Πρώτη Ηλεκτρονική Ιστορία της Κύπρου

image

Δωρεάν προσφορά σε ερευνητές, μελετητές, φοιτητές, μαθητές και δημοσιογράφους.

Από την Κύπρο στην αρχαιότητα, μέχρι την Κύπρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αγγλοκρατία, η ΕΟΚΑ, το πραξικόπημα, το σχέδιο Ανάν, η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αρχείο Παναγιώτη Παπαδημήτρη

papademetris-pΜοναδικό αρχείο στο οποίο μπορείτε να προστρέξετε και να αναζητήσετε εύκολα και γρήγορα αυτό που θέλετε για μια περίοδο 8.000 ετών για την Ιστορία της Κύπρου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

28.10.1950: Η ζωή τoυ Μιχαήλ Μoύσκoυ (Αρχιεπισκόπoυ Μακαρίoυ Γ στo Μovατήρι τoυ Κύκκoυ.

S-914

20.10.1950: Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΜΟΥΣΚΟΥ (ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΜΑΚΑΡΙΟΥ Γ) ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΟΥ ΚΥΚΚΟΥ

Ο Μκαριος Κυκκώτης ως μοναχός στον Κύκκο σε εξώφυλλο του περιοδικού Times of Cyprus (28 10 1957)

Ο Λεωνίδας Καραγιάννης, σε άρθρα του το 1957 στο περιοδικό "Times Of Cyprus" (τεύχη 8-12 ) έγραφε για τη ζωή του Μιχαήλ Μούσκου (Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ) στο μοναστήρι του Κύκκου:

"Το μοναστήρι δεν τόξερε από κοντά (ο Μιχαήλ). Μια φορά γένηκε μεγάλο κακό. Τα γίδια του πατέρα του μπήκαν στα χωράφια του μοναστηριού (της Χρυσορογιάτισας) και βάλθηκαν να καθαρίσουν τον τόπο από κάθε δεντρί και χόρτα. Ενας καλόγερος, βγήκε να τα διώξη κραδαίνοντας ένα χοντρό ραβδί. Τον είδε ο Μιχαήλ. Χωρίς κι ο ίδιος να το καταλάβη έβαλε μέσα του γρήγορα, γρήγορα την ευχή: "Ας ήταν να γενώ ηγούμενος".

Δώδεκα μόλς χρόνων ήτανε όταν ο πατέρας του τον φώναξε κοντά του και του είπε πως θα τον έστελνε στο μοναστήρι του Κύκκου. Δεν μίλησε το παιδί. Ούτε ναι, ούτε όχι.

Δεν είχε χαράξει καλά, καλά, όταν πατέρας και γιος κίνησαν περπατητοί για το μονατήρι. Αμίλητοι περπάτησαν εικοσιπέντε μίλια. Στο δρόμο, στην περιοχή Καπνισμένου, σταμάτησαν να ξαποστάσουν και πλύνανε τα πόδια σ' ένα ρυάκι. Βρήκε ευκαιρία ο πατέρας να μιλήση στο γιο.

- Ακου Μιχάλη μου.

- Ναι πατέρα...

- Ξέρεις... Να πάνω στο μοναστήρι που θα πάμε πρέπει να ξέρης...

- Ξέρω πατέρα, ξέρω...

Κόπηκε η φόρα του άντρα.

Σε λίγο ξανάρχισαν την πορεία. Το μοναστήρι του Κύκκου άργησε να φανή. Κι όταν φάνηκε ο ήλιος έγερνε να δύση.

Γούμενος της Βασιλικής και Σταυροπηγιακής μονής της Παναγίας του Κύκκου ήταν ο Κλεόπας, όταν ο Χριστόδουλος Μούσκος, ο βοσκός της Παναγιάς, πήγε το γιο του για να γίνη δόκιμος. Ο Μιχαήλ δεν είχε καλά, καλά να ξεφύγει και την ανεμελιά των παιδικών χρόνων, ο νους του στριφυγυρνούσε ακόμα στ' αμπέλια και τα περβόλια της Παναγιάς το μοναστήρι ήταν για τη στιγμή ξένο. Ξένο σαν τους ανθρώπους του...

