίες και από τη άλλη καταδιώκει τους αριστερούς;

Νωρίτερα μίλησαν άλλοι βουλευτές που ανέφεραν:

ΣΤΑΥΡΟΣ ΑΜΠΙΖΑΣ, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΔΗΚΟ: Η κάθαρση που έγινε δεν είναι κάθαρση, είναι παρωδία κάθαρσης.

Δεν μπορούμε με ελαφρά συνείδηση να παραγράψουμε τέτοιο έγκλημα. Δεν μας επιτρέπουν οι νεκροί μας και μυριάδες άλλα θύματα.

Δεν πείθουμε όταν προσπαθούμε να τιμωρήσουμε όχι δευτέρας, αλλά τετάρτης κατηγορίας υπόλογους ενώ ο Πρόεδρος της πραξικοπηματικής κυβέρνησης βρίσκεται με απόφαση μας στο εξωτερικό και οι υπουργοί του πραξικοπήματος κυκλοφορούν ανενόχλητοι και ατιμώρητοι.

ΛΕΟΝΤΙΟΣ ΙΕΡΟΔΙΑΚΟΝΟΥ: Δεν πρέπει να συνεχισθεί η κάθαρση γιατί ισοδυναμεί με ανάξεση πληγών. Πάνω στο θέμα της κάθαρσης το ΑΚΕΛ αφήνει τον εαυτό του να σπρώχνεται από τις ακραίες θέσεις της ΕΔΕΚ.

ΒΑΣΟΣ ΛΥΣΣΑΡΙΔΗΣ: Δεν ξεχνούμε ότι το πραξικόπημα έγινε από τις δυνάμεις που υπάρχουν στο Συναγερμό και για τον Κληρίδη. Γι' αυτό υπάρχουν τεκμήρια ότι ο αμερικανός πρεσβευτής του πρότεινε να γίνει πρόεδρος του κυπριακού κράτους. Ο πραγματικός αρχηγός του πραξικοπήματος είναι ο κ. Κληρίδης. Η μη δολοφονία του Μακαρίου όμως απέτρεψε τα σχέδια του.

Οι κατηγορίες που αντάλλασσαν το ΑΚΕΛ και οι δικηγόροι για το θέμα της κάθαρσης και ιδιαίτερα για το θέμα Νεοκλέους, δεν έλεγαν να τελειώσουν.

Το Συμβούλιο του Παγκύπριου Δικηγορικού Σώματος που συνήλθε έκτακτα υπό την προεδρία του Γενικού Εισαγγελέα Κρίτωνα Τορναρίτη επελήφθη και των όσων ανέφερε ο Γενικός Γραμματέας του ΑΚΕΛ Εζεκίας Παπαϊωαννου στη Βουλή σχετικά με το θέμα Ανδρέα Νεοκλέους.

Το Συμβούλιο σε ψήφισμα που εγκρίθηκε:

1. Διαπιστώνει ότι η ομιλία του κ. Παπαϊωάννου από του βήματος της Βουλής δεν αποτελεί καλή τη πίστη κριτική, αλλ' ούτος προφανώς ελαυνόμενος υπό κριτηρίων πολιτικής σκοπιμότητος, υπερέβη τα όρια της καλοπίστου κριτικής διά δε της ομιλίας του έθιξε τόσον το κύρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου του δικηγορικού Σώματος Κύπρου όσον και του Ανωτάτου Δικαστηρίου και της Δικαιοσύνης γενικότερον.

2. Καταδικάζει ανεπιφυλάκτως την απαράδεκτον ομιλίαν του κ. Ε. Παπαϊωάννου από του βήματος της Βουλής των Αντιπροσώπων.

3. Δηλοί ότι ο δικηγορικός κόσμος της νήσου είναι πανέτοιμος να υπερασπιθεί τόσον τον θεσμόν όσον και το κύρος της δικαιοσύνης, η οποία μέχρι σήμερον εκρατήθηυ υπεράνω πολιτικών και άλλων σκοπιμοτήτων, εναντίον οιουδήποτε, ο οποίος καθ' οιονδήποτε τρόπον αποπειραθεί να υποσκάψει εις την συνείδησιν του λαού τον σεβασμόν προς την δικαιοσύνην, λειτουργούς της, το δικηγορικό Σώμα και τα όργανά του".

Με την απόφαση είχαν διαφωνήσει οι Ρ. Παύλου, Ελ. Κορακίδης, Αντώνης Λεμής και Ανδρ. Δημητριάδης.