Πρώτη Ηλεκτρονική Ιστορία της Κύπρου

image

Δωρεάν προσφορά σε ερευνητές, μελετητές, φοιτητές, μαθητές και δημοσιογράφους.

Από την Κύπρο στην αρχαιότητα, μέχρι την Κύπρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αγγλοκρατία, η ΕΟΚΑ, το πραξικόπημα, το σχέδιο Ανάν, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αρχείο Παναγιώτη Παπαδημήτρη

papademetris-pΜοναδικό αρχείο στο οποίο μπορείτε να προστρέξετε και να αναζητήσετε εύκολα και γρήγορα αυτό που θέλετε για μια περίοδο 8.000 ετών για την Ιστορία της Κύπρου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

23.2.1974: Ο Διοικητής της ΕΟΚΑ Β Ταγματάρχης Καρούσος φθάνει μυστικά στο Καστελλόριζο και οι αρχές του Λιμεναρχείου τον υποδέχονται με ανοικτές αγκάλες

S-2002

23.2.1974: Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΕΟΚΑ Β ΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗΣ ΚΑΡΟΥΣΟΣ ΦΘΑΝΕΙ ΜΥΣΤΙΚΑ ΣΤΟ ΚΑΣΤΕΛΛΟΡΙΖΟ ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΛΙΜΕΝΑΡΧΕΙΟΥ ΤΟΝ ΥΠΟΔΕΧΟΝΤΑΙ ΜΕ ΑΝΟΙΚΤΕΣ ΑΓΚΑΛΕΣ

Σύμφωνα με τα στοιχεία των αρχών ασφαλείας το κότερο "Τζέϊσον ή Ιάσων 2", αναχώρησε από τη Λάρνακα στις 17 Φεβρουαρίου και αφού προσήγγισε τις ακτές της Ξυλοφάγου παρέλαβε το πολύτιμο του φορτίο, τον ελλαδίτη Διοικητή της ΕΟΚΑ Β και πρώην υπαρχηγό του Στρατηγού Γρίβα στην ίδια οργάνωση, Γεώργιο Καρούσο, ο οποίος απομακρυνόταν κακήν κακώς από το νησί.

Το σκάφος, με καπετάνιο τον Ελλαδίτη Βασίλειο Μούγιο, που εργαζόταν στην Κύπρο, και πλήρωμα τους Κυριάκο Γεωργίου Κουτσόφτα από το Λιοπέτρι, Γεώργιο Χαραλάμπους από την Αγία Νάπα και Απόστολο Ελευθεριάδη από το Παλαιχώρι) κατέπλευσε τελικά στις 28 Φεβρουαρίου στο λιμάνι του Καστελλορίζου, αντί της Ρόδου, όπου τους περίμεναν, λόγω Θαλασσοταραρχής.

Αλλά και στο Καστελλόριζο περίμεναν τον Καρούσο με ανοικτές αγκάλες και χαμόγελα, έτοιμοι να τον μεταφέρουν στην Αθήνα, ενώ υποτίθεται πως ήταν ένας παράνομος οπλαρχηγός και υπαρχηγός αρχικά και αργότερα Διοικητής της ΕΟΚΑ Β, μιας παράνομης οργάνωσης που είχε διαπράξει δολοφονίες.

Ο Μούγιος παρέδωσε τελικά τον Καρούσο στο Καστελλόριζο ενώ τον είδε να συναγελάζεται με τους κρατικούς αξιωματούχους.

Εκεί ο Καρούσος, έδωσε τη συγκατάθεση του για να πάει μαζί του στην Αθήνα και ο Κυριάκος Γεωργίου Κουτσόφτας ο οποίος βιαζόταν να επιστρέψει στη δουλειά του στην Κύπρο.

Οι άλλοι τρεις στη συνέχεια κατά την επιστροφή τους στην Κύπρο (Βασίλειος Μούγιος από τον Πόρο, κάτοικος Κερύνειας, Γεώργιος Χαραλάμπους από την Αγία Νάπα και Απόστολος Ελευθεριάδης από το Παλαιχώρι) τέθηκαν υπό κράτηση σχετικά με ανακρίσεις για συμωμοσία για εισαγωγή οπλισμού στην Κύπρο και για παράνομη φυγάδευση προσώπου που εισήλθε στην Κύπρο παράνομα- του Ταγματάρχη Καρούσου, Διοικητή της ΕΟΚΑ Β.

