Πρώτη Ηλεκτρονική Ιστορία της Κύπρου

image

Δωρεάν προσφορά σε ερευνητές, μελετητές, φοιτητές, μαθητές και δημοσιογράφους.

Από την Κύπρο στην αρχαιότητα, μέχρι την Κύπρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αγγλοκρατία, η ΕΟΚΑ, το πραξικόπημα, το σχέδιο Ανάν, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αρχείο Παναγιώτη Παπαδημήτρη

papademetris-pΜοναδικό αρχείο στο οποίο μπορείτε να προστρέξετε και να αναζητήσετε εύκολα και γρήγορα αυτό που θέλετε για μια περίοδο 8.000 ετών για την Ιστορία της Κύπρου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

29.8.1968: Αρχίζει η δεύτερη φάση τωv εvδoκυπριακώv συvoμιλιώv μεταξύ τoυ Γλαύκoυ Κληρίδη και τoυ Ραoύφ Ντεvκτάς.

S-1804

29.8.1968: Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΑΣΗ ΤΩΝ ΕΝΔΟΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΣΥΝΟΜΙΛΙΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΓΛΑΥΚΟΥ ΚΛΗΡΙΔΗ ΚΑΙ ΡΑΟΥΦ ΝΤΕΝΚΤΑΣ

Οι συνομιλητές Γλαύκος Κληρίδης (σε πρώτο πλάνο) και Ραούφ Ντενκτάς

Η δεύτερη φάση του ενδοκυπριακού διαλόγου άρχισε με συνάντηση την Πέμπτη, 29 Αυγούστου 1968, όπως είχε προγραμματισθεί, αλλά στο τέλος της φάσης αυτής και της τρίτης που ακολούθησε μέχρι τις αρχές του 1970, τα πράγματα άρχισαν να δυσκολεύουν μια και οι δυο συνομιλητές Γλαύκος Κληρδης και Ραούφ Ντενκτάς μπήκαν στο ψητό και έπρεπε να προβούν σε συγκεκριμένες ενέργειες και παραχωρήσεις προκειμένου να προωθηθεί η λύση του Κυπριακού.

Ο Πέτρος Πετρίδης που ασχολήθηκε με την πορεία του ενδοκυπριακού διαλόγου και είχε για τον σκοπό αυτό συναντήσεις με τον Γλαύκο Κληρίδη έγραψε στην Ιστορική Εγκυκλοπάιδεια της Κύπρου, Περίοδος 1979-1973, τόμος Α σελίς 310:

"Οπως είχε συμφωνηθεί, η φάση αυτή (η δεύτερη) άρχισε με ανταλλαγή απόψεων πάνω σε θέματα στα οποία οι διαφορές ήταν μικρές και που θα μπορούσαν να γεφυρωθούν σχετικά εύκολα.

Σε δεύτερο στάδιο οι δύο συνομιλητές αντάλλαξαν προτάσεις για τη δικαστική εξουσία, την αστυνομία, τη Νομοθετική Εξουσία, την τοπική διοίκηση και την Εκτελεστική Εξουσία.

Οπως φάνηκε από την αρχή, το κρίσιμο θέμα των συζητήσεων ήταν εκείνο της τοπικής διοίκησης, από την έκβαση του οποίου οι τουρκοκύπριοι εξαρτούσαν τη συμφωνία τους πάνω σε κάθε άλλο θέμα.

Λίγο πριν από την υποβολή των προτάσεων για την τοπική αυτοδιοίκηση ο συνομιλητής Γλαύκος Κληρίδης πήγε στην Αθήνα στις 25 Νοεμβρίου, 1968, και είχε συνομιλίες με τον υπουργό Εξωτερικών Παναγιώτη Πιπινέλη. Οπως δήλωσε κατά την επιστροφή του, η ελληνική Κυβέρνηση άφηνε την πρωτοβουλία των χειρισμών στην Κύπρο σχετικά με την λύση που θα συμφωνούσαν οι δύο κοινότητες.

Η ανταλλαγή των προτάσεων για την Τοπική Διοίκηση έγινε στη συνάντηση που είχαν στις 9 Δεκεμβρίου (1968) και αμέσως μετά ο Ντενκτάς πήγε στην Αγκυρα για συνομιλίες με την τουρκική κυβέρνηση, κατά την επιστροφή του στις 20 του μήνα απέκλεισε την περίπτωση να τροποποιήσει τις προτάσεις του για την τοπική διοίκηση.

Διαφορές υπήρχαν πάνω σε όλα τα θέματα σε μερικά σχετικά μικρές και άλλα σημαντικές και φαινομενικά αγεφύρωτες.

