Πρώτη Ηλεκτρονική Ιστορία της Κύπρου

image

Δωρεάν προσφορά σε ερευνητές, μελετητές, φοιτητές, μαθητές και δημοσιογράφους.

Από την Κύπρο στην αρχαιότητα, μέχρι την Κύπρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αγγλοκρατία, η ΕΟΚΑ, το πραξικόπημα, το σχέδιο Ανάν, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αρχείο Παναγιώτη Παπαδημήτρη

papademetris-pΜοναδικό αρχείο στο οποίο μπορείτε να προστρέξετε και να αναζητήσετε εύκολα και γρήγορα αυτό που θέλετε για μια περίοδο 8.000 ετών για την Ιστορία της Κύπρου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

10.5.1956: Ο Αvτρέας Δημητρίoυ καταδικάζεται σε θάvατo για τηv απόπειρα εvαvτίov βρετταvoύ πoλίτη και απαγχovίζεται.

S-1130

10.5.1956: Ο ANΤΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΤΑΙ ΣΕ ΘΑΝΑΤΟ, ΓΙΑ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΒΡΕΤΤΑΝΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΚΑΙ ΑΠΑΓΧΟΝΙΖΕΤΑΙ

ΑνδρέαςΔημητρίου

Ο Αντρέας Δημητρίου γεννήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου, 1934 στον Αγιο Μάμα της επαρχίας Λεμεσού.

Γονείς του η Ευδοκία και ο Δημήτρης που είχαν ακόμα δυο παιδιά, το Σάββα και την Ελένη.

Σε ηλικία πέντε χρόνων έχασε τον πατέρα του και η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε.

Το 1947, ένα χρόνο μετά που τέλειωσε το δημοτικό, αποχαιρέτισε τη μητέρα του και το θετό του πατέρα και πήγε στην Αμμόχωστο όπου ρίφθηκε στη βιοπάλη.

Εργάστηκε κοντά σε κάποιο συγχωριανό του και αργότερα προσελήφθη οδηγός στην εταιρεία ΚΕΑΝ.

Αναμίχθηκε στο εργατικό κίνημα και έγινε πρόεδρος των Νέων Συντεχνιών της Αμμοχώστου και εντάχθηκε στην ΕΟΚΑ.

Ο Αντρέας Δημητρίου

ενώ μεταφέρεται

στο Δικαστήριο το

οποίο τον

καταδίκασε σε

θάνατο. Κάτω δεξιά

η μητέρα και η μικρή

του αδελφή μπροστά

στο τζάκι του σπιτιού

τους στον Αγιο Μάμα

Στις 27 Νοεμβρίου, 1955, στις δέκα το βράδυ μόλις είχε τελειώσει η βραδυνή παράσταση στον κινηματογράφο Χατζηχαμπή στην Αμμόχωστο και ο κόσμος άρχισε να ξεχύνεται στους δρόμους.

Ο Ανδρέας Δημητρίου παραμόνευε κάπου με το πιστόλι στο χέρι κι έβαλε εναντίον του βρεττανού πολίτη Τεϋλορ τον οποίο τραυμάτισε.

Ο Δημητρίου έσπευσε ν' απομακρυνθεί και τότε διερχόμενη περίπολος τον κάλεσε να παραδοθεί. Σαν αυτός αρνήθηκε πυροβολήθηκε και τραυματίσθηκε στο χέρι και συνελήφθη.

Ο Δημητρίου μεταφέρθηκε με ελικόπτερο στο Νοσοκομείο Λευκωσίας και από εκεί στις Κεντρικές Φυλακές.

Ο ίδιος περίεγραψε ως εξής τις πρώτες του στιγμές που πέρασε στο κρατητήριο σύμφωνα με το συγχωριανό του και φίλο του Στέλιο Παπακώστα (Times of Cyprus τεύχος 16):

"Οραματιζόμουν, έβλεπα τη λευτεριά με αγγελική μορφή να στέκει μπροστά μου και να μου χαμογελά. Είχα την εντύπωση πως ήμουν ελεύθερος γιατί ένοιωθα τη λευτεριά δίπλα μου. Στην πραγματικότητα ήμουν κλεισμένος στης σκλαβιάς το ανυπόφορο κλουβί. Ακουσα τη λευτεριά να μου λέει με τη γλυκειά της φωνή; Νίκησες, είσαι ελεύθερος.

Το πληγωμένο μου χέρι είχε πάψει να με πονάει και σιγά σιγά σαν να μη μου συνέβαινε τίποτα το σοβαρό παραδόθηκα σ' έναν ήσυχο ύπνο".

