Πρώτη Ηλεκτρονική Ιστορία της Κύπρου

image

Δωρεάν προσφορά σε ερευνητές, μελετητές, φοιτητές, μαθητές και δημοσιογράφους.

Από την Κύπρο στην αρχαιότητα, μέχρι την Κύπρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αγγλοκρατία, η ΕΟΚΑ, το πραξικόπημα, το σχέδιο Ανάν, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αρχείο Παναγιώτη Παπαδημήτρη

papademetris-pΜοναδικό αρχείο στο οποίο μπορείτε να προστρέξετε και να αναζητήσετε εύκολα και γρήγορα αυτό που θέλετε για μια περίοδο 8.000 ετών για την Ιστορία της Κύπρου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

20.10.1950: Ο Μιχαήλ Μoύσκoς (Αρχιεπίσκoπoς Μακάριoς Γ) φοιτά στο Παγκύπριο Γυμνάσιο Λυκωσίας και στη συνέχεια στηv Αθήvα όπου γνωρίζει τη γερμανική κατοχή σε όλη της την έκταση.

S-915

20.10.1950: Ο ΜΙΧΑΗΛ ΜΟΥΣΚΟΣ (ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΜΑΚΑΡΙΟΣ Γ) ΦΟΙΤΑ ΣΤΟ ΠΑΓΚΥΠΡΙΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΟΠΟΥ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΣ ΤΗΝ ΕΚΤΑΣΗ

Ο Λεωνίδας Καραγιάννης, σε άρθρα του το 1957 στο περιοδικό "Times Of Cyprus" (τεύχη 8-12 ) έγραψε τα ακόλουθα για τη ζωή του Μιχαήλ Μούσκου (Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ) στη Λευκωσία και την Αθήνα:

"Ο χρόνος πέρασε. Ηρθε ο καιρός που τα σχολεία θ' άνοιγαν. Οι σύμβουλοι (της Ιεράς Μονής Κύκκου) του (Εφόρου της Μονής) Χρυσοστόμου λείπανε από το μοναστήρι. Κάτι νοίκια έμεναν απλήρωτα κι είχαν πάει να τα εισπράξουν. Βαρέθηκε να περιμένη ο Μιχαήλ. Παρουσιάστηκε στο Χρυσόστομο και χωρίς περιστροφές του πέταξε:

- Πέρασε ο χρόνος που μου είπες. Υποσχέθηκες.

- Δεν είπα πως δεν υποσχέθηκα.

Η αγανάκτηση έπνιγε τον Μιχάλη.

- Υποσχέθηκες να με στείλης στο γυμνάσιο, Μα φαίνεται πως ούτε την υπόσχεση σου, ούτε τον λόγο σου κρατάς. Εκτός αν δεν έχης λεφτά.

Δεν κρατήθηκε ο Χρυσόστομος, πετάχτηκε απάνω, βρόντηξε τη γροθιά του στο τραπέζι και φώναξε:

- Το λόγο μου βρε τον κρατώ και με το παραπάνω.

Κάλεσε ύστερα ένα καλόγερο και τον πρόσταξε.

- Αμε να ειδοποιήσης τους συμβούλους να γυρίσουν στο μοναστήρι, γιατί τούτος εδώ βάλθηκε να με βγάλη έξω από τα ρούχα μου.

Κι' έπεστρεψαν οι σύμβουλοι, βαρυγκομώντας που δεν είχαν προφτάξει να πληρωθούν τα νοίκια, Ο Χρυσόστομος τους είπε τι έτρεξε:

- Βαρύς μπελάς αυτός ο Μιχάλης. Κάντε ό,τι θα κάνετε να τον στείλουμε στη Χώρα, να γλυτώνουμε κι' εμείς κι' εκείνος.

Σκέφτηκαν και ξανασκέφτηκαν, στο τέλος το αποφάσισαν.