Οι διαφορές στο θέμα της Εκτελεστικής Εξουσίας δεν μπορούσαν να διαφανούν καθαρά, γιατί η τουρκική πλευρά απέφυγε να καθορίσει τη στάση της, σε λεπτομέρειες. Ωστόσο υπήρχε μια βασική διαφορά στο θέμα του αντιπροέδρου.

Η φιλοσοφία πίσω από τις ελληνικές προτάσεις στηριζόταν στο ενιαίο του κράτους και γι' αυτό κάθε προσπάθεια έτεινε στο να τονίσει αυτό το σημείο.

Για τον λόγο αυτό δεν γινόταν καμμιά αναφορά στην ύπαρξη αντιπροέδρου της Δημοκρατίας. Την Εκτελεστική Εξουσία θα ασκούσε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μέσω των Υπουργών και οι Τουρκοκύπριοι θα συμετείχαν στο Υπουργικό Συμβούλιο με βάση την πληθυσμιακή τους αναλογία. Το υπόλοιπο μέρος των προτάσεων αφορούσε τον τρόπο και τη

ΑΓΩΝ 6 5 1968

διαδικασία ασκήσεως της Εκτελεστικής Εξουσίας από τον Πρόεδρο και τα δικαιώματα του, μέσα στα οποία όμως δεν περιλαμβανόταν το δικαίωμα "βέτο" που είχαν ο Πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος με βάση το σύνταγμα του 1960.

Η τουρκική πλευρά πρότεινε τη διατήρηση της θέσης του αντιπροέδρου, αλλά δεν διατύπωσε οποιεσδήποτε απόψεις για τις εξουσίες και αρμοδιότητες του. Στο προκαταρκτικό στάδιο της πρώτης φάσης ο Ντενκτάς είχε αντιδράσει ευνοϊκά στο ενδεχόμενο κατάργησης των προνομίων και εξουσιών του αντιπροέδρου, όπως ήταν κυρίως το δικαίωμα βέτο για εξωτερικές και αμυντικές υποθέσεις και το δικαίωμα αναπομπής των νόμων και υπογραφής τους για δημοσίευση στην Επίσημη εφημερίδα.

Σημαντικές ήταν οι διαφορές στο θέμα της Νομοθετικής εξουσίας, κυρίως σε ότι αφορούσε την έκταση των αρμοδιοτήτων της Βουλής και τον τρόπο της εκλογής των βουλευτών.

Η Ελληνική πλευρά πρότεινε την εκλογή με κοινούς εκλογικούς καταλόγους και τη συμμετοχή των τούρκων σε αναλογία 20%. Η πρόταση καθώριζε μάλιστα τον αριθμό των βουλευτών: 48 Ελληνες και 12 τούρκοι. (Με βάση το Σύνταγμα του 1960 η αναλογία ήταν 30% και ο αριθμός των βουλευτών 50 από τους οποίους οι 15 ήσαν Τούρκοι).

Οι Ελληνικές προτάσεις καταργούσαν το σύστημα της εκλογής του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Βουλής ξεχωριστά από τους Ελληνες και τούρκους βουλευτές αντίστοιχα και ζητούσαν την εκλογή Προέδρου και δύο αντιπροέδρων, ο ένας από τους οποίους θα ήταν Τούρκος, με απλή πλειοψηφία όλων των βουλευτών.

Πιο σημαντικό οι προτάσεις καταργούσαν το σύστημα της ξεχωριστής πλειοψηφίας που είχε καθιερωθεί από το σύνταγμα πάνω σε ορισμένα θέματα, κυρίως τα φορολογικά νομοσχέδια και νόμους που αφορούσαν τα δημαρχεία. Αντί της χωριστής πλειοψηφίας η ελληνική πλευρά πρότεινε έγκριση των νόμων με απλή πλειοψηφία, αλλά για κατοχύρωση των τούρκων εισηγήθηκε την καθιέρωση συστήματος αυξημένης πλειοψηφίας δύο τρίτων για θέματα που αφορούσαν ιδιαίτερα τους τούρκους, και επί πλέον για νομοθετικές και συνταγματικές τροποποιήσεις άρθρων που παραχωρούσαν δικαιώματα στους τούρκους. Στην πλειοψηφία των δύο τρίτων θα έπρεπε να περιλαμβάνεται ορισμένος αριθμός τουρκικών ψήφων, που θα καθοριζόταν σε συνεννοήσεις.

Βασικά τα θέματα στα οποία αναφέρονταν οι ελληνικές προτάσεις για αυξημένη πλειοψηφία αφορούσαν θρησκευτικές πολιτιστικές και εκπαιδευτικές υποθέσεις και ζητήματα προσωπικού θεσμού.