Ενα καλογεράκι που τα μάγουλα του μόλις είχαν αρχίσει να σκεπάζουνται από ένα ανεπαίσθητο μαύρο χνούδι, πήγε να φωνάξη τον Εφορο. Χρυσόστομο τον λέγαν. Κάθησε ο Χριστόδουλος με το γιο του και περίμεναν. Κοίταζαν γύρω σαν χαμένοι. Δε λυπόταν ο γαλανομάτης που θ' αποχωριζόταν το παιδί του. Κάτι τούλεγε πως δεν ήταν λύπησης ο Μιχάλης του... Το παιδί είχε σκύψει λίγο το κεφάλι και με το διαπεραστικό βλέμμα του βάλθηκε να εξετάζη τα γύρω του. Ασπρισμένα ντουβάρια, μια σειρά από δωμάτια, ρασοφορεμένοι έφηβοι που πηγαινοέρχουνταν χωρίς ένα άτσαλο γέλιο, χωρίς μια επιπόλαιη κίνηση. Βάραινε πάνω τους το μοναστήρι.

Με τον Εφορο Χρυσόστομο τα πράγματα ήταν αλλοιώτικα.

Ο Μακάριος Κυκκώτης (κέντρο) με δύο άλλους μοναχούς στην Ιερά Μονή Κύκκου

Ηρθε να τους βρη περπατώντας γρήγορα, γρήγορα. Τα διαπεραστικά μάτια του κρύβονταν κάτω από δυο φρύδια που έσμιγαν κάνοντας τη θωριά να φαίνεται σοβαρή, γιομάτη ζωτικότητα, κι' αυτό συνάμα. Ηταν ψηλός ο Εφορος Χρυσόστομος, ψηλός, μ' ένα τόνο μεγαλοπρέπειας που δεν είχε κατορθώσει όμως ν' απαλλαγή από το απότομο και πηγαίο ύφος των ανθρώπων του κυπριώτικου Ολύμπου.

Πλησίασε το Χριστόδουλο και τον καλωσώρισε. Στην αρχή ούτε που πρόσεξε το παιδί. Σαν το είδε κι' έμαθε τ' ονομά του ψιθύρισε : "Μιχαήλ, Να σου ζήση κυρ Χριστόδουλε". Κι άπλωσε το χέρι προς το παιδί που έμενε σιωπηλό μη ξέροντας που θα κατέληγε αυτή η σκηνή.

- Πάμε Μιχάλη.

Η φωνή του Χρυσόστομου δε σήκωνε αντίρρηση.

Σηκώθηκε ο Μιχαήλ και μαζεύτηκε πιο κοντά στον πατέρα. Του χάϊδεψε τα μαλλιά ο Χριστόδουλος, του ψιθύρισε τις στερνές ορμήνιες και κίνησε να φύγη.

Στο μοναστήρι του Κύκκου υπάρχει μια εικόνα της Παναγιάς που λένε πως τη ζωγράφισε το χέρι του ιδίου του Ευαγγελιστού Λουκά. Μπορεί νάναι κι έτσι.

Στα ύψη της Βασιλικής Μονής η ατμόσφαιρα συγγενεύει με το θρύλο κι όσο και να θελήσης να ερευνήσης και να βρης τι είναι αληθινό και τι όχι, σα βρεθής στον ίσκιο του μοναστηριού και σ' αρπάξη με τους πλοκάμους της η γαλήνη του κόσμου του, δε σου μένει καιρός να ερευνήσης γιατί μονάχα να αισθάνεσαι μπορείς. Χρειάζεται να κατέβης, κάτω, βαθειά, στην πεδιάδα που η σκόνη πνίγει τα όμορφα οράματα για να ξεφύγης από την ασάλευτη παρουσία αιώνων ολόκληρων.

Κι ο Μιχάηλ από την πρώτη στιγμή τη θέλησε αυτή τη μάθοδο, τη κάθοδο προς την πεδιάδα, όπου οι άνθρωποι δεν ήταν οι ανέκφραστες ψυχές της Μονής, της Βασιλικής και Σταυροπηγιακής Μονής... άργησε.

Ο Χρυσόστομος πρόσταζε να πάνε τον Μιχαήλ στο δωμάτιο του και βγήκε έξω να φουμάρη το τσιμπούκι του. Στην πόρτα ανταμώθηκε με το γαλανομάτη.