Ο Μιχάλης περίμενε έξω από τη πόρτα του γραφείου του Εφόρου. Οταν την είδε ν' ανοίγη και να βγαίνουν οι σύνεδροι, πλησίασε και τους ρώτησε θαρρετά:

- Λοιπόν;

- Τον κοίταξαν σα να μη τον είχαν ξαναδή ποτέ τους, σάμπως νάθελαν να μετρήσουν το ανάστημά του.

- Τι λοιπόν;

- Τι θα γίνη; Θα με στείλετε στο Γυμνάσιο;

- Αν περάσης τον διαγωνισμό, γιατί όχι...

Το διαγωνισμό τον πέρασε, αυτός μαζί με τον Αντώνιο Ερωτοκρίτου, που σήμερα είναι παπάς στην Αρχιεπισκοπή.

- Αύριο φεύγετε, τους είπε ο Χρυσόστομος. Και πρόσθεσε:

- Αντε να φιλήσης το χέρι του γούμενου και να του ζητήσης την ευχή του Μιχάλη.

Πήγε και τους αποχαιρέτησε όλους:

- Φεύγω, πάω στη Χώρα.

Ο Μιχαήλ βάδιζε στα σίγουρα πια. Είχε μάθει να κερδίζη. Στο μέλλον αυτό θα του χρησίμευε όσο δε μποροθσε να φανταστή τότε. Η Λευκωσία και το γυμνάσιο ήταν το πρώτο έπαθλο. Και, κάτι τούλεγε πως δε θάταν και το τελευταίο...

Του άρεσε η Λευκωσία του Μιχαήλ. Του άρεσε και το Μετόχι του Κύκκου. Η πόλη με την ανάσα της, την κάπως γλήγορη για τον έφηβο της Παναγιάς, το Μετόχι με τη γαλήνη του που πλανιόταν ολοτρόγυρα, ανάμεσα τσις σταχτιές εληές. Τίποτε το απόκοσμο. Ολα γύρω από το Μετόχι της Σταυροπηγιακής μονής έχουν το δικό τους αέρα μιας περήφανης αρχοντιάς, κι οι εληώνες και τα πεύκα κατάντικρυ στην είσοδο κι ο δρόμος που φέρνει στην πόλη.

Ο Μακάριος Κυκκώτης με καθηγητές και συμμαθητές του στο Παγκύπρο Γυμνάσιο (κέντρο φωτογραφίας)

Νιώθει δυνατός τώρα.

Στο Μετόχι του εδειξαν το κελλί του και τον γνώρισαν με τους άλλους που μέναν εκεί. Μορφές ήρεμες πρόσωπα ατάραχα. Σε μια στιγμή ένα πιδί που δεν έλεγες νάναι παραπάνω από δέκα χρόνων- το ράσο του σερνόταν στη γη- πέρασε από δίπλα χαιρετώντας τους, δειλά. Θυμήθηκε ο Μιχάηλ...

Θυμήθηκε τον Εφορο Χρυσόστομο που τον απόπαιρνε γιατί ήταν λέει μικρός για το μοναστήρι. Παρά λίγο και δε θα τον δέχουνταν.

Χάϊδεψε το κεφάλι του μικροσκοπικού ρασοφόρου και τράβηξε με την ψυχή ανάλαφρα στο δωμάτιο του. Καληνύχτησε την Βασιλική Μονή, την Παναγιά, το παληό σχολείο, τον γέρο παπά-Πολύκαρπο, τη μάννα του κι έπεσε.

***

Γράφτηκε στο Γυμνάσιο μαζί με τον συνδόκιμο του Αντώνη Ερωτοκρίτου. "Μιχαήλ Κυκκώτης και Αντώνιος Κυκκώτης, επιτυχόντες εις τας εξετάσεις κατατάσσονται εις την τετάρτην τάξιν".

Η νέα ζωή άρχισε με μια ανακοίνωση σε άκαμπτη καθαρεύουσα κι ένα μάθητικό θρανίο στο πίσω μέρος της τάξης, είναι αρκετοί μαθητές στην τετάρτη τάξη. Παιδιά ανήσυχα, ερευνητικά, με σπίθες στη ματιά, έτοιμοι να συζητήσουν για όλους και για όλα. Ευθυμοι τύποι, που η ζωτικότητα τους μόλις που κρύβεται κάτω από τη μαθητική στολή και την πειθαρχημένη έκφραση. Μα κι' άλλοι κλειστοί στους εαυτούς τους, χελώνες της πόλης που δε βγάζουν το κεφάλι απο το καύκαλο, ένας κόσμος ολόκερος.