Ειδικά για την Παιδεία η ελληνική πλευρά επανέλαβε την πρόταση για επιχορήγηση των τουρκικών εκπαιδευτικών αρχών και τον προϋπολογισμό, με βάση ένα κατά κεφαλή ποσό για κάθε μαθητή που θα ήταν το ίδιο για τους Ελληνες και τους Τούρκους.

ΑΓΩΝ 30 8 1968

Τα μόνα σημεία στα οποία συνέπιπταν οι τουρκικές προτάσεις με τις ελληνικές για τη Νομοθετική Εξουσία ήταν ποσοστιαία αναλογία και η αυξημένη πλειοψηφία σε ωρισμένα θέματα, συμφωνούσαν σε συμμετοχή τους κατά 20% αλλά ζητούσαν τουλάχιστον 15 βουλευτές πράγμα που θα σήμαινε ότι ο αριθμός των Ελλήνων βουλευτών θα έπρεπε να ήταν 60.

Η τουρκική πλευρά επέμεινε στη διατήρηση του συστήματος για ξεχωριστή εκλογή των βουλευτών, αλλά δεχόταν την εκλογή του Προέδρου και αντιπροέδρου με πλειοφηφίαν των βουλευτών, που θα έπρεπε να ήταν απαραίτητα Ελληνας και Τούρκος αντίστοιχα.

Σχετικά με την έκταση των αρμοδιοτήτων της Βουλής, η τουρκική πλευρά ζητούσε να καθορισθούν θέματα στα οποία η Βουλή δεν θα είχε εξουσίαν να νομοθετεί. Βασική εξαίρεση από τις αρμοδιότητες της Βουλής θα ήταν η Τοπική Διοίκηση.

Παράλληλα οι τουρκικές προτάσεσις ζητούσαν τη διατήρηση του συστήματος της χωριστής πλειοψηφίας, εκτός αν στο σύνταγμα περιλαμβάνονταν ειδικές κατοχυρώσεις σχετικά με την τοπική διοίκηση, τα δικαιώματα των τούρκων και το εκλογικό σύστημα.

Οι ελληνικές προτάσεις για τη δικαιοσύνη σκοπούσαν βασικά στην κατάργηση του συστήματος της διχοτόμησης στην απονομή της, την οποία η ελληνική πλευρά θεωρούσε σαν προσβλητική για τους δικαστές, ή δημιουργούσε αμφιβολίες για την αμεροληψία τους. Ετσι, αντί Τούρκοι και Ελληνες διακαστές, υποχρεωτικά να δικάζουν ανάλογα με το αν οι διάδικοι ή οι κατηγορούμενοι ήσαν τούρκοι ή Ελληνες, θα δίκαζαν με μοναδικό κριτήριο αν είχαν δικαιοδοσία ανεξάρτητα από την εθνική καταγωγή των διαδίκων ή κατηγορουμένων.

Αλλη σημανική πρόνοια τους ήταν η κατάργηση του συταγματικού δικαστηρίου και η ύπαρξη ενός ανωτάτου Δικαστηρίου από 7 το πολύ Δικαστές και με συμμετοχή Ελλήνων και Τούρκων κατά την πληθυσμιακή τους αναλογία.

Στο θέμα αυτό οι τουρκικές προτάσεις δοχοτομούσαν ακόμα περισσότερο τη Δικαοσύνη, γιατί διατύπωναν την εισήγηση για την ίδρυση τοπικών δικαστηρίων, στα πλαίσια της τοπικής διοίκησης, που θα δίκαζαν υποθέσεις της αντίστοιχης κοινότητας.

Οι τουρκικές προτάσεις εξαρτούσαν την αποδοχή της κατάρτισης του συνταγματικού δικαστηρίου από τη συμμετοχή των τούρκων στο ανώτατο δικαστήριο σε ποσοστό 40% ή διαζευτικά τη δημιουργία των τοπικών δικαστηρίων.

Οι Ελληνικές προτάσεις για την αστυνομία πρόβλεπαν την κατάργηση του διαχωρισμού των σωμάτων ασφάλειας σε αστυνομία και χωροφυλακή, συμμετοχή στην ενοποιημένη δύναμη κατά πληθσμιακή αναλογία και τοποθέτηση αστυνομικών στις διάφορες περιοχές κατά το δυνατό ανάλογα με τη σύνθεση του πληθυσμού.

Η τουρκική πλευρά πρότεινε τη δημιουργία "κυβερνητικής" αστυνομίας και "τοπικής αστυνομίας" δηλαδή ουσιαστικά τριών δυνάμεων: Μιας κεντρικής και δύο κοινοτικών, που θα είχαν αρμοδιότητα διερεύνησης των παραβάσεων στο επίπεδο της τοπικής διοίκησης.