Στη διάρκεια των ανακρίσεων η Αστυνομία εξέδωσε διάταγμα σύλληψης του Κοσμά Μασατροκόλια, παλαιού συνεργάτη του Στρατηγού Γρίβα ο οποίος έφθασε στην Κύπρο για το μνημόσυνο τοηυ Στρατηγού Γρίβα.

Ο Μαστρακόλιας συνελήφθη την επομένη 6 Μαρτίου αλλά αφέθηκε ελεύθερος να επιστρέψει στην Ελλάδα.

Σχετικά με την αναχώρηση του Μαστροκόλια αστυνομική ανακοίνωση ανέφερε:

"Ο εξ Ελλάδος Κοσμάς Λάμπρου Μαστροκόλιας όστις συνελήφθη προχθές προς διευκόλυνσιν των ανακρίσεων εν σχέσει με υπόθεσιν συνομιλίας διά παράνομον εισαγωγήν όπλων και πυρομαχικών υποβοήθησιν προσώπου εισελθόντος παρανόμως εις την νήσον, να εγκαταλείψη ταύτην μέσω μη εγκεκριμένου λιμένος, απελύθη χθες και ανεχώρησεν εις Αθήνας".

Ωστόσο όπως αναφέρθηκε δεν αναζητήθηκε ο Ελληνας εφοπλιστής Ανδρέας Ποταμιάνος, ο οποίος πηγαινοερχόταν τις τελευταίες ημέρες στην Κύπρο, και τον οποίο ο Πρόεδρος Μακάριος κατάγγειλε δημόσια ότι ήταν ο χρηματοδότης της ΕΟΚΑ Β.

Η τελευταία φορά που ήλθε στην Κύπρο ο Ποταμιάνος ήταν η Παρασκευή 1η Μαρτίου 1974 και έμεινε στο νησί μια μέρα μόνο, προφανώς για να σιγουρευτεί για τη αναχώρηση του Καρούσου από το νησί με το κότερο "Ιάσων 2", παράνομα από τη περιοχή Ξυλοφάγου.

Οι ανακρίσεις της αστυνομίας κράτησαν για δυο βδομάδες και στις 13 Μαρτίου απαγγέλθηκαν κατηγορίες εναντίον των συλληφθέντων και ενός τετάρτου.

Οι κατηγορηθέντες ήσαν:

1. Βασίλειος Λαζάρου Μούγιος, 39 ετών, από την Ελλλάδα.

2. Γεώργιος Ιωάννου Χαραλάμπους, από την Αγία Νάπα, 28 ετών, ψαράς.

3. Απόστολος Χριστοφόρου Ελευθεριάδης, από το Παλαιχώρι, 21 ετών, μάγειρος, και

4. Μίκης Αργυρού, 27 ετών, δημοσιογράφος από το Γέρι.

Οι τέσσερις κατηγορήθηκαν ότι:

1. Μεταξύ της 30.1.1974 στη Λευκωσία, Αμμόχωστο, Λάρνακα και Κερύνεια συνώμοσαν να φιλοξενήσουν τον Γεώργιο Καρούσο, ο οποίος είσήλθε παράνομα στην Κύπρο.

2. Συνώμοσαν μεταξύ τους και με άλλα πρόσωπα να βοηθήσουν τον Γεώργιο Καρούσο να εγκαταλείψει τη νήσο από μη εγκεκριμένο λιμάνι.

3. Γνωρίζοντας ότι ο Γεώριγος Καρούσος εισήλθε παράνομα στην Κύπρο, τον φιλοξένησαν στη Λάρνακα και Πάφο.

4. Βοήθησαν όπως εγκαταλείψει τη νήσο ο Γεώργιος Καρούσος από μη εγκεκριμένο λιμάνι.