Το ράσο στην αρχή κράτησε τον Μιχαήλ μακριά από τους άλλους. Μιλούσε λίγο καί δεν τους απόφευγε μα ούτε και τους κυνηγούσε. Ωσπου αυτοί τον πληαίσαν και τον γνώρισαν. Ηταν δυνατός. Μιλούσε όμορφα, ζύγιζε τα λόγια του, ηξερε να στριμώχνη το συζητητή του. Εξω απ' αυτά σε τίποτε δεν κρατούσε κανένα σ' απόσταση. Απλωσε λες το χέρι σ' όλους. "Φίλος". Οι νέοι πάντα καταλαβαίνουνται.

Ο Κυκκώτης Αντώνιος έμενε λίγο ξέμακρα.

***

Τον έφαγε ο Καλόγερος τον Κατσουρό, σιγομουρμούρισε ο νέος στον διπλανό του. Ολα τα μάτια κοίταζαν τον Μιχαήλ που ορθός στο θρανίο του μιλούσε σιγά, σιγά, ήρεμα μα με ζέση.

Πίσω από την έδρα κρατούσε άμυνα ή γυμνασιαρχική καθαρεύουσα. Η συζήτηση είχε αρχίσει μ' έναν αφορισμό του Κατσουρού, σχετικά με την " Ηλέκτρα". Ο Μιχαήλ δεν κρατήθηκε. Τακτοποίησε το ράσο του, σηκώθηκε κι η συζήτηση άρχισε.

- Δεν λέει να τα βάλει κάτω.

Φχαριστιόταν τη συζήτηση ο Μιχαήλ. Δεν ήταν για το ποιος είχε δίκηο. Ηταν " δημοκρατικός" συνήθιζαν να λένε οι φίλοι του. Θύμωνε με το παραμικρό που θύμιζε σουλτανικό φιρμάνι ή παπικό απόφθεγμα. Ο γυμνασιάχης είχε υποπέσει στο "θανάσιμο αμάρτημα".

Για την Ηλέκτρα...

Και για την Ηλέκτρα και για τον Μιχαήλ και για όλους τους νέους που τον άκουγαν.

Ηταν και για τον Γυμνασιάρχη τον ίδιο, τον αυστηρό και σοβαρώτατο που απαγόρευε στους μαθητές "επί ποινή θανάτου" να περνούν καν από την οδό Λήδρας, μπας και πάρει από την κίνηση ο νους τους αέρα.

Ο Μακάριος Κυκκώτης με  συμμαθητή του στο Μετόχι Κύκκου

Ηταν για όλους.

Το κουδούνι έκανε τον Μιχαήλ να σταματήση. Σηκώθηκε γλήγορα, γλήγορα ο γυμνασιάρχης, μάζεψε τα χαρτιά του και βγήκε σα θυμωμένος, σα δυσαρεστημένος.

- Να ζήσης Καλόγερε.

Του άρεσαν τα συγχαρητήρια των φίλων του. Κι αυτό ακόμα το Καλόγερε ήταν σα νάκλειεν μέσα του ό,τι δε μπορούσε να περιλάβη κανένα άλλο όνομα.

- Να ζήσης Καλόγερε.

***

Τον άφησαν μόνο και βγήκαν. Βρήκε ευκαιρία να μιλήση με τον εαυτό του. Ηταν μια βιοθεωρία που δεν τη βρήκε πουθενά στα βιβία του μα την ένιωθε τόσο επιβλητική μέσα του, το συγκέρασμα της δύναμης με την απλότητα και την πραότητα. Οι καλοί αυτοκράτορες του Βεζαντίου κάναν να την πλησιάσουν, μα η ατμόσφαιρα του Ιερού Παλατίου δεν ευνοούσε αυτό το πλησίασμα. Κι οι άλλοι που προσπάθησαν να κάνουν αλλοιώς περικλώθηκαν ανεπανόρθωτα.