Ομως ο Στέλιος Παπακώστας που έζησε από κοντά και τις τελευταίες στιγμές του φίλου του πρόσθεσε:

Εφημερίδα ΕΘΝΟΣ 10 5 1956

"Πέρασαν δεκαπέντε μέρες από τη σύλληψη του Αντρέα Δημητρίου. Στις δεκατρείς του Δεκέμβρη τον παρουσιάζουν στο δικαστήριο για την προανάκριση της υποθέσεως του. Κατά τις τέσσερις της ίδιας μέρας μια μπόμπα βρίσκεται τυλιγμένη σε μια εφημερίδα σ' ένα από τα δωμάτια του συγκροτήματος των δικαστηρίων.

Την προανάκριση ακολούθησε η δίκη ενώπιον του ανωτέρου δικαστηρίου. Νέου είδους υπόθεση, νέος δικαστής, νέοι νόμοι. Ολοι περίμεναν με ενδιαφέρον την απόφαση και περισσότερο απ' όλους η τυραννισμένη μάνα του Δημητρίου.

Το τραύμα του Αντρέα δεν είχε κλείσει γι' αυτό και τον οδήγησαν στο δικαστήριο χωρίς χειροπέδες.

Η κατηγορία βασιζόταν στο άρθρο 25 των κανονισμών εκτάκτου ανάγκης και για το αδίκημα προνοείτο η ποινή του θανάτου.

Σε λιγς μέρες η δίκη είχε τελειώσει. Εμεινε μόνο η απόφαση.

Ο δικαστής ρώτησε τον κατηγορούμενο αν ήθελε να πει τίποτε για να μη καταδικαστεί. Ο Αντρέας απάντησε: "Τίποτε". Και ο δικαστής συνέχισε:" Το δικαστήριο σε βρίσκει ένοχο και σε καταδικάζει στην εσχάτη των ποινών".

Σαν κεραυνός πέσανε τα λόγια τούτα στη μητέρα και τ' αδέλφια του Αντρέα. Σε λίγο η αίθουσα του δικαστηρίου αντηχούσε από σπαρακτικά κλάματα.

Αξιοθαύμαστο όμως ήταν το θάρρος με το οποίο το παλικάρι άκουσε τη θανατική του καταδίκη. Στα χείλια του διαγραφόταν ένα χαμόγελο. Εκείνη τη στιγμή σίγουρα θ' αντίκρυσε ξανά τη λευτεριά να του χαμογελά. Σήκωσε το χέρι και χαιρέτισε από μακρυά τη μητέρα του και τ' αδέλφια του.

Αρκετές μέρες πέρασαν από τη μέρα της θανατικής του καταδίκης. Στο διάστημα αυτό ο Αντρέας δέχθηκε πολλές επισκέψεις. Ολοι όσοι τον έβλεπαν θαύμαζαν την ψυχραιμία του και τη δύναμη της ηρωϊκής του ψυχής.

Ωσπου η μέρα που η υπόθεση του θα εξεταζόταν από το εφετείο έφθασε.

Η έφεση απερρίφθη γιατί όπως δήλωσαν οι δύο Εφέτες Ζεκιά και Ζαννεττίδης, η υπόθεση ήταν πολύ καθαρή, η ενοχή του κατηγορουμένου βέβαια και η καταδίκη του δίκαιη.

Ακόμα μια ευκαιρία είχε χαθεί. Ο Δημητρίου ζήτησε, τέλος, χάρη από τον Κυβερνήτη.

Στις οκτώ του Μάη, ανήμερα της Παναγίας, ο Χάρτιγκ έβγαλε απόφαση. Ο Αντρέας Δημητρίου και ο Μιχαλάκης Καραολής έπρεπε να εκτελεσθούν.

Οι μαύρες μέρες ήλθαν για την τυρανισμένη Ευδοκία. Μια ειδοποίηση από τη Λευκωσία την καλεί στην πρωτεύουσα να δει το γιο της. Ητανε Τρίτη, και Τρίτη δεν επιτρέπονταν οι επισκέψεις. Κάτι κακό έβαλε στο νου της κι η καρδιά της άρχισε να τρέμει σαν περιστέρι στα νύχια του αητού.

Εφθασε στη Λευκωσία και τράβηξε μαζί με άλλους συγχωριανούς για τις φυλακές. Οι φρουροί την μπάσανε στο κτίριο. Κι εκεί της ανήγγειλαν το θλιβερό μαντάτο.