Και οι τέσσερις δεν παραδέχθηκαν ενοχή και η ακρόαση της υπόθεσης τους αναβλήθηκε για τις αρχές Απριλίου.

Ωστόσο, εναντίον του Μίκη Αργυρού κατατέθηκε τελικά αναστολή δίωξης του λίγο πριν αρχίσει η ακρόαση της υπόθεσης στο δικαστήριο Λευκωσίας.

Στην ακρόαση της υπόθεσης των τριών κατηγορουμένων λέχθηκαν πολλά, ιδιαίτερα από τον πλοίαρχο του σκάφους "Τζέϊσον ή Ιάσων 2" Βασίλειο Μούγιο που δεν είχε κανένα λόγο να κρύψει την αλήθεια.

Σε κατάθεση του στην Αστυνομία η οποία αναγνώστηκε στο δικαστήριο στις 5 Απριλίου 1974 αποκάλυψε ότι τη φυγάδευση του Καρούσου είχε διευθετήσει ο εφοπλιστής Ανδρέας Ποταμιάνος, ενώ όταν το σκάφος έφθασε στη Ρόδο με τον Καρούσο οι ελληνικές αρχές του έδωσαν την εντύπωση ότι γνώριζαν για την άφιξη του ελλαδίτη στρατιωτικού.

Ο Μούγιος ανέφερε στην κατάθεση του ότι στις 30 Ιανουαρίου 1974 ενώ βρισκόταν στον αερολιμένα Αθηνών για ταξίδι στην Κύπρο, όπου εργαζόταν, συνάντησε τυχαία τον εφοπλιστή κ. Ανδρέα Ποταμιάνο, ο οποίος συνοδευόταν από τον κ. Σκλαβενίτη (υπασπιστή του στρατηγού Γρίβα κατά τη δκαετία του 1960 και στενό του συνεργάτη για πολλά χρόνια και άνθρωπο που έδρασε αργότερα κατά το πραξικόπημα στην Κύπρο).

Πρόσθεσε σύμφωνα με τη εφημερίδα "Ο Φιλελεύθερος" στις 6 Απριλίου 1074:

" Εις το λεωφορείον ανταλλάξαμε μερικές κουβέντες και καταλήξαμε εις το ίδιο αεροπλάνο και φθάσαμε εις Λευκωσίαν. Κατα την εδώ άφιξιν μας, χωρίσαμε χωρίς να ανταλλάξωμεν άλλες κουβέντες και με ταξί πήγα εις την Κερήνεια.

Μετά τέσσαρες ημέρας μου ετηλεφώνησεν η σύζυγος μου ότι με εζήτη ο ο κ. Ποταμιάνος. Του ετηλεφώνησα εις τας Αθήνας. Στις 15.2.1974 με εζήτησαν από το ξενοδοχείον που έμενα δύο άγνωστα πρόσωπα. Τους ερώτησα εις τι μπορώ να τους εξυπηρετήσω. Μου είπανε ότι έρχονται εκ μέρους του κυρίου Ανδρέου Ποταμιάνου να τους βρω ένα κότερο για να κάνουμε μιαν κρουαζιέραν όπως μου είπανε, εις Κύπρον ή την Ρόδον.

Εξασφάλισα δύο πρόσωπα διά το πλήρωμα του κοττέρου ήτοι τους κατηγορουμένους Χαραλάμπους και Ελευθεριάδη. Επήγαμεν εις την Λάρνακα όπου μας περίμεναν δύο άγνωστοι. Ο ένας εξ αυτών ήτο κάποιος Κυριάκος Γεωργίου Κουτσόφτας.

(Οταν πήραμε το σκάφος) ο τελευταίος (Κουτσόφτας) με διέταξεν να προχωρήσω προς τα δεξιά και να πάρω κατεύθυνσιν προς Ανατολάς- (προς Ξυλοφάγου).

Διερωτήθηκα τι συμβαίνει και μου είπεν ότι θα παραλαμβάναμεν ένα πρόσωπον, χωρίς διαβατήριον και χαρτιά διά να τον μεταφέρωμεν εις την Ρόδον.