- Καλά τα καταφέρνω κύριε Παντάκη, είχε πη κάποτε στον καθηγητή των Μαθηματικών, μα δεν μου λέτε με τι θα μου χρειαστή η τριγωνομετρια μια και θα γίνω κληρικός;

Και κείνος απάντησε αγανακτισμένος:

- Θα σου οξύνη την κρίσιν.

Οι αυτοκράτορες που πεδικλώθηκαν δεν ήξεραν τριγωνομετρία. Αυτό λοιπόν ήταν: δεν είναι δυνατό νάταν αυτό. Ολα γίνουνται ακαθόριστα, θαμπά, μένει η θέληση και η διαίσθηση πως προχωρούμε, χωρίς τίποτε να μας χωρίζει από τα περασμένα. Αυτό ποτέ δε θα γίνη αλλοιώς. Δε γίνεται να σβηστή η Παναγιά και οι κατρακύλες στη λοφοπλαγιά, το ατίθασσο μουλάρι του πατέρα, το μοναστήρι, η πρώτη νίκη.

Τ' άλλα θ'άρθουν μόνα τους.

***

Ο Γυμνασιάρχης ήξερε τριγωνομετρία κι' ας δίδασκε μονάχα Αρχαία Ελληνικά.

"Είναι συζητητικός εις το έπακρον αυτός ο Κυκκώτης" μονολογούσε στους άλλους καθηγητές. Με απωθεί και με έλκει ταυτοχρόνως, μουρμούριζε στον εαυτό του.

Και θυμόταν μια εκδρομή στο Σταυροβούνι...

Το αυτοκίνητο άδειασε μαθητές και καθηγητές κοντά στην Αγία Βαρβάρα. Ο δρόμος που ανεβαίνει στο Σταυροβούνι είναι δύσκολος και τ' αυτοκίνητα μόλις που τα καταφέρνουν να τον ανέβουν. Είχε νυχτώσει σχεδόν και η πεζοπορία άρχισε. Μαζί με τους μαθητές κι ο γυμνασιάχης και ανά δύο άλλοι καθηγητές. Πιάσαν τα κατσάβραχα οι νέοι, ακολουθούσε ο γυμνασιάχης. Σκοτάδι.

Σε μια ώρα βρισκόντουσαν στο μοναστήρι. Ολοι εκτός από τον γυμνασιάρχη. Η τριγωνομετρία δεν βοηθάει σε τέτοιες περιπτώσεις. Πέρασε μια, δυο τρεις ώρες. Ηρταν οι δέκα, οι έντεκα. "Απωλέσθη" ψιθύρισε κάποιος.

Στις έντεκα και μισή επιτέλους φάνηκε.

Ανάγλυφη προτομή του Μακαρίου Β τον οποίο διαδέχθηκε ο Μακάριος Γ πάνω στο κενοτάφιο του παρά τον Αστυνομικό Σταθμό Λάρνακας (Λυκαβητού) στη Λευκωσία

- Του είχα δώσει την ευχή μου, είπε ο Μιχαήλ όταν πήγαν να κοιμηθούν, δε γινόταν να χαθή.

Γέλασαν.

Ηταν καλός ο αυστηρότατος γυμνασιάρχης.

Κατά βάθος τους αγαπούσε όλους ο Μιχαήλ και τον Παντάκη και τον Μυριανθόπουλο και τον Σπυριδάκι και τον Μικελλίδη και τον Χαραλάμπους.

Ιδιαίτερα τον τελευταίο. Ο κύριος Χριστάκης Χαραλάμπους ήθελε να παρουσιάζεται προοδευτικός. Μιλούσε στην καθαρεύουσα. Οι χαρακτηρισμοί του περιείχαν συνήθως αποστροφές και του άρεσε να ειρωνεύεται. Ισως όμως περισσότερο από τους άλλους να ένιωθε τον Μιχαήλ.