- Θαρούσα πως έφυγες, κυρ Χριστόδουλε.

- Ναι φεύγω. Να...

- Εψαξε στον κόρφο του κι έβγαλε ένα πουγγί. Το άνοιξε με απότομες κινήσεις, άδειασε το περιεχόμενο του στη μια του χούφτα κι άρχισε να μετράη.

- Να. Είναι δέκα σελίνια. Μπορεί να χρειαστή το παιδί μου.

- Τι να τα κάνη τα λεφτά δωπέρα, αντίκοψε ο Παπάς.

- Πού ξέρεις, μπορεί να χρειστή... Ελα τώρα πάρτα και του τα δίνεις όποτε θες εσύ.

- Πολλά είναι.

- Να τα κάνουμε εφτά.

Πήρε τα λεφτά ο Χρυσόστομος κι' αποχαιρέτησε τον γαλανομάτη.

"Γειά και καλή αντάμωση. Και θα στον κάνω τον Μιχάλη σου ένα καλογεράκι..."

Δεν είχε καλά, καλά ξεκινήσει ο κυρ Χριστόδουλος κι' άκουσε πίσω του να τον φωνάζουν. Γύρισε. Ηταν ο Μιχάλης του.

- Τι θέλεις γιε μου;

- Δεν...δεν μένεις να ξεκουραστής πατέρα. Αύριο φεύγεις.

- Δεν κουράστηκα παιδί μου. Πάω. Και κοίτα να με βγάλης ασπροπρόσωπο.

Το ημικατεστραμμένο δημοτικό σχολείο της Παναγιάς όπου ο Μακάριος Κυκκώτης πήρε τις πρώτες γνώσεις

Το παιδί σώπασε. Μόνο:

- Γειά σου πατέρα, είπε, και τράβηξε για το μοναστήρι.

***

Του φόρεσαν το ράσο κι έγινε με μιας άλλος άνθρωπος. Κι' ας ήταν οι δουλειές που θάκανε μπόλικες. Κι' ας ήταν υποχρεωμένος να υπηρετή τον Εφορο, να του κάνη θελήματα, να του σκουπίζη την κάμαρη και να του ψήνη το πρωινό. Καθένας στο μοναστήρι κάτι πρέπει να κάνη. Στην αρχή ο Μιχαήλ προσπάθησε να βρη κάτι που να μην τόκανε κανένας άλλος. Δύσκολο του φάνηκε. Σιγά, σιγά, συνήθισε στη ρουτίνα. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός και στο μοναστήρι ήταν γνωστό πως " τον καφέ που ψήνει ο Μιχαήλ δεν μπορεί να τον φτάση κανένας".

Δεν παραπονιόταν για τίποτε στον πατέρα του όταν ο κυρ Χριστόδουλος ερχόταν κάπου, κάπου να τον δη.

"Καλά περνώ πατέρα, τίποτε δεν μου λείπει".

Και χαιρόταν ο γαλανομάτης που έβλεπε το γιο του "στον ίσιο δρόμο". Και καθόντουσαν κιι οι δυο τους σ' ένα λιθάρι στην αυλή του μοναστηριού, κι' άρχιζε ο ένας να λέη στον άλλο πως περνούσαν τις μέρες τους. Μιλούσαν και γι' άλλα πράγματα. Πάντα τάφερνε στην κουβέντα ο Μιχαήλ.

- Και θα με στείλουν στο Γυμνάσιο πατέρα.

- Ναι, ναι παιδί μου.

Θα τον έστελλαν.

***

Δεν ήταν πάντα στις καλές του ο Εφορος Χρυσόστομος. Κι ο Μιχαήλ τίποτε δεν έκανε για ν' αποφεύγουνται οι εκρήξεις του θυμού του.

Μια Τρίτη, ξύπνησε άκεφος ο Χρυσόστομος. Φώναξε τον Μιχάηλ και πρόσταξε να του φέρη το πρωϊνό του. Τσακίστηκε ο νέος. Τη στιγμή που έβγαινε άκουσε τον Εφορο να φωνάζη: "Οχι, όπως κάθε μέρα, βαρέθηκα τους καφέδες και τις εληές".