Προχώρησα προς Ανατολάς και αφού επεράσαμεν ένα ποταμόν, επεράσαμεν και ένα νησάκι, πιο πέρα από την Ξυλοφάγου, σε μια ερημική τοποθεσία ρίξαμε την βάρκα στην θάλασσα και ο Γεώργιος βγήκε και μετέφερε στο κότερο έναν άγνωστον μου, όστις μόλις επιβιβάσθηκε στο κότερο, με διέταξε να ανοικτώ και ούτω έπραξα.

Οταν ερώτησα το πρόσωπο πως ονομάζεται, μου είπε να τον λέγω Αλέκο. Αργότερα σε κουβέντα μαζί του, καθώς τον επρόσεξα στενοχωρημένο, τον ρώτησα αν πράγματι προορισμός μας ήτο η Ρόδος και του ζήτησα πλήρεις εξηγήσεις. Με διόρθωσε ότι πρέπει στο μέλλον να τον λέγω Γιώργο και μου είπε ότι στην Ρόδο που θα πάμε θα τα μάθαινα όλα.

Ητο ψηλός, λεπτός, με γκρίζα σγουρά μαλλιά. Φορούσε γιαλιά μυωπίας με άσπρους φακούς και μαύρο σκελετό, σκούρο κοστούμι, θαλασσί υπομάμισο, μαύρα υποδήματα με κορδόνια, με νευρώδη χέρια και μιλούσε απταίστως την ελληνική με προφοράν καλαμαρίστικην και μάλλον διατακτικός τύπος.

Στις 6 π.μ. 23.2.1974 λόγω θαλασσoταραχής μπήκαμε στο λιμάνι του Καστελλορίζου αντί της Ρόδου. Μείναμε περίπου 30 μέτρα από την προβλήτα και αφού ρίξαμε άγκυρα κοιμηθήκαμε μέχρι τις 10 π.μ.

Μετά ζυγώσαμεν και βγήκαμε στη στεριά από το λιμάνι όλοι μας. Πρώτη μου δουλειά πήρα τηλέφωνο και επικοινώνησα με τον κ. Ανδρέα Ποταμιάνο και του είπα ότι λόγω θαλασσοταραχής προσήγγισα τον Καστελλόριζο αντί στη Ρόδο και του ζήτησα εξηγήσεις για το είδος της κρουαζιέρας αυτής. Ο κ. Ποταμιάνος μου είπε τότε: "Εφόσον έφθασες στο Καστελλόριζο, μην ενοχλείσαι, για τίποτε. Διά την ασφάλειαν του σκάφους και των ανδρών σου θα αναλάβω εγώ. Τον άνθρωπον που έχεις μέσα θα τον βγάλης έξω και θα ταξιδεύση με την άγονη γραμμή που θα κάνει το διζελόπλοιο "Μαριώ" διά Ρόδον. Το πως θα επιβιβάζονταν στο "Μαριώ" ήταν δική του δουλειά. Τον Γιώργο, όταν βγήκε στην προβλήτα του λιμένος τον είδα που μπήκε σ' ένα μαγαζάκι που πουλάει ψιλικά και έκανε όλο τηλεφωνήματα. Στις 2 ημέρες που κάναμε εκεί τον είδα που έκανε περίπου 10 τηλεφωνήματα.

Κατά την παραμονήν μου στο Καστελλάριζον και μέχρι αναχωρήσεως του Γιώργου διά Ρόδον, με το "Μαριώ" τον έβλεπα να κυκλοφορά ελεύθερα και να κάνει παρέα με τον λιμενάρχη. Από τα ανωτέρω γεγονότα καθώς και από το γεγονός ότι ο λιμενάρχης του Καστελλορίζου επεκοινώνησε με το λιμεναρχείο της Ρόδου στην παρουσία μου και έλαβε σήμα να μην κρατήση τα διαβατήρια μας, αλλά απλώς να κάνει βεβαίωσιν ότι λόγω καιρικών συνθηκών το κότερον μας, δεν έφθασε στην Ρόδον, για κρουαζιέραν και επέστρεψεν απ' ευθείας από Καστελλόριζον εις Κύπρον.