***

Το πλήθος, ο βυζαντινός όχλος. Η πρώτη γνωριμία έγινε μια Καθαρή Δευτέρα.

Κάθε Καθαρή Δευτέρα οι άνθρωποι στη Λευκωσία ξαναγυρνάνε στους χρόνους τους ελληνιστικούς. Αφέλεια, ξεγνοιασιά, κάποιοι αντίλαλοι βακχικών γιορτών, μπόλικο γέλιο και μασκαράτες. Γύρω από το Μετόχι είναι μια έχταση με δεντριά και πυκνή χλόη. Παίρνουν οι άντρες τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους και ξεχύνουνται στον πράσινο χώρο. Χαρά, πειράγματα, η μυρουδιά της γης, τραγούδια και γεύμα στο γρασίδι. Κι έρχουνται άνθρωποι κάθε λογής, νέοι μεσόκοποι, κοιλαράδες, γρηές και κοριτσόπουλα, το πολύχρωμο πλήθος, με τα καλά και τα κακά του. Κοπάδι με αρνιά και ρίφια.

Το γνώρισε το μελέτησε. Το είδε απ' όλες τις μεριές.

Στάθηκε στο παραθύρι του κελλιού του και κοίταζε την πελώρια μάζα που δε βαριόταν ν' αναδεύεται, να γελάη, να ψευτοτραγουδά.

Αλλοτε στο Βυζάντιο ο όχλος ήταν μέρος που φώναζε μ' ολη τη δύναμη των πλεμονιών: Πολλα έτη του Αυτοκράτορος.

Ηταν μέρες που ούρλιαζε αποδοκιμαστικά στη Ρώμη.

Ηταν μέρες που έσκυβε το κεφάλι και φύλαγε για τη μεγάλη ώρα τη σπίθα μέσα του στην Ελλάδα.

Ηταν μέρες...

Το πλήθος αυτό τραγουδούσε και χαιρόταν. Σήμερα. Αύριο τα πράγματα θ άλλαζαν..

Το γνώρισε το μελέτησε το είδε απ' όλες τις μεριές. Υστερα πήγε στο μικρό ντουλάπι του τοίχου, πήρε δυο χούφτες φουντούκια, κατέβηκε κάτω και τα μοίρασε σε κάτι παιδιά.

Η πρώτη προσφορά...

***

Επαιρνε τους φίλους του και έκαναν περίπατο στο δρόμο του Μετοχίου. Εκεί ήταν ησυχία. Το μάτι ξεκουραζόταν. Ο καθένας μπορούσε να σκεφτή ανενόχλητα αυτό που τον απασχολούσε..

Υστερα πήγαινε στο Μετόχι και τους φίλευε μανταρίνια.

- Καρποί της γης μας.

***

Ο Μακάρικος Κυκκώτης στον ιερό ναό Αγίας Ειρήνης στην Αθήνα όπου χειροτονήθηκε ιερέας στις 13 Νοεμβρίου 1946

Οταν τέλειωσε το Γυμνάσιο πήρε υποτροφία για τις ανώτερες θεολογικές σπουδές στην Αθήνα.

Στο Πανεπιστήμιο κέρδισε πολλές συμπάθειες. Ο καθηγητής Αμίλκας Αλιβιζάτος ξεχώρισε τον Μιχαήλ και τον χρησιμοποιούσε για βοηθό του σε μερικά μαθήματα.

Ο Μιχαήλ είχε ψηλώσει. Το βλέμμα του βάθυνε. Το λεπτό ψαλλιδισμενο γενάκι του του έδινε ένα αέρα αριστοκρατικό, που τίποτε το επίπλαστο δεν είχε.

Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος ήταν ο Χρύσανθος. Οταν αντίκρυσε τον Μιχαήλ φώναξε:

- Αν θες διορισμό ν' αφήσης τα γένια σου να μεγαλώσουν.

Τ' άφησε. Τον χειροτόνισαν Διάκο στην εκκλησία των Ταξιαρχών.