- Τι να φέρω; ρώτησε ο Μιχαήλ.

- Αντε κουνήσου. Αντε πήγαινε στο μιζάτο. Εχουμε λουκάνικα εκεί. Πάρε και τηγάνισε μου καμιά αρμαθιά.

Βγήκε.

Πέρασε ώρα. Θέριεψε η εικόνα του Χρυσόστομου.

- Πού χάθηκε;

- Μιχάλη. Βρόντηξε η Βασιλική Μονή.

Ξανά:

- Μιχάλη.

Αλαφροπαντώντας παρουσιάστηκε.

- Βρε σ' έστειλα να μου φτιάξεις κάτι να φάω και χάθηκες. Τι... στην ευχή σου έκανες;

Πήρε βαθειά ανάσα ο Μιχαήλ κι' άρχισε:

- Τα λουκάνικα δεν υπάρχουν. Χτες κατεβήκανε πεινασμένες στο κελλί μου οι γάτες και τους τάδωσα.

Αποπληξία τούρθε του Χρυσόστομου.

- Στις γάτες βρε; Να λυσσάμε από τη πείνα για να ταϊζης τις γάτες σου; Ω. Εσύ βρε Μιχάλη, τι να πω. Εκανε να βγη ο Μιχαήλ. Τον σταμάτησε ο Χρυσόστομος.

- Εχεις καλη ψυχή Μιχάλη... Αντε πήγαινε για το μάθημα.

Μετόχιο Κύκκου 2012: Εδώ διέμενε ο Μακάριος Κυκκώτης στη διάρκεια της φοίτησης του στο Παγκύπριο Γυμνάσιο

Είχε ρίξει τον ασβέστη σ' ένα κουβά και τον ανακάτωνε μ' ένα ραβδί για να λυώση. Πήρε ύστερα λίγο γαλάζιο χρώμα και τόριξε κι' αυτό στο νερό. Κι' ύστερα με τα χέρια του βάλθηκε να γράψη πάνω στον τοίχο μιας μάντρας: "Ζήτω η ένωση". Τρίβονταν τα δαχτυλάκια στην ανώμαλη επιφάνεια μα δε σταματούσαν. Ωσπου πέρασε από κεί ένα καλογεράκι.

- Μιχάλη σε ζητάει ο πάτερ Χρυσόστομος μας.

- Και πότε δεν με ζητάει.

- Αύριο θα πάμε στην Πάφο για δουλειές, Θαρθείς κι' εσύ μαζί, ανάγγειλε ο Χρυσόστομος.

- Οχι. Εχω δουλειά, και θυμήθηκε τη μισοτελειωμένη επιγραφή.

- Ετσι μιλάς στους μεγαλύτερους σου; Βρυχήθηκε ο Χρυσόστομος.

- Δεν μιλάω. Στην Πάφο μια φορά δεν πρόκειται να πάω. Και σκέφτηκε. "Κάποτε έλεγα να πάω, μα ήταν για τη μάνα μου τότε".

- Βρε θα πας και θα πης κι' ένα τραγούδι.

- Δεν θα πάω. Εχω δουλειά εδώ.

Σηκώθηκε απότομα από τη θέση του ο Χρυσόστομος. Αρπαξε τον Μιχαήλ από τα ρούχα και τον κούνησε: "Δε γίνουνται έτσι οι ηγούμενοι" τούπε θυμίζοντας του μια εκμυστήρευση.

Τον τράνταξε ξανά και τούδωσε κι' ένα σκαμπίλι στο σβέρκο.

- Φύγε τώρα. Κι' αύριο πρωί, πρωί να με περιμένης κάτω με τα μουλάρια.

Την άλλη μέρα ο Μιχαήλ πήγε στη Πάφο, καθισμένος πισωκάπουλα στο μουλάρι του Εφόρου. Κανένας δε μιλούσε. Μονάχα ο Χρυσόστομος γελούσε πίσω από τα μουστάκια του: "Πας για δεν πας;".

***

Πέντε χρόνια στο μοναστήρι άλλαξαν τον Μιχαήλ. Επρεπε νάναι απαιτητικός. Με το σπαθί του θα προχωρούσε. Κανένας δεν έδειχνε πρόθυμος να βρη τι ήθελε ο ρασοφόρος έφηβος.