Ολα αυτά μου έδωσαν την εντύπωσιν ότι γνώριζον οι κύριοι του Λιμεναρχείου και αι αρχαί της Ρόδου περί της εκεί αφίξεως του Γιώργου και της προτιθεμένης κρουαζιέρας. Εν τω μεταξύ ο Κυριάκος μου είχε ζητήσει να τον ξεμπαρκάρω από Καστελλόριζον να ταξιδεύση εις Ρόδον- Αθήνας- Λευκωσίαν, διότι έπιασεν ναυτίαν και ότι είχεν καλλιέργειαν πατατών. Το ανέφερα στον λιμενάρχην. Ούτος όμως του ηρνήθη εκτός εάν το ενέκρινεν ο Γιώργος.

Τελικώς o Γιώργος το ενέκρινε και έφυγαν μαζί με το "Μαριώ". Το πρώτο απόγευμα μετά την άφιξιν μας εις Καστελλόριζο, καθόμουνα απ' έξω απ' το καφενείον του Αποστόλου Μαύρου και έπιννα τον καφέ μου μόνος, με επλησίασε άγνωστος, εκάθησε κοντά μου, με ρώτησε εάν είμαι ο καπετάνιος του, "Ιάσων 2" και μου είπε το εξής διατακτικά: "ΗλΘα να σου πως ένα πράγμα να έχης υπ' όψιν σου, ότι με την επιστροφήν σου εις την Κύπρον για ό,τι συμβή, διά το καλόν σου πάλιν στο λέω, ότι και να σου κάνουνε ότι και να σου πούνε δεν μετέφερες άνθρωπον" και έφυγε. Το πρόσωπο αυτό δεν το είχα ξαναδή στο Καστελλόριζο και υπελόγισα ότι θα είχε έρθη με το "Μαριώ".

Στις 24.2.1974 και αμέσως προ της επιβιβάσεως του επί του "Μαριώ" ο Γιώργος μου είπε "όταν πας πίσω στην Κύπρον, να πάρης τηλέφωνον τον κ. Ανδρέαν Ποταμιάνον, να ενημερωθεί αν φθάσατε καλά, γιατί ανησυχώ για τον καιρό". Και χωρίσαμε.

Μόλις αφίχθημεν εις το Καστελλόριζον και συγκεκριμένως την επομένην της αφίξεως μας, ο Γιώργος μου είπε:" Τώρα που έκανες τα πρώτο πρώτο πήδημα, θα ακολουθήσουν και άλες αποστολές".

Τα μάτια του Γιώργου ήταν σπινθηροβόλα, το ύφος του ήτο επιτακτικό και από την όλην συμπεριφοράν του, πιστεύω ότι αυτός ο κύριος θα είναι στρατιωτικός. Θυμάμαι επίσης ότι ενώ είμαστε εις Καστελλόριζον σε μιαν περίπτωσιν, ο Γιώργος είπε μονολογώντας: "ϑχ τι είναι ο άνθρωπος, να αφίσης το παδιά σου, τόσα και να τα βρης τόσα". Και ταυτοχρόνως έκαμε μια σχετική χειρονομία με το χέρι του".

Στις 27.2.1974 η ώρα 10.30 στο πρωί ξεκινήσαμε διά επιστροφή και του Κτήματος, τα φώτα τα είδα στις 3 και μισή σήμερα 28.2.1974. Ξημερώματα και σιγά, σιγά, προχωρούσα στην πορεία μου για τη Λάρνακα. Η ώρα 6 και τέταρτον σήμερα το πρωί ενώ βρισκόμουνα στην περιοχή Πάφου με επλησίασε η καταδίωξη και με ωδήγησε εις το λιμάνι της Πάφου. Συνεμορφώθηκα και εκεί μας συλλάβατε. Τώρα θυμάμαι, ότι στην σημείωσιν των τηλεφώνων του Γιώργου το ξενοδοχείον Ιπποτών έχει αριθμόν 22781. Ηρθα εις Κύπρον διότι από ανέκαθεν υποστήριζα την Κυβέρνησιν αυτήν και θα εξυπηρετήσω για ο,τιδήποτε μου ζητηθή. Ζητώ συγγνώμην από την Κυβέρνησιν διότι αυτό που έκανα δεν ήταν εις γνώσιν μου".