Κλαίοντας και μισολιπόθυμη η δύστυχη μάνα σύρθηκε μέχρι το κελλί του παιδιού της. Ηταν κλειστό. Ζήτησε να την αφήσουν να δει τον Αντρέα της, ζήτησε άδεια από τον Αϊρονς, το διευθυντή των φυλακών. Η απάντηση ήταν "οχι".

Ξάφνου ακούστηκε η φωνή του Αντρέα:" Μη κλαίτε και μη με ντροπιάζεστε. Δεν είμαι τύραννος. Πατριώτης είμαι και γι' αυτό πεθαίνω. Πεθαίνω για τη λευτεριά της Κύπρου μας. Νάστε περήφανοι γιατί πεθαίνω και για τα πιο μεγάλα ιδανικά. Τι θα κέρδιζα αν ζούσα κι ογδόντα κι εκατό χρόνια. Πάλι θα πέθαινα. Θα πέθαινα μάλιστα άδοξα. Σε σας μένει ν' ακολουθήσετε το παράδειγμά μου, αν αγαπάτε τη λευτεριά".

Η εφημερίδα ΕΘΝΟΣ αναγγέλλει τον απαγχονισμό του Ανδρέα Δημητρίου με

τον Μιχαλάκη Καραολή

Η μισή ώρα που μπορούσαν να μείνουν κοντά του είχε τελειώσει. Φύγανε για να τον επισκεφθούν την άλλη μέρα, που θα ήταν και η τελευταία του.

Την άλλη μέρα θα τον επισκέπτονταν δυο φορές. Στις επτά το πρωϊ και στις τέσσερις και μισή το απόγευμα.

Στις επτά την Τετάρτη ήταν κοντά του και ο Δημητρίου τους παρηγορούσε και πάλι με λόγια που δεν φανταζόταν κανείς πως θα μπορούσαν να ειπωθούν από έναν άνθρωπο που βλέπει μπροστά του το μνήμα του και την κρεμάλα να τον περιμένουν.

Το απόγευμα έφθασε η μητέρα, τ' αδέλφια του κι ο γαμπρός του. Τον βλέπανε τελευταία φορά. Θέλανε να τον σφίξουν στην αγκαλιά τους μα τους χώριζαν τα σιδερένια κάγκελα. Μίλησε ο Αντρέας:

"Η ώρα του θανάτου μου πλησιάζει. Πάψετε, λοιπόν, να κλαίτε, Θέλω να θυμάστε τα τελευταία μου λόγια. Σε σένα Βύρωνα, γαμπρέ μου, σου εμπιστεύομαι την αδερφή μου κι ελπίζω να την προστατεύσεις σαν τίμιος κι αληθινός άντρας. Το μόνο που λυπούμαι είναι που δε θα δω την Κύπρο μας ελεύθερη. Καλά μου αδέλφια, αγαπημένη μάνα, μη λυπάστε που πεθαίνω, γιατί πεθαίνω σαν άντρας. Σας εύχομαι να ζήσετε ελεύθεροι. Χωρίς θυσίες δεν κατακτιέται η λευτεριά. Ελπίζω να είμαστε οι πρώτοι και οι τελευταίοι.

Πριν φύγετε από κοντά μου θα σας ζητήσω μια χάρη. Οταν, στην Κύπρο μας, ανατείλει ο ήλιος της λευτεριάς να μεταφέρετε τα κόκκαλα μου στο χωριό που γεννήθηκα, που ανατράφηκα, που χάρηκα, τα παιδικά μου χρόνια. Να τα βάλετε κοντά στα κόκκαλα του πατέρα μου που θα με περιμένει. Ο θάνατος δεν με φορβίζει γιατί η ζωή είναι περιττή μέσα στη σκλαβιά. Ζήτω οι αγωνιστές της λευτεριάς. Ζήτω η λευτεριά. Για σας.

Απάντησε η μάνα:

" Στην ευχή μου γιε μου, πρόσεξε νάχεις θάρρος ως το τέλος. Μη γίνεις προδότης. Καλύτερα ο θάνατος παρά προδότης".

Χωρίσανε.

Και τα μεσάνυκτα οι φυλακές κουνήθηκαν συνθέμελα από τραγούδια και ζωτηκραυγές. Δυο παλικάρια (ο Αντρέας Δημητρίου και ο Μιχαλάκης Καραολής) βάδιζαν προς το θάνατο με ολόρθα τα κορμιά ιαι φωτισμένα τα πρόσωπα.