Συνήθιζε το μοναστήρι να στέλλη κάθε χρόνο στο γυμνάσιο της Λευκωσίας δυο δόκιμους που "τάπαιρναν τα γράμματα". Η σειρά ήταν του Μιχαήλ. Τίποτε όμως δε γινόταν. Ο Χρυσόστομος κρατούσε το στόμα κλειστό και τ' άνοιγε μονάχα για να προστάξη:

" - Ενα καφέ Μιχάλη

Δε βάσταγε ο νέος. Τα δεκαεφτά του χρόνια δε μπορούσαν να κλειστούν άλλο στο μοναστήρι. Κι' έστειλε μήνυμα του πατέρα του ναρθή γρήγορα. Ο γαλανομάτης πήρε το μουλάρι του και τράβηξε για το μοναστήρι.

- Δε θέλουν να με στείλουν στο γυμνάσιο, του είπε ο Μιχαήλ μόλις τον είδε.

- Γιε μου, τι ξέρω εγώ από τέτοια. Γιατί δεν κάνεις λίγη υπομονή;

- Τα μαθήματα έχουν αρχίσει και ο Εφορος δεν μου είπε τίποτα.

ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ 3 4 1951

- Τι να σου πω Μιχάλη, δεν ξέρω κι εγώ τι να κάνω.

- Κάνε ό,τι μπορείς πατέρα, Θελω να με στείλης εσύ στη Χώρα.

- Περνούσε φουρκισμένος δίπλα τους ο Χρυσόστομος και κάτι πήρε τ' αυτί του. Φώναξε τον Μιχάλη,

- Με ποιον μιλούσες;

- Με τον πατέρα μου.

- Πέστου νάρθη πάνω,

Ανέβηκε ο κυρ Χριστόδουλος στο γραφείο του Εφόρου.

- Τι σου λέει αυτός εδώ; ρώτησε απότομα ο Χρυσόστομος.

- Θέλει να φύγη, να πάη στο Χώρα, στο γυμνάσιο.

- Κι' εσύ τι του απάντησες;

- Θα τον στείλω εγώ.

- Γιατί θες να φύγης βρε Μιχάλη;

- Δεν ήρθα εδώ μόνο για να υπηρετώ τους καλόγερους του Κύκκου.

Προσπάθησε να τον μαλακώση ο παπάς.

- Σκέψου Μιχάλη, τώρα πια τα σχολεία άνοιξαν. Κι αν πας δε θα σε δεχτούν. Μετά χαράς να σε πάω εγώ ο ίδιος. Αν δε σε δεχτούν όμως τότε τι γίνεται;

- Και δε γυρνάμε πάλι στον Κύκκο;

Η Επιτροπή δε θα μας δεχτή Μιχάλη, σκέψου τα όλα.

- Δεν είναι ανάγκη να τους το πούμε πως πάμε στη Λευκωσία.

- Βρε στη Τσακκίστρα να πάμε και θα το μάθη ο κόσμος όλος και μου τσαμπουνάς τώρα να μη τους το πούμε και κολοκύθια;

Σώπασε ο Μιχαήλ. Βρήκε ευκαιρία να τελειώση τη συζήτηση ο Χρυσόστομος.

- Να μείνης στο μοναστήρι, να κάνης ακόμα ένα χρόνο κανονικά, έξη να γίνουν τα χρόνια και του χρόνου θα σε στείλω εγώ με δικά μου λεφτά.

Βρήκε καλή την πρόταση ο κυρ Χριστόδουλος.

- Δεν πειράζει γιε μου. Μείνε ακόμα ένα χρόνο. Αφού άνοιξαν πια...

Ο Μιχάλης δεν άκουγε. Τους άφησε κι' ανέβηκε στο καλλί του. Ακόμα ένας χρόνος λοιπόν. Ενας χρόνος, ένας ολόκληρος χρόνος. Δεν υπήρχε διέξοδος, θα υπόφερε για λίγο ακόμα.

Και περίμενε μέχρι τον επόμενο χρόνο όπου κατέληξε στη Λευκωσία, στο Γυμνάσιο.