Η ΚΛΑΤΑΘΕΣΗ ΤΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ

Εξάλλου ο Γώργιος Χαραλάμπους στην κατάθεση του ανέφερε ότι ενώ βρισκόταν στο σπίτι του τον επισκέφθηκε ο Κίκης Κωνσταντίνου, τέως λοχαγός του Κυπριακού στρατού, ο οποίος καταζητείται από την Αστυνομία, σε σχέση με ανατρεπτικές ενέργειες σε βάρος της Δημοκρατίας, ο οποίος του ζήτησε να οδηγήσει το κόττερο στην Ξυλοφάγου, όπου θα παρελάμβανε κάποιο πρόσωπο για να το μεταφέρουν στη Ρόδο.

Πρόσθεσε:

"Ο Κίκης απέφυγε να μου πει για ποιο πρόσωπο επρόκειτο αλλά αντιλήφθηκα ότι επρόκειτο για Ελλαδίτη.

Σύναντήθηκα, με τα άλλα πρόσωπα, ωδήγησα το κόττερον "Ιάσων 2" εις την Ξυλοφάγου. Εκεί παρελάβαμεν το άγνωστον πρόσωπον. Από τις κουβέντες του εκατάλαβα ότι ήτο Ελληνας από την Ελλάδα και ότι ήθελε να πάει στην Ελλάδα χωρίς να γίνει αντιληπτός. Τον μεταφέραμε, στο Καστελλόριζο".

Τέλος ανέφερε ότι στο σημείο "Βαθειά Γωνιά" όπου παρέλαβε τον άγνωστο βρισκόταν και ο Κίκης Κωνσταντίνου και ότι αγκάλιασε και φίλησε τον Καρούσο

Εξ άλλου ο Απόστολος Ελευθεριάδης ανέφερε ότι δεν γνώριζε αν θα μετέφεραν κάποιον εκτός Κύπρου και ότι αυτός έπιασε δουλειά στο σκάφος ως μάγειρος με 25 δολάρια την ημέρα.

Οταν ο ξένος ανήλθε στο κότερο, είπε, δεν αντίδρασα και ανέκτηκα την κατάσταση. Δεν γνωρίζω για ποιο λόγο εφυγαδεύσαμε τον άγνωστο.

Αγορεύοντας στο Δικαστήριο (9.4.1974) ο αστυνομικός Εισαγγελέας, Ανώτερος Υπαστυνόμος Ν. Αγαπίου, περιορίστηκε να αναφέρει (προφανώς να μη είχε ενημερωθεί για την... προαγωγή του Καρούσου) ότι ο Γέωργιος Καρούσος, ο οποίος φυγαδεύθηκε στο εξωτερικό, ήταν υπαρχηγός της ΕΟΚΑ Β και ζήτησε όπως αυτό να καταγραφεί στα πρακτικά.

O Νίκος Αγαπίου ανέφερε ότι ο Μούγιος είχε αναγνωρίσει τον ελλαδίτη Κοσμά Μαστροκόλια από την Ελλάδα ως το άγνωστο πρόσωπο που του έδωσε 700 δολάρια για μίσθωση του κοτέρου από τον βρετανό ονόματι Χάιτς στον οποίο κατέβαλε 500 δολάρια και 150 λίρες

Οι τρεις κατηγορούμενοι παραδέχθηκαν ενοχή και το δικαστήριο επέβαλε στον ελλαδίτη Βασίλειο Μούγιο και στο Γεώργιο Χαραλάμπους από τη Αγία Νάπα, τρίμηνη φυλάκιση.

Στον συγκατηγορούμενο τους Απόστολο Χρ. Ελευθεριάδη από το Παλαιχώρι επεβλήθη ποινή φυλάκισης ενός μηνός.

Ομως οι καταδικασθέντες υπέβαλαν έφεση και το Ανώτατο αποφάνθηκε στις 29 Απριλίου ότι το δικαστήριο που τους δίκασε ήταν αναρμόδιο και οι κατηγορούμενοι αφέθηκαν ελεύθεροι.