Αργότερα τον μετέθεσαν στην Αγία Ειρήνη και την Αγίαν Παρασκευή.

Κι ακολούθησε η χειροτονία του σε πρεσβύτερο και Αρχιμανδρίτη.

***

Εμενε σ' ένα σπίτι της οδού Κομνηνών. Συχνά πυκνά ερχόντουσαν και τον έβλεπαν ο τωρινός Μητροπολίτης Κιτίου κι ο Αρχιμανδρίτης Ανθιμος Μαχαιριώτης. Μιλούσαν για το μέλλον. Του Μακαρίου του άρεσε η κλασσική μουσική και διάβαζε πολύ βιβλία φιλολογικά, ιστορικά...

Ωστου ήρτε ο πόλεμος. Επιστράτευση.

Η δεύτερη γνωριμία με το πλήθος. Διαφορετική από την πρώτη...

Ξεχύθηκαν στους δρόμους οι άνθρωποι, φώναζαν τραγουδούσαν, παραληρούσαν από ενθουσιασμό.

Κάποτε όταν ήταν μικρός ο θειός του ο Παπαπολύκαρπος του μιλούσε για τα παλληκάρια που περιφρονούσαν μια βροχή από δόρατα.

Σήμερα οι αθηναίοι, περιφρονούσαν μια άλλη βροχή.

Ηπιε από τον ενθουσιασμό τους. Βρήκε πως ο ενθουσιασμός αυτός έμοιαζε τόσο με τη δική του βιοθεωρία.

Το συγκέρασμα της δύναμης- ψυχικής τη φορά αυτή- με την πραότητα.

Ενας ολόκληρος λαός. Πολλά τα έτη της Ελλάδος.

Υστερα ήρτε η κατοχή. Πίκρα, μιζέρια, δυστυχία. Ενας ξένος ραδιοσταθμός που ακουγόταν κρυφά.

Ο Μακάριος κατόρθωσε να βρη ένα τενεκέ μπενζίνα κι ένα παραπανίσιο δελτίο τροφών. Μοίραζε το φαϊ και τη ζεστασιά με τους γειτόνους.

Οι προσφορές έγιναν δυο και τρεις και τέσσερις.

***

ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ 7 2 1951

Δύσκολες μέρες. Ερχόντουσαν οι συμφοιτητές του και τον έβλεπαν. Είχαν τόσα να πουν. Ο Μακάριος είχε αδυνατίσει, μα δε φαινόταν να υπόφερνε. Μιλούσε όπως πάντα, ήρεμα, που και πότε χαμογελούσε.

- Σήμερα έφαγα μονάχα μισό κρεμμύδι, εκμυστηρεύτηκε μια μέρα σ' ένα φίλο του, μ' ένα πικρό χαμόγελο.

Προθυμοποιήθηκε κάτι να του φέρη εκείνος.

Ο Μακάριος τον έκοψε στη μέση.

- Η δοκιμασία μ'αρέσει. Λυπάμαι μονάχα που δεν έχω τίποτε να σε φιλέψω.

Κι ο νους του πήγε στους παλιούς καιρούς που μοίραζε φουντούκια στα παδιά έξω από το Μετόχι του Κύκκου στη Λευκωσία.

Το πλήθος τότε είχε κάτι από την ελληνιστική περίοδο. Επαιζε γελούσε. Τώρα πεινούσε και πέθαινε. Εβρεχε τη γης με αίμα. Μπλόκα, έρευνες, συλλήψεις.

Το ψωμί έγινε ψωμάκι. Βαθούλωσαν οι μορφές, τα μάτια ξεπετάγονταν άπληστα να δουν τον κόσμο που έφευγε για να μη ξαναγυρίση. Ερημοι δρόμοι, φόβος, πίκρα.

Τ άνιωσε και ζυμώθηκε μαζί τους. Ηταν κι αυτό μια προσφορά".

Ομως μόλις ο Μιχαήλ είχε ανοίξει τα φτερά του. Και σε λίγο έφευγε για τη Βοστώνη, στις Ηνωμένες Πολιτείες.