Ηταν φανερό ότι η τουρκική πλευρά με τις προτάσεις της, ιδιαίτερα για την αστυνομία και τη Δικαιοσύνη, έκαμνε την Τοπική Διοίκηση κεντρικό θέμα για όλες τις άλλες πτυχές.

ΑΓΩΝ 1 9 1968

Η ελληνική πλευρά είχε προτείνει σύστημα παρόμοιο με εκείνο που ίσχυε μέχρι τότε, δηλαδή τοπική διοίκηση στο επίπεδο του χωριού ή και της πόλης και επίβλεψη της από τον Επαρχο.

Αντίθετα, η τουρκική πλευρά, ζήτησε το σχηματισμό ομάδων χωριών που θα καθοριζόταν ρητά με βάση τη σύνθεση του πληθυσμού τους, ώστε να σχηματισθούν αμιγείς τουρκικές δυνάμεις, ή ομάδες χωρών, στα οποία οι τούρκοι είχαν την πλειοψηφία.

Σε δεύτερο επίπεδο θα υπήρχαν Συμβούλια τοπικής διοίκησης, ένα τουρκικό και ένα ελληνικό τα οποία θα απαρτίζονταν από εκπροσώπους των ομάδων των χωριών και επί πλέον τη δημιουργία υπουργείου για το συντονισμό των ενεργειών των δύο συμβουλίων που θα κατείχε Τούρκος, διαφορετικά, αν η ελληνική πλευρά δεν συμφωνούσε στην ίδρυση του Υπουργείου, την αρμοδιότητα για τον συντονισμό θα είχε ο αντιπρόεδρος.

Οσον αφορά τις αρμοδιότητες των σωμάτων τοπικής διοίκησης, δηλαδή των δύο συμβουλίων η τουρκική πλευρά πρότεινε ουσιαστικά τη δημιουργία δύο κρατών. Η Βουλή θα ενέκρινε νομοθεσία για την τοπική διοίκηση που θα -περιλάμβανε μόνο γενικές αρχές ενώ τα συμβούλια τοπικής διοίκησης θα είχαν αρμοδιότητα και σχεδόν το δικαίωμα εξωτερικής παράστασης.

Οι απόψεις στο θέμα αυτό ήταν αντίθετες και χωρίς μεγάλη ανάλυση ήταν φανερό ότι διχοτομούσαν το κράτος και ίδρυαν δύο κρατίδια μέσα στο κράτος, γι' αυτό ήταν περίεργη ή τουλάχιστον χωρίς περιεχόμενο, η έκφραση ελπίδας από τον Ραούφ Ντενκτάς, στις 31 Δεκεμβρίου 1968, ότι οι συνομιλίες θα μπορούσαν να καταλήξουν σε αποτέλεσμα μέσα στο 1969.

Ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας Ιχσάν Τσαγλαγιαγκίλ, μιλώντας στην τουρκική Εθνοσυνέλευση στις 6 Ιανουαρίου 1969, χαρακτήρισε αυτό που ζητούσε η τουρκική πλευρά ως "ισορροπημένα δικαιώματα" των δύο κοινοτήτων. Αναγνώριζε ότι υπήρχαν δυσκολίες αλλά πρόσθετε ότι το θέμα της τοπικής διοίκησης θα έπρεπε να διευθετηθεί με βάση την "πραγματικότητα με τις συνομιλίες που έκαμναν οι δύο κοινότητες "πανω σε ίσους όρους".

Αλλά ο Πρόεδρος Μακάριος, ο οποίος βρισκόταν στο Λονδίνο για τη διάσκεψη των Αρχηγών των χωρών της Κοινοπολιτείας, δήλωσε στο Μπι Μπι Σι στις 9 Ιανουαρίου, ότι "αι προτάσεις των Τουρκοκυπρίων είναι απολύτως απαράδεκτοι" επειδή η τοπική διοίκηση στην οποία αποσκοπούσαν "δυνατόν να οδηγήση εις την δημιουργίαν κράτους εν κράτει και να αποτελή πηγήν συνεχών προστριβών".

Η τουρκική αντίδραση εδηλώθηκε αρχικά με τη μορφή μιας ανακοίνωσης των τουρκοκυπρίων "αγωνιστών", οργάνωσης κάτω από τον έλεγχο του Ραούφ Ντενκτάς, που προειδοποιούσε τους δυο συνομιλητές πως δεν θα δεχόταν ενιαίο κράτος, γιατί θα "σήμαινε θάνατο για την τουρκοκυπριακή κοινότητα". Μόνο ομοσπονδοποίηση και τίποτε λιγότερο ήταν διατεθειμένοι να δεχθούν.